Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Πυγολαμπίδα

Και να τώρα αναπολώ, σε χρόνο άμετρο και βαθύ , τότε που δεν ήμουν άνθρωπος, πόσες στιγμές να πέρασαν άραγε; Μια αιωνιότητα στιγμών… και συ παιδί, σε μια γειτονιά του κόσμου, καβάλα σε ένα ποδήλατο κόντρα στον άνεμο να κατακτάς το όνειρο σου.
Ποιος είπε ότι οι αναμνήσεις είναι παλιές βιωμένες καταστάσεις; ενθύμια λαμπερών στιγμών ή πληγές σκοτεινού πόνου; Δεν ήμουν αγόρι στην αρχή της ζωής μου, έχω όμως αγορίστικες αναμνήσεις , η Καισαριανή είναι εξωτικό ή ταπεινό μέρος ; ούτε που το γροικάω, θυμάμαι όμως πως είναι να τρέχεις στις γειτονιές της.
Ναι αλήθεια λέω , δεν με πιστεύεις; Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που γυρνούσες αργά στο σπίτι και ορθοπεδαλιά προσπαθούσες να κινήσεις τις ρόδες του ποδηλάτου σου πιο γρήγορα, για να προλάβεις το χρόνο , με το άγχος της απειλής της κατσάδας που θα έτρωγες , αφού πάλι άργησε ; Τότε ήταν που συναντηθήκαμε , εγώ μια τοσοδούλα πυγολαμπίδα που μόλις βγήκα στον κόσμο και συ ένα αγόρι όρθιο στο ποδήλατο κόντρα στον άνεμο, ούτε που πρόλαβα να σε δω, πέρασες δίπλα μου σαν άνεμος και με παρέσυρες , χωρίς να το καταλάβω τρύπωσα στο αυτί σου . Τι σκοτάδι και πνιχτή λάσπη… αυτή η σπηλιά με τρόμαξε, μετά φωνές ,τσιριχτές δονήσεις με ταρακουνούσαν αλύπητα. Ένας χτύπος που ερχόταν από το κάτω μέρος , με έκανε να αισθάνομαι, φόβο, απελπισία και αδικία. Μετά ένας κρότος και ησυχία . Από το πάνω μέρος της σπηλιάς άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι . –Αμάν πια όλο τα ίδια και τα ίδια, μη αργήσω λίγο αμέσως φωνές λες και είμαι ρολόι, καλά δεν θα μεγαλώσω να μη τους εχω ανάγκη, θα δουν αυτοί όλο το βράδυ έξω θα τη βγάζω. Μετά γαλήνη μια γλυκιά ηρεμία και ο χτύπος που τώρα ακουγόταν από κάτω είχε ένα απαλό όμορφο ρυθμό. Άρχισα να σουλατσάρω πάνω κάτω και να ανακαλύπτω διάφορα , εκείνο το βράδυ γνώρισα τα όνειρα , εκτυφλωτικές λάμψεις , εξαίσια χρώματα , θαυμάσιες μουσικές , τάξιδι στ΄άστρα και συ μικρός πρίγκιπας να ανακαλύπτεις τον κόσμο.Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημη η σπηλιά.
Μια μέρα θυμάμαι άκουγα το μυαλό σου να λέει: πρέπει να γράψω ένα ποίημα . Τι να ναι πάλι αυτό το ποίημα που τόσο πολύ ποθούσες και τόσο σε βασάνιζε (είχα μάθει πια να ξεχωρίζω όλες τις συναισθηματικές σου καταστάσεις , ξεχώρισα όλους τους χτύπους της καρδιάς και ένιωθα την παραμικρή ένταση στις φλέβες σου) μετά άρχισα να νιώθω ευχάριστα, καθώς ένας γλυκός λυρισμός ξέφευγε από το μυαλό σου και ξεχυνόταν σε όλο σου το σώμα, μμμ τι γλυκιά αίσθηση αυτό το ποίημα, ακόμη τη θυμάμαι , είναι αυτό που λέω ,μια στιγμή κλείνει μέσα της την αιωνιότητα, ήταν και η πρώτη φορά που άρχισα να λάμπω , τρόμαξα με το φως μου αρχικά, αλλά μετά άρχισα να χορεύω από τη χαρά μου που μπορούσα να ανάβω. Εγώ χόρευα και συ έγραφες . Μετά την επόμενη μέρα, άκουσα κάποια να σου μιλάει αυστηρά γι΄αυτό το ποίημα , δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα , γιατί ήσουν φοβισμένος, γιατί υπέφερες , γιατί αναρωτιόσουν αν το ποίημα το έγραψες εσύ ή κάποιος άλλος , δεν ξέρω , το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να ξανακούσω το μυαλό σου να λέει : πρέπει να γράψω ένα ποίημα.
Έτσι λοιπόν μεγαλώναμε μαζί , εσύ στον έξω κόσμο και γω στον μέσα, δικό σου, κόσμο. Όμορφα ήταν παρ΄όλες τις εντάσεις , τους φόβους , τις αγωνίες, υπήρχαν στιγμές που ήταν σκέτη μαγεία, να σαν αυτές των ονείρων σου. Τόσα χρώματα , τόσες μουσικές ,αρώματα , μεταξωτή γαλήνη , πουπουλένια ηρεμία, αυτό που λέμε ένας κόσμος ονειρικός, ο ονειροκοσμό σου , το ίδο μαγικός και ο κόσμος των ερώτων σου , δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που άκουσα αυτό τον υπέροχο μουσικό χτύπο της καρδιάς σου, πάλι έλαμψα και χόρευα σε ξέφρενους ρυθμούς . Μερικές φορές για να πω την αλήθεια αναπολούσα τον έξω κόσμο που τόσο λίγο γνώρισα, αλλά δεν προλάβαινα να βαρεθώ, όλο και κάποιο νέο σουλάτσο μου επιφύλασσες και να σου ξαφνικά, άλλο ένα κομμάτι του εσωτερικού σου απείρου έβγαινε στην επιφάνεια προς εξερεύνηση. Δεν μπορώ να πω, δεν μ΄ άφησες στιγμή να πλήξω . Μια μέρα ένιωθα πάλι την οργή σου να ξεχειλίζει , τότε είναι που άκουσα τη μαμα σου να λέει - Είσαι τόσο ατίθασος, πας κατευθείαν και με ταχύτητα στην καταστροφή , αυτό μόνο με μαραίνει, αυτός ο φόβος μου για την τελειωτική συντριβή σου. Πρώτη φορά αναστατώθηκα και πρώτη φορά μίλησα με μια φωνή δυνατή σχεδόν τσιριχτή ήθελα να δώσω μια υπόσχεση στη μαμά σου και να μ΄ ακούσει - Όχι ηρέμησε , ποτέ δεν πάθει κάτι κακό, δεν θα συντριβεί ποτέ και για τίποτα, πάντα θα είμαι εγώ να τον προστατεύω, μη φοβάσαι . Αισθάνθηκα αμέσως την ηρεμία της και την ευθύνη που είχα αναλάβει.
Περνούσε ο καιρός και όλο και δυσκόλευαν τα πράγματα, είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και τα όνειρα σου, άσε που και η ποίηση όλο και πιο σπάνια μας επισκεπτόταν , μόνο η ένταση του έρωτα μας έμεινε, όχι βέβαια με τον υπέροχο χτύπο που με έκανε να θέλω να χορεύω , αλλά έστω και αυτή η στιγμιαία ένταση κάτι ήταν , με διασκέδασε λίγο. Σε μια τέτοια ένταση λοιπόν, και καθώς ήμουν αραγμένη στη σπηλιά του αυτιού σου , ένιωθα κάτι να με ρουφάει με μανία, μετά μια υγρασία με ξέβρασε πάνω σε ένα κομοδίνο , ήταν η κοπέλα σου, που ρουφούσε με μανία τα αυτί σου και μετά με έφτυσε μακριά. Αρχικά ξαφνιάστηκα από το ξεβόλεψα , μετά αντιλήφτηκα ότι είμαι στον έξω κόσμο , μαγεύτηκα, εσύ αγκομαχούσες στο κρεβάτι και γω , χωρίς καν να σου ρίξω μια ματιά, πέταξα από το ανοιχτό παράθυρο. Μόλις βγήκα στο φως άρχισα να αλλάζω μορφή , έγινα γυναίκα και εξαφανίστηκα στα στενά δρομάκια… συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου