Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

άυλες διαδρομές- διάλογος πρώτος - Μεταλλάξεις συναισθημάτων (Βίκυ Βανίδη)


Καθόταν οκλαδόν στον υγρό βράχο και κοιτούσε ατάραχος την αγριεμένη θάλασσα. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για τα απειλητικά μηνύματα των κυμάτων σαν να είχε συμφιλιωθεί με το θάνατο ή σαν η υγρή άβυσσος να κατοικούσε μέσα του . Τι ελκυστικός που είναι έτσι ντυμένος με τη μοναξιά του σκέφτηκε. Μια ασυγκράτητη επιθυμία την ώθησε να τον πλησιάσει, στάθηκα μερικούς βράχους δίπλα του και άρχισε να τακτοποιεί τις λέξεις, να τις χτενίζει, να τις κάνει πιο όμορφες πριν τις εκστομίσει. Γύρισε και την κοίταξε, αρχικά σαν εισβολέα, μετά σαν ελκυστική εισβολέα και αμέσως επέστρεψε πάλι στη μοναξιά του. Δίπλα του διέκρινε ένα σάκο, αυτό είναι σκέφτηκε, ο ταξιδιώτης του ονείρου μου, όλα τα μέλη της άρχισαν να παραλύουν αλλά λίγο πριν την ακινητοποιήσει ο έρωτας διέκρινε μέσα στο σάκο σύνεργα ψαρικής .
Όχι ρε γαμώτο ! άλλος ένας που διασκεδάζει τη μοναξιά του σκοτώνοντας . Τι απογοήτευση !

Ένας ασυγκράτητος θυμός την κυρίευσε. Πως τολμούσε να της χαλάει το όνειρο; Τον κοιτούσε που ετοίμαζε το δόλωμα και σκεφτόταν ότι δεν ήθελα να πιάσει ούτε ένα ψάρι ή έστω προτιμούσε να μη θέλει να πιάσει κανένα ψάρι… μπερδεύτηκε τι ήθελε τελικά, να μείνει να φύγει τι; Μήπως θα ήταν μια εμπειρία να μείνω να δω να σπαρταρά ο θάνατος σε ένα αγκίστρι, έτσι και αλλιώς και το αγκίστρι του έρωτα τις περισσότερες φορές θάνατο φέρνει. Έκανε αυτή τη βολική σκέψη κάνοντας έξαλλο τον εαυτό της
-Μα τι λες , ψάχνεις δικαιολογία για να μείνεις; Εσύ δεν είσαι που σιχαίνεσαι όλους αυτούς που η πλήξη τους οδηγεί να σκοτώνουν γιατί πρέπει πάση θυσία να μοιάζουν απασχολημένοι με κάτι πολύ συναρπαστικό; Και είναι προφανές ότι αυτόν δεν τον ωθεί η ανάγκη για επιβίωση αλλά η ανάγκη να διασκεδάσει τη μοναξιά που του ροκανίζει την ψυχή. – Σταμάτα και έτσι να είναι θα μείνω, έστω για την ηδονή της έλξης.

Ήταν έτοιμος να σκοτώσει, γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο σιγουριά σαν να ήθελε να της επιβληθεί ή μπορεί να ήθελε να τη βεβαιώσει ότι θα τη φρόντιζε σαν άντρας κυνηγός. Αυτή κάθισε στο βράχο έβγαλε το μπλοκάκι της και άρχισε να γράφει τάχα αδιάφορα. Το αγκίστρι έπεσε με φόρα στη θάλασσα, το κοίταξε και ευχήθηκε μέσα της: άδειο να βγει. Ω του θαύματος ! Η ευχή της έπιασε. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές ,μα πάρα πολλές, φορές. Ένιωσε τον εκνευρισμό του , άρχισε να ρίχνει τροφή μέσα στη θάλασσα μήπως ξεγελάσει τα ψάρια και μαζευτούν κοντά στο αγκίστρι του, τίποτα, η τροφή εξαφανιζόταν και τα ψάρια δεν τσιμπούσαν. Ένα άγριο συναίσθημα την κυρίευσε , το είπε χαρά, αλλά όχι δεν ήταν, δεν είχε καθόλου φως, ερχόταν κατευθείαν από τα πιο σκοτεινά έγκατα της ύπαρξης της. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, πίστεψε ότι αυτή ελέγχει την αποτυχία του. Εκείνος την κοιτούσε με απορία. Κάθε φορά που ανέβαζε το αγκίστρι δίχως ψάρι γυρίζει και την κοίταζε με ένα κοφτερό "κατηγορώ" στο βλέμμα του . Ασυγκράτητη ηδονή την κυρίευε, αυτό το βλέμμα σαν πλημμυρίδα απλωνόταν πάνω της απειλητικό και την ηδόνιζε. Ένιωθε ότι ήθελε να τη βγάλει βία από το οπτικό του πεδίο αλλά κάτι τον συγκρατούσε, κάτι τον νικούσε την τελευταία στιγμή και δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Πλέον σε κάθε τράβηγμα του αγκιστριού αναμετριέται μαζί της και κάθε φορά του βγαίνει λειψό το θάρρος και καταπίνει το βρυχηθμό του. Θέλει όσο τίποτα άλλο να την καταπιεί να την κατασπαράξει, τελικά όμως φοβάται, φοβάται να αφήσει το τέρας που κουβαλάει μέσα του να παρουσιαστεί με όλη του το μεγαλείο και επιλέγει να την καταπιεί σαν τρομαγμένο ανθρωπάκι. Της χαμογελάει . Αλήθεια πόσο χαμαιλέοντες είναι τα συναισθήματα των ανθρώπων πόσο εύκολα προσαρμόζονται στις αρεσκείας των άλλων μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο εγωκεντρισμός τους. Θα την καταπιεί που θα την καταπιεί αλλά ας το κάνει χωρίς να χάσει την αυτοεκτίμηση του. Αυτή η σκέψη ήταν και το άλλοθι της για αυτό που ακολούθησε. Του έκανε νόημα ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει, το έπαιξε μουγκή . Έσκισε μια σελίδα και του έγραψα: Είμαι μάγισσα και έκανα τόσο δυνατό ξόρκι που όσο και αν προσπαθήσεις κανένα ψάρι δεν θα τσιμπήσει, τουλάχιστον για σήμερα. Του το έδωσε με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο κοιτάζοντας τον, με βλέμμα σταθερό, βαθιά στα μάτια. Ήξερα ότι σε αυτό το αγκίστρι θα τσιμπήσει η μοναξιά του . Έφυγε βιαστικά , την τελευταία στιγμή δείλιασε δεν ήθελε να δει την έκφραση του και ας είχε στήσει όλο το παιχνίδι για αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ηττήθηκε από τον αντικατοπτρισμό του δικού της τέρατος που λέγετε ματαιοδοξία.
Έστησε το παιχνίδι σε μια παρτίδα χαμένη , τακτοποίησε τα πιόνια και είπε τώρα παίζετε με τη δική μου στρατηγική για μια νέα ένδοξη ήττα.
Τελικά αυτός που σε αγκιστρώνει σε έρωτα θάνατο δεν είναι ο πιο δυνατός ούτε ο πιο έξυπνος απλά ο πιο αδίσταχτος