Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Μια κρύα πνοή...)-Μαρία Πολυδούρη

 

Μια κρύα μορφή μαρμάρωσε
στην όψη μου την άνθηση της νειότης.
Και τ’ απαλά της χρώματα
και της χαράς της πρώτης
τη μέθη και ταρώματα
τα σφάλισεν η μνήμη στη ματιά μου.
Στο σκοτεινό φυλάκιο
την περιέργεια ο θησαυρός τραβάει,
που σιωπηλά ιστορεί
κι’ ανίδεα που πλανάει.
Ποιος να το πει μπορεί
πως έχω μια νεκρή καρδιά βαθιά μου!
Χθες η βραδιά ήταν άγγιγμα
στου Απρίλη την καρδιά, πούχε μαντέψει
γλυκά το μυστικό.
Ήταν μια ωραία σκέψη
ήταν ερωτικό
βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.
Πως ήμουνα έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.
Να μου μιλή ένας νέος μ’ έρωτα
και το φεγγάρι ν’ ανεβαίνη
απ’ τ' άδυτα κι’ απ’ τ' αφανέρωτα,
πως μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!
από την ποιητική συλλογή «Ηχώ στο Χάος»


Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 έζησε ακροβατώντας στο νήμα του ανεκπλήρωτου ανατρεπτική με έντονες συναισθηματικές εξάρσεις σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Μίλτος Σαχτούρης ένας στρατιώτης ποιητής


Ο ποιητής είναι άχρηστος.
Είναι είδος πολυτελείας. 
Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους 
ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες 
που έχει αυτή η ζωή



Ο στρατιώτης ποιητής

Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω

Κώστας Ντιός 



Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες*
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής


Ἡ πληγωμένη Άνοιξη

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα στάλα το αίμα
απ’ όλες τις σημαίες που πονέσαν
από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος 
το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της





Η λησμονημένη

I

Δεν είναι αυτό το αυλάκι αυλάκι αίματος
δεν είναι αυτό το πλοίο πλοίο θύελλας
δεν είναι αυτός ο τοίχος τοίχος ηδονής
δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής
δεν είναι αυτός ο σκύλος σκύλος λουλουδιών
δεν είναι αυτό το δέντρο δέντρο ηλεχτρικό
δεν είναι αυτό το σπίτι σπίτι δισταγμού
Δεν είναι η λευκή γριά γριά ετοιμοθάνατη

Είναι μια κουταλιά γλυκό κρασί δύναμη χαράς
για τη ζωή της λησμονημένης

II

Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο

ανοίγει τα μάτια της
κάτω περνούνε φορτηγά με μαυροφορεμένες
που δείχνουνε το φύλο τους γυμνό
με οδηγούς μονόφθαλμους που βλαστημάνε
το χριστό της και την παναγία της
οι μαυροφορεμένες θέλουν το κακό της
κι ας της πετάνε τα ματωμένα τους γαρίφαλα
απ’ τον αναβρασμό του κήπου της ηδονής τους
απ’ την εξάτμιση της μπενζίνας μέσα στο σύννεφο του καπνού
οι οδηγοί
σκίζουν το σύννεφο και την ε κράζουν πόρνη
όμως αυτή είναι μια θλιμμένη παναγιά
με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα
έτσι όπως τον φύλαξε ο χρόνος
με τα κεριά όλων των προδομένων
που βάδισαν στο θάνατο ανάμεσα στις μαργαρίτες και τα
                                                                                     χαμομήλια
με βάγιες δούλους κι αστέρια του βουνού
με σπαθιά που κόβανε λαιμούς και φοινικόδεντρα

III

Η λησμονημένη απλώνει τ’ άσπρο χέρι της
παίρνει όμως ένα χρωματιστό γυαλί και τραγουδάει
—Σε φωνάζω όχι μέσα από τ’ όνειρο
αλλά μέσα από τα συντρίμμια των πολύχρωμων αυτών γυαλιών
μα συ όλο φεύγεις
τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου
όσο και να τα ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά
δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκερο
κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια
                                                            που μ’ αποξενώνουν
άλλοτε μοναχά τ’ αγαπημένο σώμα σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
άλλοτε πάλι μοναχά το ευλογημένο χέρι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα
που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου
μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους
με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω πίσω
                                                                       το κεφάλι μου
να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται

IV

Η λησμονημένη μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της
κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ’ άλλο χαϊδεύοντας
                                                                                τη θάλασσα
0ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της
είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού
είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη
είναι ο βόγκος της καρδιάς καπνός των ορυχείων
το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται
είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής
που βρίσκονται σπαρμένοι μες στις παπαρούνες πέντε θάνατοι
είναι η σκιά τ’ αγαπημένου της που πέρασε

V

Αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα
χρόνια η λησμονημένη. Και σ’ αυτό το δρόμο
να πω πως γίνονται θαύματα; Όχι. Τα θαύματα
γίνονται μόνο στις στοιχειωμένες εκκλησιές
Να πω για τον άνθρωπο που έγινε δέντρο και για
το στόμα του που φύτρωσαν λουλούδια; ντρέπομαι
κι όμως πρέπει να μιλήσω κι ας μη με πιστέψουν
Ο μόνος που θα μπορούσε να με πιστέψει τον σκό-
τωσαν εκεί μπροστά στο βωμό κάτι γυμνά αγόρια
τον σκότωσαν με τις πέτρες. Ήθελαν να πληγώσουν
ένα λυκόσκυλο ήθελαν να πουν ένα τραγούδι ήθελαν
να φιλήσουν μια γυναίκα. Πάντως τον σκότωσαν
και τον κόψαν στα δυο μ’ ένα σπαθί. Από τη μέση
κι απάνω τον έστησαν άγαλμα σ’ ένα παράθυρο.
Από τη μέση και κάτω τον έμαθαν να περπατάει σαν
τα μικρά που αρχινάνε. Γι’ άγαλμα δε φάνηκε άξιος
γιατί δε μπόρεσαν να γίνουν άσπρα τα μάτια του.
Τα πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες και
τρομάζουν τις γυναίκες που νυχτώνονται στα πα-
ράθυρα. Τώρα πλάι στα χείλια του έχουν φυτρώσει
δυο φυλλαράκια πικρά. Καταπράσινα. Είναι άνθος
ή άνθρωπος; Είναι άνθρωπος ή άγαλμα; Είναι
άγαλμα ή απόκρυφος θάνατος. Αυτά τα λόγια
θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμονημένη.


Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε
η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε
η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε
η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε
η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε
η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε
η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε
η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξεστόχησε
η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε
η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε





Αστεροσκοπείο


Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρομισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Άνθη στο καταραμένο φίδι -Μάρκος Μέσκος, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998.



1. Που να σε φιλήσω να `ναι μόνο για μένα!

2. Σκοτάδι απροσδότητο – ξαφνικό φιλί` κατάλευκη λάμπει η κρήνη!

3. Μετά το τραγούδι η σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη!

4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;

5. Τι να σου δώσω εγώ τι να σου δώσω; Και την ψυχή μου πάρε!

6. Αγάπη αλαφροΐσκιωτη στη σκάλα βήματα δεν άκουσες ποτέ! 

7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ` αγαπώ με λόγια που τρεκλίζουν!

8. Μην κλαις μη φοβάσαι. Ασύλητος, από σένα θα τελειώσω.

9. Πότε θα ξυπνήσεις να μιλήσουμε;

10. Στα Τάρταρα πάω και γυρίζω: μαύρο αδιέξοδο, κοντινό μου πουλί, ψυχή μου!

11. Δεν έχει παράθυρα, ποιο λένε φως; Πέταξε πέταξε ψυχή μου ψηλότερα!

12. Αν κοπεί το σκοινί θα `ναι καθώς η μέρα λιγοστεύει το φως και τελειώνει.

13. Βραχνό κοκοράκι μέσα στην καταχνιά. Άμυαλό γιατί επιμένεις;

14. Δύο το μυστικό, να πού στεριώνει. Κάλφα της γης, τον ήλιο βγάλε από τη Δύση!

15. Τα φύλλα στα δέντρα χλωμιάζουν. Κει πάνω βλέπω τους ανθούς!

16. Σε φιλώ παντού γαλαξίας να γίνεις! Χωρίζουμε πικρά και τρέχω πίσω να σε φιλήσω!

17. Την ψυχή πως δολώνεις και μέσα σπαρταρά το σπλάχνο! Λησμονιά δεν έχει.

18. Ξύπνησα χαράματα` όλη μέρα καρτερώντας σε δεν έσπασα ποδάρι!

19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!

20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Που να το πω; Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.

21. Στον Έρωτα πάω όπως και στο Θάνατο: καθαρός, σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.



22. Η Γυναίκα μέτρησε το σπίτι – φωλιά. Τόσο μήκος τόσο πλάτος τόσο ύψος ουρανού, καρέκλες κασέλες κάντρα κιλίμια κρεβάτι, το μαξιλάρι πλάι στ` άλλο, η χαρά πραγματοποιημένη – έβγαλε μια κραυγή, φίλησε τον άντρα τρυφερά και πέρασε πάλι στο δάσος. Το πουλί τώρα κελαηδεί στον κόρφο και στη φυλλωσιά την πράσινη.

23. Πάνω απ` το κεφάλι μου τρία σπαθιά σφυρίζουν: γιατί σκεπάζω μέσα μου πουλάκι τρομαγμένο.

24. Άστρο ψηλά στον ουρανό, λαδάκι της ψυχούλας στα ενύπνιά μου κατοικείς βαθιά κρύβοντας τ` όνειρό μου!

25. Ποτέ μη λησμονήσεις: υπάρχεις και υπάρχω. Σε ομίχλες σύννεφα και καταχνιά να λάμπει ο ήλιος!

26. Γελάς χαρούμενα, πουλί που πάει μέχει τον έβδομο ουρανό. Χαρά βραδυπορούσα και λησμονησμένη τώρα σ` αγκαλιάζω;

27. Κουβέρτα ο τοίχος, παράθυρο το φεγγάρι και καθρέπτης νυχτερινός, μάτια στα μάτια, η Αγάπη.

28. Το λίγο είναι πολύ – και το πολύ ποτέ; Αετός σκίζει τα σπλάχνα από τ` αρχαία χρόνια.

29. Από τη μια φωνή ως την άλλη καρτερώ και συλλογίζομαι το διάστημα: Γεμίζει, φουσκώνει από χίλια δυό, οι γάτες του αδιέξοδου κι ο εγκαταλειμένος σκύλος στην πρώην γειτονιά, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σκέψεις από μέσα, τι φορώ και πως τρώω το ψωμί, η μουσική πάλι από το ραδιόφωνο, η κατάρα σα νύφη τυφλή, το τίποτε και το σύμπαν – θα τα εννοήσεις αγάπη;

30. Μελάνια ο καιρός, άγρια καταιγίδα ξεριζώνει το σύμπαν. Ξαφνικά κοπάζει το βούκινο του ανέμου. Μα εγώ νανουρίζω ακόμα το παιδί μου.

31. Θάνατος αν υπάρχει λήθη τεφρή και λησμονιά κακή υπάρχουν και τ` άνθη υπάρχουν και τα όνειρα και η καλή Αγάπη.

32. Η μέρα κρύσταλλο, συναίσθημα γοερό: να κλάψει ή να γελάσει; Απ` την Ανατολή με φτερά σφιγμένα τρυγόνα σιμώνει. Είσαι συ;

33. Ψηλά, πολύ ψηλά πέταξα το νόμισμα άνεμος να το πάρει. Πάλι στα πόδια μου έπεσε γράφοντας: ΑΓΑΠΗ

34. Ένα πρωί ξεκίνησες την Πούλια και τους γαλαξίες να πιάσεις. Τώρα μπορείς όσο ψηλά τακουνάκια να φορέσεις.

35. Από που μπάζω ξέρεις: κακή βροχή μαύρο νερό. Φίλησέ με. Και κλείσε το ρήγμα που βγάζει τον καπνό της ψυχής μου!

36. Τωρινή παπαρούνα είναι για σένα. Κι αυτή που θα φυτρώνει αύριον στον γκρεμό. Κι εκείνη που στις φλέβες, όσο ζω, από χαρά βροντώντας κοκκινίζει.

37. Πίσω βαδίζει ο δρόμος του κρασιού πίσω ο καπνός σταχτής σα βάραθρο μαντρόσκυλου μα πίσω είχαν τα πόδια μας κλαρί και ξόμπλι.

38. Πάντα ήσουνα κλέφτης; Μέλι γλυκό και κατάρα μαζί; Το χέρι απλώνω βιαστικά να πνίξω το μαστό σου.

39. Ψες βράδυ όνειρο είδα: εκεί, στο ξεδοντιασμένο σπίτι του Ανώνυμου, το μικρό γεφυράκι από ξύλο. Και το νερό δεν ήταν βρώμικο, κελάρυζε δακρυσμένο κάτω απ` την κοιλιά του τόξου. Ένα φιλί στον άντρα από τη γυναίκα που έστρεψε για λίγο την κεφαλή πίσω, μετά πήρε τα δάκρυα από το ποτάμι και γύρισε σπίτι.

40. Όποιο και να `ναι το άσκημο μέλλον ευλογημένη να `σαι! Στον κατάλευκο σου κόρφο κελάηδησα σούρουπο και πρωί.

41. Τη νύχτα ασπρίζει η κερασιά ανθισμένη – τρελή, τρελή! αρκεί να `χει λίγο φεγγάρι, λίγο αεράκι, λίγη αγάπη!


42. Σκάψε βαθιά όσο θες, πήδα ψηλά όσο το επιθυμήσεις. Χρυσάφι είναι τα μάτια που θωρείς – τίποτα άλλο.

43. Άλλο αίμα να βροντήσει μέσα σου άλλος ρυθμός να κοκκινίσει` ως το τέλος σπυρί σπυρί, το πουλί στο παράθυρό του, να `χει το φως – ως το τέλος.

44. Για τελευταία φορά αγαπώ στη ζωή` στο πανί αεράκι ( ξέρει που πάει: δέντρα φθινοπωρινά, συστάδα του θανάτου πάλι).

45. Νερό μαύρο σε κατάπιε – η φωνή δεν ακούστηκε. Τρελή επιθυμία να σε δω πάνω από τα νερά, ξύλα καστανιάς τα χέρια σου ν` αγγίξουν και τα βήματα να ενώσουν τον ποταμό. Κείνη την ώρα ησύχαζαν τα σφαγεία αλλά το μαύρο μοσχάρι δεμένο από την κεφαλή, τα μάτια αναστρέφοντας ψηλά, μουκάνιζε απελπισμένο.
– Δεν θα μου πεις καληνύχτα;

46. Σκέφτομαι πως λίγο δεν είναι το μέγεθος του Προσώπου εκείνου που καλύπτει: χρόνια και χρόνια, περισταστικά και γεγονότα, συνεχείς πόνους και κάποιες χαρούλες. Και πως καλύπτοντάς τα, αρνούμενο τύχη και μοίρα και κοινωνικούς προσδιορισμούς τα σβήνει, τ` ανατρέπει, δεν έχουν φωνή, σιωπούν στη γωνιά αποσβολωμένα. Τώρα κυριαρχικά και παντοδύναμα δεν επιτρέπει την όποια άλλη ζωή, πολιορκεί με φωτιές το τροπαίο του, αυτό που παραδομένο στην απεριόριστη αγαθή σύμπτωση, αφήνεται μετρώντας κάποιο μήκος προθανάτου με μουσικές όνειρα και χορούς.
– Πείτε μου λοιπόν τι είναι η Αγάπη;

47. Πάνω από τον ύπνο μου πέρασε το πουλί` δεν ξύπνησα γιατί τ` όνειρο στόλιζε φτερό κεντημένο: της Αγάπης.

48. Πασχαλίζει το αηδόνι στο ρέμα μόλις βραδιάζει` μα τρεις η ώρα της νυκτός πλαντάζει μόνο στη σκοτεινιά, πεθαίνει από αγάπη.

49. Από χτες το απόγευμα έχω να μιλήσω ( με την πέρα φωνή και τη μέσα ). Κάθομαι εδώ και περιμένω δικαιολογώντας καρέκλα – τραπέζι – μολύβι – φως από το πορτατίφ. Τα προσχήματα ως πότε θα σώζουν; Έτσι λοιπόν είναι η σιωπή του κάτω κόσμου; Φωτεινή, ελπίζουσα και απούσα; Ποιός να το πει;

50. Δέντρο που φαίνεται γυμνό, σκοτεινό, καταραμένο. Να βγάλει μια κορφούλα του ψηλά, να ξεμυτίσει από τον Άδη!

51. Βαρύ ρεμπέτικο, μαύρο αδιέξοδο η Αγάπη. Μα να λευκό πουλί σαλεύει μέσα στα κλαριά!

52. Μουσική από ανέγγιχτη μοναξιά, σιωπηλή κοιλάδα` ένα δέντρο μοναχό στο τέλος – θε μου! άδειο το χέρι.

53. Κακές κουβέντες πίσω να πάνε, στον τάφο. Εκεί έρημες να ξεχαστούν. Κρασί, μόνο κρασί στα χείλια κι όταν μεθύσεις πάλι να με θυμάσαι.

54. Στα μάτια σε κοιτώ: κύματα η αγάπη καλπάζει, με λιώνει, χάνομαι. Δεν βλέπωτα χέρια που πνίγονται μήτε το φιλάργυρο που σκοτεινά μετράει τις λίρες. Εκείνοι σκοτώνουν, εγώ αγαπώ.

55. Φιλιά με το δάκτυλο, παντομίμα στα μάτια κλαμένη. Αγάπη του άλλου κόσμου καταποντισμένη, το χαίρε πληγή.

56. Πάλι μπροστά τα συν και τα πρέπει. Τι μέλλει να γίνει και τι να χαθεί… Α, πρέπει να γίνω τιποτένιος, κακός, μοχθηρός, ανεύθυνος, απόμακρος – να χαθώ.
57. Νεκρός` κι όμως υπάρχεις. Πιάσε την ανεμόσκαλα γερά όπως το σύννεφο τη σκιά, όπως και συ, να υπάρχει.
58. Ροή της ακροποταμιάς (σκιάς μυστήριο στους όχτους). Το νερό είμαι και συ – θα το ξεχάσεις; – το λουλούδι αμάραντο.

59. Κεραυνωμένος το κοιτώ λουλούδι στο νερό. Αγάπη μ` έπιασε στο λαιμό με δάγκωσε.
60. Δυό άνθρωποι κλείνουν το σύμπαν: μεγάλη αγκαλιά (τον ήλιο μέσα, το φεγγάρι, τα ποτάμια και τα πουλιά).

61. Μέγας βυθός ταράζει το μέσα της νυχτός, απελπισία σκοτεινή. Ανατολή λεπίδι και πρόσωπο χαράζει – πάνω στα κύματα βαδίζω.

62. Φυσάει ο αέρας ξάστερα, καράβια σκίζουνε τη θάλασσα στα δυό. Στο λόφο χτίζεται τι σπίτι, γιασεμάκι μ` έκοψαν τ` αμύγδαλά σου.

63. Βάθια πράσινα φύλλα, το αγιόκλημα ευωδιάζει. Μια κίνηση αγκαλιάς, μετά φιλί, μετά ο χαμός.


64. Σκληρό αδιέξοδο, δρόμος τυφλός με την πυρά σημαδεμένος. Η αρχή του τέλους των ονείρων; Και πως ν` αγκαλιάσω το κορμί σου;

65. Μείωσε την ένταση, το φως σβήσε` οι ενοχές δεν υπάρχουν στον ηλίθιο ύπνο.

66. Σκοτεινιά βρεγμένη παντού, κρύο ψιλοχαράζει. Έρημος κόκορας, πάνω στ` άχυρα, μάταια την ώρα υπογραμμίζει.

67. Θα βρω τρόπο, πάλι να ξεχαστώ. Να θάψω, ζωντανός, το σώμα μου.

68. Τώρα γνωρίσεις πως ζω, τι φορώ, πως περπατώ, πως πιάνω τον πηλό στα χέρια. Και πως φυσώντας την πνοή το Χάρο ξεστρατίζω.

69. Kακό κι ασήμαντο πετούμενο είμαι` στο χιόνι αλήτης στη φωτιά μαύρος καπνός, άχυρο του αλωνιού λιωμένο.

70. Mάγια δεν ξέρω στο Θεό δεν πιστεύω και πως να εξηγήσω πως κουδουνίζουνε συχνά κοκκινωπά γαρίφαλα στο αυτί μου;

71. Στα γέλια ανάμεσα ο λυγμός – έτσι λοιπόν θα πάμε; Με το χέρι πιάνω το φεγγάρι, το δάκρυ σου με πνίγει.

72. Σκιαγμένη ψυχή τη νύχτα φοβάται συννεφιασμένη – ραμφίζει η αγωνία στα χείλη και φεύγεις πουλί μου.

73. Αγάπη από στάχυα και μετάξι, κόκκινα πορτοκαλιά του δειλινού. Ο ήλιος στο υπόγειο κάτω – λάμπεις πάλι εσύ!

74. Διπλές τριπλές αλυσίδες` στο μέσον πανέμορφο ζώο. Κοιτάζει την Ανατολή βογγάει, μόλις βραδιάζει κλαίει.

75. Θηρίο της διπλής μοναξιάς δεν νυστάζεις ουδέ κοιμάσαι. (Τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, φίδι δαγκώνει το μυαλό μου.)

76. Λησμόνησε όσα κακά είπα, δεν είναι η ψυχή μου από χολή. Αύριο πεθαίνω. Και ένα λουλούδι στο στόμα μου φυτρώνει.

77. Σήμερα ανθισμένη κερασιά και το φεγγάρι στον ουρανό λευκό. Ας βραδιάζει` στον μαγεμένου Μάη των αιώνων γράψε: σ`αγαπώ!

78. Γενναίος να είσαι! Μη σκιάζεσαι καθώς λαγός στη χαμηλή χλόη. Δες τον αιτό ψηλά, φτερά τρεμοπαίζουν στο φως – σπάνια η Αγάπη!

79. Στην άκρια τ` ουρανού αρμενίζει, επώνυμη κι οριστική. Ανθός ουδέποτε εξαφανιζόμενος, γυναίκα ευτυχισμένη; Ποιος να το πει;

80. Άγριο γιασεμί, ψύχα αμυγδάλου, δόντια που ματώνουν χείλη. Μια κίνηση μνημείου η Αγάπη: το χέρι μου πάνω στο βυζί σου.

81. Όπου κι αν πάμε οικείο τ` αγέρι φίλιος ήλιος και σκοτάδι γνωστό. Στον πάνω κόσμο και στον κάτω δυό σκιές μαζί: ποτέ μόνοι, ποτέ ξένοι!

82. Γλυκιά μου αγάπη, Μαρία αναπνοή στα στήθια σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια.

83. Θε μου τι δόξα, τι ηδονή! Το σώμα μου μέσα στο σώμα σου γλυκά δάγκωμα ρώγας, φωνίτσα δροσερή στην πυρωμένη τρέλα του ήλιου!

84. Αγάπη τρελή, πολύχρονη δύο μηνών και, ζεστή, μεγάλη , αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό, χαρούμενη με δυό παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα, το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών από το Βορρά, χιόνια που λοιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ, κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο, κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε, λεύκες ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δακτυλίδι αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο, μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ.

85. Τη νύχτα, λοιπόν, θα πολεμάμε να πάει το μαύρο πίσω – ο δρόμος ο φαρδύς κλειστός, στο χώμα δηλητήρια φίδια.

86. Το αγρίμι μην το προκαλείς, βγάλε το αγκάθι από το στόμα, φίλησέ το. Να λάμπει η ταπεινότητα άσπρο φαντασταστικό και τότε τι να φοβηθείς;

87. Πίνω νερό τρώω ψωμί, στον κύκλο των ωρών αναπνέω. Φυλλορροεί το δέντρο μα σε λίγο ανθίζει – έτσι μιλώ έτσι αγαπάω.

88. Στην απέραντη γλώσσα των αισθημάτων τι να σου κάνει ένα φιλί από μακριά;

89. Τ` αστέρια των σκοτεινών αιώνων στα μάτια σου φιλιά μου στα χείλη σου στο λαιμό – αθάνατη Αγάπη!

90. Με τα μεράκια και τα ωραία του κόσμου είμαι. Χόρεψε πολύ να σε χαρώ. Τραγούδησέ μου τον θάνατο.

91. Θάλασσα είσαι – χάθηκες μακριά κύμα το κύμα. Τι μένει από μένα; Όστρακο στεγνό στην άκρη.

92. Έρωτας στον καπνό, δαγκωμένα τόσα τσιγάρα. Σε λίγο στρίβει το μονοπάτι, γιατί να σ` ανταμώσω, γιατί;

93. Αργότερα θα πονέσουμε πιό πολύ, έλα, κόψε το χέρι. Η καρδιά λυγώντας μορφάζει, πόσο θ`αντέξει;

94. Κρύο φιλί λευκό. Είσαι νεκρή ή εγώ πεθαμένος; (Τα χόρτα από την άκρη γέρνουν να με σκεπάσουν.)

95. Σαν την ψιλή βροχή στα πόδια ήρθες νυχοπατώντας. Εκείνου του νερού που λησμονάει, μια σταγόνα σκοτώνει.

96. Το απόγευμα ψηλά πετούν πουλιά για το Βορρά. Τι βλέπουν άραγε, που παν και που τη νύχτα θα περάσουν;
– κάποιο κλωνί στασίδι του ύπνου για το άγνωστο ταξίδι καθώς στα μάτια τους θεούς κοιτούν αυτοκτονώντας.

97. Ψέματα δεν είπα: υπάρχει το κοκόρι, νόμισμα και τρυγόνα. Ψιλόλιγνη λεύκα χαϊδεύει τον αέρα λέγοντας σ`αγαπώ.

98. Νύχτα και μέρα ένα, πνιγμένα τ`άστρα του φωτός και η χλωμή σελήνη, όνειρο και κρασί, καρδιά και νους, τα μπλε και τα λευκά σου μήλα.

99. Βουρκώνει ο καιρός κι όμως ένα δέντρο στολίζεται. Έχει το νερό και το φως, το μυστικό αεράκι, στοχάζεται μακριά – στολίζεται. Θα βάλει τα λευκά άνθη προς συνάντησιν, λυχνάρι της νύχτας και γάλ του Έρωτα και φιλιά στην αιωνιότητα της Γης. Τρέμουλο στην ψυχή. Μαζί με το παμπάλαιο ρήμα καρτερώ.

100. Τσιγγάνικα βαλτόνερα, σύννεφα από κυπαρίσσια θα φύγουν μια νύχτα τρελαμένα, θα χαθούν. Και μόνο εσύ θα `σαι κοντά μου.

101. Σ`αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τα γηρατειά σου – τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω.

102. Χαίρονται οι κάργες την ομίχλη τ`ουρανού. Γιατί ρωτάς που είναι η χαρά; Δεν ξέρεις;

103. Σημείο αποχαιρετισμού τρέλα της δαμασκηνιάς ανθισμένη – σαν μόνος στο δωμάτιο με τη νεκρή μου μάνα.

104. Μαζί δεν είναι ψεύτης ο ντουνιάς λέει το πουλί γοερά μα ευθύς σβάρνα το πήραν άνεμοι, χάνεται στη μαυρίλα.

105. Σπαθιά στον ήλιο λεπίδι στο φεγγάρι – τέρμα λοιπόν; Κλάψε. Το βραχνό κοκοράκι φωνάζει, ακόμα, σφαγμένο.

106. Όνειρο και ζωή, ζωή και θάνατος – τίποτε νέο παλιό τίποτε. Έλα να σε δω πάλι στα μάτια, να σε φιλήσω.

107. Γρήγορα σκοτεινιάζει γιατί δεν έχω το πρόσωπό σου.

108. Φύλλα που σαλέψανε μετά το φτεροκόπημα του πουλιού. Φύλλα.


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Δεν ζητώ ελπίδα- Βίκυ Βανίδη



Δεν ζητώ ελπίδα μόνο αλήθεια ζητώ

Οι άνθρωποι
τ΄ άλλα πλάσματα
αρνήθηκαν

Οι παπάδες
έγδυσαν τους θεούς
από τα πάθη τους

Οι φίλοι
τους φίλους
εγκαταλείπουν

Οι εραστές
μιλούν για αιώνια αγάπη
πριν φύγουν

Τα κράτη
αλυσοδένουν την κοινωνία
στους πόθους του χρήματος

Δεν ζητώ ελπίδα έξοδο αναζητώ

Απ΄όλες τις ελπίδες
που γίνονται λεπίδες
και μας κατακρεουργούν
Απ΄όλες τις φιλοδοξίες
που με δεσμεύουν
σε μια άνοστη ζωή
Απ΄όλα τα ιερά και όσια
που με χτίσανε
σε άυλα κελιά

δεν ζητώ ελπίδα μόνο ελευθερία ζητώ

Φωτογραφία από την ταινία "Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ" σε σκηνοθεσία  Φρανκ Ντάραμποντ


Ποιήματα του Άχμαντ Αμπού Αμίρ ιμπν Σουχάιντ (Μετάφραση: Θανάσης Ράπτης)

Ο Ahmad Abū ‘Āmir ibn Šuhayd (Κόρ­δο­βα, 992-1035) εί­ναι ο αυ­θε­ντι­κός δια­νο­ού­με­νος που με το κύ­ρος του δεν κά­νει τα γράμ­μα­τα επάγ­γελ­μα αλ­λά λει­τούρ­γη­μα. Πι­θα­νόν επι­κε­φα­λής της ποι­η­τι­κής και πο­λι­τι­κής ομά­δας όπου ξε­χώ­ρι­ζε ο Ibn Hazm (v. Tawq al-hamāma), με τον οποίο πά­ντο­τε τους ένω­νε με­γά­λη φι­λία. Από τις από­ψεις του σαν κρι­τι­κός ξε­χω­ρί­ζει ο ισχυ­ρι­σμός του ότι η κα­λή λο­γο­τε­χνία έγκει­ται στο τα­μπε­ρα­μέ­ντο του συγ­γρα­φέα και όχι στην ευ­ρυ­μά­θεια και την κα­λή του γνώ­ση της γραμ­μα­τι­κής, δη­λα­δή γι' αυ­τόν το κα­λύ­τε­ρο ερ­γα­λείο του συγ­γρα­φέα -ο ποι­η­τής γεν­νιέ­ται δεν γί­νε­ται- εί­ναι η ευ­φυ­ΐα. Όσον αφο­ρά την ποι­η­τι­κή του πα­ρα­γω­γή γνω­ρί­ζου­με ότι εί­χε το χά­ρι­σμα του αυ­το­σχε­δια­σμού. Συ­νέ­θε­σε πά­ρα πολ­λούς στί­χους αντα­γω­νι­ζό­με­νος ποι­η­τές από την ανα­το­λή.

Όταν πλη­σί­α­ζε ο θά­να­τός του —πέ­θα­νε από ημι­πλη­γία— έγρα­ψε ένα ποί­η­μα στον Ibn Hazm όπου του ζη­τού­σε να μη ξε­χά­σει να του απο­δώ­σει τι­μές στην κη­δεία του και εξέ­φρα­ζε την επι­θυ­μία του να πε­ρά­σει τις τε­λευ­ταί­ες του μέ­ρες «στην κο­ρυ­φή ενός βου­νού, εκεί όπου φυ­σά­ει ο άνε­μος· μό­νος, τρώ­γο­ντας ό,τι απο­μέ­νει από τη ζωή τους σπό­ρους του αγρού και πί­νο­ντας νε­ρό στις λακ­κού­βες των βρά­χων». Όταν πέ­θα­νε εντα­φιά­στη­κε σε ένα πάρ­κο στην Κόρ­δο­βα, κά­τω από τα λου­λού­δια.

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο

και ότι ο θάνατος μ' αρπάζει αναπόφευκτα,

το μόνο που λαχταρώ είναι να ζήσω κρυμμένος

στην κορυφή ενός βουνού, εκεί όπου φυσάει ο άνεμος·

μόνος, τρώγοντας ό,τι απομένει από τη ζωή

τους σπόρους του αγρού και πίνοντας νερό στις λακκούβες των βράχων.



Μετά το όργιο


Όταν σκασμένη από το μεθύσι της αποκοιμήθηκε

και σφάλισαν τα μάτια όλης της παρέας,

την πλησίασα δειλά,

σαν το φίλο που αναζητά ύπουλη επαφή στα μουλωχτά.

Σύρθηκα προς το μέρος της ανεπαίσθητα σαν το όνειρο·

στράφηκα προς το μέρος της γλυκά σαν την ανάσα.

Φίλησα το λαμπερό λευκό του λαιμού της·

πίεσα το ζωηρό κόκκινο του στόματός της.

Και πέρασα μαζί της απολαυστικά,

μέχρι που το σκοτάδι χαμογέλασε,

δείχνοντας τα λευκά δόντια της αυγής.



Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του

Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του,

αναζητώντας τα σύννεφα της γόνιμης βροχής·

και οι στρατιές των μαύρων σύννεφων που είναι φορτωμένα με νερό, παρήλαυναν 

μεγαλοπρεπώς, οπλισμένες με τα χρυσά σπαθιά της αστραπής



Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Εκκλησίες το θέατρο του παραλόγου (2) -Βίκυ Βανίδη


Άδεια μυαλά με αχυρένιες καρδίες
τραγουδούν ύμνους στον ύψιστο
Ο ύψιστος βαριέται αφόρητα
να παρακολουθεί χιλιοπαιγμένες
κακόγουστες παραστάσεις
φωνάζει το φίλο του τον διάβολο
να παίξουν αγωνία για να περάσει η ώρα
Μα είναι Κυριακή πρωί του λέει εκείνος
είναι η ώρα που σε υμνούν για να μπορούν
να σου ζητήσουν χάρες

Άκου
οι ακρωτηριασμένοι χειροκροτητές
σου ψιθυρίζουν προσευχές :
δως μας ένα νήμα θεέ
να βγούμε από τις αγκύλες
της ηττημένης παρένθεσης
φέρε μας τον παράδεισο στη γη

Μη μου ζητάς
να παρακολουθήσω θέατρο
στους ναούς της υποκρισίας
να γίνω θεατής του αρλεκίνου
που χαρίζει ανυπόστατη αγάπη.
Δεν αντέχω τα υπερπολυτελή σκηνικά
όταν στον κόσμο υπάρχουν πεινασμένοι
οι αήττητοι ήρωες με κάνουν να χλευάζω
και τα μεγάλα ψέματα που κρύβουν
οι απόλυτες αλήθειες τους με τρομάζουν

Άνθρωπε
Από το μηδέν ήρθες και κει θα καταλήξεις
μαζί σου ήρθα και γω και ο διάβολος
κι όλα τα πλάσματα του κόσμου
και της φαντασίας σου
και όταν εσύ τα καταστρέψεις όλα
όλοι εμείς οι αθάνατοι στο μηδέν θα καταλήξουμε.
Η δική μου παντοδυναμία είναι δανεική
η δική σου δύναμη χτίζει κόλαση και παράδεισο
ζήσε αν θέλεις στην ηττημένη παρένθεση
ή θυμήσου πως είναι να αγαπάς


Μοίρασε τώρα διάβολε κι άσ’ τους να τσακώνονται

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Ένα ποίημα //αφιερωμένο -Βίκυ Βανίδη

Σκέφτηκα να σου γράψω ένα γράμμα, όμως δεν γνωρίζω νότες ούτε ιπτάμενη γραφή.// Ήθελα κάποτε να γνωριστούμε, μα άλλοτε εσύ φορούσες φτερά και γω βυθιζόμουν στη θάλασσα, άλλοτε εγώ ήμουν Αμαδρυάδα στα βάθη του Αμαζονίου και συ ανυπότακτο θαλασσοπούλι στον Ατλαντικό.// Ήθελα σε αδιάστατο χρόνο να συναντηθούμε, μα όταν εσύ με περίμενες στο ουράνιο τόξο εγώ ερχόμουν στη σελήνη.// Όταν εσύ τραγουδούσες στο Μάτσου Πίτσου εγώ ψιθύριζα ξόρκια στη λεκάνη των Καρπαθίων.// Όταν ζωγράφιζες στάχια στις σπηλιές εγώ ήμουν κόκκινη αλεπού στον Ωρίωνα.// Όταν εσύ περίμενες στο σταθμό της Αμβέρσας, εγώ έμπαινα στο Πόρτο Λάγκος.// Σε όλους τους τόπους δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας. //Σε όλους τους χρόνους ούτε μια στιγμή δεν καμπύλωσε να δεχτεί τον έρωτα μας.// Θέλω να σου γράψω ένα ποίημα , για να είναι η μόνη γη που θα βρουν οι ψυχές μας τόπο ν’ αγκαλιαστούν