Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ανεμοθύελλες - Βίκυ Βανίδη

Γράψε σε πεντάγραμμο
τις νότες της σιωπής.
σημείωσε για κλειδί
την αδιαφορία
βάλε ύφεση αγάπης και
δίεση φυγής
σαν εύκολη λύση
ήπιας τονικότητας, χωρίς
εντάσεις και οιμωγές·
και ύστερα παίξε μου στην κιθάρα σου
την μουσική της απώλειας
κορόιδεψε την αφοσίωση μου
τον τρόπο που σ΄ αγάπησα.
και γω θα αφεθώ
να με παρασύρει το τραγούδι σου
σε ντιμινουέντο πάθους·
βυθίζοντας τον πόθο μου
σε άηχο κενό
να ξέρεις όμως
η αγάπη δεν χορεύει
σε υποτονικούς ρυθμούς
ούτε αναγνωρίζει
τελείες και παύλες .-
Όσο και αν πονάει το τέλος
πάντα θα υπάρχει αυτό το κάτι
το ελάχιστο, όπως
Το πρώτο σου βλέμμα
-παλίρροια σε αιώνια πανσέληνο-
που θα ρέει για πάντα πυρακτωμένο μέσα μου
Κοντά σου έμαθα
να χορεύω βαλς
με λέξεις ανεμοθύελλες,
να στροβιλίζομαι μαγεμένη
χωρίς άγκυρα.
Και ναι αρκεί που
μπόρεσα να σε αγαπήσω
έστω και χωρίς ανταπόκριση
γιατί έτσι έμαθα την αγάπη.
Και ναι, μου αρκεί, αφού
πρώτη φορά πίστεψα
πως υπάρχει αυτό το κάτι,
το ελάχιστο
που αντέχει στη σιωπή
και απλώνεται στην απεραντοσύνη 
της ζωής.
Τώρα έμαθα αγάπη μου
πιο είναι το μέγεθος του
«για πάντα»

art Jeanie Tomanek

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ασκητική -Νίκος Καζαντζάκης

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου. Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν' ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. 'Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου. Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου. Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα. Οδεύω σ' ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο. μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο. Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του. με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι. Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους
συντρόφους! Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της. Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί,κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!
Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.

Όλο το βιβλίο σε αυτόν τον σύνδεσμο 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Οι δεινόσαυροι, εμείς- Charles Bukowski

γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ.Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σουπερμάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται

είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμμόνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα

γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες

γεννημένοι μέσα σ’αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σ’ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδησμένοι από αυτό
βίαοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού

η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό

τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη

γεννημένοι σ’ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη

ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά

ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός

σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο

οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς

και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ

γεννημένη από αυτό

ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος

να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.



Καμιά φορά - 1981 -Κατερίνα Γώγου

Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σίγα σιγά και μπαίνεις.
Φοράς άσπρο κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που μ’ άφησες
για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει νά `χει περάσει πολύς καιρός
γιατί τα νύχια μου μακρύνανε
κι οι φίλοι (μου) με φοβούνται.

Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει τη φαντασία μου
κι όταν ακούω "Κατερίνα" τρομάζω.
Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω κάποιον.

Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;


Ασκητική - Νίκος Καζαντζάκης


ερωτικό -Βίκυ Βανίδη


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

άνθρωποι συνετοί -Βίκυ Βανίδη

Πως έγινε έτσι η ζωή μας, σαν εκκρεμές
σε προκαθορισμένα χαμένη ταλάντωση.
Βουτάμε αδιάκοπα στο χθες ψάχνοντας
να βρούμε υποσχέσεις για το αύριο.
Αδειάζουμε στο βόθρο της προσμονής,τις στιγμές μας
και ζούμε το τώρα σε μια φευγαλέα κίνηση
που αιχμαλωτίζει τα όνειρα μας.

Η συνετή φωνή μας τριβελίζει αδιάκοπα το μυαλό
-Το χθες είναι εμπειρία σε διδάσκει
-Πρέπει να σχεδιάζεις το αύριο, να έχεις πλάνο
-Όλα είναι θέμα σωστού συντονισμού. Υπομονή,
 η κατάλληλη ώρα θα έρθει και η επιτυχία θα σου ανοίξει
 τα φτερά και θα πετάξεις. Θα ερωτευτείς,
 θα επαναστατήσεις, θα ζήσεις όπως εσύ θέλεις .
Πρόσεξε όμως, όλα θέλουν την ώρα τους.

Σε στάση αναμονής, περιμένουμε
την ώρα τη σωστή, την καθωσπρέπει.
Με υπομονή ξηλώνουμε τις στιγμές μας
με υποταγή καρφιτσώνουμε στην απραξία τη ζωή μας
και όταν βρεθεί κάποιος να φωνάξει
«Βαρέθηκα να περιμένω το αύριο
να αντλώ εμπειρίες από πεθαμένη ζωή
θέλω να σπάσω την προκαθορισμένη κίνηση
θέλω τα όνειρα μου να κινούνται ελεύθερα
θέλω η επιτυχία μου να είναι η ελευθερία μου»
τον βαφτίζουμε τρελό ή χαμένο επαναστάτη
και συνεχίζουμε ανενόχλητα γονατιστοί
το μονοπάτι για την αντίπερα όχθη

Πως γίναμε έτσι; που είναι η καρδιά μας να φωνάξει:
Άνθρωποι συνετοί πως θα τελειώσετε έτσι
σαν κουρδισμένες καρικατούρες που γεννήθηκαν
μόνο για να πεθάνουν ηττημένες.

  



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Μια εποχή στην κόλαση,Arthur Rimbaud



ΑΝ θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές καί όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τίς χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλοιο
του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Τό κλειδί αυτό είν' η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στό θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ένός κολασμένου.


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

άυλες διαδρομές- διάλογος πρώτος - Μεταλλάξεις συναισθημάτων (Βίκυ Βανίδη)


Καθόταν οκλαδόν στον υγρό βράχο και κοιτούσε ατάραχος την αγριεμένη θάλασσα. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για τα απειλητικά μηνύματα των κυμάτων σαν να είχε συμφιλιωθεί με το θάνατο ή σαν η υγρή άβυσσος να κατοικούσε μέσα του . Τι ελκυστικός που είναι έτσι ντυμένος με τη μοναξιά του σκέφτηκε. Μια ασυγκράτητη επιθυμία την ώθησε να τον πλησιάσει, στάθηκα μερικούς βράχους δίπλα του και άρχισε να τακτοποιεί τις λέξεις, να τις χτενίζει, να τις κάνει πιο όμορφες πριν τις εκστομίσει. Γύρισε και την κοίταξε, αρχικά σαν εισβολέα, μετά σαν ελκυστική εισβολέα και αμέσως επέστρεψε πάλι στη μοναξιά του. Δίπλα του διέκρινε ένα σάκο, αυτό είναι σκέφτηκε, ο ταξιδιώτης του ονείρου μου, όλα τα μέλη της άρχισαν να παραλύουν αλλά λίγο πριν την ακινητοποιήσει ο έρωτας διέκρινε μέσα στο σάκο σύνεργα ψαρικής .
Όχι ρε γαμώτο ! άλλος ένας που διασκεδάζει τη μοναξιά του σκοτώνοντας . Τι απογοήτευση !

Ένας ασυγκράτητος θυμός την κυρίευσε. Πως τολμούσε να της χαλάει το όνειρο; Τον κοιτούσε που ετοίμαζε το δόλωμα και σκεφτόταν ότι δεν ήθελα να πιάσει ούτε ένα ψάρι ή έστω προτιμούσε να μη θέλει να πιάσει κανένα ψάρι… μπερδεύτηκε τι ήθελε τελικά, να μείνει να φύγει τι; Μήπως θα ήταν μια εμπειρία να μείνω να δω να σπαρταρά ο θάνατος σε ένα αγκίστρι, έτσι και αλλιώς και το αγκίστρι του έρωτα τις περισσότερες φορές θάνατο φέρνει. Έκανε αυτή τη βολική σκέψη κάνοντας έξαλλο τον εαυτό της
-Μα τι λες , ψάχνεις δικαιολογία για να μείνεις; Εσύ δεν είσαι που σιχαίνεσαι όλους αυτούς που η πλήξη τους οδηγεί να σκοτώνουν γιατί πρέπει πάση θυσία να μοιάζουν απασχολημένοι με κάτι πολύ συναρπαστικό; Και είναι προφανές ότι αυτόν δεν τον ωθεί η ανάγκη για επιβίωση αλλά η ανάγκη να διασκεδάσει τη μοναξιά που του ροκανίζει την ψυχή. – Σταμάτα και έτσι να είναι θα μείνω, έστω για την ηδονή της έλξης.

Ήταν έτοιμος να σκοτώσει, γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο σιγουριά σαν να ήθελε να της επιβληθεί ή μπορεί να ήθελε να τη βεβαιώσει ότι θα τη φρόντιζε σαν άντρας κυνηγός. Αυτή κάθισε στο βράχο έβγαλε το μπλοκάκι της και άρχισε να γράφει τάχα αδιάφορα. Το αγκίστρι έπεσε με φόρα στη θάλασσα, το κοίταξε και ευχήθηκε μέσα της: άδειο να βγει. Ω του θαύματος ! Η ευχή της έπιασε. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές ,μα πάρα πολλές, φορές. Ένιωσε τον εκνευρισμό του , άρχισε να ρίχνει τροφή μέσα στη θάλασσα μήπως ξεγελάσει τα ψάρια και μαζευτούν κοντά στο αγκίστρι του, τίποτα, η τροφή εξαφανιζόταν και τα ψάρια δεν τσιμπούσαν. Ένα άγριο συναίσθημα την κυρίευσε , το είπε χαρά, αλλά όχι δεν ήταν, δεν είχε καθόλου φως, ερχόταν κατευθείαν από τα πιο σκοτεινά έγκατα της ύπαρξης της. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, πίστεψε ότι αυτή ελέγχει την αποτυχία του. Εκείνος την κοιτούσε με απορία. Κάθε φορά που ανέβαζε το αγκίστρι δίχως ψάρι γυρίζει και την κοίταζε με ένα κοφτερό "κατηγορώ" στο βλέμμα του . Ασυγκράτητη ηδονή την κυρίευε, αυτό το βλέμμα σαν πλημμυρίδα απλωνόταν πάνω της απειλητικό και την ηδόνιζε. Ένιωθε ότι ήθελε να τη βγάλει βία από το οπτικό του πεδίο αλλά κάτι τον συγκρατούσε, κάτι τον νικούσε την τελευταία στιγμή και δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Πλέον σε κάθε τράβηγμα του αγκιστριού αναμετριέται μαζί της και κάθε φορά του βγαίνει λειψό το θάρρος και καταπίνει το βρυχηθμό του. Θέλει όσο τίποτα άλλο να την καταπιεί να την κατασπαράξει, τελικά όμως φοβάται, φοβάται να αφήσει το τέρας που κουβαλάει μέσα του να παρουσιαστεί με όλη του το μεγαλείο και επιλέγει να την καταπιεί σαν τρομαγμένο ανθρωπάκι. Της χαμογελάει . Αλήθεια πόσο χαμαιλέοντες είναι τα συναισθήματα των ανθρώπων πόσο εύκολα προσαρμόζονται στις αρεσκείας των άλλων μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο εγωκεντρισμός τους. Θα την καταπιεί που θα την καταπιεί αλλά ας το κάνει χωρίς να χάσει την αυτοεκτίμηση του. Αυτή η σκέψη ήταν και το άλλοθι της για αυτό που ακολούθησε. Του έκανε νόημα ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει, το έπαιξε μουγκή . Έσκισε μια σελίδα και του έγραψα: Είμαι μάγισσα και έκανα τόσο δυνατό ξόρκι που όσο και αν προσπαθήσεις κανένα ψάρι δεν θα τσιμπήσει, τουλάχιστον για σήμερα. Του το έδωσε με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο κοιτάζοντας τον, με βλέμμα σταθερό, βαθιά στα μάτια. Ήξερα ότι σε αυτό το αγκίστρι θα τσιμπήσει η μοναξιά του . Έφυγε βιαστικά , την τελευταία στιγμή δείλιασε δεν ήθελε να δει την έκφραση του και ας είχε στήσει όλο το παιχνίδι για αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ηττήθηκε από τον αντικατοπτρισμό του δικού της τέρατος που λέγετε ματαιοδοξία.
Έστησε το παιχνίδι σε μια παρτίδα χαμένη , τακτοποίησε τα πιόνια και είπε τώρα παίζετε με τη δική μου στρατηγική για μια νέα ένδοξη ήττα.
Τελικά αυτός που σε αγκιστρώνει σε έρωτα θάνατο δεν είναι ο πιο δυνατός ούτε ο πιο έξυπνος απλά ο πιο αδίσταχτος




Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Ταξίδι- Βίκυ Βανίδη

Εναλλακτικό βύθισμα, έγραφε η μαρκίζα-
Ταξίδι ακίνητο αναβόσβηνε χαμογελαστό .
Δεν είναι διαφήμιση που ξεγελάει
αφελείς διερχόμενους μου είπες
είμαι ο άντρας χάος
αν τολμήσεις αυτό το ταξίδι
θα ανακαλύψεις όσα και πάλι θα χάσεις .
Τόλμησα απέραντη βουτιά
στο υγρό σου βλέμμα
και γνώρισα όλη την άβυσσο
και όλα τα θαύματα του κόσμου



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Cesare Pavese, «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» (Verrà la morte e avrà i tuoi occhi)…

«Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –

αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει

απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,

κρυφός, σαν μια παλιά τύψη

ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου

θα ‘ναι μια άδεια λέξη,

κραυγή που έσβησε, σιωπή.

Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό

όταν μονάχη σκύβεις

στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,

αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς

πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.

Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.

Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,

Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη

να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,

σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.

Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί. »

(Τσέζαρε Παβέζε, Τα ποιήματα, εκδ. PRINTA)




μ΄αρέσουν οι άνθρωποι




μ' αρέσουν οι έρωτες - Βίκυ Βανίδη



μ’ αρέσουν οι έρωτες που αλητεύουν στους δρόμους , που σουλατσάρουν παρέα με τις εξεγέρσεις, που δεν νοιάζονται να αφήσουν ανεξίτηλα ίχνη παρά μόνο τις νότες από τα σφυρίγματα του πηγαιμού.
μ΄ αρέσουν οι έρωτες που όπως και οι εξεγέρσεις ξεκινούν από μια λέξη . Όχι από μια συγκεκριμένη λέξη αλλά από μια λέξη δυνατή αποφασιστική. Μπορεί αυτή η λέξη να λέει ναι ή όχι , μπορεί να λέει φτάνει ή προχώρα ή μπορεί να λέει αγαπώ και όχι σ΄ αγαπώ που έτσι και αλλιώς είναι δύο λέξεις.
μ΄ αρέσουν οι έρωτες των αθώων, αυτών που ντύνονται μόνο την ψυχή τους και βγαίνουν για την εξέγερση.

Αντρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός

Τι είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. Διατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τους ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που μετατρέπει τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό που μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;
Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ' αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ' άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως...
η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;
Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς.
Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ένα μεγάλο χάος ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν τα πάντα τυχαία ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ' αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το 'Ακτιστον, το Μέγα Φως το 'Απιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός -τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα κι επί της Γης κι εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής -τουτέστιν ένας μεγάλος 'Αρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ' οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο 'Αρχοντα των Ουρανών και της μικράς μας Γης;
Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού. Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού!
Ο ίλιγγος της Υβόννης ήτο στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες ελεύθεροι από κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος εις τους χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της Αλήθειας.
Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τα ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες.
Η Υβόννη ανέπνευσε βαεθιά την θαλασσίαν αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει να αποστηθίζη μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της.
Ποιος ήτο ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζεύς; Ποια η Αφροδίτη; Τί ήτο ο μέγας επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τί ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τί ήσαν τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τί ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τί ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων...
Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και, καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα, οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις, τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής κι εν τέλει, άρχων της Γης αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος αδιαχωρίστου θείας;
Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο -οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ, ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο παντοκράτωρ 'Αρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ' άπειρον, εσαεί...
Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης μία άλλη σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε εις τον νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού οργανισμού... Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την ζωήν ως προς τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας, θα ήρχιζε δι΄ αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη -η μόνη ορθή, αληθινή και φυσική. Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν;
Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον ουρανόν ως εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνεόυσα βαθειά την θαλασσίαν αύραν... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαμπαν με αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικά και με τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσο θωπευτικά, τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμμύθιν του θαλασίου αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη κι η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.
(Απόσπασμα από τον Α’ Τόμο, Α’ Μέρος, Κεφάλαιον 6ο
)


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ο τμηματάρχης Μαυρίκιος κι ο Rack jobber (Massimiliano Damaggio)

Τη μέρα όλη στοίχιζα
προϊόντα στα ράφια
σαν να ήτανε στίχοι

και κάθομαι τώρα με την παραγγελία στα χέρια
ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα καρότσια
όπου κοιμούνται τα παιδιά
τα εξαντλημένα, στη σιωπή

και μες σ’ αυτόν τον όλεθρο, Μαυρίκιε
καθόμαστε στα εγκαταλειμμένα καρότσια

Αυτή είναι η σπορά του βολβού
για τον πόθο του κέρδους
το χώμα πεθαμένο και το έμβρυο καλλιεργημένο
που ανθίζει στο ράφι και βλασταίνει στην έκπτωση

Αυτός είναι ο τάφος της σημασίας
ο στόχος και ύστερα η τελεία
που το ωράριο μάς βάζει στ’ όνομα

Από τη συλλογή «Τα κτίρια τα επισφαλή». Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου


Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Επιστροφή στο Χάος -Βίκυ Βανίδη

Από το τίποτα ξεπήδησε το Χάος
άπλωσε το φως του στο άπειρο
πέταξε το μπλε στον ουρανό
έριξε λουλάκι στη θάλασσα
και με τη δύναμη του Έρωτα
έσπειρε λουλούδια και παιδιά
στη μήτρα της Γαίας που με τη σειρά της
γεννοβόλησε ολάκερη την πλάση.
Φάνηκε σαν ξύπνημα η αρχή,
στου πρωινού την ελευθερία η γη
γεμάτη ζωή αρμονικά κινήθηκε
στο σύμπαν και όλα τα πλάσματα
ισορρόπησαν στην αταξία
μέχρι που λοξοδρόμησε
ο άνθρωπος και επικράτησε
η τάξη

Κάλπικοι θεοί «κατ΄εικόνα και καθ' ομοίωση»
έφεραν την τάξη στην κοινωνία των ανθρώπων
Το παραμύθι της γέννησης
αντέστρεψε το χαρακτήρα του Χάους
στο μυαλό των ανθρώπων πια
καμία αρμονία της αταξίας δε χωράει.
Η γη χωρίστηκε σε κτήματα.
οι άνθρωποι σε πεινασμένους
και χορτάτους
Τα σύνορα εγκατέστησαν το δόγμα
του πατριωτισμού.
η ειρήνη διαφυλάχθηκε με πόλεμο.
και η αγάπη φυλακίστηκε σε συμβάσεις
με εγγυήσεις παντοτινής ευτυχίας.

Όλα εν αγνοία η τάξη εποίησε
Θρησκεία, ιδιοκτησία, πατρίδα, οικογένεια
αόρατοι κρίκοι στην αλυσίδα της εξουσίας.
Η ζωή αλυσοδέθηκε στα πρέπει
και η ελευθερία χάθηκε στη μετάφραση

Τι παράνοια ο καθωσπρεπισμός στη ζωή!
Η πλήξη καραδοκεί αδιάκοπα
μια στιγμή να μη υποκριθείς τον απασχολημένο
ορμάει και σου κατασπαράζει το μυαλό.
Μας κυνηγάει η καθημερινότητα, κομματιασμένη
σε διάφορες αλληλοαναιρούμενες ερμηνείες
τίποτα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη
και οι από μηχανής θεοί ζουν μόνο στη σκηνή

Πόση δύναμη έχει η άγνοια! Το «πίστευε
και μη ερεύνα» διατηρεί αυτή την άχρηστη αλυσίδα.
Ο άνθρωπος δεν είναι καμωμένος να ζει σκυφτός
Το πνεύμα δεν τρέφεται με άρνηση
η καρδιά δεν μπορεί να κοινωνεί μόνο μίσος
και η αγάπη μόνο στην ελευθερία προσαρμόζεται.
Αυτή η αλυσίδα, όσα παραμύθια και αν επιστρατεύσουν
για δήθεν παραδείσους, είναι ανυπόφορη
και πρέπει να σπάσει ...αλλά πως;

Κάθε στιγμή (και ειδικά στο μπέρδεμα)
ξεκινάμε από το πρωταρχικό είπε μια φωνή
Μα ναι! Εν αρχή ήτο το χάος
Είμαστε παιδιά του Χάους
πατρίδα μας είναι η αταξία
Τα πουλιά όσο ατελείωτος και αν είναι ο ουρανός
ξέρουν να υπερασπίζονται τον ορίζοντα.



Άνθρωποι δεν θα χαθούμε !



Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

"Η ιστορία ενός ανθρώπου" του Σπύρου Αραβανή

Πρελούδιο

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
μέρες, μήνες, χρόνια.


Επεισόδια

Α΄

«Πιστεύεις στο Θεό;»
τον ρώτησαν κάποτε.
«Όσο αυτός σε μένα»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κανείς.

Β΄

«Χρωστάς ένα ποίημα»
του είπε η Ζωή ένα βράδυ.
«Γερνάω λέξεις»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.

Γ’

«Γιατί δεν με βλέπεις;»
τον προκάλεσε κάποια φορά ο Έρωτας.
«Είσαι τυφλός»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε καθόλου.

Δ’

«Θέλεις να παίξουμε;»
του ζήτησε μια μέρα ο Θάνατος.
«Δεν έχω χρόνο»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κατόπιν.

Ε΄

Κάποια μέρα έφθασε σε ένα πανδοχείο.
Ζήτησε δωμάτιο.
Η ξενοδόχος απόρησε:

-Κύριε, φαίνεστε τόσο κουρασμένος και ταλαίπωρος!
Από πού έρχεστε;
-Έρχομαι από τα βάθη της ψυχής.
-Και πού πηγαίνετε;
-Πηγαίνω ως την άκρη της ζωής.
-Κι όλη αυτή η σκόνη στα παπούτσια σας, τι είναι;
-Σημάδια για το δρόμο μου.
-Φοβάστε μη χαθείτε;
-Φοβάμαι μη ξεχάσω.

Επίλογος

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
σαν κάτι ν’ αποζητά.
Έχασε μια ηλικία του, είπαν,
κι από τότε όλο έψαχνε να τη ζήσει,
τα ένσημα του χρόνου του για να συμπληρώσει.

Εκείνος όμως περπατούσε.
Μέρες, μήνες, χρόνια.

Πάντοτε σκυμμένος.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Θελιά - σκίτσο του Κώστα Κουκουζέλη

Ζωγραφισμένα
θέλω
αλυσοδένονται σε βρόχο

το σκίτσο
είναι αδυσώπητο

αναβλύζει
απεγνωσμένες εξαρτήσεις

μικρά «εγώ»
κατατεμαχίζουν
το «είναι»

χάιδεψε τη στιγμή
η ζωή είναι πρόσκαιρο
«θέλω»
μη την κάνεις
μόνιμη θελιά



Κώστας Κουκουζέλης

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ραούλ Βανεγκέμ: “Ο Μάης του 68 τώρα ξεκινά”



Ο Βανεγκέμ δέχτηκε να απαντήσει μέσω e-mail σε μια σειρά ερωτήσεων που του έθεσε ο Guy Deplat για λογαριασμό της εφημερίδας Libre Belgique, υπό τον όρο ότι οι απαντήσεις του θα δημοσιευτούν αυτούσιες και χωρίς περικοπές. Η «συνέντευξη» δημοσιεύτηκε στις 30 Απρίλη 2008
Ερώτηση: Τα 40 χρόνια από το Μάη του 68 γιορτάζονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα παλινόρθωσης. Εσείς, αντίθετα, ισχυρίζεστε ότι ο Μάης του ’68 ήταν «μια πρώτη κραυγή συναγερμού» που άλλαξε τον κόσμο με μόνιμο τρόπο. Τι απομένει από το Μάη του ’68;

Απάντηση: Τίποτα για τους εξηνταοχτάρηδες τροτσκιστο-μαοϊκούς που είχαν ήδη από εκείνη την εποχή τις απαιτούμενες ικανότητες για να επανέλθουν στην πολιτική αισχροκέρδεια. Τα πάντα, αντίθετα, για εκείνους που αντιλαμβάνονται στο κίνημα των καταλήψεων του Μάη 1968 την έναρξη μιας επανάστασης που ψελλίζει ακόμα τις πρώτες της λέξεις. Δεν έχει μετρηθεί ακόμα σε ποιο σημείο βρισκόμαστε στην καρδιά μιας μετάλλαξης όπου διενεργείται το επικίνδυνο πέρασμα από έναν χιλιαστικό εμπορευματικό πολιτισμό σε έναν πολιτισμό ανθρώπινο, που συχνά σκιαγραφήθηκε αλλά πάντα καταπνίγηκε (η Γαλλική Επανάσταση, η Κομμούνα του Παρισιού, τα εργατικά συμβούλια του 1917, οι ισπανικές ελευθεριακές κολλεκτίβες του 1936). Αυτό που, το 1968, εκφράστηκε με τη διαύγεια μιας απότομης και σκληρής αποκάλυψης δεν είναι τίποτα λιγότερο από την άρνηση της επιβίωσης στο όνομα της ζωής. Η ιερή τράπεζα των πατριαρχικών αξιών θρυμματίστηκε οριστικά: έτσι ώστε να επέλθει το τέλος της εργασίας, της εκμετάλλευσης της φύσης, της ανταλλαγής, της αρπακτικότητας, του διαχωρισμού από τον εαυτό, της θυσίας, της ενοχής, της αποκήρυξης της ευτυχίας, του φετιχισμού του χρήματος, της ιεραρχικής εξουσίας, της περιφρόνησης και του φόβου απέναντι στη γυναίκα, της εξαγοράς του παιδιού, των πνευματικών αρχαϊσμών, του στρατιωτικού και αστυνομικού δεσποτισμού, των θρησκειών, των ιδεολογιών, της πνευματικής καταπίεσης και των θανατηφόρων εκτονώσεών της. Δεν είναι μια σταθερά, αλλά μια εμπειρία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Απαιτεί περισσότερη εγρήγορση, περισσότερη συνείδηση, περισσότερη αλληλεγγύη με το ζων. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα θεμελίωση του εαυτού, προκειμένου να οικοδομηθεί ξανά σε ανθρώπινες βάσεις ένας κόσμος ερειπωμένος από την απανθρωπιά που διαδίδουν παντού το εμπορευματικό πνεύμα και η λατρεία του βραχυπρόθεσμου κέρδους.

Ε: Αλλά η εμπορευματική κοινωνία, η «πλύση εγκεφάλου», η «κοινωνία του θεάματος» κέρδισαν τα πάντα, συμεριλαμβανομένων των παλιών εξηνταοχτάρηδων. Αυτό που υπάρχει είναι το βασίλειο του χρήματος.

Α: Είμαστε μάρτυρες της κατάρρευσης ενός συστήματος θεμελιωμένου στην ακόρεστη εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης. Βρισκόμαστε σε μια οικονομία που καταστρέφεται καταστρέφοντας τον πλανήτη. Ο καπιταλισμός, αντί να επενδύει στον εκσυγχρονισμό των τομέων προτεραιότητας, θυσιάζει στο βωμό της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας τη βιομηχανία και τις δημόσιες υπηρεσίες για την προώθηση των οποίων μέχρι χτες αυτοεξυμνούνταν. Η κυριαρχία της σπουδής για το κέρδος διέδωσε ένα μηδενισμό, όπου το αντεστραμμένο λογίζεται σαν να είναι θεμιτό, και μια απελπισία την οποία συσσωρεύει και ξορκίζει η καταναλωτική φρενίτιδα, ενώ την ίδια στιγμή η αγοραστική δύναμη μειώνεται. Η λατρεία του χρήματος εδραιώνει, πέρα από τη συνενοχή, μια πνευματική κοινότητα ανάμεσα στο κάθαρμα που επιτίθεται στους φτωχούς, που καίει ένα σχολείο ή μια βιβλιοθήκη και τον στυγνό κερδοσκόπο που συσσωρεύει τα οφέλη του καταστρέφοντας το δημόσιο καλό και τα κοινωνικά κεκτημένα. Ποτέ άλλοτε εκείνοι που αναλαμβάνουν το ρόλο του ηγέτη δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανικανότητας και ανοησίας, και ποτέ άλλοτε αυτό το «λιγότερο από το τίποτα» από το οποίο γοητεύονται δε θεωρήθηκε τόσο σαν να είναι «κάτι», στο βαθμό που διαιωνίζεται η προκατάληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να δράσει με αυτόνομο τρόπο και να δημιουργήσει τη δική του μοίρα. Οι πελατειακές σχέσεις στην πολιτική διέφθειραν τις δημοκρατίες, που βρίσκονται πλέον κάτω από την μπότα των πολυεθνικών. Δεν υπάρχουν πια ούτε ιδέες ούτε πεποιθήσεις που να μην είναι κενές νοήματος, ξεκοιλιασμένες, υποβιβασμένες σε κουφάρια που συναρπάζουν πλήθη τυφλωμένα από την απελπισία, τη δυσφορία, την ύστατη αρπακτικότητα, την αγωνιώδη αναζήτηση μιας δουλικής απασχόλησης και την εντύπωση μιας παράλογης ύπαρξης που οδηγεί σε μια ευρεία ποικιλία αυτοκτονικών συμπεριφορών (όπως οι δολοφονίες στο γυμνάσιο Κολουμπάιν (1), οι σφαγές στη Ρουάντα και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η ισλαμική βαρβαρότητα). Αλλά, μολονότι ο σκοταδισμός που είναι στη μόδα σήμερα διαδίδει την αναισθησία, την υποταγή, τη μοιρολατρία, το νόμο του πιο ισχυρού και του πιο πανούργου, τίποτα δε θα εμποδίσει τη ριζοσπαστική σκέψη να προοδεύσει υπογείως και να υπονομεύσει το θέαμα μέσω του οποίου εδραιώνεται η αθλιότητα της ύπαρξης. Πώς θα μπορούσε εκείνο που ήταν ανυπόφορο το 1968, ενώ η οικονομία ανθούσε, να μην είναι ακόμα πιο ανυπόφορο σήμερα; Χρειάζεται να παραστήσει κανείς τον προφήτη για να προβλέψει ότι η επιθυμία για ζωή θα σαρώσει σαν κύμα αυτόν τον ερειπωμένο κόσμο όπου ο καθένας έχει την αίσθηση ότι ωθείται στον παραλογισμό της ανυπαρξίας του; Τα κριτήρια της ζωής (η αγάπη, η φιλία, η συντροφικότητα, η γενναιοδωρία, η επιθυμία για ευτυχία και απόλαυση, η απληστία για γνώση) θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα παλιά κριτήρια της πατριαρχικής εξουσίας.

E: Είναι δυνατή η αποφυγή της αφομοίωσης; Ποια είναι σήμερα η συμβολή του σιτουασιονισμού [sic];

A: Ο σιτουασιονισμός είναι μια ιδεολογία. Οι καταστασιακοί πάντα αποκήρυσσαν αυτόν τον όρο. Αυτός που αρνείται κάθε εξουσία, που δε δέχεται να κυβερνά ούτε να κυβερνιέται, που δεν εισέρχεται σε αυτό «το θέαμα της ζωής που αρνείται τη ζωή», που δε διαχωρίζει τις ιδέες του από τη δική του καθημερινή ύπαρξη, που προτιμά το είναι από το έχειν και την αυθεντικότητα των επιθυμιών του από την καταναλωτική τους διαστρέβλωση, αυτός δεν μπορεί να αφομοιωθεί.

Ε: Ασκείτε κριτική σε μια ορισμένη οικολογία που, όπως λέτε, αντικαθιστά έναν καπιταλισμό με έναν άλλο;

Α: Ο χρηματιστικός καπιταλισμός, σύμφωνα ακόμα και με τη γνώμη εκείνων που τον προωθούν, είναι καταδικασμένος στην ενδόρρηξη, η οποία θα επέλθει αργά ή γρήγορα. Κάτω από αυτή την αρτηριοσκληρωμένη μορφή, ωστόσο, προβάλλει ένας καπιταλισμός με νέα δυναμική που σχεδιάζει να καταστήσει κερδοφόρες τις ανανεώσιμες ενέργειες και να μας κάνει να πληρώσουμε γι’ αυτές πολύ ακριβά, ενώ πρσφέρονται δωρεάν. Μας «προσφέρουν» βιοκαύσιμα υπό τον όρο να αποδεχτούμε την καλλιέργεια διαγενετικών σπόρων αγριοκράμβης (ρέβας)• ο οικοτουρισμός θα διευκολύνει τη λεηλασία της βιόσφαιρας• αιολικά πάρκα εγκαθίστανται χωρίς πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές. Σε αυτό το σημείο είναι δυνατή η παρέμβαση. Οι φυσικοί πόροι μάς ανήκουν, είναι δωρεάν, πρέπει να τεθούν στην υπηρεσία της χαριστικότητας της ζωής. Οι κοινότητες θα πρέπει να εξασφαλίσουν την ενεργειακή και διατροφική αυτονομία τους, ώστε να απελευθερωθούν από την επιρροή των Κρατών και των πολυεθνικών, από τις οποίες εξαρτώνται. Μας προσφέρεται η ευκαιρία να οικειοποιηθούμε τις φυσικές ενέργειες μέσω της επανοικειοποίησης της ίδιας μας της ύπαρξης.

Ε: Περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι επιδιώκουν να επιβιώσουν μάλλον παρά να ζήσουν, ή – τουλάχιστον – επιδιώκουν να συγχωνεύσουν τις δύο αυτές έννοιες.
Α: Η επιβίωση αντιστοιχεί στην κατάσταση του ζώου. Η ζωή αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου. Καθώς απελευθερώνεται από τη ζωώδη κατάσταση, ο άνθρωπος αποκτά την ικανότητα να δημιουργεί τη δική του μοίρα και να αναδημιουργεί αδιάκοπα τον κόσμο. Σήμερα, ωστόσο, η αναγκαιότητα να εργάζεται τον υποβιβάζει στην κατάσταση του υποζυγίου.

Ο καταναλωτισμός τού επέτρεψε να επιβιώνει καλύτερα ζώντας λιγότερο. Ωστόσο, η τιμή των καταναλωτικών αγαθών αυξάνεται συνεχώς. Η επιβίωση των ειδών του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, απειλείται. Νά γιατί στηρίζομαι σε ένα άλμα της θέλησης για ζωή. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα στην ιστορία μιας κοινωνίας που, οσοδήποτε ερημωμένη κι αν ήταν, να μην κατάφερε να εγερθεί ξανά μέσα από τα ερείπιά της.

Ε: Η εξέγερση έγινε δύσκολη, ενώ οι εξουσίες μοιάζουν ήδη πολύ κλονισμένες. Η αλλοτρίωση – για να πάρουμε μια μαρξιστική έννοια – εσωτερικεύτηκε. Ακόμα και χωρίς ηγέτες, παπάδες, γκουρού ή «δεσπότες», καθένας φαίνεται να θεωρεί ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» απέναντι σε έναν κόσμο του οποίου, ωστόσο, όλοι αντιλαμβάνονται τις θανατηφόρες διολισθήσεις (περιβάλλον, ανισότητες, πίεση για εργασία, κ.λ.π).

Α: Πράγματι, ποτέ η εθελοντική υποταγή δεν ήταν τόσο διευρυμένη. Οι κερδοσκοπικές μαφίες εκμεταλλεύονται αυτόν τον ενστικτώδη φόβο που οι ίδιες συντηρούν, εξαιτίας του οποίου τα πλήθη υποτάσσονται σαν να απειλούνταν από τα όπλα ενός φανταστικού στρατού. Υπάρχουν, ωστόσο, συλλογικότητες, υπάρχουν ατομικές πρωτοβουλίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία δημιουργικών δυνάμεων, αλλά η πληροφόρηση που υπηρετεί έμμισθα τα συμφέροντα των εμπόρων τις καταπνίγει κάτω από το βάρος της σιωπής. Από την ατομική δημιουργικότητα και την επιθυμία για καλύτερη ζωή μπορεί να γεννηθεί μια αυτοδιευθυνόμενη δημοκρατία ικανή να καταργήσει αυτή τη δημοκρατική απάτη που τολμάει να αποκαλεί ελευθερία την τυραννία της ελεύθερης ανταλλαγής, το δικαίωμα της κατάχρησης του δημόσιου καλού και την πελατειακή χειραγώγηση των ψηφοφόρων. Πάνω στους τοίχους της γκρίζας ύπαρξης που υψώνουν γύρω μας οι εμπορικοί ταξιδιώτες της παγκόσμιας κερδοσκοπίας, εύχομαι να ανθίσουν ξανά εκείνα τα λόγια του Λουσταλό (2) που, αν και χρονολογούνται από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, δεν έχουν χάσει τίποτα από την προκλητική πρωτοτυπία τους: «Οι μεγάλοι δε μας φαίνονται μεγάλοι παρά μόνο επειδή εμείς γονατίζουμε. Ας εγερθούμε!»

Ε: Μπορούμε να αποφύγουμε την εμπορευματική εργασία;

Α: Θα πρέπει να το κάνουμε, διότι η ίδια η εργασία μάς αποφεύγει ολοένα και περισσότερο. Αυτοί που απευθύνουν εκκλήσεις για περισσότερη εργασία είναι οι ίδιοι που κλείνουν τα εργοστάσια για να τα παίξουν στο Χρηματιστήριο. Πριμοδοτούν την παρασιτική εργασία πολλαπλασιάζοντας τις άχρηστες υπηρεσίες και θέτουν σε αχρηστία τους τομείς προτεραιότητας (σχολεία, νοσοκομεία, μεταλλουργία, υφαντουργία, στέγαση, μεταφορές). Μόνο μια δημιουργικότητα που θα αναπτύξει τις φυσικές ενέργειες στην υπηρεσία των πολιτών, στη βάση ενός δικτύου που θα αποτελείται από αυτοδιευθυνόμενες κοινότητες, θα καταστήσει δυνατό το τέλος της εργασίας της εκμετάλλευσης και της λεηλασίας της γήινης και ανθρώπινης φύσης.

Ε: Ποια είναι η ελπίδα σας; Ένας καινούριος Μάης του ’68; Τι θα έπρεπε να κάνουν οι σημερινοί νέοι;

Α: Να μάθουν να ζουν, και όχι να πουλάνε τον εαυτό τους. Θα φτάσουν σε αυτό το σημείο μόνοι τους όταν θα καταλάβουν ποια σκλαβιά τους περιμένει στην αγορά της απάτης της εργασίας. Όταν, αρνούμενοι τον ανταγωνισμό (τους οικονομικούς μηχανισμούς που μας μετατρέπουν σε ρομπότ), τον αρριβισμό, τη λατρεία του χρήματος με κάθε τίμημα, θα αποδώσουν επιτέλους προτεραιότητα στην αγάπη για τη ζωή και στη δική τους ζωή που θα είναι γεμάτη με αγάπη, στη γνώση του ζώντος, στη βελτίωση του περιβάλλοντός τους, στην προσωπική άμιλλα, στον μοναδικό πλούτο που υπάρχει: τον πλούτο τού είναι και όχι του έχειν. Όταν θα αντιληφθούν ότι το ζήτημα δεν είναι για κάποιον να είναι ο καλύτερος αλλά να ζει καλύτερα. Όταν θα αρνηθούν να υποστηρίζουν κυβερνήτες που κατασκευάζουν φυλακές και καταστρέφουν σχολεία αντί να τα πολλαπλασιάζουν. Όταν θα εξεγερθούν ενάντια σε μια συγκεντρωτική εκπαίδευση που ευνοεί τη βία και εναντιώνεται στην ίδια την έννοια μιας αληθινά ανθρώπινης εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της οποίας κάποιος μαθαίνει για να δώσει τη γνώση του στους άλλους. Η ζωή έχει όλα τα δικαιώματα• η αρπακτικότητα δεν έχει κανένα. Μην εκπλήσσεστε, η μάχη μόλις ξεκινάει.

Μετάφραση από το γαλλικό κείμενο: Άλογος Ταχυδρόμος

Σημειώσεις της Μετάφρασης:

(1) Στις 20 Απριλίου 1999, δύο μαθητές (ο Eric Harris και ο Dylan Klebold) του γυμνασίου Κολουμπάιν στο Κολοράντο πυροβόλησαν και σκότωσαν 12 συμμμαθητές και έναν καθηγητή τους, τραυμάτισαν άλλους 24 μαθητές και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν. Η σφαγή του Κολουμπάιν είναι ένα από τα πιο αιματηρά επεισόδια που έχουν συμβεί ποτέ σε σχολείο των ΗΠΑ.

(2) Ο Elysée Loustalot (1761-1790) ήταν δημοσιογράφος, δικηγόρος και εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας “Révolutions de Paris” την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Πέθανε ξαφνικά το Σεπτέμβρη του 1790, σε ηλικία 29 ετών. Φήμες απέδωσαν το θάνατό του σε δηλητηρίαση. Ο Λουσταλό ήταν υποστηρικτής της λαϊκής κυριαρχίας και της κατάργησης της θανατικής ποινής.

Πηγή : athens.indymedia.org

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Όλυμπος -Βίκυ Βανίδη





                         Η Φωτογραφία είναι από την ομάδα Έλληνες ορειβάτες στο Facebook

Έγραψα στις σόλες των ορειβατικών μου παπουτσιών "θέλω να γίνω θεός στο βουνό των θεών" και ξεκίνησα . Η φυσική μου κατάσταση χαλαρή, λόγω της κραιπάλης των διακοπών δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για μια τέτοια ανάβαση, ευτυχώς όμως η ψυχολογία του ορειβάτη δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ.
Συναντήθηκα χάραμα με την ομάδα στο Λιτόχωρο, φτάσαμε όλοι μαζί στα Πριόνια όπου ο αρχηγός της αποστολής μας εξήγησε την διαδρομή για το οροπέδιο των μουσών που θα κατασκηνώναμε για το βράδυ και ξεκινήσαμε. Φορτωθήκαμε τα σακίδια μας με τα απολύτως απαραίτητα . Το βουνό σε μαθαίνει να ξεχωρίζεις τις επίπλαστες από τις πραγματικές σου ανάγκες ,σε βοηθάει να απαλλαγείς από περιττές ανοησίες του πολιτισμού, είσαι σίγουρος ότι μπορείς να ζήσεις με τα απαραίτητα και νιώθεις ευτυχισμένος που μπορείς να τα κουβαλήσεις μαζί σου . Ακολουθήσαμε τα ίχνη της πέτρα σκαλοπάτι, σκαλοπάτι ανεβήκαμε το φόβο μας παλέψαμε με γκρεμούς και θανάτους . Οι θάνατοι εδώ διηγούνται την εκπλήρωση του ονείρου. "Πέθαναν όπως το επιθυμούσαν" έγραφε η πινακίδα, δεν το επέλεξαν απλά τους έτυχε. Μεγάλη τύχη τελικά να πεθάνει κανείς εκεί που αγαπάει να ζει. Φεύγει γελαστός και ευτυχισμένος .
Όταν το απόγευμα φτάσαμε στο οροπέδιο αντίκρισα ένα πολύχρωμο οικισμό γεμάτο σκηνές και έτσι όπως κοιτούσα το πολύχρωμο τοπίο ένιωσα ασφάλεια και απέραντη ευτυχία , αυτός ο πολυπολιτισμικός οικισμός μεταξύ πέτρας και ουρανού ήταν το σπίτι μου. Εδώ ανήκω σκέφτηκα με την πορτοκαλί σκηνή μου είμαι μέρος του τοπίου.
Το βράδυ καθισμένη στην είσοδο της σκηνής με ένα ποτηράκι κρασί (από τα απαραίτητα που είχα πάντα μαζί μου ) αγνάντευα την απεραντοσύνη του κόσμου. Ξαφνικά ήρθε μια κοπέλα ντυμένη με ένα ξέφτι του ουρανού και κάθισε σιμά μου . Πως σε λένε τη ρώτησα , Ουρανία μου απάντηση
-Σε ποιο ορειβατικό σύλλογο ανήκεις Ουρανία
-Εδώ ανήκω
-Και πως βρέθηκες εδώ
-Εσύ βρέθηκες εγώ πάντα εδώ είμαι .
Κοίτα είπε και μου έδειξε τον ουρανό -Είναι νύχτα, είναι η ώρα του φεγγαριού και αύριο το χάραμα θα πεις ήρθε η ώρα του ήλιου. Τα φεγγάρια και οι ήλιοι της ζωής σου θα σε ακολουθούν όποιο και αν είναι το μονοπάτι σου.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά. Σήκω μου είπε είναι η ώρα του χορού, να κοίτα οι αδελφές μου και οι δικοί σου ήδη πιάστηκαν . Χορεύαμε μέχρι που μας βρήκαν οι ώρες του μπλε και ήταν ακριβώς το σύνθημα για να αποσυρθούμε στις σκηνές και να αφεθούμε ευτυχισμένοι στην αγκαλιά του Μορφέα. Κρύωνα δεν είχα μαζί μου πολλά ρούχα πως να το φανταστώ ότι Ιούλη μήνα θα ξεπαγιάζω λες και ήταν καταχείμωνο. Ευτυχώς σε αυτές τις κοινότητες πάντα υπάρχει κάποιος που του περισσεύουν ρούχα. Κρυώνω φώναξα και αμέσως ένα μπουφάν ήρθε να με βρει για να με ζεστάνει .
Χαραυγή η αρχή της μέρας, η ώρα του ήλιου, το ζεστό φως που μας επιστρέφει στη δράση μετά τη μικρή μας ανυπαρξία. Το σώμα πρέπει να σηκωθεί να πάει να συναντήσει τους άλλους. Να ξυπνήσουμε όλοι μαζί το μυαλό και τις αισθήσεις μας με καφέ , με τσιγάρο, με όλες τις κακές συνήθειες που δεν αποχωριζόμαστε ποτέ αφού είμαστε εμείς.

Όπως ανέβαινα προς το στεφάνι και κοιτούσα κάτω από 2.900 υψόμετρο ένιωθα να πετώ. Αυτή η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας νικούσε ακόμη και το φόβο μου για το θάνατο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι ήμουν έτοιμη ακόμη και να πεθάνω, θα μπορούσα κάθε στιγμή να συναντήσω το απόλυτο τίποτα ή το κάτι το μικρό το ελάχιστο που θα έκρυβε μέσα του την αιωνιότητα και κει ακριβώς συνάντησα το θεό μέσα μου.

Μ΄ αρέσουν τα απλά πράγματα. Νιώθω απέραντη αγάπη όταν συναντώ ένα λουλούδι που φυτρώνει πάνω σε βράχο και ξεχειλίζω από ευτυχία όταν με τα μάτια της φαντασίας μου βλέπω τις μούσες να χορεύουν για τον Απόλλωνα .

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ο Μονόλογος του Μώμου-Κώστας Βάρναλης.









ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ:
Προμηθέας
Ιησούς
Μώμος
Η Μάνα Γης
Ένα Αηδόνι

Ανοιξιάτικο απομεσήμερο
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(απάνου από τον Καύκασο)
Ω! Ωώ!..
Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος, σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και να ’ναι, θα πέσει απάνου στ’ αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ ένα χαρούμενο σπασμό!… Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα, τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα!…
Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό.
Ποιός να ’ναι;

Κατά σένα, όπου και να ’σαι, άγνωστε αδερφέ, δε μ’ αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ. Λιγάκι σα σαλέψω, με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια, που τα πατάει κανείς την ώρα, που κοιμούνται.
Όμως απάνου από τις άβυσσες και δώθε από τα μάκρη σε νιώθουνε πολύ ζεστά, κατάσαρκα, οι πληγές μου…

Μπορεί να ’ναι κι η δικιά μου η φωνή, που μου την ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθών…
ΙΗΣΟΥΣ
(απάνου από το Γολγοθά)
Τί γλυκά, που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι! Τί γλυκά, που βυθούσανε τα κόκαλα κι οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας, όπου λιώνανε σαν τ’ αλάτι μέσα στο νερό.
Κι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κι η καρδιά μου, ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σα φτερά οι ψηλότεροι ουρανοί!
Ανάμεσα Θανάτου και Ζωής, πέρ’ από τη Γης και πέρ’ από τον Ήλιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου, που έφευγε και δε γυρνούσε.
Όλα γινόντανε ίσκιος και πνοή γύρω από τον ίσκιο μου και τη στερνή πνοή μου!..
Ποιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένο;
Πούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη Φθορά και στον Πόνο;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμό.
Σαπίσανε οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας, μα η πληγή μου σαπίζει, ξεσαπίζει. Κι είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστή…
Δω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος — κι όλα του τα ιστορικά κείτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλα στα βάθη των ωκεανών.
Σ’ απανωσιά, σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό, δεν είναι τίποτα καινούριο. Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με τ’ αύριο, που με τον καιρό έπαψα να βλέπω, να συλλογίζομαι και να θυμάμαι. Έτσι μου φαίνεται, πως τώρα δα έχω γεννηθεί, καρφωθεί και λησμονήσει…
Τί να τρέχει σήμερα;
ΜΩΜΟΣ
Πεθαίνει ο Θεός!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(ξαφνισμένος δυσάρεστα)
Πάλι εσύ;
Πούθε μου ξεφύτρωσες;
ΜΩΜΟΣ
Αυτός είναι ο ρόλος μου. Να ξεφυτρώνω ακάλεστος — κι ανεπιθύμητος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πεθαίνει, λες, ο Θεός;
Ο Δίας τάχα;
ΜΩΜΟΣ
Όχι.
Ο ένας Θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλά ο ένας. Μα ποιός απ’ όλους;
ΜΩΜΟΣ
Ο Ένας και Μοναδικός!
Δεν υπάρχει άλλος.
Γι’ αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αληθινός και να πεθαίνει;
ΜΩΜΟΣ
Αφού είναι παντοδύναμος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων. Δεν είναι δύναμη των Θεών.
ΜΩΜΟΣ
Μα δεν πεθαίνει ο ίδιος. Είναι πνέμα.
Πεθαίνει το σώμα του.
Το θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωπος.
Μα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς, απ’ όπου ήρθε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το πνέμα ή το σώμα του;
ΜΩΜΟΣ
Ρώτα τον ίδιονε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς τονε λένε;
ΜΩΜΟΣ
Ιησού!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς τον είπες;
ΜΩΜΟΣ
Ιησού!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ιησούς! …Ιησούς! …
Περίεργο.
Εγώ τους ξέρω όλους τους θεούς. Έναν ένανε, μεγάλους και μικρούς, ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια, τις γυναίκες, τα παιδιά, τις ερωμένες και τα παρασπόρια.
Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά!
ΜΩΜΟΣ
(μισοκλείνοντας το μάτι)
Μα δεν είναι Έλληνας!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν είναι Έλληνας;
Μα τότε τί μπορεί να είναι!
ΜΩΜΟΣ
Εβραίος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εβραίος;
Και δε μου το ’λεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάω;
Ένας βάρβαρος! Άρα ψεύτικος θεός!
ΜΩΜΟΣ
Το ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς! Πως είναι ψεύτικοι και βάρβαροι.
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο Δίας μάλιστα! Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί!
(φωτισμένος ξαφνικά)
Ιησούς … Ιησούς …
Καλά λες. Τώρα θυμάμαι.
Μου μίλησε γι’ αυτόν, εδώ και λίγον καιρό, ο Μορφονιός ο Ερμής. Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει. Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου, αν βαστούνε. Και ν’ αλλάζει τα όσα τα ’φαγε η σκουριά …
Τονε λυπάμαι. Δεν είναι μικρή η αγγάρεια.
Με λυπάται κι αυτός — έχει καλή καρδιά.
Με τον καιρό γενήκαμε φίλοι. Κι όντας αργεί να μου έρθει, στενοχωριέμαι.
Μου δηγιέται με τ’ αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές, που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωπο.
Είναι κουτσομπόλης, μα με γούστο πολύ.
(δυνατά στο Μώμο)
Ε, συ!
Ακούς;
ΜΩΜΟΣ
(δυναμώνοντας τη φωνή του)
Ακούω και παρακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά: «Κανακάρη γιε του Ιαπετού! Ένας Εβραίος Θεός, Ιησούς (Ιησούς… Χριστός… νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και ν’ αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς. Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου, γιατί δε θα υπάρχεις!..». Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής, ο Γλάρος, ο Ιθύφαλλος, ο Κοσμογυρισμένος — το Κοπέλι του Δία. Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε: «Εβραίος θεός… Εβραίος θεός!..»
Ήτανε μεσημέρι καλοκαιρινό, μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά, που, ενώ γελούσε, χτυπούσανε τα δόντια του από το τούρτουρο: χι! χι! χι!.. τάκα! τάκα! τάκα!.. Τόσο μου φαινότανε αστείος, που άρχισα να γελώ κι εγώ. Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπια… Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια, σα να μας κορόιδευε, κι ο αντίλαλος.
Πόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του! Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου!.. Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου, σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους, ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγα.
Ήταν η πρώτη μου φορά, που γέλασα. Από τότες, που καρφώθηκα.
(στον Ιησού)
Κλαις;
Ντροπή!
ΙΗΣΟΥΣ
Βαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τ’ αγκάθια. Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυρα… Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες — κι από την τρυπημένη μου καρδιά — βγαίνει νερό μονάχα.
Είμαι καρφωμένος σαν και σένα. Και κάτωθέ μου αστράφτουνε, βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητες.
Και γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνε.
Κι αργώ να πεθάνω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε σου καρφώσανε, υποθέτω, και τη γλώσσα σου!
Βλαστήμα τους και συ και φτύνε τους.
Έτσι θαν τους δείξεις, πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαι.
Δε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου.
ΙΗΣΟΥΣ
(γαλήνια)
Πατέρα…
Συχώρεσέ τους. Είναι αθώοι!
Δεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(θυμωμένα στο Μώμο)
Ποιοί, μωρέ, δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνε;
Εμείς;
ΜΩΜΟΣ
Οι Εβραίοι.
Αυτοί, που τον έχουνε σταυρώσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί;
Ανθρώποι τονε σταυρώσανε;
Τί θεός είναι!
(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά, όσο μπορεί)
Εμένα με καρφώσανε θεοί. Πολλοί θεοί μαζί.
Πώς το δέχτηκες μοναχά και να σ’ αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα;
(προσταχτικά)
Κατέβα γρήγορα αποκεί!
Ντροπιάζεις το σόι μας!
ΙΗΣΟΥΣ
(πάντα γαλήνια)
Θα υπάρξουνε μαθητές μου, που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνε.
Μπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου. Μα δε θέλω.
Ήρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνω…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Για ποιό λόγο;
ΙΗΣΟΥΣ
Για ναν τονε σώσω!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(περιφρονετικά)
Τους Εβραίους!
Χαρά στο πράμα!
Αμ τους ξέρω τους Εβραίους!
Όντας ήμουνα λεύτερος και νιος —και δε με χωρούσε ο τόπος— ξέπεσα κάποτε στη χώρα τους.
Πώς βρομάνε! Λάδι ταγκό!
Κόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού· μύτες μεγάλες και καμπουρωτές — όρνια μονάχα· μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν της γάτας τη νύχτα· σκουλαρίκια στ’ αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια· φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιας.
Λωβιασμένοι και ψεύτες, πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες.
ΜΩΜΟΣ
Οι Έλληνες είναι καλύτεροι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χειρότεροι.
Οι Έλληνες θεοί, αυτοί είναι καλύτεροι. Πιο όμορφοι, πιο ξυπνοί, πιο παλικάρια. Και φαγάδες και γυναικάδες, όσο δεν παίρνει.
ΜΩΜΟΣ
Θα σώσει και τους Έλληνες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σώθηκε!
ΜΩΜΟΣ
Θα σώσει όλους τους ανθρώπους!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψα!
Καλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη! Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμα;
Πώς ήτανε, αλήθεια, στην αρχή!
Τριχωτοί απ’ την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τ’ άλλο στη ρίζα της μύτης. Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικα… Τα χέρια τους μακρύτερ’ απ’ τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης, σαν περπατούσανε, γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιά.
Σωστές μαϊμούδες.
Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς.
Κι αυτοί με προδώσανε.
Με το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία· και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμα!
Και τί τους γύρεψα γι’ αντάλλαγμα; Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου. Και να με τιμάνε πιότερο από το Δία — γιατί, θαρρώ, το αξίζω!
Ε λοιπόν! Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό! «Ποιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μου;» — «Ο Προμηθέας! Ο Προμηθέας!» φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον Τύραννο.
Αυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μ’ αλυσοδέσουν. Κι όντας ετούτ’ οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά, τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου: «Έτσι και χειρότερα… Άνομε!..»
Δε θά ’ρτω μια μέρα στα πράματα;
ΜΩΜΟΣ
(ήσυχα)
Δε φταίνε αυτοί.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιός φταίει δηλαδή;
Ο Δίας;
ΜΩΜΟΣ
Εσύ!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(οργισμένα)
Εγώ;
ΜΩΜΟΣ
Ναι! Εσύ! Που νικήθηκες.
Αν νικούσες το Δία, τότες όλοι θα ’τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις. Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου. Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιά.
Κι ο Μορφονιός ο Ερμής θα ’τανε κοπέλι δικό σου, να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων του.
Τότες ο Δίας θα ’ταν ο αποστάτης κι ο άνομος. Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει, όπως ξεχάσανε και σένα.
Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ώς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο.
ΜΩΜΟΣ
Αυτά να μην τα λες σε μένα!.. Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σου.
Τους γέλασες, πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο: για λευτεριά, δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία. Ενώ πολεμήσανε μονάχα για ν’ αλλάξουν αφέντη — για το δικό σου το συφέρο.
Τα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες, οι τυράννοι της Γης…
Ωστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απ’ όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιε του Ήλιου και της Νύχτας. Παραείσαι, μου φαίνεται, σοφιστής. Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σου.
Πάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου: τον αιώνιο Ρυθμό του Κόσμου.
Δεν ήτανε δύσκολο να ’χες και συ μια ψίχα λογικό — αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι!
(σε λίγο)
Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους;
ΜΩΜΟΣ
Από την αμαρτία.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι αυτό το λέει σωτηρία;
Μα η αμαρτία είναι όλ’ η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών.
ΜΩΜΟΣ
Και των Κυρίων της Γης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω —ύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμα— είναι οι αμαρτίες, που έχω κάνει.
Και για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι, μου χρειάζεται η εξουσία.
Νά γιατί δεν υποτάζομαι.
Αν ήθελε ναν τους σώσει, θα ’πρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίες.
Μα λευτεριά θα πει δύναμη. Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θ’ αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας.
ΜΩΜΟΣ
(στον ίδιο τόνο)
Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου!
(σιγότερα)
Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιά;
ΜΩΜΟΣ
Η Ανισότητα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με σκότισες!
Πάψε!
(σε λίγο)
Μα δεν καταλαβαίνω, πώς, για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία, πρέπει αυτός να πεθάνει!
ΜΩΜΟΣ
Οι ανθρώποι θα σωθούν, άμα τον πιστέψουνε γι’ αληθινό θεό. Μα για να τον πιστέψουνε, θα κάνει το θάμα ν’ αναστηθεί. Για ν’ αναστηθεί, πρέπει να πεθάνει πρώτα. Γι’ αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του· ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικα!
Και ποιά η ανάγκη να σωθούνε οι ανθρώποι; Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους. Όχι να πεθάνουμε κιόλας!
Και το κάτω της γραφής, αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό, μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό, για ναν τονε φοβηθούνε.
Ναν τους έκαιγε μ’ αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους. Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό. Ναν τους έστελνε πανούκλα, σεισμούς και καταποντισμούς…
ΜΩΜΟΣ
Αυτά ξεχνιούνται γρήγορα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κοροϊδευτικά)
Μα θαρρώ, πως, άμα τον πιστέψουν, αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι!
ΜΩΜΟΣ
Μα δεν τους ζητάει, όπως εσείς οι Έλληνες θεοί, σφαχτάρια και γυναίκες!
Για τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα.
(σιγότερα)
Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων, ψυχικά δεμένα, στους Κυρίους της Γης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξέχασα να ρωτήσω. Θα τον ιδούν οι Εβραίοι ν’ ανασταίνεται;
ΜΩΜΟΣ
Κανένας.
Μοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του. Σαν όραμα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δηλαδή σε κεινούς, που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνει!
Μα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνει.
Να παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του! Σε κεινούς, που δεν τονε πιστεύουνε. Μέρα μεσημέρι στην Αγορά! Κι ολόσωμος!
Εδώ τονε θέλω.
Εξόν αν φοβάται!
ΜΩΜΟΣ
Τί Έλληνας!
Άμα τονε βλέπανε, τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανένας.
Θα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε.
Δεν ξέρεις, καημένε, τη λαϊκή ψυχή.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αυτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
Μήπως εσένα, το Δία, την Αφροδίτη — κι όλους τους άλλους — σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνε;
Εμείς θα σας δείξουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μη μου κάνεις, είπα, τον έξυπνο!
(στον Ιησού)
Αυτά δεν είναι λογικά πράματα!
ΙΗΣΟΥΣ
Το λογικό δε φελά σε τίποτα. Μήτε το πολύ μήτε το λίγο.
Μήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απ’ τα πουλιά τ’ ουρανού κι απ’ τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης; Μήπως είναι καλύτεροι απ’ τους άλλους ανθρώπους;
Όσο πιο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται.
Εγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους. Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθος.
Η βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της Καρδιάς.
Όπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη, εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών, έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνε.
Τότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(απότομα)
Έτσι ε;
Να ξοδιάζουνε το πνέμα τους, να χαραμίζουνε τη δύναμή τους οι άξιοι για τους τιποτένιους! Για ναν τους μοιάσουνε!
Αυτό δεν ξανακούστηκε!
Είμαι παλιότερος από σένα. Αύριο μεθαύριο θα ’μαι κι ο πρώτος απ’ όλους σας. Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύω.
Μάθε το λοιπόν από μένα. Είναι κανείς δυνατός, γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούς.
Ο δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει. Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται. Παίρνεται. Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούς.
Αυτό δεν είναι νόμος, που τονε φκιάσαμ’ εμείς οι θεοί. Υπάρχει πριν από μας. Είναι Ανάγκη.
ΜΩΜΟΣ
(κοροϊδευτικά)
Σεις οι δυνατοί —πρώτα της Γης κι ύστερα τ’ Ουρανού— δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους.
Τη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους. Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Μώμο θυμωμένα)
Εσύ να μην ανακατεύεσαι!
(στον Ιησού)
Μπας και σου πέρασε η ιδέα —επειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώ— πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπους;
Δε θυσιάστηκα για κανένανε. Την έπαθα — για λογαριασμό μου.
Δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια. Να πηγαίνει πέρ’ απ’ τα φαινόμενα.
ΜΩΜΟΣ
(πειραχτικά)
Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τ’ αυτιά του και δίχως μάτια. Να πηγαίνει πέρ’ απ’ τα λεγόμενα.
… Μην ακούς, λοιπόν, τί λέει.
Έννοια σου! Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη. Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύ.
Είσαι λιγάκι πρωτόγονος και χοντροκομμένος. Τα λες όξω από τα δόντια.
Ο νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος, πιο διπλωμάτης. Ξέρει τη δουλειά του καλύτερα.
Η μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του «έτσι θέλω εγώ ο αφέντης!» Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του «έτσι θέλει ο Θεός· έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοι»!
Είναι μέθοδο πολιτισμένη. Χάρη σ’ αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων. Θα ζητάνε μοναχοί τους ν’ αδικιούνται — για καλό τους. Μα θα ρωτήξεις: «πού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατών»;
Και λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και ν’ αδικούνε το βρομολαό για καλό του;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν πολυκαταλαβαίνω.
ΜΩΜΟΣ
Ήρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπους… μετά θάνατον.
Μα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή. Αυτουνούς, που κατέχουν όλα τ’ αγαθά κι όλη τη δύναμη. Τους σωσμένους.
Μα εκεινούς, που έχουν ανάγκη να σωθούνε· εκεινούς, που τα στερούνται όλα, τους απαγορεύει να πιθυμούνε τ’ αγαθά των αλλωνών και ν’ αντιστέκονται στη δύναμή τους. Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε, αφού πεθάνουνε πρώτα. Εις αιώνα τον άπαντα.
Διδάχνει, καθώς βλέπεις, την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας· δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδη.
Οι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση. Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(βαριεστημένα)
Κατάλαβα…
ΜΩΜΟΣ
Αν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ, δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματα.
Κι ας καμαρώνεις, πως είσαι τάχατες ο θεός της Λογικής.
(πειραχτικά)
Έχει δίκιο να σου λέει, πως το λογικό δε φελά σε τίποτα…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον ίδιο τόνο)
Σπουδαία πράματα μου ξηγάς!
Σπουδαία πράματα καταλαβαίνω!
Ας λείπανε!
ΙΗΣΟΥΣ
(γαλήνια)
«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες… Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών».
ΜΩΜΟΣ
Σιγά!
Μη σ’ ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς!
ΙΗΣΟΥΣ
(στον ίδιο τόνο)
«Η πίστη σου σέσωκέ σε!»
Όποιος πιστεύει στον αληθινό θεό, σώζεται. Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός.
ΜΩΜΟΣ
Περισσότερο απ’ όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι. Γιατί ’ναι ξυπνοί. Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον, που τους επιτρέπει να ’ναι πλούσιοι, δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς. Απ’ όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη. Κι απ’ όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστία.
Έτσι ο θεομπαίχτης, που πιστεύει από εξυπνάδα, είναι καλύτερος από τον άθεο, που δεν πιστεύει από γνώση.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στο Μώμο)
Με κούρασε ο πελάτης σου!
Πότε θα πεθάνει;
ΜΩΜΟΣ
Βιάζεσαι;
Όπου και να ’ναι.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ζηλεύω!
Τονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του. Για τρεις μέρες.
ΜΩΜΟΣ
Για πάντα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ! Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα! Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο. Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου…
ΜΩΜΟΣ
Το μίσος και την πλεονεξία σου!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μου φαίνεται, πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο. Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του, χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μου.
Μάνα μου γης!
Ξανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στ’ απέραστα βάθια της κοιλιάς σου! Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σου!
Μ’ αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου;
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Ποιός είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο Προμηθέας. Ο γιος σου.
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Δε σε ξέρω.
Δεν ξέρω με τ’ όνομα κανένα από τα παιδιά μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είμαι ο θεός της Φωτιάς και του Λογικού.
Ένας από τους Τιτάνες.
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Θεός;
Και ζητάς εγώ να σε βοηθήσω; Και να μπορούσα δε θα το ’κανα. Να φύγετε, να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μου!
Εξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ. Έγινα Χτήμα.
Γεννώ, καρπίζω, λουλουδίζω· στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου. Μα με χαίρονται λίγοι. Αυτοί, που με κατέχουνε. Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους. Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι! Ν’ άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπινα!
Άμα χαλάσω έναν από δαύτους, ξεφυτρώνουνε δυο και πέντε.
Αυτοί ’ναι οι χαμοθεοί μου. Και τους μισώ. Εσείς, οι πανωθεοί, είσαστε παιδιά δικά τους. Όχι δικά μου. Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε, ποιός θα με φάει μονάχος.
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Δε σε βλέπω.
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ σε βλέπω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα ’σαι νέος πολύ. Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου.
ΜΩΜΟΣ
Τριαντατριώ χρονώ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλά το ’λεγα! Παιδί!
Κι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι.
(στον Ιησού)
Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι;
ΙΗΣΟΥΣ
Δίδαξα…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κοροϊδευτικά)
Καμιάν επανάσταση βέβαια!
Μάταια πράματα.
Όλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα. Με τα χρόνια τούς περνάει — όπως κι εμένα!
ΙΗΣΟΥΣ
Απαγόρεψα κάθε επανάσταση.
Δίδαξα την υποταγή στο Νόμο.
Την Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα τότε πώς σε θανάτωσε ο Νόμος;
Εσύ δεν πήγες κόντρα. Τονε θεοποίησες, καθώς βλέπω.
ΙΗΣΟΥΣ
Με θανάτωσε για επαναστάτη και γι’ αντίθεο.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Περίεργο!
ΜΩΜΟΣ
Έλεγε και ξανάλεγε, πως θα ’δινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα!) τη βασιλεία των ουρανών. Μα τούτ’ οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το «βασιλεία», δεν τ’ ακούγανε το «ουρανών»! Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα. Γιατί νομίζανε, πως θα ’διωχνε τον ξένο τύραννο, τους Ρωμαίους, και θα ’δινε σ’ αυτούς τη βασιλεία της Ιουδαίας.
Μα οι ντόπιοι τυράννοι, οι πλούσιοι Εβραίοι, —Φαρισαίοι και μεγαλοπαπάδες— φοβηθήκανε, πως, άμα χάνανε την προστασία των ξένων, θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τους.
Γι’ αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού.
Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του. Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο, τόσο το καλύτερο!) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους, στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς.
ΙΗΣΟΥΣ
Αυτό ήθελα. Έπρεπε να με σκοτώσουνε, για να συχωρεθούνε…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάλι τα ίδια;
(σιγή)
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό. Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σ’ αρνιέται.
Εσύ, ο Θεός — Πνέμα, Σωτήρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός — Σωτήρας της Κοιλιάς σου. Γι’ αυτουνούς απόθανες.
Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου.
Θα ’πρεπε ν’ αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβων.
Μα τότε δε θα γινόσουνα θεός!
ΙΗΣΟΥΣ
Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή.
Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερη.
Η μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος. Αυτόνε τον κατάργησα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς;
Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους;
ΜΩΜΟΣ
Μετά θάνατον!
Σου το ξανάπα, μα δεν πρόσεξες.
Μετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό.
ΙΗΣΟΥΣ
Εκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του.
Αυτή ’ναι η Αλήθεια ΜΟΥ.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων!
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Συ, που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμα;
Έτσι θα καταργούσες την Πείνα. Και μαζί της θ’ αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα. Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατον…
Μα όσα ψωμιά και να φκιάνανε, είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό, πάλι θα πεινούσανε.
Θαν τους τα παίρναν όλα οι Δυνατοί.
Αφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς, ας έδινες σε κάθε σκλάβο, αντίς την αθανασία, ένα στιλέτο.
ΙΗΣΟΥΣ
Ένα στιλέτο;
Τί ναν τον κάνανε;
ΜΩΜΟΣ
Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών.
ΙΗΣΟΥΣ
(μέσα του με παράπονο)
Πόσο τονε λυπάμαι!
Είναι καταδικασμένος για πάντα.
ΜΩΜΟΣ
Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά, πώς ξέρεις τ’ άγνωστα;
Κι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά, πώς ξέρεις τα μελλούμενα;
ΙΗΣΟΥΣ
Το Άγνωστο είμ’ εγώ! Ο Θεός. Και θέλεις να μην το ξέρω;
Τα γνωστά, που τόσο τα γνοιάζεσαι, είναι όλα ψεύτικα. Γι’ αυτό και τα αγνοώ!
Όσο για τα μελλούμενα, πότε σου είπα, πως υπάρχει μέλλον;
Κατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου. Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή. Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τ’ αμαρτήματά τους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στο Μώμο)
Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα.
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ μ’ αυτά μου τα λόγια, που δεν έχουνε νόημα, θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(πειραγμένος)
Θα μας ρίξεις με τα λόγια;
Δε μπορώ να γελάσω. Πονάει το συκώτι μου!
Οι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το Φονικό.
Έτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνης.
Το ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης.
Έτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότητας.
Μιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρης.
Δεν έμαθες γράμματα;
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους. Κι οι ανθρώποι τα γράμματα.
Τί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κόκκινος από το θυμό)
Εσύ έπλασες τους ανθρώπους;
ΙΗΣΟΥΣ
Ο Πατέρας μου. Δηλαδή Εγώ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στο Μώμο)
Γιατί με γέλασες, πως είναι ο μόνος θεός;
Νά! που έχει και Πατέρα!
ΜΩΜΟΣ
Δε σε γέλασα.
Ο ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του. Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Θα έχεις, φαίνεται, πυρετό!
Σ’ έπιασε το παραμιλητό του θανάτου!
(δυνατότερα)
Ο κόσμος γεννήθηκε από το Χάος.
Κι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπη.
Και τους έδωσα και ψυχή από λάσπη…
Η λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους.
ΙΗΣΟΥΣ
Ο Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπη.
Και τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδια!
Άρα ψυχήν αθάνατη.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ούτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο. Τίποτα.
Όταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς, τους λες ψέματα!
ΜΩΜΟΣ
Κι οι δυο σας δε λέτε την αλήθεια.
Ο κόσμος δεν έχει αρχή. Δεν έχει δημιουργό. Ύπαρχε πάντα. Και γίνεται πάντα μοναχός του.
Όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε… η μαϊμού! Κι εσάς οι ανθρώποι.
Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης «κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους».
Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την Αδικία.
Και μετά θάνατον; — Αέρας φρέσκος!
Όξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά….
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιε της Νύχτας!
Σου απαγορεύω να παίζεις μαζί μου!
Απαιτώ να με σέβεσαι!
ΜΩΜΟΣ
(σκάει στα γέλια)
Χα! χα! χα!…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κατακόκκινος από το θυμό του)
Τί γελάς, ξετσίπωτε;
ΙΗΣΟΥΣ
(ξαφνιασμένος)
Ποιός γελάει έτσι;
ΜΩΜΟΣ
Εγώ, ο Μώμος! Ένας από τους Μώμους! (Είμαστε πολλοί!)
Και δε γελάω, που θυμώνετε· μα που θυμώνετε, δίχως να υπάρχετε! Και που σας κουβεντιάζω, ενώ ξέρω, πως δεν υπάρχετε!
Αφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζω;
Τί Μώμος θα ήμουνα!
Εξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου. Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι, σαν ξυπνήσουνε μια μέρα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(περιφρονετικά)
Για να γίνουν αυτοί θεοί!
ΜΩΜΟΣ
Για να γίνουν ανθρώποι.
Τί να την κάνουνε τη θεοσύνη σας;
Τί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του Μύθου;
Κι ούτε καν θα κοπιάσουνε, για να σας ρίξουνε.
Θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια.
Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης!
Άμα ρίξουν αυτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους…
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ωχ!…
Σταθείτε μια στιγμή.
Ο αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάς.
Πονάω όσο ποτές!
Κι όσο πονάω, τόσο μεγαλώνει το μίσος μου.
Αν είχα τόση δύναμη στα χέρια, όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου, θα μπορούσα μ’ ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και την Ασπροθάλασσα κατάκορφα στον Όλυμπο.
Θα ’λιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα, που τσακώνεται, μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδι…
Θα ’λιωνα και τους ανθρώπους!
ΜΩΜΟΣ
Άσε τους ανθρώπους.
Τον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απ’ όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου!
ΙΗΣΟΥΣ
Πατέρα!
Έκανα το χρέος μου.
Τα νεφρά μου τσακιστήκανε.
Τα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόνατα!
Διψώ!
Κρυώνω!
(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος, ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος.
Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά, πεδιάδες και θάλασσες. Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια — ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες.
Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού.
Όλ’ η πλάση βυθίζεται αμέσως σ’ ατέλειωτη σιγή).
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Άκου, άκου τ’ αηδόνι!
Ίσως στερνά καταλάβεις, πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής, για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου!
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
Μάνα, ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματα,
φώτα πολλά και χρώματα
και μοναχά απ’ το γγίμα
τ’ αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα!
Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδι
το σπάω με το τραγούδι,
που την απλή χαρά μου
υψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απ’ τα φτερά μου.
Μες στ’ άνθη της ροδακινιάς, στης λεύκας την κορφή,
όπου ίσκιωμα βαθύ
κι όπου κρυές βρυσούλες
πάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες.
Μ’ αστροφεγγιές ολόβαθες, τριανταφυλλιά χαράματα,
με φεγγαρομαλάματα
κι όταν σιγά κι αγάλι
βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη,
του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβα,
κι ανέβα ο αχός ανέβα
όλο και πιο μεστώνει
και τον αγέρα, ξέχειλον από ηδονές, ματώνει.
Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσει,
στη μαγεμένη πλάση
και στην καρδιά, που νιώθει,
καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι.
Ω! δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέρα:
γης και νερού κι αγέρα
δεν ξέρουνε τα γένη,
πως ό,τι ζει και χαίρεται, σύντομ’ αργά πεθαίνει.
Ο χορτασμένος έρωτας, της ζωής οι γλυκάδες
της πλάσης οι ομορφάδες
έτσι βαθιά με ορίζουν,
που της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν!
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Άκουσες;
Καταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών;
ΙΗΣΟΥΣ
Δε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδια.
Σ’ όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου ν’ ακούω το θέλημα του Πατέρα μου.
Όποιος ακούει πολύ τα έξω, χάνει την ψυχή του.
Κι εγώ, ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος, έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλους.
Ο βασιλιάς Σολομώντας, ο σοφός, που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών, ήτανε φιλήδονος. Σοφός με χίλιες γυναίκες!
Άρα δεν ήτανε σοφός. Ήτανε μονάχα βασιλιάς.
ΜΩΜΟΣ
Βγήκες καμιά φορά την άνοιξη, τα χαράματα, να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπους;
Είδες, πώς μένει στα μαλλιά σου, στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού, το μπάρσαμο του πεύκου;
Ακόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάει.
Και τα σωθικά σου, φωτεινά και γαλάζια, σαν τον ουρανό, βουίζουν από τα κελαδήματα, λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά, όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής.
ΙΗΣΟΥΣ
Τί τ’ όφελος!
Πολλές φορές μετάνιωσα, που γεννήθηκα άνθρωπος. Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να φύγω πίσου στον ουρανό…
Δε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου, για να σταυρωθώ. Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες. Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή, ενώ γύρα μου τα πουλιά, τα νερά, ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαρά…
Ήταν ο Πειρασμός.
Μα εγώ δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δε σάλευα.
Ο εαυτός μου — το Χρέος μου— σκέπαζε τα πάντα.
ΜΩΜΟΣ
Και δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Όσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες: αρχόντισσες μέσα στα φορεία, γεμάτες αρώματα, φκιασίδια, μαλάματα κι αλαζονεία· λαϊκές ξυπόλυτες, εύκολες κι αφόβιστες, με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια, γύριζ’ αλλού το πρόσωπό μου.
Η ψυχή μου μάτωνε. Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης, να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ, τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Κρίμα!
Παιδί πράμα και να ’σαι τόσο κουρασμένος!
Καθώς φαίνεται, θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά, που ξεσοΐστηκε.
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγή.
Μα είναι φτωχόπαιδο: γιος ξυλουργού, που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Μπα!
Και τί δουλειά έκανες, πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο;
ΙΗΣΟΥΣ
Μικρός, που πήγαινα σκολειό, βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά του…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιόν πατέρα σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Τον Ιωσήφ!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άλλος πάλι αυτός!
(στο Μώμο)
Μα δε μου είπες, πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού του;
Ποιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας;
ΜΩΜΟΣ
Ο άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών του…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί ψιλορωτάω;
Παραμιλάνε κι οι δυο τους!
(στον Ιησού)
Κι άμα τράνεψες, ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Άμα τράνεψα, δεν έκανα καμιά δουλειά.
Μου άρεζε λιγάκι η ψαρική.
Ύστερα τίποτα…
(σιγότερα)
Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(θυμωμένος)
Παιδί του λαού και να μη δουλεύεις;
Τότε ποιός θα δουλεύει;
Τέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούς;
Ο φτωχός, που είναι ακαμάτης, καταντάει στην κρεμάλα.
Καλά λοιπόν είσαι εκεί, που βρίσκεσαι!
ΙΗΣΟΥΣ
Πήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάντα!
Ζούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσες…
Έτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλι…
Δεν είχα ανάγκη από τίποτα.
Μοναχά σκεφτόμουνα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ — κι όλη τη νύχτα…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όποιος δουλεύει δε σκέφτεται.
Γι’ αυτό είναι χαρούμενος.
ΜΩΜΟΣ
Όταν δουλεύει ο άλλος για μας, εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοι…
Ο σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε, δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτεί.
Δε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του.
(στον Ιησού)
Ωστόσο, σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή, με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά, τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές;
ΙΗΣΟΥΣ
Τα χείλια μου προσευχόντανε…
ΜΩΜΟΣ
Κι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά;
ΙΗΣΟΥΣ
Τα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα. Από λύπη.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Α! Εγώ!…
Ήμουνα παιδί της Γης. Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές, από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων, όλες οι φωτιές…
Ύστερ’ από τόσων αιώνων μαρτύρια, με παρηγοράει η σκέψη, πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα. Τα χάρηκα.
Και γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκα… Ερωτεύτηκα σα θεός, χωρίς αρχή και τέλος!
Κι όντας με καρφώναν εδώ, ξεφωνούσα, τιναζόμουνα, δάγκωνα. Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση, το ξόδιασμα της δύναμης, ο χορτασμός της αποθυμιάς.
Και θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου, όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό, όσο γιατί μου στέρησε τη γης…
Εσύ δε θα ’βγαλες τσιμουδιά, όντας σε σταυρώνανε.
Έτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμα.
Και συχωρνάς τους φονιάδες σου, γιατί τους φοβάσαι ακόμα!
Κι έτσι πρέπει, αφού είσαι λαός. Είναι το μόνο πράμα, που έκανες σωστό ίσαμε τώρα: να φοβάσαι!
ΜΩΜΟΣ
Καλά τα λες!
Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ’ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι.
Το ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης, οι αφέντες Σας!
Μα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε: όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί λες, μωρέ!
Γίνονται αυτά τα πράματα;
Κρίμα, που σε είχα για έξυπνο!
Ούτε όλοι μπορεί να ’ναι αφέντες —τότε ποιός θα δουλεύει;— ούτε όλοι φτωχοί — τότε δε χρειάζεται η δουλειά, γιατί η δουλειά πλουταίνει…
Έτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου: οι φτωχοί, που δουλεύουνε, δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες, που τους δίνουνε δουλειά.
ΜΩΜΟΣ
(γελώντας)
Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φορά… από την αρχή!
ΙΗΣΟΥΣ
(μόλις ακούγεται)
«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».
ΜΩΜΟΣ
Γελιέσαι!
Όσο το σώμα θ’ ανήκει στον Καίσαρα, θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχή.
Αυτά δε χωρίζονται.
Τα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμα.
Δε θέλουμε Καίσαρες!
ΙΗΣΟΥΣ
(ξέπνοα)
«Τετέλεσται!»
ΜΩΜΟΣ
Τί είπες;
(σιγή)
ΜΩΜΟΣ
(στον Προμηθέα)
Τί είπε!
(βαθύτερη σιγή)
ΜΩΜΟΣ
(μέσα του)
Δεν ακούγονται!
Χαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απ’ το πρόσωπο της γης.
(Νύχτωσε. Σιγοβγαίνει το φεγγάρι.

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σ’ ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο. Είναι το γεφύρι, που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα.
Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά, που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε, συλλογίζεται:)
Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου, ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μου!
Μου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου. Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνε.
Ποιός ξέρει;
Ίσως κάποιος να με άκουσε…
Αν όχι, θα έρθει καιρός, που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι, που μονόλογοι σαν κι αυτόνε, θα ’ναι ολότελα περιττοί!
Μα πρώτα θα ’χουμε περάσει το γεφύρι…