Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΠΕΡΙΟΠΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ_ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ

Χάθηκες στη φωταύγεια της νιότης
αγριοπερίστερο• στο σύννεφο
της νοητής μου ευτυχίας -μεθυσμένη
ανάγκη- άθικτη oπτασία
Ένας βάτος η χαρά μου
και πέντε κλάδοι λυγαριάς
ο χορός των αρετών σου ανοίγει
των ονείρων μου την αυλαία

Από τον Μαχόμενο ‘Ερωτα – Εκδόσεις Γαβριηλίδης


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ Σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου

Παιδικά Χρόνια

Καρπούς γεμάτη είναι η κουφοξυλιά· ήσυχα κατοικούσαν τα
Παιδικά χρόνια σε γαλάζια σπηλιά. Το σιωπηλό κλαρί
Συλλογιέται ένα παλιό μονοπάτι όπου τώρα μουρμουρίζουν
Καστανόχρωμα τα αγριόχορτα. Το θρόισμα των φυλλωμάτων.

Και όταν το γαλανό νερό κελαρύζει στους βράχους, γλυκός
Είναι του κότσυφα ο θρήνος. Ένας βοσκός αμίλητος ακολουθεί τον ήλιο,
Που κυλά πίσω από τον φθινοπωρινό λόφο.

Μια γαλάζια στιγμή, σημαίνει μόνο περισσότερη ψυχή. Στην εσχατιά
Του δάσους προβάλλει δειλά ένα αγρίμι και στο βάθος αναπαύονται ειρηνικά
Τα παλαιά σήμαντρα και τα σκοτεινά υποστατικά.

Ευλαβικότερος τώρα, γνωρίζεις το νόημα των σκοτεινών χρόνων,
Ψύχος και φθινόπωρο σε μοναχικές κάμαρες·
Και μέσα σε ιερή γαλαζοσύνη
Ηχούν και απομακρύνονται βήματα φωτεινά.

Σιγοτρίζει ένα ανοιχτό παράθυρο·
Στη θέα του ερειπωμένου νεκροταφείου στο λόφο
Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια.

Ανάμνηση ιστορημένων θρύλων. Όμως κάποτε φωτίζεται η ψυχή
Όταν αναπολεί ανθρώπους χαρωπούς, σκουρόχρυσες εαρινές ημέρες.







Η Νύχτα

Εσένα τραγουδώ άγρια ρωγμή,
Μέσα στη νύχτια θύελλα
Πάνω στα στοιβαγμένα βουνά•
Εσείς πύργοι φαιοί
Που ξεχειλίζετε από καταχθόνιους μορφασμούς,
Πύρινα ζώα,
Φτέρες τραχιές, πεύκα,
Κρυστάλλινα άνθη.
βάσανο δίχως τελειωμό
Να κυνηγάς τον Θεό,
Πνεύμα τρυφερό,
Ρίχνοντας αναστεναγμούς στον καταρράκτη,
Στα κυματιστά άγρια πεύκα.

Γύρω από τους λαούς
Χρυσαφένιες αστράφτουνε οι φωτιές.
Η μνηστή του ανέμου αναφλέγεται,
Και μεθυσμένη από θάνατο
Γκρεμίζεται στα μαύρα βράχια,
Το γαλάζιο κύμα
Του παγετώνα
Και η καμπάνα της κοιλάδας
Βροντά δυνατά:
Φλόγες, κατάρες,
Και τα σκοτεινά παιχνίδια
Της λαγνείας,
Μια πετρωμένη κεφαλή
Στον ουρανό εφορμά.




Το Βράδυ Της Καταιγίδας 
Ω, οι κόκκινες ώρες της βραδιάς!
Ιριδίζοντας σείεται στ" ανοιχτό παράθυρο
Χαοτικά πλεγμένο στο γαλάζιο, φύλλο κληματαριάς
Μέσα φωλιάζουν φαντάσματα παραφοράς.

Σκόνη στροβιλίζεται στων ρείθρων τη βρωμιά.
Μαίνεται ο άνεμος και τα τζάμια δονούνται,
Ένα κοπάδι από άγρια φαριά
Αστραπές ολόλαμπρα σύννεφα κυνηγούνε.

Με πάταγο ο καθρέφτης της λίμνης σπάζει
Γλάροι κρώζουν στου παραθύρου το υαλοστάσι.
Πύρινος καβαλάρης από τον λόφο καλπάζει
Και τσακίζεται στα φλογισμένα πευκοδάση.

Άρρωστοι ουρλιάζουν στα νοσοκομεία.
Γαλαζωπό το φτέρωμα της νύχτας φτερουγίζει.
Τρεμοφέγγοντας ο υετός
Αιφνίδια τις στέγες μαστίζει.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Άτιτλο - Ντίνα Γεωργαντοπούλου

Έβλεπε περιβόλια με τριαντάφυλλα
αισθανόταν την ανομία
τα αγκάθια έπαιζαν ρόλο .
Υπήρχε όμως και εκείνο το κόκκινο
εκτυφλωτικό
που δίχως λόγο ρευστό γινόταν
και με ορμή εισχωρούσε στις φλέβες.
Δε μπορούσε να διακρίνει
την αλήθεια ήταν σαν μέθη
μια διαικολογία ή και ζωή.
Με αυτές τις συνθήκες προχωρούσε
σε αναλύσεις προκλητικές
μα στους καθημερινούς δρόμους
άνθιζαν λευκά γιασεμιά
που στα μαλλιά της έπεφταν
και ξεχνούσε .
Ο χρόνος των ίδιων πραγμάτων τη πίεζε
πότε μεγάλωνε και πότε μίκρυνε
με μια απλότητα
που θαρρείς ήταν μόνο για απόλαυση.
Και ελευθέρωνε το αγλάισμα της ψυχής
γινόταν ζεστή φωνή και όνειρο
βασάνιζε σεμνές συμπάθειες
προσευχόμενη στη πόλη
μην έρθει χιονιάς.







http://ixoratisalipias.blogspot.gr

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

πρόσκληση - Δημήτρης Τρωαδίτης

να μην ενδώσουμε
στα φεγγάρια
που μας θέλουν ηττημένους

να μην αφεθούμε
στους ήλιους
που μας θέλουν ματωμένους

να μην κυλιόμαστε
σε αισθήσεις κολασμένες
που μας θέλουν γονατισμένους

να μην επιτρέψουμε
στους προσκυνημένους
να νέμονται τις χαρές μας



Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Πρωινός ύπνος ως αργά - Ζακ Πρεβέρ

Είναι τρομερός
ο μικρός θόρυβος απ' το σκληρό αυγό που σπάει σ' έναν πάγκο από τσίγκο,
είναι τρομερός αυτός ο θόρυβος
όταν κινείται μες στη μνήμη του ανθρώπου που πεινάει
είναι τρομερό επίσης το κεφάλι του ανθρώπου
το κεφάλι του ανθρώπου που πεινάει
όταν αυτός κοιτάζει στις έξι η ώρα το πρωί
μέσα στο τζάμι του πολυκαταστήματος
ένα κεφάλι στο χρώμα της λέρας
δεν είναι πρωτίστως το κεφάλι του που αυτός κοιτάει
μες στη βιτρίνα του Ποτέν*
σκοτίστηκε για το κεφάλι του ο άνθρωπος
ούτε που το σκέφτεται
ονειρεύεται
φαντάζεται μιαν άλλη κεφαλή
ένα κεφάλι μόσχου, για παράδειγμα,
μαζί με μία σάλτσα από ξίδι,
ή ένα κεφάλι από ό,τι να 'ναι που να τρώγεται
και κουνάει αυτός το σαγόνι του απαλά
απαλά
και τρίζει αυτός τα δόντια απαλά
γιατί ο κόσμος έχει ν' αγοράσει το κεφάλι του
κι αυτός τίποτα δε μπορεί ενάντια σ' αυτόν τον κόσμο
κι αυτός μετράει με τα δάχτυλά του μία δυο τρεις
μία δυο τρεις
είναι ίσα με τρεις μέρες που δεν έχει φάει
και ωραία θα 'ταν να το επαναλάβει ύστερα από τρεις μέρες
Αυτό δε γίνεται να διαρκέσει
αυτό διαρκεί
τρεις μέρες
τρεις νύχτες
χωρίς να φάει
και πίσω από ετούτες τις βιτρίνες
αυτά τα πατέ αυτές οι μποτίλιες αυτές οι κονσέρβες
ψάρια νεκρά προστατευμένα απ' τα κουτιά
κουτιά προστατευμένα απ' τις βιτρίνες
βιτρίνες προστατευμένες απ' τους μπάτσους
μπάτσοι προστατευμένοι απ' τον φόβο
σαν οδοφράγματα για έξι θλιβερές σαρδέλες..
Λίγο πιο μακριά το μπιστρό
καφέ-κρεμ και κρουασάν ζεστά
ο άνθρωπος τρεκλίζει
και στα ενδότερα τoυ κεφαλιού του
μια ομίχλη από λέξεις
μια ομίχλη από λέξεις
σαρδέλες για φάγωμα
σκληρό αυγό καφέ-κρεμ
καφές ποτισμένος ρούμι
καφέ-κρεμ
καφέ-κλεμ
καφέ-κλεμμένος ποτισμένος αίμα!...
Ένας άνδρας πολύ σεβάσμιος στη γειτονιά του
δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι
ο δολοφόνος ο αλήτης του 'κλεψε
δύο φράγκα
σα να λέμε έναν καφέ αρωματισμένο
μηδέν φράγκα κόμμα εβδομήντα
δύο ταρτάκια βουτυρωμένα
και εικοσιπέντε σεντς για το πουρμπουάρ του σερβιτόρου.


*Ποτέν (Potin): αλυσίδα καταστημάτων τροφίμων της εποχής που ξεκίνησε από το μπακάλικο του Félix Potin τo 1845 στο Παρίσι


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Στιγμιότυπα - Βίκυ Βανίδη

1
Κραυγή παιδιού
βγαλμένη από αποστείρωση,
δεν φαλτσάρει σε  ικεσίες
 αδιαφορεί στους οικτρισμούς .
Μιλάει σταθερά και ξεκάθαρα:
Δεν γουστάρω τη ζωή που με βολέψατε   
θα μετακομίζω  στον παράδεισο,
όχι σ΄αυτό το καλοστημένο παραμύθι              
που δήθεν δικαιώνει  την άχαρη ζωή σας.
Αυτόν,  όπως και τη βόλεψη σας,
σας τα επιστρέφω ανέγγιχτα.  
Εμένα δεν με  εγκλωβίζεται σε τέτοια ψέματα.
Μετακομίζω στον  δικό μου παράδεισο
και το αυτονόητο θα μου δοθεί απλόχερα,
οι έννοιες θα αποκτήσουν
την πραγματική τους διάσταση,
η αλήθεια θα είναι διάφανη
και  η δικαιοσύνη αμείλικτη  στους  ληστές  ζωών.
Το σπουδαιότερο;
 Τα όνειρα θα κυκλοφορούν ελεύθερα…

2
Σε μια λαμπρή πλατεία
στοιβαγμένες  ψυχές
ουρλιάζουν για ζωή.
Φύγαμε από την κόλαση  λένε
ξέρουμε ότι ο θάνατος είναι ανυπαρξία
θέλουμε έστω και για λίγο να υπάρξουμε.
Κλείστε τους ανοιχτούς μας τάφους
εσείς  μπορείτε,
 αν ακόμη λέγεστε  ΑΝΘΡΩΠΟΙ  

3
Ουρλιάζουν τα νυχτερινά
δελτία ειδήσεων
διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους
για τις περιούσιες που καταστρέφονται .
Ησυχάζουν οι  συνειδήσεις  
των φιλήσυχων  νοικοκυραίων  
η αδικία είναι μονόδρομος.
Αυτά τα  κωλόπαιδα  αδικούν
που θέλουν όλα να τα γκρεμίσουν.
Οι καμένες περιουσίες
πάντα έχουν μεγαλύτερο βάρος
από τις καμένες ζωές .


4
Αύριο τι ;
Αύριο ή έστω μεθαύριο
 όλοι μαζί,  νοικοκυραίοι   
βολεμένοι στη δυστυχία μας,
οδεύουμε  προς  τα Χριστούγεννα.
Το αγωνιστικό πνεύμα του Δεκέμβρη
διαδέχεται  το πνεύμα των χριστουγέννων
 και η  συνείδηση μας  εξαργυρώνεται
 στα χριστουγεννιάτικα  bazaar .
Αυτά τα γκλίτερ,  που κανένα δελτίο δεν  κατηγορεί,
έχουν κάψει πολλά μυαλά
λες και εφευρέθηκαν  για να
κερδίζουν  τις αντιστάσεις μας.
Ανενόχλητο το "θαυματοποιό"  τρίπτυχο
πατρίς  θρησκεία οικογένεια

συνεχίζει να συνθλίβει τις ζωές μας .


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Για σένα- Βίκυ Βανίδη

Για σένα ξεδιπλώνω αυτές τις λέξεις.
Τακτοποιώ αντωνυμίες και ρήματα
και αποτυπώνω στο χαρτί
τη λευκή ιστορία του ανέφικτου
σ΄ αγαπώ.
Για σένα που λερώνεις τους αέρηδες
με κόκκινη μπογιά
και ζωγραφίζεις σύννεφα
περιμένοντας να ξεσπάσουν
κόκκινες καταιγίδες.
Που περιφέρεσαι
χαράματα στα όνειρα μου
και με ποτίζεις με μεθυσμένους
πόθους που τρεκλίζουν ακίνητοι.
Για σένα, που στάθηκες σιωπηλός
στο θαυμαστικό του ήχου
και άφησες την αύρα σου
να τραγουδήσει στο κορμί μου.
Που αμόλησες χιλιάδες πεταλούδες
να πεταρίζουν στο στομάχι μου
και χάθηκες στη μαυρισμένη
στοά του αδιέξοδου.
Άγονη ελπίδα της προσμονής μου
μόνο αυτό μου χάρισες,
ένα λευκό άγγιγμα
με το φως της ματιάς σου
και το εφήμερο στολισμένο
πέρασε στην αιωνιότητα
Για σένα γράφω τώρα,
για σένα που αναζητώ
και ξέρω ότι δεν θα ρθεις.


Φωτογραφία:ROBERT AND SHANA PARKEHARRISON

ξέμπαρκος πόθος - Βίκυ Βανίδη

To πλοίο που έφυγε
o πόθος που ξέμεινε.
Τα πλοία δεν κοιτούν πίσω
και οι ξέμπαρκοι πόθοι
ταξιδεύουν σε  πεντάγραμμο.


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Μάνα μου... Ιωακείμ Παπαχρόνης

Κατέχες τη μητρική γλώσσα της ψυχής. Την λατρεία την έγραφες με πέντε λάμδα.
Λλλλλατρεία. Κραυγή πολεμική από τα στήθη σου.
Μάνα μου…..
Σβήστηκαν απ' τις παλάμες σου οι γραμμές της ζωής. Γιατί μονάχα χάιδευες.
Ίσαμε να απομείνουν ποιήματα που γράφτηκαν με φως.

Μέσα στη ραγισμένη καρδιά της νύχτας
διαβάζω το πιο όμορφο ποίημα της ζωής μου
γραμμένο με τα άστρα που μου απόθεσαν τα χάδια σου…
Μάνα μου…
Κάθε νύχτα ξαγρυπνάς πλάι μου μες στου φεγγαριού το φως.
Απόψε η σιγαλιά έχει την όψη σου
Και η θύμηση σου προσευχή
που υψώθηκε να αγγίξει τη χάρη σου.
Σε βλέπω να πλάθεσαι στον κήπο
από τα όνειρα των λουλουδιών
κι έρχεσαι
παίρνεις το σχήμα της ψυχής μου
παίρνω το σχήμα σου της θέρμης
και με νανουρίζεις
με φεγγαρόφωτο
και χτυποκάρδια
....να σμίξω με το φως των τρυφερότερων μου ονείρων…..


Δημοσιευμένο στη σελίδα του Ιωακείμ Παπαχρόνη στο fb

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Επέτειος Πολυτεχνείου

Επέτειος  Πολυτεχνείου:
Κερί αναμμένο
σε λασπωμένο βωμό
λησμονημένων στόχων
και στοιχειωμένων ηρώων.
Ουρλιάζουν στις πορείες
ακρωτηριασμένα τα συνθήματα.
Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία.
Και αυτή η απάτη, που λέγετε
χρόνος, όλα τα αλλάζει
κάνει το ψωμί καταναλωτισμό,
την παιδεία εξειδίκευση
και την ελευθερία, ένα κρίκο
στην αλυσίδα μας .
Θυμάσαι, τότε, που ακόμη ονειρευόμαστε
ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο.
Τότε που το σκάσαμε
από την πρώτη σχολική γιορτή
για το Πολυτεχνείο.
Θυμάσαι τον όρκο μας ;
«Ορκίζομαι να μη καταθέτω
δάφνινα στεφάνια
στη μνήμη νεκρών ηρώων
ούτε να εναποθέτω νεκρά λουλούδια
σε βωμούς ζωντανών αγώνων»
Και μετά ξεκινήσαμε την πορεία
εγώ προς τη λευκή ζωή,
που απομυθοποιεί τους ηρωισμούς
και συ στο λευκό θάνατο,
που ηρωοποιεί τις αυταπάτες.


Αυτές τις σκέψεις τις έγραψα πριν αρκετά χρόνια, σε μια από τις επετείους του Πολυτεχνείου. Τότε, η πτώση μέσα μου έμοιαζε χωρίς πάτο και οι απομυθοποιήσεις μου είχαν αρχίσει να καταστρέφουν το όνειρο, για ένα καλύτερο κόσμο. Ήταν τότε που η ουτοπία πήρε μια γκρίζα νεφελώδης μορφή και χωρίς καν να καταλάβω άρχισα να τη χρησιμοποιώ μόνο σαν λέξη , συνήθως για να περιγράψω το αδύνατο. Ευτυχώς αυτό το απείθαρχο παιδί μέσα μου, έβαλε στοπ στις απομυθοποιήσεις, ακριβώς τη στιγμή που σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω την ουτοπία για να περιγράψω το αδιανόητο. Αυτό το παιδί μέσα μου, με έσωσε από τον ύπουλο μηδενισμό , πλέον πιστεύω ότι είναι ανίκητο και πάντα θα βρίσκει τόπους και τρόπους που θα εκφράζουν τις πανανθρώπινες αξίες. Αυτό το παιδί μέσα μου δεν θα πάψει ποτέ να ονειρεύεται. 

Πριν λίγες μέρες ήρθε ο γιος μου, τελειόφοιτος στο Μουσικό Σχολείο και μου είπε με ενθουσιασμό ότι ετοιμάζουν ένα σκετς για το Πολυτεχνείο, με κείμενα δικά τους , με δικές τους επιλογές τραγουδιών και ποιημάτων και η υπεύθυνη καθηγήτρια απλά τους βοηθάει στην σκηνοθεσία . Μου έκανε εντύπωση γιατί ο Νικόλας γενικά δεν συμμετέχει σε γιορτές, επετείους, παρελάσεις κλπ , τον ρώτησα πως και έτσι και μου απάντησε απορριμμένα, μα αφού η καθηγήτρια μας, μας εμπιστεύεται και έχει πολύ ενδιαφέρον να δημιουργείς, άσε που μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία άρχισα να νιώθω την αξία του Πολυτεχνείου και κατέληξε ότι η εποχή μας έχει ανάγκη από απείθαρχους συμβολισμούς.

Καθώς έβλεπα αυτόν τον νεανικό ενθουσιασμό, σκεφτόμουν πόσο αδικημένη και προδομένη είναι η νέα γενιά, όχι ότι και μεις δεν ήμαστε μια γενιά προδομένη, απλά τότε εμείς δεν το ξέραμε . Θυμάμαι τον δικό μας ενθουσιασμό όταν στην πρώτη λυκείου μας είχε επιτραπεί, για πρώτη φορά, να κάνουμε γιορτή για το Πολυτεχνείο. Βέβαια εμείς απλά συμμετείχαμε στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι καθηγητές μας, αυτό όμως δεν μας έκανε να αμφισβητήσουμε την «ελευθερία» που μας είχε δοθεί, ίσα ίσα πιστέψαμε ότι είναι η αρχή για έναν καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο , πιο αξιοκρατικό και πιο ελεύθερο. Πόσο κοιμισμένη γενιά υπήρξαμε! Τόσο ευκολόπιστοι που πέσαμε σαν πρόβατα στην προπαγάνδα της εικονικής ευημερίας και τώρα παραδίδουμε στα παιδιά μας μια εφιαλτική πραγματικότητα. Εμείς λοιπόν, που δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε την έννοια ελευθερία και βαφτίσαμε την αγένεια , τον άκρατο καταναλωτισμό, τον φιλοτομαρισμός κοκ σαν ελευθερίες , έχουμε το θράσος, εμείς που κάναμε μπάχαλο την κοινωνία, εμείς που συμβιβαστήκαμε με τον όλεθρο μας, να αποκαλούμε, τα παιδιά μας, τους φοιτητές και μαθητές που αντιδρούν, «μπαχαλάκηδες». Ποιοι εμείς ! που έχουμε μια ολόκληρη ιστορία στο μπάχαλο.

Αυτή η γενιά, εξυπνάκηδες κριτές, είναι μια γενιά που γνωρίζει. Γνωρίζει ότι είναι ξεπουλημένη και προδομένη , γνωρίζει ότι ξεπουλήθηκε από μας, τους έξυπνους, αφού όπως λέει ο George Orwell «Ένας λαός που εκλέγει διεφθαρμένους, κλέφτες, προδότες και απατεώνες, δεν είναι θύμα . Είναι συνεργός τους» . Αυτή η γενιά λοιπόν παρόλο που γνωρίζει, μπορεί ακόμη να ονειρεύεται ότι θα αλλάξει τον κόσμο και έχει ανάγκη να παλέψει και να γκρεμίσει όλους τους συνεργούς και μπαχαλάκηδες που ανήγαγαν τον μικροαστισμό σε κουλτούρα.

Αυτή η γενιά είναι η μόνη μας ελπίδα και δεν είναι μπαχαλάκηδες με καμία έννοια ….

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Η Απουσία -Αργύρης Χιόνης



ΤΗ ΛΕΞΗ ΑΠΟΥΣΙΑ την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες... Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.

Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λέγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ' έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.

Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.

 



  
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ' τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ' αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.

Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τί δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέ­δες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρί­νες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ' όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ' την κο­λόνια του νονού μου.
Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν' αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο.
Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;». 




«Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.

«Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.

«Το λένε Απουσία», μου είπε.

«Και γιατί δεν κελαηδά;»

«Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».

 
Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ' έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ' αυτό το περίεργο πουλί.

Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ' το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί... Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ' ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID.

Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να 'θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν' εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.





 Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.

* (από το βιβλίο του «Οριζόντιο Ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», εκδ. Κίχλη)













Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Οι άνθρωποι δεν πρέπει να πωλούνται και να αγοράζονται...


Συμφωνώ…. και ποιος δεν συμφωνεί άλλωστε; Για να μη πω ότι αγανακτώ κιόλας όταν διαβάζω ένα άρθρο με θέμα το δουλεμπόριο γυναικών, το γνωστό trafficking . Αγανακτώ και εξίσταμαι ... μα είναι δυνατόν στο 21ο αιώνα να πωλούνται άνθρωποι , λέω, πίνοντας στο ζεστό σπιτάκι μου , το ζεστό καφεδάκι μου, καθώς αραγμένη στον καναπεδάκο μου, σερφάρω στο διαδίκτυο διαβάζοντας αυτά τα αίσχη που ακόμη γίνονται στον κόσμο.
Όπως τώρα που διαβάζω στη μηχανή του χρόνου αυτό το άρθρο

Οι «ζωντανές κούκλες» στις βιτρίνες του Άμστερνταμ χορεύουν και ενθουσιάζουν τα πλήθη. Όμως, το μήνυμα στο τέλος της παράστασης παγώνει τα γέλια των ανδρών...
Διαβάστε όλο το άρθρο: www.mixanitouxronou.gr/i-zontanes-koukles-stis-vitrines-to…/

…. ναι αυτό είναι το μήνυμα, καλά το έπιασες πορνόγερε που άνοιξες το στόμα και κοιτάς εκστασιασμένος, ενώ σκέφτεσαι να εισέλθεις στο κατάστημα για να ψωνίσεις τα καλούδια που εκτίθενται στη βιτρίνα, είσαι συνυπεύθυνος. Ναι είσαι συνυπεύθυνος, αγοράζεις σεξ πληρώνεις γι΄αυτό έναν δουλέμπορο και ξεσκίζεις μια ψυχή που ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον . Ναι και συ νεαρέ που χειροκροτείς , είδες ένα καβλωτικό θέαμα το ευχαριστήθηκες , το καταχάρηκες τώρα θα συνεχίσεις ευχαριστημένος τη βόλτα σου και ίσως κάποια στιγμή επιστρέψεις με τους φίλους σου για λίγη διασκέδαση φυσικά με το αζημίωτο και ο δουλέμπορος θα πλουτίζει. Ναι και συ με το κουστούμι συνυπεύθυνος είσαι, νοικιάζεις συνοδούς για να διασκεδάζεις λίγο τη βαρεμάρα σου και ανεβάζεις τη ζήτηση μετατρέποντας το φαινόμενο της εμπορίας γυναικών σε μάστιγα και συ που τραβάς βίντεο το θέαμα, για να το ποστάρεις σαν έξυπνη διαφήμιση πώλησης προϊόντος και συ νοικυρούλα , που δηλώνοντας άγνοια συναινείς σιωπηρά, νιώθοντας περήφανη, όταν ο γιος σου γίνεται άντρας στα χέρια κάποιας πόρνης και βέβαια ούτε που θα σου περάσει ποτέ από το μυαλό να τον συμβουλέψεις ότι ακόμη και αυτή η γυναίκα που πουλάει το κορμί της αξίζει σεβασμό και προσοχή και συ… και συ… και γω που ενώ αγανακτώ βλέποντας αυτό το βίντεο, διαβάζω εφημερίδες που ενώ φιλοξενούν στις σελίδες τους «ροζ αγγελίες » και γίνονται οι αποτελεσματικότεροι προαγωγοί σωματεμπορίας σε άλλες σελίδες τους μάχονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξοικειώνοντας έτσι την κοινωνία και νομιμοποιώντας στη συνείδηση των πολιτών την καταναγκαστική πορνεία.
Ναι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, είτε με την αδιαφορία μας και τη σιωπή μας, είτε κάνοντας χρήση των υπηρεσιών , που εδώ συνεργούμε έμπρακτα, είτε τέλος ενοχοποιώντας τις ίδιες τις γυναίκες και μετατρέποντας τες από θύματα σε θύτες , έτσι ώστε εμείς οι "καλοί" να έχουμε ήσυχη τη συνείδηση μας . Είμαστε όλοι μας συνυπεύθυνοι που αφήνουμε αυτό το κύκλωμα του οργανωμένου εγκλήματος να δρα ανενόχλητο
Πάντως μέχρι σήμερα η κυριότερη αιτία της παράνομης διακίνησης ανθρώπων παραμένει η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα τόσο μεταξύ των εθνών κρατών όσο και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Να λοιπόν ποιος είναι ο κύριος ένοχος αυτής της νοσηρής ασχήμιας …… τα συμπεράσματα ας τα βγάλει ο καθένας μας μόνος του.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Alejandra Pizarnik, Περιμένοντας το σκοτάδι

Στην Κλάρα Σίλβα

Αυτή η στιγμή που δεν ξεχνιέται
Τόσο κενή που την έχουν επιστρέψει οι σκιές
Τόσο κενή που την έχουν απορρίψει τα ρολόγια
Τούτη η φτωχή στιγμή υιοθετημένη από την τρυφερότητά μου
Γυμνή γυμνή από αίμα φτερούγας
Δίχως μάτια για να θυμάται αγωνίες τού άλλοτε
Δίχως χείλη για να συλλέξει τον χυμό των βιαιοτήτων
χαμένων στο τραγούδι των παγωμένων καμπαναριών.
Προστάτεψέ την τυφλό κορίτσι της καρδιάς
Ρίχ’ της τα μαλλιά σου κοκκαλωμένα απ’ τη φωτιά
Αγκάλιασέ την μικρό άγαλμα τρόμου.
Δείχ΄της τον κόσμο που σπαρταράει στα πόδια σου
Στα πόδια σου όπου πεθαίνουν τα χελιδόνια
Τρέμοντας από φόβο για το μέλλον
Πες της πως οι αναστεναγμοί της θάλασσας
Υγραίνουν τις μοναδικές λέξεις
Για τις οποίες αξίζει να ζούμε.
Αλλ’ αυτή η ιδρωμένη στιγμή του τίποτα
Ανακούρκουδα στη σπηλιά του πεπρωμένου
Δίχως χέρια για να πει ποτέ
Δίχως χέρια για να χαρίσει πεταλούδες
Στα πεθαμένα παιδιά.

*Από τη συλλογή «Η τελευταία αθωότητα» (1956). Μετάφραση: Αμαλία Ρούβαλη.



κόκκινη ενθύμηση


Μια ενθύμηση
τόσο κόκκινη που την φοβήθηκαν οι σκιές
τόσο φωτεινή που αποχρωμάτισε τη σήψη
τούτη η ενθύμηση
καθρεφτίζεται στο αγαπώ
δίχως μάτια για να μπορεί να βλέπει την ουσία
μόνο χείλη για να ρουφά την ανάσα της ζωής (ΒΒ)

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Σύννεφο με παντελόνια- Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι..

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

Πίνακας: Μάκη Βάγια

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

κάποιο δειλινό στο Κουκουνάρι

Οι λεπτοδείκτες άγγιξαν το  βαθύ κόκκινο
και από το ρολόι του  τίποτα αναδύθηκε φως,
άλικη  υπόσχεση εισπλέει στο Κουκουνάρι*
κουβαλώντας μαζί της την κίνηση του δάσους.
Στο μισοσκόταδο της τυφλόμυγας
σε τρελή πλάνη πέταξε η   ψυχή,
καθαρή και ακέραια  όρμησε
στην παμπάλαια ονειρική προβολή.


Είμαι ο Σικαμίσα της είπε,
ανατέλλω απ΄ την απάτη των χρωμάτων
και ποθώ να σε γυμνώσω
στο δικό μου κόκκινο.

Ικαλισάβη, άπλωσε βελούδινα 
το ηχόχρωμα της φωνής της.
Είμαι ιέρεια των λέξεων και τις προκαλώ
να με ξεγυμνώσουν στην πεθυμιά  σου


Δεν ήταν το σύμπαν που συνωμότησε
οδηγώντας τα βήματα τους σε ‘κείνο το δείλι,
ήταν το τυχαίο που ξεπήδησε στο χώρο
και τους βύθισε στο βαθυγάλαζο του δάσους,
ήταν η στιγμή, αυτή, που ζωγραφίζει μνήμες
στη σκόνη του χρόνου, μνήμες που θα μετρούν
μια κόκκινη έκρηξη 
σ’ έναν ανοιξιάτικο Οκτώβρη

*Το Κουκουνάρι είναι καφενείο κάπου στον κόσμο


 
Πίνακας Μάκη Βάγια

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

IA', Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη -Αργύρης Χιόνης



Ὤ ναι, ξέρω καλά πώς δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
-
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε
το πουπουλένιο πάπλωμα τους.
-
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού…
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά που κοιμούνται,
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
-
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.


Robert and Shana ParkeHarrison

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αρθούρε Ρεμπώ απόψε θα μπω στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι μακριά ν’ ανοιχτώ σε κύκλο φριχτό που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει (Νίκος Γκάτσος από «Το Μεθυσμένο Καράβι»)



ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ”

(Arthur Rimbaud)

Καθώς κατέβαινα τ' αδιάφορα Ποτάμια,
Ένιωσα ξάφνου που δε σερνόμουν πια απ' τους τραβηχτάδες,
Κάτι Ινδιάνοι τους είχαν βάλει στο μάτι
Και γυμνούς τους κάρφωσαν σε χρωματιστά παλούκια.

Ανέμελο και ξένοιαστο για κάθε λογής πληρώματα,
Κουβαλώντας φλαμαντέζικο στάρι και μπαμπάκι εγγλέζικο.
Όταν πια τέλειωσε των τραβηχτάδων όλος αυτός ο ντόρος
Μ' άφησαν το ποτάμια όπου ήθελα να πάω.

Μέσα στους φοβερούς παφλασμούς των πλημμυρίδων,
Τον άλλο χειμώνα, Εγώ, πιο κουφός κι από μυαλό παιδιού,
Έτρεξα! Κι οι λυμένες Χερσόνησοι
Ποτέ τους δεν έσυραν Χάος πιο θριαμβικό.

Η ανεμοζάλη ευλόγησε τη ναυτική μου έγερση.
Πιο ανάλαφρο κι από φελλό χόρεψα πα' στα κύματα,
Τους απέθαντους τούτους κυλιστές ναυαγών,
Νύχτες δέκα, και δε νοστάλγησα το χαζό μάτι των φάρων!

Πιο γλυκό απ' ό,τι στα παιδιά η σάρκα των ξυνόμηλων,
Το πράσινο νερό γέμισε το ελατίσιο σκαρί μου
Κι ό,τι λεκέ από κρασί γαλάζιο κι από ξερατά
Μου ξέπλυνε, σκορπώντας τιμόνια και γάντζους.

Και πια, κολύμπησα στο Ποίημα μέσα
Της θάλασσας, μ' άστρα μπολιασμένο, γαλακτώδες,
Καταπίνοντας πράσινους ουρανούς, όπου χλωμή ίσαλη γραμμή
Κι όλβια, ένας πνιγμένος, σκεφτικός, τραβάει πέρα, πότε-πότε.

Όπου, βάφοντας ξάφνου τις γαλαζοσύνες, παραληρήματα
Κι αργούς ρυθμούς, απ' τη λαμπράδα κάτω του φωτός,
Πιο δυνατό κι απ' τ' αλκοόλ, κι από τη λύρα πιο πλατύ,
Ζυμώνεται η πυρόξανθη πίκρα του έρωτα!

Ξέρω ουρανούς που σκάζουν σ' αστροπελέκια, και σίφουνες
Και τ' αντιμάμαλα, τα ρεύματα: Ξέρω το βράδυ,
Την εξαρσιωμένη Αυγή, ίδια λαός περιστεριών
Κι είδα αυτό που ο άνθρωπος κάποτε πίστεψε ότι είδε!

Είδα τον ήλιο κατάκοπο λεκιασμένο από μυστικές φρίκες
Να φωτίζει μακρές, ιόχροες καταψύξεις,
Όμοιες με δρώντες δραμάτων αρχαιότατων,
Και τα κύματα να κυλούν μακριά το ιωσεί πτερυγίων τρέμισμά τους.

Ονειρεύτηκα την πράσινη νύχτα με τα έκθαμβα χιόνια
Φιλί που ανεβαίνει αργά στων θαλασσών τα μάτια,
Ανάκουστων χυμών ροή,
Και το γαλαζοκίτρινο των φώσφορων που τραγουδούν το ξύπνημα!

Κοίταζα, μήνες και μήνες, όμοια με γελαδοτόπι
Υστερικά, τη φουσκοθαλασσιά να χιμά στα ύφαλα,
Χωρίς να συλλογιστώ πως τα φωτεινά πόδια των Παρθένων
Μπορούσαν τάχα να σπρώξουν το μουσούδι των αργοκίνητων Ωκεανών!!

Σκόνταψα, ξέρετε, σ' απίθανες Φλωρίδες
Που λούλουδα ανακάτευαν με μάτια πανθήρων, με δέρμα
Ανθρώπου! Ουράνια τόξα τεντωμένα σαν γκέμια
Κάτω απ των θαλασσών τον ορίζοντα, με γλαυκά κοπάδια!!

Είδα να βράζουν πελώριοι βάλτοι, απόχες
Που μέσα στα σκοίνα τους σαπίζει κοτζάμ Λεβιάθαν!
Γκρεμίσματα νερών καταμεσής σε μπονάτσες,
Και τ' απόμακρα σε βάραθρα να κατρακυλούν!!

Παγετώνες, ήλιοι αργυροί, κύματα ουντεφένια, ουρανοί θρακιάς!
Φρικτές προσαράξεις βαθιά στους σκούρους όρμους,
Όπου γιγάντια φίδια, των κοριών βορά,
Πέφτουν από τα στρεβλά δέντρα, με μυρωδιές μαύρες!!

Πόσο θα 'θελα να δείξω στα παιδιά τα λυθρίνια
Του γαλάζιου κύματος, τα χρυσά ψάρια, τα ψάρια που τραγουδούν
- Αφροί λουλουδιών νανούρισαν τα φευγιά μου
Κι άνεμοι ανείπωτοι, στιγμές, με φτέρωσαν.!

Κι άλλοτε, μάρτυρας κατάκοπος ζωνών και πόλων,
Η θάλασσα, που ο λυγμός της για μένα ήτανε μπότζι γλυκό
Ανέβαζε τα σκοτεινά της άνθη, βεντούζες κίτρινες
Κι έμενα, γονατιστή γυναίκα, λες...!

Χερσόνησο, που λίκνιζα στις όχθες μου τις έριδες
Και κουτσουλιές πουλιών που καυγάδιζαν, με ξανθά μάτια.
Κι αρμένιζα, καθώς μεσ' απ' τα αδύναμα τα παλαμάρια
Να κοιμηθούν κατέβαιναν πνιγμένοι, πισωπατώντας!...!

Κι όμως εγώ, καράβι χαμένο κάτω απ' τα μαλλιά των όρμων,
Που η ανεμοζάλη σφενδόνησε στον έρημο από πουλιά αιθέρα,
Εγώ, που ούτε οι Μονίτορες, ούτε τα Χανσεατικά καΐκια
Δε θα 'χαν ψαρέψει ξανά το σκέλεθρό του από τη μέθη του νερού.!

Λεύτερο, ολάχνιστο, με τις μαβιές καταχνιές πάνω του,
Εγώ, που οι Μονίτορες και τα Χανσεατικά καΐκια,
Που κουβαλώ, ζαχαρωτό εξαίσιο για τους καλούς μας ποιητάδες,
Λειχήνες ήλιου και μύξες γαλάζιου ουρανού. !

Που 'τρεχα, λεκιασμένο από ηλεκτρικές ημισελήνους,
Τρελό σανίδι, και ξωπίσω του μαύροι ιππόκαμποι,
Όταν οι Ιούληδες γκρεμίζανε με μαγκουριές
Τους βαθυκύανους ουρανούς στις φλογερές χοάνες.
Εγώ που έτρεμα, νιώθοντας να βογγά, πενήντα λεύγες πέρα,
Η στύση των Μπεεμό και των παχιών Μαλστρόμ,
Ταξιδευτής αιώνιος των γαλάζιων ακινησιών,
Νοσταλγώ την Ευρώπη με τα παλιά παραπέτα!!

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα! Νησιά
Που οι παράφοροί τους ουρανοί ανοίγουν στον αρμενιστή:
Τις άπατες τούτες νύχτες τάχα κοιμάσαι κι εξορίζεσαι
Μυριάδα χρυσόφτερων πουλιών, ω μέλλουσα Ευρωστία;-!

Μ' αλήθεια, έκλαψα πολύ! Απογοητευτικές οι Αυγές.
Κάθε σελήνη είναι φρικτή, και πικρός ο κάθε ήλιος:
Ο στυφός έρωτας με φούσκωσε με χαύνα μεθύσια.
Θρυψάλιασε, καρίνα μου! Πότε θα πάω στη θάλασσα!!

Αν λαχταρώ Ευρώπης νερό, ειν' η λακκούβα
Η μαύρη, η κρύα, όταν βαλσαμωμένο σούρουπο,
Ένα παιδί ανακούρκουδα, γεμάτο θλίψεις, αφήνει
Εύθραυστο ένα καράβι, μαγιάτικη, λες πεταλούδα.!

Δεν μπορώ πια, λουσμένο απ' τις νωχέλειές σας, ω κύματα,
Ν' αφαιρέσω την αυλακιά στους κουβαλητάδες των μπαμπακιών,
Ούτε να περάσω ανάμεσα από την αλαζονεία των σημαιών και των φλάμπουρων,
Ούτε να κολυμπήσω κάτω από τα φριχτά μάτια των πλωτών γεφυρών.!




-ARTUR RIMBAUD. «ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ»

(Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας)

Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.

Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!







LE BATEAU IVRE

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’œil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et, dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs, et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant au fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
— Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux...

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et des Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
— Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Millions d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi, plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons !

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης - Τόλης Νικηφόρου

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης
ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής
βαδίζω απρόσεχτα, χορεύω
γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή
παίζω με την κομμένη σας ανάσα
περιγελώ τα επιφωνήματα
εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί
στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό
τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα

το ξέρω πως θα συντριβώ
το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει
ένα παράξενο φεγγάρι
οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένεια
θα διασώσουν μοναχά
κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι
που θε ν'ανθίσει στο σημείο που έπεσα


Από τη συλλογή Ο μεθυσμένος ακροβάτης (1979)


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Πέρασε τη ζωή του γράφοντας ποιήματα με τη γομολάστιχα- Αργύρης Χιόνης

Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.

Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.


                                    

'' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.


ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πέλ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.

XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

VIII
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο• ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: “Χαμήλωσε τη μουσική• υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!”.



Τέσσερα χαϊκού
α.
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα
β.
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη
μια ανεμώνη.
γ.
Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο·
τον μέθυσε η ζωή.
δ.
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!


Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.


Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα
τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού...
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά πού κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

Από τη συλλογή «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»

ROBERT AND SHANA PARKEHARRISON
Στίχοι για την ποίηση

"Η ποίηση πρέπει να σημαδεύει το κεφάλι και να πετυχαίνει την καρδιά".

"Η Ποίηση πρέπει να' ναι
ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
να σπας τα δόντια σου"






 

Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι. Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι - Χλόη Κουτσουμπέλη


Οι στοιχειωμένοι έρωτες

Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

από τη συλλογή: Κλινικά απών, 2014


Zdzislaw Beksinski

 
Οι ευγενικοί ξένοι της οδού Καραολή

Περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν
Πού και πού αφήνουν μία τούφα από μαλλιά
υγρά χνάρια στον διάδρομο
πιάτα με αποφάγια στην κουζίνα
αποτυπώματα στο πόμολο μίας πόρτας
ένα λευκό μαντίλι στην τσέπη ενός παλτού
μία μελωδία από ένα μουσικό κουτί
που δεν άκουσα ποτέ
Ω, πόσο αγαπώ τους ξένους της οδού Καραολή
Χρόνια τώρα ζω μαζί τους
Κάθονται απέναντι μου όταν γράφω
Είναι σαν να με κοιτούν μέσα από γυαλί
Σαν να απλώνουν το χέρι να μ' αγγίξουν
Σαν κάποιοι απ' αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς
Πόσο διακριτικοί είναι οι ξένοι της οδού Καραολή
Αφήνουν πάντα το κλειδί κάτω απ' την ψάθα
Και μία μπαλκονόπορτα ανοιχτή
μήπως κάποιος θελήσει να πηδήξει

από τη συλλογή: Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, 2012


 Maurits Cornelis Escher

... το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής


Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς
μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι.
Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι


Κάποιος να δέσει αυτήν την άγρια νύχτα
γύρω από τον ασημένο πάσσαλο του φεγγαριού
Γαβγίζει δαιμονισμένα και ζητάει να καταβροχθίσει
μία λίμπρα σάρκα απ' την καρδιά μου
Σάυλωκ, τι άλλο πια θέλεις από εμένα;
Ως πότε θα ισχύει το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής;

από τη συλλογή: Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, 2012






Το εισιτήριο


Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα και ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009




Εκλεκτικές συγγένειες

Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

από τη συλλογή: Κλινικά απών, 2014