Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

κάποιο δειλινό στο Κουκουνάρι

Οι λεπτοδείκτες άγγιξαν το  βαθύ κόκκινο
και από το ρολόι του  τίποτα αναδύθηκε φως,
άλικη  υπόσχεση εισπλέει στο Κουκουνάρι*
κουβαλώντας μαζί της την κίνηση του δάσους.
Στο μισοσκόταδο της τυφλόμυγας
σε τρελή πλάνη πέταξε η   ψυχή,
καθαρή και ακέραια  όρμησε
στην παμπάλαια ονειρική προβολή.


Είμαι ο Σικαμίσα της είπε,
ανατέλλω απ΄ την απάτη των χρωμάτων
και ποθώ να σε γυμνώσω
στο δικό μου κόκκινο.

Ικαλισάβη, άπλωσε βελούδινα 
το ηχόχρωμα της φωνής της.
Είμαι ιέρεια των λέξεων και τις προκαλώ
να με ξεγυμνώσουν στην πεθυμιά  σου


Δεν ήταν το σύμπαν που συνωμότησε
οδηγώντας τα βήματα τους σε ‘κείνο το δείλι,
ήταν το τυχαίο που ξεπήδησε στο χώρο
και τους βύθισε στο βαθυγάλαζο του δάσους,
ήταν η στιγμή, αυτή, που ζωγραφίζει μνήμες
στη σκόνη του χρόνου, μνήμες που θα μετρούν
μια κόκκινη έκρηξη 
σ’ έναν ανοιξιάτικο Οκτώβρη

*Το Κουκουνάρι είναι καφενείο κάπου στον κόσμο


 
Πίνακας Μάκη Βάγια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου