Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Πέρασε τη ζωή του γράφοντας ποιήματα με τη γομολάστιχα- Αργύρης Χιόνης

Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.

Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.


                                    

'' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.


ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πέλ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.

XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

VIII
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο• ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: “Χαμήλωσε τη μουσική• υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!”.



Τέσσερα χαϊκού
α.
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα
β.
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη
μια ανεμώνη.
γ.
Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο·
τον μέθυσε η ζωή.
δ.
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!


Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.


Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα
τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού...
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά πού κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

Από τη συλλογή «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»

ROBERT AND SHANA PARKEHARRISON
Στίχοι για την ποίηση

"Η ποίηση πρέπει να σημαδεύει το κεφάλι και να πετυχαίνει την καρδιά".

"Η Ποίηση πρέπει να' ναι
ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
να σπας τα δόντια σου"






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου