Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ -ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

  ...το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί

 όπως πριν από μας επέλεξε αυτό το σπίτι για να κατοικήσει 


Σκέφτομαι ότι ίσως το ποίημα δεν επιλέγει μόνο τον χρόνο για να γεννηθεί αλλά και τον χρόνο για να συναντήσει τον αναγνώστη του, όχι τον χρόνο που θα περάσει και θα φύγει δίπλα του, αλλά τον χρόνο που θα κατοικήσει μέσα του. Υπάρχει μια αφανής τελετουργία στιγμών πριν από αυτή τη μετάληψη. Στο δισκοπότηρο ανακατεύεται το βίωμα του ποιητή, ο τρόπος που ζει το προσωπικό του δράμα, η καθημερινότητά του με τα εξωτερικά ερεθίσματα. Το λευκό χαρτί περιμένει υπομονετικά την επίθεση των λέξεων. Κάποτε έρχεται η στιγμή που ανακατεύει με τη μαγική της κουτάλα όλα τα υλικά και ενεργοποιεί την έμπνευση του ποιητή, έτσι δίνει πνοή στο μελάνι για να σχηματοποιήσει με λέξεις τη λειτουργία της ψυχής του. Τέλος, υπάρχει εκείνη η στιγμή που ο αναγνώστης διαβάζει τους στίχους και κινητοποιεί τη λειτουργία της δικής του ψυχής. Είναι αυτή η μαγική στιγμή που δύο ψυχές εναρμονίζονται στο ίδιο συναίσθημα και ας είναι από διαφορετική οπτική ή ακόμη και από διαφορετική κατεύθυνση. Δεν ξέρω γιατί γεννιέται αυτή η λαχτάρα στους ανθρώπους να υπάρχει κάτι γραφτό στη ζωή τους, κάτι που θα το συναντήσουν και θα τους λυτρώσει από τα βάσανα τους. Παρόλο που δεν υπήρξα ποτέ φαταλίστρια, το αντίθετο θα έλεγα, όταν συνάντησα το ποίημα του Τόλη Νικηφόρου «ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα», ένιωσα ότι λειτούργησε το πεπρωμένο και βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο. Ίσως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι από το τέλος του 2009 ξεκίνησε για μένα η αμφισβήτηση της ιδέας, μετά ήρθε το έτος των απομυθοποιήσεών μου. Η ψυχή μου αρρώσταινε από θλίψη και αγανάκτηση, οι ουτοπίες που κάποτε έμοιαζαν πραγματοποιήσιμες και με θάμπωναν, κατέρρευσαν εκφυλισμένες από τους ίδιους τους συντρόφους μου. Η συνάντησή μου, λοιπόν, με την ποίηση του Νικηφόρου ανέτρεψε τον σαρωτικό κυνισμό που αναπτυσσόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα μου, έβαλε στοπ στις απομυθοποιήσεις και σηματοδότησε την αλλαγή της πορείας μου. 18 Αυγούστου 2010 έπνεε νηνεμία στο ηλεκτρονικό μονοπάτι, η βόλτα μου από τοίχο σε τοίχο βούλιαζε αθόρυβα στο άνυδρο μαγγανοπήγαδο της κοινωνικής δικτύωσης. Όλα κοινότυπα. Οι τοίχοι εξιστορούσαν τις ίδιες νίκες και ήττες, υμνούσαν πάλι τις καλοκαιρινές διακοπές και τότε μια φυσαρμόνικα ήχησε μπροστά μου και με μαγνήτισε. Τελικά ίσως αυτό το ποίημα επέλεξε τη στιγμή για να εμφανιστεί μπροστά μου ή ίσως εγώ ήμουν έτοιμη για  να το συναντήσω. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, μπορεί να λειτούργησε το σύμπαν, η τύχη ή απλά ήταν θέμα συμπτώσεων και πιθανοτήτων, πάντως ένα είναι το σίγουρο, ήταν ξάφνιασμα, κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Ερωτική σαγήνη όρμησε από τις γραμματοσειρές και άρπαξε την ψυχή μου, τράνταξε το μυαλό μου τέτοια ορμή για σμίξιμο ερωτικό, γλίστρησε μέσα μου και ήθελα να κινητοποιήσω τις λέξεις για να κινητοποιήσουν τη ζωή μου. Ο σπόρος είχε φυτευτεί μέσα μου και ο καρπός ήταν πλέον στη διαδικασία της ανθοφορίας. Αποφάσισα να ψάξω το έργο αυτού του Ποιητή που πριν λίγα λεπτά δεν ήξερα ούτε καν το όνομά του. Τόλης Νικηφόρου, γιος προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα «Οι άταφοι», «[...] είναι καιρός που ανέλπιδα σε αποζητώ / κι απόψε / με κεραύνωσε το όραμα της αγάπης σου / και μέθυσα [...]». Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Ποιητής Τόλης Νικηφόρου εισέβαλε στην καρδιά μου και στη βιβλιοθήκη μου. Ξεκίνησα μαζί του ένα ταξίδι στο τίποτα, όπως ακριβώς ξεκινάει μια ερωτική σχέση, αβέβαιη διαδρομή με τη βεβαιότητα της έλξης που μπορεί εύκολα να καταλήξει σε μίσος και μαγικά σε αγάπη. Στα πρώτα ποιήματα ο θυμός και η οργή της επαναστατημένης νιότης του 27χρονου Ποιητή ενώθηκαν με την αηδία που ένιωθα εγώ εκείνη την εποχή. Το νεκρωμένο τοπίο όπως φαίνεται στους άταφους, η ιδέα που ακινητοποιήθηκε, η ζωή που μοιάζει με ψευδαίσθηση, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, η ομορφιά που χάνεται, τον απογοήτευαν και με απογοήτευαν, όμως στον αντίποδα υπάρχουν ίχνη αγάπης από μνήμες παιδικές, υπάρχει ο έρωτας που ακόμη και αν αποτυπώνεται στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν, φωτίζει λίγο το σκοτεινό τοπίο, και αυτό το κάτι το ελάχιστο που ανακάλυψα στο πρώτο του ποίημα μου έδωσε το νήμα που σιγά σιγά ξεδιπλωνόταν στο μετέπειτα λογοτεχνικό του έργο και με οδήγησε έξω από τα σκοτάδια των πληγών μου, εκεί όπου συνάντησα το φως στο διπλό άλφα της αγάπης. Η ποίηση οφείλει να προκαλεί το συναίσθημα, να ρίχνει γέφυρες στις ψυχές που ψάχνουν δρόμους διαφυγής από τον λαβύρινθο της εσωτερικής αβύσσου, οφείλει να δίνει τα απαραίτητα νήματα στον αναγνώστη για να βρίσκει τη λύτρωση. Ο ποιητικός λόγος του Νικηφόρου σε μένα ξεχρέωσε όλες τις οφειλές, ευστόχησε μέσα μου και κατάφερε να με λυτρώσει, διέλυσε τα σκοτάδια μου και μου χάρισε ένα μοναδικό λογοτεχνικό ταξίδι με την εξαιρετική μοναδική γραφή του. Αυτή η κιμωλία, που έλειωνε αργά στον μαυροπίνακα του τίποτα, σκόρπισε μέσα μου λέξεις-έννοιες γεμάτες φως και αγάπη, ορθάνοιχτα τα φύλλα της καρδιάς μου υποδέχτηκαν αυτό το κάτι το ελάχιστο που μετέτρεψε την ελπίδα σε βεβαιότητα. Εισχώρησα λαθραία στις λέξεις του, έκανα κατάληψη στο ύψιλον της ελευθερίας, κλείστηκα στην αγκαλιά του όμικρον της συντροφικότητας, λούστηκα ζωή στο τριπλό λάμδα της αλληλεγγύης, ξεφλούδισα το χάος του γιώτα της ατομικότητας, γλίστρησα στο αιχμηρό νι της επανάστασης για να συναντήσω το διπλό άλφα της αγάπης. Λαθρεπιβάτης του τίποτα βρήκα άσυλο στις λέξεις του ποιητή και πλέον αγαπημένου μου φίλου. Ο Τόλης Νικηφόρου χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άμεση, απλή, κατανοητή, δημιουργεί γνήσια ποίηση, γυμνή και ακέραια. Λέξεις, εικόνες, ήχος, ρυθμός, όλα αρμονικά συνταιριασμένα σε οδηγούν στη θέωση της ποίησης. Ο Τόλης ευστοχεί γιατί βλέπει, καταγράφει και αισθάνεται, όπως κάνει ένας αυθεντικός ποιητής. Απαλλαγμένος από περιττά στολίδια που βαραίνουν, ο ποιητικός λόγος φτάνει σε λέξεις που προσδιορίζουν την ουσία των πάντων. Πλάθει τις λέξεις του από φως, μετά τις χαϊδεύει και τους δίνει ζωή, και αυτές, έτσι αιθέρια πλασμένες, ξεφεύγουν από τα στενά όρια της σελίδας και εισρέουν μέσα σου, σαν κελαρυστό ποτάμι, αφήνοντας στο πέρασμά τους όλα τα δομικά υλικά που χρειάζεσαι για να χτίσεις τη νέα ουτοπία σου. Αυτός ο ξένος τελικά δεν πέρασε απλώς για μια επίσκεψη, αλλά ήρθε για να μείνει μέσα μου, μοιραστήκαμε την ίδια δίψα για ουρανό και μου άνοιξε ένα φωτεινό παράθυρο να αγναντεύω το θαύμα τη ζωής. 

Βίκυ Βανίδη

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό λογοτεχνίας και πολιτισμού 

"Ο ΣΙΣΥΦΟΣ"  τευχ 12-13 (2017)

Χριστίνα Δημητροπούλου "Διαδρομές"


Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Τελευταία μέρα μετά Χωρίς … Βίκυ Βανίδη

Στην ανάβαση όλα φαίνονται πιο επώδυνα

μου είπες χαμογελώντας υποσχέσεις

κι γω σκεφτόμουν την κατρακύλα άδειου κορμιού

που δεν άνθισε στην άνοιξη


Κοιτούμε άλλους ορίζοντες αγάπη μου

κι άλλου ουρανού το βάθος

κατρακυλά στην άβυσσο της ψυχής μας

δεν έχουμε φτερά για δικούς μας ορίζοντες

κι οι κλειδαριές δεν σπάν΄ το πιο συχνά.

Τα βράδια στο άδειο κρεβάτι μου

έρχεται ένα παιδί και βυζαίνει το στήθος μου

μετά σκορπίζει στ΄ άστρα

το πρωί ένας φεγγίτης αναστέλλει το σκοτάδι

τινάζω τα νεκρά έμβρυα απ΄ το σεντόνι μου

σβήνω με επιμέλεια καντηλανάφτη

τα όνειρα και έτσι σβησμένη βουλιάζω

στο απύθμενο πηγάδι του νου.


Αγέννητοι έρωτες υποφέρουν

στο σώμα μου

παραπλανημένες αγάπες

ακροβατούν στο χάος μου

Isabel Miramontes, “Allez- viens” "έλα" (1962)