Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Λαθρεπιβάτης στις λέξεις σου - Βίκυ Βανίδη

Αφιερωμένο

Όταν οσμίστηκα τις λέξεις σου
δεν ήχησαν σάλπιγγες, ούτε φτερούγισαν πεταλούδες .
Έπνεε νηνεμία στο ηλεκτρονικό μονοπάτι
η συνηθισμένη απογευματινή βόλτα
βούλιαζε αθόρυβα στο άνυδρο μαγγανοπήγαδο
της κοινωνικής δικτύωσης. Όλα κοινότυπα
οι τοίχοι εξιστορούσαν τις ίδιες νίκες και ήττες
υμνώντας πάλι τον αναμενόμενο αιφνιδιασμός της άνοιξης
Λύκοι κρυμμένοι στην ματαιοδοξία του φαλλού τους
παραμόνευαν πίσω απ΄το ίδιο παραμύθι να κατασπαράξουν
για πολλοστή φορά την κοκκινοσκουφίτσα τους
Η Χιονάτη του κενού έπαιζε το τελευταίο της χαρτί με το μήλο
εκβιάζοντας το φιλί της βολής της.
Η ίδια βαρετή άβυσσος έσερνε τα βήματα μου.

Μέχρι που απ΄ το καπέλο του Πίτερ Παν ξεπήδησε ανεπάντεχα ένας κόκκινος λαγός τραγουδώντας ξεκούρδιστα ένα μονότονο ρεφρέν:
«Δεν γεννάει θαύματα τούτη η αυλή αν μόνο περπατάς δεν περνάς, δεν περνάς 
μάθε να πετάς ,δεν περνάς, περνάς»

Σου πρέπουν φτερά κορίτσι του Χάους μου είπες χαμογελώντας
και με τράβηξες στο μαγικό σου μονοπάτι
Ξεχαρβαλωμένες σκέψεις και άναρχοι ειρμοί χόρευαν στο βάθος,
ινδιάνοι έγνεφαν με νεύματα καπνού χωροχρονικές επιστροφές,
καλικάντζαροι με λάβα σμίλευαν γράμματα και φύτευαν λέξεις στα πεζούλια.
-τίνος είναι τούτη η αυλή ρώτησα
αυτού που έχει τη γιορτή μέσα του πετάχτηκε ο λαγός
αν είσαι λαθρεπιβάτης του τίποτα ζήτα άσυλο στις λέξεις του.

Εισχώρησα λαθραία στις λέξεις σου
έκανα κατάληψη στο ύψιλον της ελευθερίας
κλείστηκα στην αγκαλιά του όμικρον της συντροφικότητας
λούστηκα ζωή στο τριπλό λάμδα της αλληλεγγύης
ξεφλούδισα τον εγωκεντρισμό του γιώτα της ατομικότητας
γλίστρησα στο αιχμηρό νι της επανάστασης
για να συναντήσω το διπλό άλφα της αγάπης

Λαθρεπιβάτης του τίποτα βρήκα άσυλο στις λέξεις σου.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η Βίβλος των Ηδονών -Ραούλ Βανεγκέμ

Ο Ραούλ Βανεγκέμ (4 Σεπτεμβρίου 1934) είναι Βέλγος συγγραφέας και φιλόσοφος. Σπούδασε λατινική φιλολογία στις Βρυξέλλες, δίδαξε στο πανεπιστήμιο και συμμετείχε στην Καταστασιακή Διεθνή από το ’61 ως το ’70. Μέχρι σήμερα έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία, ανάμεσά τους τα: Βασικές κοινοτοπίες, Η βίβλος των Ηδονών, Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπινου όντος, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής. Ο Βανεγκέμ στα έργα του απορρίπτει την ηθική της εργασίας και ασκεί έντονη κριτική στον καπιταλισμό και τον σύγχρονο κόσμο, θεωρώντας ότι οι αυταπάτες εμποδίζουν τη δημιουργία και καλεί σε μια αλλαγή προοπτικής. Ο Βανεγκέμ συνεχίζει να γράφει βιβλία, προωθώντας την ιδέα μιας ελεύθερης και αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.

Ο έρωτας αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του.

Άν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας. Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.


Αν πάντως, οι εραστές που χτες λατρευόταν, χωρίζουν ξαφνικά μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, η αιτία δεν βρίσκεται σε κάποιον αναλλοίωτο νόμο της παρακμής, σε κάποια αδυσώπητη μοίρα της κούρασης. Προέρχεται από τη μέγγενη των ανταλλαγών, που μαραίνει τα πάθη, σβήνει τις φλόγες της καρδιάς, πνίγει τις παρορμήσεις.

Αντί να μείνουν άπληστοι για τα πάντα μέχρι την εσχατιά του κορεσμού, να που οι εραστές επικαλούνται το καθήκον, απαιτούν αποδείξεις, αναζητούν μια παραγωγικότητα της στοργής. Επιβάλλονται νόρμες συνοδευόμενες από την απαίτηση της αυστηρής τήρησής τους, δεν γίνεται πια ανεκτή η απερίσκεπτη λήθη, η αδεξιότητα, το ανάρμοστο, η φαντασιοκοπία, τα πάντα αποτελούν αφορμή επιπλήξεων και κυρώσεων. Επειδή τους λείπει η θέληση να δημιουργήσουν την αλλαγή όπου θα ξαναβρεθούν, δανείζονται τα δεκανίκια της κοινωνίας που τους ακρωτηριάζει από τη γενναιοδωρία τους.

Η ψυχρή λογική αποδιώχνει την τρέλα της αφθονίας και έρχεται να κάνει απολογισμό των πραγμάτων. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί του να ζητάς και να δίνεις λογαριασμό, των υποχρεώσεων που πληρώνουν εντόκως τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα, των φιλιών έναντι φιλιών που προαναγγέλλουν το ”μία σου και μία μου” του απελπισμένου γοήτρου.

Με το να ιδιοποιούνται ο ένας τον άλλο, με το να μετράνε την αμοιβαία στοργή, ο καθένας καταλήγει να πειστεί ότι τα προτερήματα του αλλού ήταν προϊόν της φαντασίας, ότι η γενναιοδωρία δεν ανταμείβεται όπως πρέπει κι ότι η έλξη δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη.

Ο έρωτας διαμαρτύρεται ότι εκχωρήθηκε σε αφερέγγυο οφειλέτη, οι απογοητεύσεις συντάσσουν ένα πιστοποιητικό χρεωκοπίας, το πάθος καταλήγει στη μικροπρέπεια, η στοργή στο παζάρεμα, η φιλία στη συκοφάντηση…

Πως να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται; Τις λίγες απολαύσεις που σας απέμειναν να προσφέρετε στους άλλους και στον εαυτό σας, έχετε βαλθεί να τις ανταλλάξετε, να τις λογαριάσετε, να τις ζυγίσετε, να ορίσετε ισοτιμίες.

Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ. Αυτό το ξέρουν τα παιδιά, που παίρνουν τα πάντα για να τα προσφέρουν στην τύχη. Η αισθησιακή αφθονία ζωογονεί τις τοπιογραφίες τους πριν η οικονομική επιταγή αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση του βιώματος. Πριν μάθουν την ανταποδοτικότητα, πριν μυηθούν στο να αξίζουν ένα δώρο, να απαιτούν τα οφειλόμενα, να ανταμείβουν για ένα κέρδος, να τιμωρούν για μια υποτίμηση, να ευχαριστούν εκείνους που τους αφαιρούν ένα προς ένα τα θέλγητρα μιας ύπαρξης δίχως αντάλλαγμα.

Το ίδιο ισχύει και για τους παθιασμένους, αυτά τα παιδιά που ξανα-ανακαλύφθηκαν μέσα στον εαυτό τους. Οι εραστές δίνουν τα πάντα και παίρνουν τα πάντα ανεπιφύλακτα. Σαν να συναγωνίζονται ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα, δίχως να ζητά τίποτα σε ανταπόδοση. Κι αυτό δεν παύει να δίνει περισσότερη δύναμη στον έρωτα, που αντλεί νέες απολαύσεις ακόμα κι από τις ατονίες του και τις εξαντλήσεις του.

Αν η συγκυρία των συναντήσεων μου προσφέρει τον έρωτά σου και σου προσφέρει τον δικό μου, μην υποβιβάζεις την αρμονία των επιθυμιών μας σε ανταλλαγή… [Πρέπει να ζητώ ανταπόδοση] για να αγαπήσω; Τόσο λίγο αγαπώ τον εαυτό μου; Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στον δρόμο του δούναι και λαβείν, προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και τον θάνατο…

Όποιος ξέρει να αφουγκράζεται προσεκτικά την απόλαυση, αγνοεί πατρίδες και σύνορα, αφέντες και δούλους, κέρδος και ζημία. Η σεξουαλική πληθώρα είναι αυτάρκης, έχει στον χώρο της και στον χρόνο της αρκετή τόλμη για να συντρίψει ό,τι την εμποδίζει»
.

Πηγή : eagainst

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Το Μαγικό Εισιτήριο (Ή Η Τελευταία Βδομάδα Του Μύθου)- Γιάννης Μιχαηλίδης

Γιάννης Μιχαηλίδης

«Δεν αντέχω άλλο εδώ!»

Μάλλον του ξέφυγε δυνατά -όχι ότι τον ένοιαζε. Τον ένοιαζε μόνο ότι το σκέφτηκε. Όχι, τον ενοχλούσε το ότι το νιώθει. Ουφ, πάλι τα ίδια… Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπο του θα έδειχνε αηδία αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος. «Σκατότοπος!» Είχε σιχαθεί όλη αυτή την ασχήμια. Σαν να ήταν αυτή η ασχήμια η μόνη ουσία μιας ανούσιας ζωής. Η μόνη ουσία ανούσιων ζωών. «Ωχ αδελφέ, ξεκόλα» Κατάλαβε ότι είχε αρχίσει πάλι να χάνεται σε σινεφίλ διαπιστώσεις. Του ρθε στο μυαλό εκείνο το ποίημα του Παλαμά που μιλούσε για ένα παράξενο ταξίδι. Τον στοίχειωνε.

«Να ταξιδέψω, αυτό μόνο θέλω». Εκνευρίστηκε. Που να πάει; Που να ναι ο τόπος του; Θα μπορούσε να ναι εδώ. Αν… Ξεφύσηξε. Τόσα αν, τόσες συνθήκες. Αλλά και καμία. Απλά βαρέθηκε. Θα θελε να βουτήξει, να βαφτιστεί και να αναγεννηθεί σε μια θάλασσα μεταμόρφωσης, να επαναστατήσουν τα σωθικά του κι οι ανάσες του, να θυμηθεί τι ήθελε πολύ. Για πρώτη φορά οι ατέλειες του και τα κουσούρια του, οι κακές του πλευρές και τα λάθη του γίνονταν οι απόλυτες διακηρύξεις του δικαιώματος του για ευτυχία. Και γινόταν ένα με τη βουή από όλες τις ελπίδες γύρω του που ασφυκτιούσαν, σπαράζονταν και ματαιωνόταν στη μόνη διεκδίκηση, στον μόνο αγώνα που δεν είχε ποτέ -και ούτε πρόκειται ποτέ να- ηττηθεί. Σηκώθηκε συνομωτόντας με τον εαυτό του αδιάφορα ότι είναι η ώρα να κάνει καμιά δουλειά. Άρχισε να σκέφτεται από που να ξεκινήσει, αδειάζοντας ήδη το τασάκι μηχανικά. «Σκάσε επιτέλους» είπε στο μυαλό του. Και ήταν και αυτή η μελωδία που του χε καρφωθεί…


Ήταν τη νύχτα όπου φωνάζανε όλοι

πως «αναστήθηκε ο Θεός»

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν μια κάθε μέρα



Ήταν μεγάλη βδομάδα η τελευταία. Η διαπίστωση τον είχε σοκάρει: Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί πλέον καθόλου -απόλυτα καθόλου- με τους «κανονικούς» ανθρώπους. Από την άλλη δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πότε είχε αρχίσει το «κακό». Όταν γεννήθηκε; Όταν άρχισε να καταλαβαίνει; Όταν πήγε σχολείο; Όταν ενηλικιώθηκε; Όταν έβαζε ένα στόχο ή όταν ολοκληρωνότανε (πετυχημένα, αποτυχημένα ή προσπερνώντας); Σίγουρα αυτή η τελευταία φάση είχε ξεκινήσει κάπου στα μέσα ή στο τέλος της προηγούμενης βδομάδας.

Βρισκόταν στη γενέτειρα του. Όχι, δεν ήταν το ταξίδι που χρειαζότανε. Ήταν ένα ταξίδι που, από μόνο του, ζήτησε να γίνει, ίσως για να του αποδείξει ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Στην τελική δεν μπορούσε να πει ποιος λυτρώθηκε πιο πολύ: αυτός από ένα ταξίδι στην πατρίδα, το παρελθόν, την πηγή (χαχαχαχα!-τα 3 π) ή το ίδιο το ταξίδι από αυτά που ο ίδιος του είχε χρεώσει;

«Δεν έχει σημασία…»

Τον είχε ψάξει η αδελφή ενός παλιού του φίλου. Εδώ που τα λέμε τόσο παλιού -χρόνια είχανε να τα πούνε στα αλήθεια- ώστε ο μόνος λόγος που λείπαν τα εισαγωγικά στον χαρακτηρισμό ήταν κάτι πραγματικό για αυτόν μέσα του. Ή, τέλος πάντων, αυτό αισθάνθηκε όταν συνάντηθηκε με την αδελφή του.

«Δεν είναι καλά» του είπε.

Την κοίταξε προσεκτικά -δεν την ήξερε και καλά. Ήταν εξαντλημένη μα και γεμάτη ενέργεια, σε εκείνη την ειδική κατάσταση που βρίσκεται ένα πλάσμα σε κρίσιμες στιγμές. Την κοίταξε για να ακούσει. Εκείνη κόμπιασε…

«Πέθανα. Αυτό μόνο είπε. Είναι ξαπλωμένος. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλάει. Στιγμές-στιγμές τρομάζουμε γιατί νομίζουμε ότι έχει πεθάνει στα αλήθεια.»

«Συνέβει κάτι;»

«Όχι! Κι αυτό είναι το περίεργο. Μια χαρά ζωή έχει. Με την οικογένεια του, τη δουλειά του, το σπίτι του, τους φίλους του…»

«Μάλλον δεν ήταν όλα μια χαρά» της είπε ήρεμα μα χωρίς αμφιβολία.

Εκείνη αντέδρασε.

«Κι όμως μια χαρά ζωή νοικοκυρεμένη έχει! Τίποτα δε του λείπει…»

Την έκοψε. Πάντα τον εντυπωσίαζε η διάθεση των ανθρώπων να αποφεύγουν την ουσία, το πραγματικό, την συ(ν)-ζήτηση. Ακόμα και τις κρίσιμες στιγμές. Παλιά εκνευριζόταν με αυτούς τους προ-κατασκευασμένους, παράλληλους συχνά, μονολόγους. Με το πέρασμα των χρόνων κατάφερε απλά να θυμώνει. Μα τώρα δεν είχε το κουράγιο ούτε για αυτό. «Να ταξιδέψω μόνο θέλω» άκουσε φωνή μέσα του.

«Θα περάσω να τον δω αυτές τις μέρες» είπε σχετικά απότομα.

«Ναι, σε παρακαλώ πολύ. Σε εκτιμάει κι ας μην κάνετε πολύ παρέα. Συχνά λέει ότι σε θεωρεί…»

«Θα περάσω και θα τα πούμε από κοντά»

Συνέχισε το δρόμο του νιώθοντας (γνωρίζοντας) ότι τον κοιτούσε με την ένταση αυτού που δεν ολοκλήρωσε αυτό που ήθελε.

«Και ώρες να καθόμουν, δεν θα τα κατάφερνε» μουρμούρισε συνεχίζοντας να τραβά αργά το δρόμο του…

Τελικά, πέρασε από το σπίτι του φίλου του το προηγούμενο Σάββατο. Μπαίνοντας τον πλάκωσε, κυριολεκτικά, η αγχωμένη θλίψη των συγγενών. Πένθος, κηδεία, θάνατος. Οι λέξεις αυτές, αν και απούσες, βάραιναν με όλη την ενέργεια του περιεχομένου τους τον αέρα του σπιτιού. Πήγε στο δωμάτιο του φίλου παρακάπτοντας κάθε τυπικότητα που μασκαρεμένη σε ευγένεια απλά στόχευε να εμποδίσει. Ένιωσε τα ανίκανα για πραγματικό θυμό βλέμματα της παράκαμψης απλά να χτυπάν στην πλάτη του.

Με τον φίλο του έμεινε κάποιες ώρες. Σιωπώντας, μιλώντας, απλά ακολουθώντας τις σπίθες & τις φλόγες της ζωής μέσα του. Καμιά περιγραφή δεν χωρούσε για αυτές τις ώρες. Όχι γιατί συντελέστηκε κάτι απίστευτο. Μάλλον γιατί δεν έγινε κάτι λεκτικά αξιομνημόνευτο. Απλά έκανε αυτό που από μικρό παιδί είχε, αυτό που με τα χρόνια είχε (ξανα) μάθει. Ήπιαν ένα τσίπουρο μαζί & αποχαιρέτησε την έκπληκτη και (αναζω)πυρωμένη ματιά του φίλου και τα βλέμματα της κακιωμένης ευγνωμοσύνης των οικείων. Δεν ασχολήθηκε. Ήξερε ότι δεν κοιτούσαν αυτόν.


Ήταν κεφάτος, αυτό το βλέπαν όλοι

πως ήτανε στο δρόμο του

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν ο κάθε δρόμος



Κυριακή επέστρεψε στην μητρόπολη. Στο τόπο διαμονής του-όπως είχε επιλέξει. Είχε παραδεχτεί στον εαυτό του εδώ και χρόνια ότι η μοναχικότητα του είχε ανάγκη μεγάλες ποσότητες ανθρώπινης γειτνίασης. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να το εξηγήσει ως αλαζονεία ή ανασφάλεια -απλά ήξερε ότι δεν ήταν η αυτή ερμηνεία. «Περιέργεια» αντήχησε μέσα του μια παιδική φωνή.

Ήταν μια αληθινά εορταστική Κυριακή. Πλανιόταν σαν γύρη στην ατμόσφαιρα & προξενούσε αβίαστες (ή και βιασμένες) συσσωματώσεις ανθρώπων. Αμέσως, επικοινώνησε ή/και συναντήθηκε με κόσμο. Χωρίς ανθρώπινη επιδίωξη, μπορούσε να πει. Ένα γλέντι στήθηκε -όχι, φύτρωσε- από νωρίς το μεσημέρι και μέσα στη διάρκεια της μέρας άνθισε, καρποφόρησε, ωρίμασε ώσπου ξημερώματα μαράθηκε και έσβησε πριν την αυγή. (Όχι, καμιά μελό περιγραφή καταστάσεων δεν τον ενοχλούσε όταν έτσι ακριβώς είχε βιωθεί. Με τα χρόνια είχε πετάξει την ενσωματωμένη ντροπή της δημόσιας διατύπωσης της).

Ήταν πολύ απλά τα συστατικά αυτής της πρώτης γιορτής. Χωρίς να μπερδεύεται από το επίκαιρο, ήξερε καλά τον πρωτογενή πυρήνα της: τσιμπούσι-φαϊ-πιοτό, πανηγύρι-μουσική-χορός, κουβέντες-συζητήσεις-σιωπές, ερωτισμός-συντροφικότητα-άνοιγμα…

Κι ήταν εκεί, στο γλέντι, στο δυνατό του σημείο, που άρχισε πια να του γίνεται ολοφάνερο: είχε χάσει την επαφή με τους άλλους. Απέκλινε! Μόνο κουβέντες -όχι συζητήσεις- κατάφερναν να γίνουν. Μια ψεύτικη απόχρωση έκανε τα τραγούδια να φαλτσάρουν και τους χορούς να παραπατούν. Ακόμα και το φαϊ του φάνταζε κάπως άνοστο και το ποτό υποκρινόταν το μεθύσι. Όσο για τον ερωτισμό; Τη συντροφικότητα; Το άνοιγμα; Με μια πρόταση του λέγαν: «είναι η ώρα να ταξιδέψεις για αλλού».

Παρ’ όλα αυτά -μην ξεχνάμε πως ήταν το δυνατό του σημείο- ναι!, η γιορτή αντηχούσε μέσα του, ενορχηστρωμένη με τη φλόγα του τόπου του, με τη συνεχή αλλαγή (ομαλή ή βίαιη) της ιστορίας του, μα και τη δικιά του δίψα…

(Χάλκινα & ηλεκτρικές κιθάρες σε μια βαλκανική ρούμπα με δυο ακόρντα)

Το ξύπνημα της Δευτέρας ήταν γεμάτο ευχαρίστηση και κούραση από το γλέντι της προηγουμένης αλλά και μια αγωνία που φάνταζε τελείως αυτόνομη. Όλη μέρα γυρνούσαν στο μυαλό του οι εμπειρίες της ζωής του, αυτά που τον είχαν φέρει εδώ. Οι σχέσεις του, οι φιλίες και οι έρωτες, οι κοινωνικές του δράσεις και οι επαγγελματικές του επιλογές, οι περιπέτειες του σώματος και οι ταραχές του μυαλού. Θυμόταν τα λόγια ενός φίλου, που άλλωστε τα βλεπε ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τόσων και τόσων ανθρώπων του (λες και κανείς είναι κανενός): «έχεις φύγει». Κυρίως θυμόταν τα μονοπάτια που μια εσωτερική σκοτεινή δύναμη τον έκανε να ακολουθεί όταν ευχές κι επιθυμίες του πραγματοποιούνταν. Εκείνες τις επιλογές που για άλλους μοιάζαν αυτοκαταστροφικές, για άλλους φορτωμένες από το ανικανοποίητο και που, αυτός ήξερε, δίναν κάτι βαθύτερο στην προσωπική του πορεία. Σκέφτηκε ότι ήταν σαν κάποιος να του είχε δώσει τρεις ευχές και μη όντας ευτυχισμένος από την πραγματοποίηση των δύο πρώτων, του έρωτα και της επιτυχίας, να είχε κάνει τάμα να μην ζητήσει και την τρίτη του ευχή αν δεν έδιωχνε τη σκοτεινιά που κουβαλούσε. Και σε κάθε ανάμνηση αυτής της μέρας η τρίτη του ευχή είχε ένα όνομα: Ταξίδι. Το οποίο, πέρα από το χρώμα της επιθυμίας, είχε αρχίσει να παίρνει και μια έντονη απόχρωση αναγκαιότητας.


Κοιτούσε κάτω, κατά πως λένε όλοι

κι είδ’ ένα εισιτήριο

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για τον καθένα



Την Τρίτη το πρωί αποφάσισε να δράσει. Πάντοτε άλλωστε ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τα θέματα που αντιμετώπιζε, έτοιμος για κάθε απροσδόκητη απάντηση που θα προέκυπτε. Πήρε σβάρνα τους δρόμους για να συναντήσει ανθρώπους. Βρήκε έναν καρδιακό του φίλο, συνάντησε κάποιους συνεργάτες (συνάδελφοι; συμμαθητές; συναγωνιστές; θα σε γελάσω), πέρασε από το ταίρι του (χωρίς καμία βεβαιότητα ότι ακόμα ταίριαζαν). Μίλησε μαζί τους. Ανοιχτά αλλά αβίαστα. Απλά περιγράφοντας τι ζούσε, ας πούμε. Όσο ουσιαστικά, περιεκτικά και ανάλαφρα μπορούσε. Σαν να προσπαθούσαν να τον πείσουν για κάτι που όμως δεν καταλάβαινε. Αν έπρεπε να το συντάξει σε μια πρόταση θα λεγε ότι ήταν μια προτροπή: «ανακουφίσου, δεν χρειάζεται («απέφυγε» άκουγε αυτός) να είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου». Με όλους σταμάτησε πολύ νωρίς να προσπαθεί να τους πείσει ότι αγαπούσε τον εαυτό σου όσο τίποτα. Κι ότι μάλλον αυτό τον έσπρωχνε να φύγει. (Σχεδόν διασκέδασε με τη κάθετη διαφωνία τους σε αυτό καθώς του ερχότανε στο νου ότι όλοι ανεξαιρέτως οι έρωτες, οι φίλοι & οι γνωστοί του τον είχαν κατηγορήσει αρκετές φορές για εγωιστή. Η τωρινή άρνηση τους τον έπεισαν για ένα βαθύτερο μυστικό της προτεινόμενης ανακούφισης και συμβιβασμού)

Και δεν έμεινε μόνο σε αυτές συναντήσεις. Στο δρόμο κοιτούσε τους περαστικούς, άκουγε τις κουβέντες τους και αφουγκραζόταν τον παλμό τους στην αγορά και στα καφενεία. Και από όπου κι αν πέρασε δεν του κάναν τόσο εντύπωση οι στεγνές κουβέντες, τα έρημα βήματα, οι πνιγμένες ανάσες και τα σβησμένα μάτια όσο η συνωμοτικά καθολική & σιωπηρή αποδοχή τους. Και, με ένα αποπνικτικό τρόπο, ο τόπος και οι άνθρωποι του του μουρμούριζαν υπνωτικά ενώ το είναι του ούρλιαζε μέσα στο σώμα του. Ένας ψαλμός με ισοκράτημα και ένα μόνο στίχο: Τέλος.


Κάτι φθηνό, αυτό που παίρνουν όλοι

για λεωφορείο αστικό

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για κάθε πόλη



Η Τετάρτη συνέχισε μαζί του το σεργιάνισμα του. Πιο παρηγορητική και συγχωρητική από την Τρίτη, τον κέρασε μια λυτρωτική σχεδόν παραίτηση. Συνέχισε να συναντά γνωστούς του ανθρώπους και να παρατηρεί τους άγνωστους. (Κάποια στιγμή, ενώ περνούσε από ένα πάρκο, ένα παιδί τόσο μικρό που τα βήματα του ήταν αβέβαια και αναποφάσιστα για την κατεύθυνση και τη ταχύτητα τους ήρθε κοντά του. Ανακάθισε και με τις ματιές τους ενωμένες μοιραστήκαν πολλά παραπάνω από μερικές στιγμές. Κράτησε απαλά το χέρι του, το χάιδεψε με τον αντίχειρα και χαμογελώντας το ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη. Ανασηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο του πριν η γυναικεία φωνή, παίρνοντας τον «ρόλο ζωής» της στα σοβαρά, καταστρέψει τα πάντα με τα «Συγγνώμη κύριε που σας ενόχλησε» και «Δεν σου χω πει να μην φεύγεις από κοντά μου και να μη μιλάς με ξένους;»).

Ξεκίνησε με μια επίσκεψη σε έναν άνθρωπο που συμπαθούσε και είχε πρόσφατα βγει από κάποιο ίδρυμα (ψυχικής, μάλλον, παρά σωματικής επιδιόρθωσης). Ξαφνιάστηκε από την ορθανοιχτή διάθεση αυτού του ανθρώπου απέναντι του, την γεμάτη κατανόηση για αυτόν ματιά του. Κυρίως όμως τρόμαξε με το γεγονός ότι καταλάβαινε και διαλεγότανε με τα παραληρηματικά του λόγια και με την επιβεβαίωση ότι, τουλάχιστον με αυτόν, μοιραζότανε τη άσβεστη δίψα για αυτό που διαρκώς ξέφευγε.

Το απογευματάκι η συνάντηση του με μια κοπέλα εξελίχθηκε σε μια από τις ερωτικότερες του εμπειρίες. (Οι στιγμές δεν ενδιαφερθήκαν για κανενός είδους διευκρίνηση όπως αν ήταν παλιά γνωριμία που ο ερωτισμός της είχε παλαιότερα ολοκληρωθεί ή παρέμενε ως τώρα ανικανοποίητος ή αν, πιθανόν, ήταν μια νέα γνωριμία που τον τελευταίο καιρό βόλταρε αβίαστα στο στρατί της αμοιβαίας έλξης ή μια αναπάντεχη, κατακλυσμιαία σημερινή έκφραση επιθυμιών που συντονίστηκαν). Χωρίς καμία σεξουαλική πράξη, με την πιο ηδονική τρυφερότητα, με την πιο οργασμική μετάνοια, με μόνα ερωτόλογα τη σιωπή. Το βούρκωμα που, αργότερα, ανέβλυζε κατευθείαν από το στήθος του ήταν η γαληνεμένη μνήμη όλων αυτών των αιώνων στο λαβύρινθο των «ρόλων» και των «πρότυπων» μορφών, των «ηθικών» οδηγιών, δεσμεύσεων και υποχρεώσεων και των σπασμωδικών ξεσαλωμάτων, εκτονώσεων κα εκτραχύνσεων. Στηριγμένη μόνο σε μια άυλη, εσωτερική γνώση, μια πορεία δικαιωμένη από την ταλαντευόμενη, μα συνεπή, εμπιστοσύνη σε μια σταθερή διπλή πυξίδα που αχνόφεγγε (πολλές φορές, σχεδόν τρεμόσβηνε): προς την «θωρακισμένη» κρυφή αγνότητα της λαγνείας μέχρι την απενοχοποίηση της και προς την «αβάσταχτη» αδιαπραγμάτευτη νομοτέλεια του φυσικού ερωτισμού μέχρι την απελευθέρωση του.

Γύρισε σπίτι και χάθηκε σε όνειρα γεμάτα τόπους πρωτόγνωρους, ανθρώπους άλλους, αισθήσεις γεμάτες.

(Τρομπέτες που ξαναρχίσανε τη ρούμπα προσθέτοντας της πορτοκαλί και κιτρινωπές αποχρώσεις)

Την Πέμπτη ξύπνησε αργά. Το αμετάκλητο του κανε συντροφιά κι αυτός δεν έλεγε να σηκωθεί από το κρεββάτι μην τυχόν και χάσει την βαριά εύνοια του. Το βράδυ πια πέρασε από κάτι φίλους των νεανικότερων του χρόνων. Είχαν μοιραστεί κατά καιρούς συλλογικούς αγώνες, προσωπικές αναζητήσεις, το μοίρασμα πλούσιων κοινών εμπειριών και την ομορφιά της φιλίας που έχει το δικαίωμα να απουσιάζει. Βρήκε κάποιους & κάποιες συνομίληκους ενώ στην παρέα είχαν προστεθεί άλλοι τόσοι νεότεροι & νεότερες καθώς και κάποιοι μεγαλύτεροι. Χάθηκε στο χαμηλόφωνο μεθύσι που κοινωνήσανε, στη γήινη μαγεία του χασισιού, στο νόστιμο μεράκι των μεζέδων και, πιο πολύ, στις σκανταλιάρικα σοφές και ντροπαλά ανάλαφρες κουβέντες και σιωπές τους. Και κάποια στιγμή, τελείως φυσικά, είδε τον εαυτό του να σηκώνεται και άκουσε να τους λέει ότι θα φύγει και δεν θα ξαναβρεθούν. Άκουσε να τους εύχεται και να τους προτρέπει να συνεχίσουν ο καθένας και η καθεμία στο μονοπάτι τους, να τους βεβαιώνει ότι μόνο αυτό έχει σημασία και είδε να σηκώνει το ποτήρι και να πίνει για τη ζωή. Το ξάφνιασμα του ντράπηκε βλέποντας τις απλές και άμεσες αντιδράσεις τους, θαύμασε τις φυσικές διαστάσεις της διάθεσης τους για τα λεγόμενα του και, έτσι, παραχώρησε πρόθυμα τη θέση του στις απαντήσεις του που πήγαν να συναντήσουν τις απορίες τους στα χαλαρά τους ραντεβού.

Θυμάται δύο πράγματα που μοιράστηκε μαζί τους. Την αγάπη του για τον φίλο που, όχι μια, αλλά πολλές φορές θα μπορούσε να τον αρνηθεί και την ευγνωμοσύνη του για το φίλο που ήξερε ότι, όσο άσπλαχνο και επικίνδυνο αν φάνταζε, θα του προκατέβαλε, θα του δινε από πριν αυτό που λαχταρούσε να του συμβεί.


Ήταν σημάδι; αυτό μπέρδεψε όλους

ή μήπως ήταν οιωνός;

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για κάθε γνώμη



Ξύπνησε αξημέρωτα. Βγήκε αθόρυβα από το σπίτι των φίλων του φροντίζοντας να μην τους ταράξει τον βαθύ και γεμάτο γαλήνη ύπνο και κατέβηκε στην παραλία. Πήρε καφέ, και πήγε στο ιερό (του) σημείο. Κάτω από ένα πύργο που τον φώναζαν λευκό, έκατσε μπροστά στη θάλασσα και άναψε τσιγάρο. Νωχελικά δυο σκυλιά πλησίασαν. Το ένα ήρθε, στάθηκε δίπλα του μυρίζοντας το χάδι του κι έμεινε να το νιώθει κοιτώντας αφηρημένα προς την ανατολή ενώ το άλλο, αφού έκανε με πολύ φροντίδα δυο-τρεις επι τόπου περιστροφές στο σημείο που διάλεξε, ξάπλωσε πλάι του και αμέσως κοιμήθηκε. «Απόλυτα μόνος». Ένιωσε κάτι από την ύπαρξη του να φεύγει και να φτερουγίζει προς τον κόκκινο ουρανό. «Λυκαυγές» απήγγειλε. Είδε την χωρίς λόγια προσευχή του να ανεβαίνει προς τον ουρανό και παρέα της να χορεύουν ο καπνός του τσιγάρου και το χνώτο της ανάσας του.

«Καλημέρα» του πε ένα χαμογελαστό πλάσμα. Αν και ήταν ένας φτωχός μεροκαματιάρης του δρόμου, καβάλα στο παλιομοδίτικο ποδήλατο του, που πήγαινε να ψαρέψει έχοντας δώσει ρεπό στον εαυτό του, θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν πλάσμα αλλιώτικο. «Αρχάγγελος!» πετάχτηκε η λέξη μέσα του. Κέρασε τσιγάρο και του αφηγήθηκε (κουβέντα να γίνεται) ιστορικά γεγονότα πλουτίζοντας τα με την ομορφιά του παραμυθιού και τα δικά του θέλω. Όταν, αν και προχωρημένης ηλικίας, έκανε ακροβατικά, έτσι, για να διασκεδάσει κάποιους διαβάτες μια άλλη λέξη βγήκε μπροστά σπρώχνοντας την προηγούμενη: «Καλλικάντζαρος!». Κάποια στιγμή αποχαιρέτησε και απομακρύνθηκε περπατώντας και πηγαίνοντας το ποδήλατο με τα χέρια. Και οι δυο λέξεις θα χαν λουφάξει εκτεθιμένες αν, μετά από μερικά βήματα, δεν είχε σταματήσει, δεν τον είχε φωνάξει με το όνομα του και δεν του κλεινε το μάτι χαμογελαστά.

Κι έτσι ανέτειλε η Παρασκευή. Μια άνοιξη είχε ξεδιπλώσει όλο το ουράνιο τόξο της αυτή τη βδομάδα. Η λιακάδα της Κυριακής, η βροχερή μουντάδα της Δευτέρας, η ανοιξιάτικη μπόρα της Τρίτης, τα παιχνίδια της συννεφιάς με τον ήλιο την Τετάρτη κι ο γλυκός ανοιξιάτικος νοτιάς της Πέμπτης δεν προμήνυαν τίποτα από αυτήν την Παρασκευή. Ως το μεσημέρι ο ουρανός είχε μαυρίσει, τόσο απειλητικός όσο μόνο το αναπόφευκτο ξέρει.

Και έγινε η μέρα ένα με αυτά που έζησε. Δεν έχουν πολύ σημασία οι λεπτομέρειες. Ένας δημόσιος εξευτελισμός από τις ηθικές της μιζέριας σε μια γειτονιά της πόλης. Μια ζωή σε κίνδυνο, σαδιστικά τιμωρούμενη από χαιρέκακο και άβουλο ψυχαναγκασμό. Υποχόνδριοι εγκληματικοί άνθρωποι που αυτοαπαλλάσονται πλένοντας τα χέρια τους. Κάποια εκδικητική δολοφονία της ζωής σε κάποιο σχολείο ή ίδρυμα, σε κάποιο σύνορο, σε κάποια οικογένεια, έρωτα ή φιλία. Η επιλογή της καταδίκης ενός αθώου και της αθώωσης ενός ενόχου απο δικαστές και ενόρκους στο δικαστήριο. Τιποτένιοι ανώνυμοι και κενοί επώνυμοι που προσβεβλημένοι ηδονίζονται πλημμυρίζοντας κακία τα πάντα σε υστερικές κορυφώσεις «δικαιολογημένες» από «ιερή» αγανάκτηση. Ένα, ακόμα, σύμβολο που υστερόβουλα και μικρόψυχα επιτίθεται και εγκαθίσταται φαρδύ-πλατύ, εκ των υστέρων, για να σφετεριστεί τη ζωή. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες. Θυμάται μόνο ότι κάποια στιγμή λύγισε και ικέτευσε το σύμπαν, ικέτευσε με τη ματιά του ψηλά, να γλυτώσει μια ώρα νωρίτερα από αυτό το μαρτύριο που ζούσε. Τους είχε ήδη (συν)χωρέσει μέσα του. Αλλά ήταν τόσο αβάσταχτη η στιγμή, που ξέχασε ότι ήθελε να φύγει, απλά ευχήθηκε να γυρίσει πίσω. Γνωρίζοντας ότι δεν είναι δυνατό.


Ήταν η τύχη; δεν το χαν κάνει άλλοι

που έσκυψε να το πάρει

κι αν με ρωτάς να πω;

είναι για εκεί που πάει



Ήταν νεκρός. Πόσο καιρό αλήθεια; Μια, δυο τρεις μέρες; Ήταν νεκρός και περπατούσε. Περπατούσε ατελείωτα. Και κάθε βήμα του έσβηνε κάθε άγραφη συμφωνία, γκρέμιζε κάθε ερείπιο συμφωνιών. Κάθε βήμα και μια κατάρρευση ενός ανορθολογισμού, μια αβίαστη & ξαφνιασμένη αφαίρεση του περιτού, μια ενοποίηση των κομματιών. Βήμα το βήμα η κάθε φλούδα μέσα του εγκατέλειπε την παγιωμένη ακινησία της. Με κάποιον σπασμό («ο τρόμος προέρχεται από το τρέμω» ακούστηκε -μάλλον μέσα του), το αρχικό μούδιασμα έδινε την θέση του σε ένα μυρμήγκιασμα -σχεδόν αφόρητο- που σύντομα γινόταν απόλυτη, ηδονική αίσθηση παράδοσης που κυλούσε στο κορμί του ως έξω από αυτό προς κάθε κατεύθυνση.

Το μόνο που ερχόταν που και που στο μυαλό του ήταν το όνομα που (τον) είχε διαλέξει εδώ και χρόνια. Χαμογελούσε το σώμα του & η ψυχή του του κλεινε το μάτι κάθε φορά που εμφανιζόταν στο μυαλό του, καθώς γυρνούσε αδέσποτος στους δρόμους της πόλης.

Σε μια γωνιά αισθάνθηκε μια παρουσία. Καθησυχαστική, αποστασιοποιημένη & έντονη. Εμφανίστηκε(;) αθόρυβα, ανάλαφρα, συγκεντρωμένα. («Τρελάθηκα» αντήχησε μέσα του μια στεγνή φωνή και ένα γάργαρο γέλιο τον σκούντηξε σκανταλιάρικα θυμίζοντας του αυτό που ήδη ήξερε αλλά τώρα γνώριζε: «τρέλα λέγεται η συκοφάντηση της φυσικής ζωής από την πανούκλα»).

Του πε λοιπόν ο Λύκος: «Η μοναξιά έφυγε -ποτέ δεν είχε έρθει άλλωστε στα αλήθεια. Κράτα μόνο τη μοναχικότητα που κυλάει στο αίμα σου από μένα, μόνο αυτή που ζει στις συγγενικές μας ανάσες απόγονε. Για καληνύχτα δεν θα ουρλιάξω, για καλό ξημέρωμα μη γαβγίσεις. Άλλα τραγούδια θα πούμε μαζί. Μην προσπαθείς να τα γράψεις, μη φερμάρεις άλλο τη λάμψη των στιγμών. Μύριζε κι ακολούθα τις τρεις τελείες…»

Συνέχισε να περπατά. Ο χρόνος ήταν ακίνητος και ο τόπος ονειρικός. Και οι σκηνές ξεκομμένες, αυτόνομες. Και όλο και πιο σπάνιες. Πλησίαζε το απόλυτο τίποτα;

Έτσι, χωρίς λόγο, το μάτι του έπεσε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί τρία -τέσσερα μέτρα μακριά του. Όχι στο δρόμο του, στο πλάι. Τη στιγμή που το κράτησε στα χέρια του είδε. Ήταν ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο αστικού λεφωφορείου πεταμένο κάτω, σε ένα δρόμο κοντά στο σπίτι του.

Φως παντού! «Ανάσταση!» φώναξε…


(Η μελωδία για μία στιγμή, για μια ανάσα σταμάτησε. Μα, και χωρίς διακοπή, άρχισε να ξαναχτίζεται. Πρώτα ο ρυθμός. Μετά, πάνω του, η αρμονία. Σε ακολουθία τους ένα επαναλαμβανόμενο μελωδικό θέμα. Και τέλος, στην κορφή τους, μία κορώνα, μια ψηλή κρατημένη νότα. Το τραγούδι σε κορύφωση-πιθανόν αναμονής…)


Βρήκε τον εαυτό του απλά να υπάρχει στους δρόμους. Στο μάτι του κυκλώνα. Έτοιμος να τρομάξει αλλά χωρίς να φοβάται. Κινούνταν χωρίς καμία σκέψη να θολώνει τη διαύγεια. Το σώμα του διαπερνούσαν παλμοί μιας αυτόνομης δύναμης βιώνοντας την πιο γαλήνια αδυναμία. Τα βαριά, σχεδόν κουρασμένα βήματα του, κουβαλούσαν εκείνη τη γέρικη γνώση του βρέφους που, παρέα με την απόλυτη ματαιότητα, το ταξιδεύει, γεμάτο απορία και θαυμασμό, στις στιγμές και στη ροή τους. Κι ο χάρος δίπλα, σύντροφος του.

Κοντοστάθηκε και κοίταξε το εισιτήριο. «Όλα ίδια, όλα καινούργια, όλα εδώ» μονολόγησε χωρίς λέξεις! Αυτό που ήξερε από την αρχή, αυτό που μόλις θυμήθηκε: το μόνο που είχε αξία. Συνέχισε τον δρόμο του. Χαμογέλαγε(;). Και, χωρίς να θέλω να ορκιστώ, από όσο μπορούσα να ακούσω, σιγοτραγουδούσε:


Ήταν η τύχη; δεν το χαν κάνει άλλοι

που έσκυψε και το πήρε

κι αν με ρωτάς να πω;

έφτασ’ εκεί που πάει…


Τέλος…


Γιάννης «Μαύρος Σκύλος» Μιχαηλίδης



Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Διάλογοι - Νίκος Καρούζος


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
__ Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι΄ όμως πονέσαμε απ΄ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τούλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ΄ ένα διάλειμμα του κόσμου,
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

__ Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή,
ο τρόμος εκπλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί,
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω, θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα …
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.



hugo simberg "the wounded angel"


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

__ Θάνατε, που περνάς σαν ρεύμα μες΄ απ΄ τις στιγμές,
κι΄ αν λέγεσαι Σήμερα
κι΄ αν Αύριο
κι΄ αν Χτες:
δεν αγνοούμε.
Της φύσεως την κυκλοθυμία,
τη φρίκη των αναμνήσεων
τη φρίκη του τι επράξαμε
και των προσώπων μας το κλαίον βάθος,
δεν αγνοούμε.
Μας μένει να συνεχιστεί αυτό το πράγμα,
χωρίς να θέλουμε,
χωρίς να μη θέλουμε.
Φωτοχυσία στο κενό τα όνειρά μας.

__ Με δειλινά δάκρυα
υποδέχομαι τα λόγια σου.
Το πνεύμα σου προεξοφλεί,
κινείται διαγωνίως.
Δεν είδες τα ωραία δίπλα σου
στο φοβερότερο πέσιμο;
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -,
με κουρελιασμένα μάτια,
με φλογωμένους κροτάφους απ΄ την πτώση,
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είν’ η αιτιότητα,
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι΄ όμως
στη χειμωνιάτική γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ΄ τα΄ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα.

                                       
  
                                               

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

__ Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε.
Πάρε μας, νύχτα
καθώς μια τελευταία ομορφιά του κόσμου,
αν είναι
να μην
έρθει
το φως.
Μη μας εγκαταλείψεις,
απ΄ το γαλάζιο σου φόρεμα πιαστήκαμε,
στο μαύρο ήλιο μη μας αφήσεις.
Είναι μοιραίο
να
μη
διακρίνουμε τότε.
και θα χτυπούμε το στήθος στις ακρογιαλιές της φωνής μας
για ένα κύμα _
αν γυρίζουν πίσω τα κύματα,
για να μας πάνε, να μας πάνε …
Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα.

 Έναστρη Νύχτα Βίνσεντ βαν Γκογκ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

__ Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ΄ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.
Είπε μου αδελφέ,
μήπως όλο το ζήτημα
είναι να μοιράσουμε την απελπισία μας;
Έχεις τα χρώματα στην ψυχή;
Είμαι ήρεμος.

__ Προσμένω
μια βαθύτερη χαρά από σένα.
Φιλαμαρτήμων κήπος η καρδιά σου
έλα και φέρε τους καρπούς.
Ολόκληρος να ομολογήσεις.
Χωρίς την ομολογία τι κοστίζει η τέχνη;
( Ίσως, και τι η ψυχή … )
Ο δούλος του θεού
προς όλους τους ανθρώπους:

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

__ Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάϊς άνθη.
Δεν έχω την ετοιμασία μέσα μου
για κατορθώματα.
Θεέ μου, σε κυνηγώ,
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Είναι αλήθεια
πως μας έστειλες το γυιό σου
ή μήπως εκλύεται η φαντασία μας έτσι;
Θεέ μου, σε κυνηγώ,
όπως παιδί τους συνομηλίκους μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Θεέ μου, διδάσκεται ο Σαίξπηρ στον παράδεισο;
Και συ αδελφέ μου
άνοιξες την αυλαία
για να με δουν αιχμάλωτο.
Δεν είμαι έτοιμος.

__ Αποθέσαμε το μέλι στ χείλη μας.
Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ,
η φωτιά που μας καίει δεν είναι του κόσμου.
Έρχεται
με της Αποκαλύψεως τα λόγια …
Υιέ του Θεού ρίξε κι΄ άλλη φωτιά
για τη διεστραμμένη γενεά.
Ιησού Χριστέ,
ανάτειλε,
αυστηρός,
ανείπωτος,
υπέρτερος της πίστεως.



ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ

__ Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου.
Ποτίζω με δάκρυα τη γη
μετά τόσους καιρούς
ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος
ζυγίζεται με τα δάκρυα,
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.
Πάσχω για ένα χαμόγελο του πλησίον
ελεύθερο από όλα τα αισθήματα.
Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου,
εκεί που το χαμόγελο πλέκεται
με το φως του ήλιου,
δίχως ρίζα πουθενά.

__ Κύριε, απ΄ τα μαύρα νέφη του χειμώνα
κι΄ απ΄ τις εικόνες των ναών,
απ΄ τα ολόχρυσα στάχυα των κάμπων
και απ΄ της θάλασσας το έρεβος,
από κάθε ομορφιά να εγερθείς
μ΄ ευθεία ορμή προς την καρδιά του,
γιατί μες΄ στη δική μου καρδιά
ποτέ δε θα σε συναντήσει.
Μην επικαλείσαι τον πόνο, αδελφέ μου,
όταν δεν έχεις μυστήριο στη θέληση.
Δείξε μου το μέσα πράγμα.
Δεν είναι να τεντώσουμ΄ ένα τόξο στη ζωή,
δεν είναι να μιλήσουμε σε γλώσσα πολέμου.
Έχασες το παιχνίδι του πόνου
αν μείνεις
μες΄ στων δισταγμών τα παγερά φώτα.
Ωστόσο, κράτησε στην ψυχή σου την αγάπη.

El Greco

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

__ Δεν έχω πια λύση καμιά.
Και κουβεντιάζω με τους δρόμους
σε γλώσσα που κ΄ εγώ δεν ξέρω.
Όμως, η περιέργεια με κρατά στη φοβερή γιορτή,
μεγάλη περιέργεια, ομολογουμένως,
να δω πως δεν υπάρχει λύση ως το τέλος.
Για την αγάπή κ.τ.λ.
έχω
συμφωνήσει.
Δεν μπορώ
να βάλω την πίστη ανάμεσα
στον πόνο και στην αιωνιότητα.
Τρίβονται τα όνειρά μου
σαν φύλλα του φθινοπώρου
που πέφτουν αθώα
και τα πατούμε.

__ Τα όνειρα,
βλαστοί στο στήθος,
κλήματα μες΄ στην καρδιά.
τα όνειρα …
Διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.
Οι νέες δροσοσταλίδες κάθισαν στα φύλλα,
χύθηκε το αίμα του θεού.
Οι νέες αισθήσεις δόθηκαν.
Μη στέκεις στο προαύλιο του ναού
με μάτια μόνο.
Άτονα τα χέρια σου τώρα,
υψώνονται, υψώνονται αύριο,
μονάχα μην πέσεις όταν το φως
ανάμικτο με άπιαστη φωνή
και λυπημένη
σε σταματήσει:
« Γιατί με πολεμάς ; »
( η ερώτηση διαρκεί )