Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ζακ Πρεβέρ, «PATER NOSTER» (Πάτερ υμών)



 Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
Μείνε κει
Κι εμείς θα μείνουμε στη γη
Που ’ναι φορές φορές τόσο όμορφη
Με τα Μυστήρια της Νέας Υόρκης της
Και με τα Μυστήρια των Παρισίων της
Αντάξια με τα Μυστήρια της Τριάδας
Με το μικρό κανάλι της στην Ουρκ
Με το μεγάλο σινικό της τείχος
Τον ποταμό της στο Μορλέ
Με τις μέντες του Καμπρέ
Με τον Ειρηνικό της Ωκεανό
Και τις δυο στέρνες του Κεραμεικού
Με τα παιδάκια τα καλά και με τα κωλοπαίδια
Μ’ όλα τα θαύματα του κόσμου
Που ’ναι εδώ
Απλά πάνω στη γη
Χαρισμένα σ’ όλο τον κόσμο
Σκορπισμένα
Μαγεμένα κι αυτά τα ίδια με την ομορφιά τους
Και που δεν τολμούν να τ’ ομολογήσουν
Όπως κορίτσι όμορφο
Που δεν τολμά να δείξει το κορμί του γυμνό
Με τ’ ανυπόφορα κακά του κόσμου
Λεγεώνες ολόκληρες
Με τους λεγεωνάριούς τους
Με τους βασανιστές τους
Με τους αφεντάδες τούτου του κόσμου
Τους αφεντάδες με τους παπάδες τους, τους χαφιέδες
Και τους καραβανάδες τους
Με τις εποχές
Με τα χρόνια
Με τα όμορφα κορίτσια και τους μάπες
Με το σαράκι της μιζέριας που σαπίζει μέσα στ’ ατσάλι

Των κανονιών



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Ῥομαντικὸς ἐπίλογος -Νίκος Καρούζος

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.


Νίκος Καρούζος - η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη

«Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ’ τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.
Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ’ εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.
Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ’ ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.
«Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών). Ενώ ο ποιητής γράφει : «…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»


έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος 

Μαξ Ερνστ, «Τα μάτια της σιωπής»

 Αντι – νεφέλωμα

Η σιωπή δεν είναι λεφτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
(Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)





Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια- Μίλτος Σαχτούρης



Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν' η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός


άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ' αγοράζουν

εγώ δεν τα πουλώ

οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε

εγώ δεν τα πουλώ


από τη συλλογή Ο περίπατος, 1960

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ματ με τρίλιζα κίνηση - Βίκυ Βανίδη


1 (Ο) παίχτης πιόνι
   
έλα να παίξουμε
«εσύ» και «εγώ»
«εσύ» πάρε τα λευκά πιόνια
παίζουν καλές προθέσεις
«εγώ» κρατάω τα μαύρα
παίζουν σκοτεινούς πόθους
όταν κερδίζω «εγώ»
θα μου χαρίζεις νέο προσωπείο
και θα σου αφαιρώ κίνηση
αν κερδίζεις «εσύ»
θα σου ξεδιπλώνω δρόμο
για να οδηγώ τη φυγή σου


2(Χ) χωρίς κίνηση

 

Κάθισαν απέναντι
σε μια παράξενη παρτίδα
οι κινήσεις ήταν αλλόκοτες
περιχαρακωμένες σε
κλειτοριδικές ενοχές και
κενές συνουσίες.
η λευκή βασίλισσα γυμνωνόταν
αισθησιακά στο σκοτάδι,
στο φως μεταμορφωνόταν
σε δακρύβρεχτη μάσκα
αιμάτινοι πόθοι ηχούσαν
στο πρόσταγμα του μαύρου βασιλιά
και έλυναν σκιερά πάθη
στα μαύρα άλογα για να
καταπίνουν λευκούς στρατιώτες
η μαύρη βασίλισσα
ολημερίς μαγείρευε μάγια
καλώντας πίσω την ψυχή της
που κρατούσε ο λευκό πύργο
το βράδυ γυμνοί οι σαρκικοί
πόθοι την επέστρεφαν στη φυλακή της
ο λευκός βασιλιάς ασάλευτος
περίμενε την αιχμαλωσία του.
οι παίχτες δεν γνώριζαν
τους κανόνες του παιχνιδιού
τα πιόνια έπαιζαν μόνα τους


3 (<>) σίγουρη ήττα

 

παράξενος παίχτης
έπαιζε αντίπαλος του
εαυτού του
με κινήσεις λάθος μετρημένες
αφαιρούσε ύπαρξη
και πολλαπλασίαζε προσωπεία
στο τέλος βρέθηκε
αλυσοδεμένος παρατηρητής
σε μια παρτίδα που έχανε 



Siegfried Zademack