Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Και μη ρωτάς γιατί θλιμμένος είμαι - Ορέστης Αλεξάκης




Είναι που πίσω απ' τη σιωπή σου ταξιδεύουν
τα καραβάνια
των λησμονημένων

Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων

Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις

Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις

Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα

Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό
Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα

Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος 1989

Η ανάδυση του ρατσισμού στην μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής - Δημήτρης Φασόλης

Καταρχάς δεν μπορώ να μην σχολιάσω τα πρόσφατα γεγονότα μαζικής υστερίας με τον «ξεσηκωμό» τοπικών κοινωνιών ενάντια στα προσφυγόπουλα και ενάντια στους πρόσφυγες όπως τελευταία στη Λέσβο, στην Κω και αλλού. Τα φαινόμενα αυτά μαζικής υστερίας, μίσους και φόβου αναπαρήγαγαν τα ΜΜΕ, με «ουδέτερο» υποτίθεται τρόπο. Ωστόσο, έτσι εντείνεται το κλίμα μαζικής παράνοιας, στο βαθμό που η πραγματικότητα μεγεθύνεται και αλλοιώνεται ως αναπαράσταση. Αυτή η συναισθηματική και διανοητική ομίχλη μουδιάζει τα άτομα, θολώνει τη σκέψη τους, παραβιάζοντας ακόμη και την απλή λογική. Ένας νηφάλια σκεπτόμενος άνθρωπος δε θα παρασυρόταν από την παράλογη άποψη ότι κινδυνεύει η δημόσια υγεία (εδώ των παιδιών) από άτομα που (υποτίθεται) δεν είναι εμβολιασμένα. Γιατί είναι κοινώς γνωστό – κι αν όχι, μας το λέει η απλή λογική – ότι εμβολιαζόμαστε για δική μας ατομική προστασία από ασθένειες και άρα δεν κινδυνεύουμε. Αυτοί που κινδυνεύουν είναι όσα από τα παιδιά των προσφύγων δεν έχουν εμβολιαστεί και όχι τα ντόπια, που κατά κανόνα εμβολιάζονται τακτικά. Ωστόσο, η στάση των ανθρώπων αυτών είναι μεροληπτική στάση : οι ίδιοι παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν και δεν ελέγχουν εξίσου το αν τα «ντόπια» παιδιά είναι εμβολιασμένα, ενώ αλλού η «ουδέτερη» κινητοποίησή τους διανθίζεται με ελληνικές σημαίες και δηλώσεις όπως «θα μας χαλάσουν τις εικόνες, τα κτήρια, τη σημαία». Κατά συνέπεια, η απεμπόληση της κοινής λογικής οφείλεται εν πολλοίς σε μια βαθύτερη και υποβόσκουσα ρατσιστική στάση. Η οποία ενδυναμώνεται και εκδηλώνεται στους φοβισμένους (με ψυχολογία αμυνόμενου και υπό κινδύνευση) «γηγενείς» κατοίκους. Και ο κίνδυνος είναι ο «άλλος», ο «διαφορετικός», ο «ξένος», ο «αλλόπιστος».

Στη δεύτερη περίπτωση, την άρνηση φιλοξενίας των προσφύγων-μεταναστών, έχω να πω απλώς ότι οι πιο πλούσιες και προνομιούχες κοινωνίες υποχρεούνται να προστατεύουν τους αδύναμους συνανθρώπους τους, στο βαθμό που τους αναλογεί, καλύπτοντας χωρίς εκπτώσεις όλες τις ανάγκες τους, υλικές, ψυχικές, κοινωνικές, πνευματικές. Να επισημάνουμε εδώ ότι, με μοναδική ίσως εξαίρεση τη Γερμανική κοινωνία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες και κράτη επέδειξαν εχθρική στάση.
Το ερώτημα όμως που προσπαθώ να πραγματευθώ εδώ είναι: πώς δημιουργείται και καλλιεργείται ο ρατσισμός και ο φασισμός μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες, αντιλήψεις και σχέσεις που βιώνει το άτομο στη ζωή (επιβίωσή) του; Η ερμηνευτική προσέγγισή μου στηρίζεται κυρίως σε προσωπική παρατήρηση σε διαφορετικές περιστάσεις και περιβάλλοντα, από τη συναναστροφή μου με συγγενείς, από προσωπική επαφή και επικοινωνία με ανθρώπους που συναντώ καθημερινά στον δρόμο, σε μάρκετ, καφενεία, στην πολυκατοικία μου, σε χώρους διασκέδασης, στη δουλειά, στις διακοπές, τόσο στην πόλη όσο και στην επαρχία. Πρόκειται δηλαδή για μια προσωπική, υποκειμενική εμπλοκή στην καθημερινότητα με ανθρώπους, μέσα από υποκειμενική παρατήρηση και άρα και ερμηνευτική προσέγγιση. Ωστόσο βασίζομαι βέβαια και σε επιστημονικά αναλυτικά εργαλεία, έννοιες και θεωρίες. Επομένως η προσέγγισή μου διακατέχεται από προσωπική στάση και οπτική γωνία, με όλα τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας προοπτικής.
Αυτό που βιώνω λοιπόν γύρω μου, πχ σε μια τοπική κοινωνία ενός νησιού, είναι κουβέντες γύρω από τους πρόσφυγες που αποκαλύπτουν μια ευρύτερη και βαθύτερη ψυχοσυναισθηματική στάση, αντίληψη και πολιτισμική οπτική (προκατάληψη). Χωρίς ποτέ να αναφέρονται ρητά σε ρατσιστικές ή φασιστικές αντιλήψεις-ιδέες (μάλιστα, εύκολα θα τις καταδίκαζαν οι περισσότεροι) οι άνθρωποι που συναναστράφηκα πρόσφατα έλεγαν συχνά ότι «δεν μπορούμε άλλο με τους μετανάστες (ή «ξένους»), να τους βλέπουμε να κυκλοφορούν έξω, φοβόμαστε». Άλλος που δούλευε σε hot spot σχολίαζε ότι «τους ταΐζουμε, και αυτοί μας πετάγανε το φαγητό στο πάτωμα, δεν το έτρωγαν. Δε δείχνουν σεβασμό που τους φιλοξενούμε». Ανάλογα σχόλια άκουσα και από άλλους, συγγενείς ή γνωστούς, σε αυτό το τοπικό ανθρώπινο δίκτυο συγγένειας, φιλίας, γειτονιάς. Άλλη στερεότυπη φράση: «έρχονται εδώ και φοράνε μαντήλες ή προσκυνάνε κάθε τόσο…αφού έρχεσαι σε μια ξένη χώρα, πρέπει να τηρείς τους κανόνες και να πηγαίνεις με τα νερά της κοινωνίας αυτής». Το βασικό πολιτισμικό υπόβαθρο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λόγων για τον «άλλο», ήταν μια στάση υποτίμησης του πολιτισμού του «άλλου», η κατάταξή του σε μια κατώτερη αξιακή βαθμίδα. Αυτό εκφραζόταν άλλες φορά ανοιχτά-ρητά και άλλες φορές έμμεσα: «τι σχέση έχουμε εμείς με μουσουλμάνους, φανατικούς, τρομοκράτες» ή, εναλλακτικά, «είναι βρόμικοι, δεν πλένονται…», ή με μια…προοδευτική διάθεση: είναι θρησκόληπτοι, φανατικοί, καταπιέζουν τις γυναίκες, δεν ξέρουν από δημοκρατία».
Το παραπάνω αίσθημα-αντίληψη περί «κατώτερου πολιτισμού» συνδέεται άμεσα με μια γενικότερη συντηρητική στάση που χαρακτηρίζει κυρίως την ηλικιακή κατηγορία των εξηντάρηδων και άνω. Μια κατηγορία οριακά παραγωγική (πολλοί είναι στη σύνταξη, κυρίως οι παλιοί δημόσιοι υπάλληλοι). Αυτή όμως είναι μια κατηγορία που παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος αλλά και του γενικότερου ιδεολογικού πλαισίου στην κοινωνική και πολιτική (δημόσια) σφαίρα. Το στερεοτυπικό μότο μέσω του οποίου εκφράζεται η εν λόγω συντηρητική στάση είναι το εξής: «παλιά ζούσαμε καλύτερα, χωρίς εγκληματικότητα, υπήρχε σεβασμός των νέων στους γονείς και στους μεγάλους, ρίχναμε και ξύλο όταν χρειαζόταν, ενώ τώρα δεν μπορείς να ακουμπήσεις το παιδί, δεν έχεις τον τρόπο να το πειθαρχήσεις, τώρα οι νέοι δεν ξέρουν τι θέλουν…». Επομένως, η ξενοφοβική και αμυντική έως και εχθρική στάση απέναντι στους πρόσφυγες εδράζεται και σε μια αντίληψη-νοοτροπία σχετικά με ένα αίσθημα «τάξης, ησυχίας και ασφάλειας», το οποίο έχει στα μυαλά του μέσου ανθρώπου υψηλή ηθική αξία και συμβολικό βάρος για τη ζωή και την κοινωνική συγκρότηση.
Οι νεότερες ηλικιακά ομάδες μπορεί να μην εκφράζονται ολοκληρωτικά από το παραπάνω μότο, ωστόσο πολλοί έστω ασυνείδητα του υιοθετούν. Φαίνεται ότι αυξάνονται οι πρόωρα γερασμένοι νέοι… Οι υπόλοιποι συνδέουν την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία τους με τη μετανάστευση και πάντως υποτιμούν τους «άλλους», με τους τρόπους που περιέγραψα νωρίτερα. Η αναφορά στο παρελθόν σηματοδοτεί την ταυτότητά τους, τον προσανατολισμό τους στη ζωή: οικογένεια, θρησκεία (ορθόδοξοι χριστιανοί), στην παράδοση. Οι νεότερες γενιές θεωρούν αυτονόητη την άνεση και την καλοπέραση στη ζωή τους, με τις υλικές απολαύσεις και τη διασκέδαση, οπότε θεωρούν υπανάπτυκτους τους μετανάστες-πρόσφυγες. Περίπου σαν να φταίνε αυτοί οι ίδιοι για την κατάστασή τους.
Η υπεράσπιση αυτής της πολιτισμικής ταυτότητας ερμηνεύει την διαπολιτισμική επαφή και την παρουσία του «άλλου» ως απειλή. Χαρακτηριστική είναι στην περίπτωση αυτή ο φόβος για αλλοίωση του πολιτισμού «μας» («θα γίνουμε μουσουλμάνοι»). Ο φόβος όμως ότι θα αλλοιωθώ από κάτι διαφορετικό, σημαίνει χαμηλή αυτοεκτίμηση (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο). Συνιστά χαρακτηριστική στάση ανασφαλών και φοβικών ανθρώπων, όπου έξω από το σύνορο της ταυτότητας νιώθουν να χάνονται, να γκρεμίζεται ο εαυτός τους. Θωρακισμένοι απέναντι στο άγνωστο, στο διαφορετικό, στο νέο-άλλο, δε δέχονται τη θετική και δημιουργική πλευρά των πολιτισμικών ανταλλαγών. Άσχετα βέβαια από το γεγονός ότι κάθε πολιτισμός, και άρα η ίδια ρουτίνα της ζωής τους, είναι δημιούργημα τέτοιων πολιτισμικών δανείων και ανταλλαγών.
Όλα αυτά πάνε μαζί και «πατάνε» στη νοοτροπία (και στάση ζωής) της «καλοσύνης». Είναι, πράγματι, μια παρατηρημένη συμπεριφορά, αυτή του λεγόμενου «καλού και απλού ανθρώπου». Οι περισσότεροι άνθρωποι τελικά θέλουν την ησυχία τους, την ασφάλειά τους (που υποτίθεται ότι διαρκώς απειλείται από κάτι). Το προτιμούν αυτό, από το να έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και μισθούς ή από το να έχουν ελευθερία και να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους. Είναι δηλαδή η βάση της ύπαρξής τους, το οξυγόνο τους. Επομένως νιώθουν ανασφάλεια όταν βλέπουν να αλλάζει η ζωή τους, είτε με την ανεργία και την λιτότητα είτε με τις εικόνες από πλήθη μεταναστών να εμφανίζονται στον οικείο χώρο τους. («Παλιά δεν κλειδώναμε τις πόρτες, δε φοβόμαστε. Τώρα πού να αφήσεις πόρτα ανοικτή ή να κυκλοφορήσεις έξω αργά το βράδυ». Λες και η εγκληματικότητα είναι εφεύρεση της τελευταίας εικοσαετίας!) Ο καλός και φιλήσυχος άνθρωπος λοιπόν, αυτό το πρότυπο του περιχαρακωμένου-θωρακισμένου ανθρώπου, δύσκολα δέχεται το διαφορετικό και την αλλαγή, είναι βαθιά συντηρητικός. Αν και πράγματι γενικά δεν πειράζει κανέναν, κοιτάει τη δουλειά του και το καλό της οικογένειάς του, ίσως βοηθάει τους συνανθρώπους του (αν και συνήθως κατ’ αποκλειστικότητα τους «δικούς τους», συγγενείς και φίλους), ωστόσο εκκολάπτεται μέσα του το μίσος. Συναντάμε καθημερινά τέτοιους ανθρώπους. Όπου εντός τους και στον περίγυρό τους αναδύεται αχνά αλλά σταθερά ο ρατσισμός.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν σε περιβάλλουν συχνά με μια ζεστασιά, με μια φιλική διάθεση, όπου τα αστεία και τα πειράγματα αποτελούν στοιχεία της τελετουργίας ένταξης στην κοινότητα και επιβεβαίωσης των δεσμών-σχέσεων που τη συγκροτούν. Βέβαια κάτω από αυτό το πέπλο οικειότητας, χαλαρότητας, ξεγνοιασιάς και καλοσύνης, κρύβεται πολλές φορές η υποκρισία, η οποία συνίσταται στην πραγματική δυστυχία των υποκειμένων, η οποία μετουσιώνεται σε βίαιες σχέσεις στο εσωτερικό της οικογένειας, σε καταπίεση και σε βλάβη των ατόμων. Οι ίδιοι οι άνθρωποι λοιπόν που στο φαίνεσθαι είναι καλοί, στην πραγματικότητα κάνουν κακό στον εαυτό τους και στους άλλους, στις περισσότερες περιπτώσεις ασυνείδητα, γιατί έτσι μεγάλωσαν κι έτσι έμαθαν κι αυτοί από γονείς και συγγενείς στην παιδική τους ηλικία. Κακοποιούν έμμεσα ή άμεσα τα παιδιά τους, συναισθηματικά κυρίως, αφού και οι ίδιοι έχουν κακοποιηθεί στο παρελθόν και μεγαλώνουν ως «ευνουχισμένα» και «ακυρωμένα» υποκείμενα. Εκεί εμφιλοχωρεί λοιπόν η κακία, το μίσος και ο φόβος, εκεί εκκολάπτεται το αβγό του φιδιού… Έτσι λοιπόν, η «αγία» οικογένεια, οι συγγενείς, οι νοικοκυραίοι, οι εγωκεντρικοί-περιχαρακωμένοι φιλικοί δεσμοί, η γειτονιά, ο τόπος «μου» (η μικρογραφία της πατρίδας) είναι το όριο, ο τόπος όπου εμφιλοχωρεί και αναδύεται ο ρατσισμός-φασισμός.
Τι θα γίνει όμως αν αυτός ο «καλός, καθημερινός άνθρωπος» αρχίσει να νιώθει (πιστέψει) ότι κινδυνεύει και ότι απειλείται άμεσα η ζωή του; Τότε θα εκφράσει όλο τον συσσωρευμένο από την καθημερινή καταπίεση και τις αλλοτριωμένες σχέσεις του θυμό. Θα εκτονώσει τον φόβο που μετατρέπεται σε μίσος για αυτόν που νομίζει ότι απειλεί ή καταστρέφει την «παλιά και όμορφη» ζωή του. Θα επιτεθεί με ό,τι μέσο διαθέτει, θα χτυπήσει και ίσως ακόμη-ακόμη σκοτώσει. Τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι οι περισσότεροι από αυτούς που επιτίθενται ή αγανακτούν και εξεγείρονται κατά των μεταναστών σήμερα στα χωριά και στις πόλεις; Αυτοί δεν είναι οι οπαδοί-ψηφοφόροι της Χαζής Αυγούλας; Αυτός λοιπόν είναι ο φιλήσυχος ανθρωπάκος που ξύπνησε φασίστας-ρατσιστής. Είναι ο οικείος τύπος της διπλανής πόρτας… ο παππούς ή ο νέος που βρήκαν τον εύκολο αντίπαλο, τον κατασκευασμένο εχθρό, αιτία για όλα τα κακά της μοίρας τους.
Επανάσταση είναι συνεπώς η απελευθέρωση από όλα αυτά τα μουχλιασμένα ιδεολογικά και πολιτισμικά σχήματα και η δημιουργία νέων: ανοικτών στο άλλο, στην πρόκληση, στο καινούριο και προοδευτικό, στο άγνωστο, στο παράδοξο και στο παράξενο, στην περιέργεια, στο ταξίδι και την περιπέτεια των ανθρώπινων σχέσεων και πράξεων-επιθυμιών, στη φαντασία και στο «παιχνίδι της ζωής και του κόσμου».
10/10/2016