Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Φιλί -Βίκυ Βανίδη


Στη χρονιά της ερήμου
σε γνώρισα
στα ξεραμένα χείλη
πονούσε το χαμόγελο
έσκυψες και το πότισες
με τη γλώσσα σου
ένας κόκκος έρωτα
κύλισε δάκρυ
στα στεγνά μάτια
και όλα ‘γιναν υγρά
σαν όαση

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

οι παπαρούνες του Κώστα













































«ΑΝΑΣΤΑΣΗ»


“Να ‘ναι αλήθεια πως μετά απ’ αυτή τη ζωή μας
θα μας ξυπνήσουνε μια μέρα σάλπιγγες τρομαχτικές;
Συγχώρα με, Θε μου, όμως παρηγοριέμαι
πως η δική μας νεκρανάσταση θε να σημάνει
απλά και μόνο το λάληλμα του πετεινού.
Θα μείνουμε για λίγο ακόμα ξαπλωμένοι
κι ο πρώτος που θα σηκωθεί θα ‘ναι η μητέρα
θα την ακούσουμε να σκαλίζει απαλά τη φωτιά
απαλά ν’ ακουμπά τη χύτρα πάνω στη σόμπα
νωχελικά να τραβά μια κούπα απ’ το ντουλάπι
τότε θα ‘μαστε πάλι ζωντανοί.”


Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ένα χρόνο μετά ... -Βίκυ Βανίδη


Κάπνιζαν έρωτα οι λέξεις τους 
σε οκτάεδρο άνεμο 
άφησαν το ίδιο μήνυμα «θέλω»
στιγμή αχτίδα ζωγράφισε «θέλουμε» 

αγγίγματα φωτιάς στο πληκτρολόγιο
κλικ έλξη, κλικ πόθος, κλικ πάθος
κλικ... έρωτας ψευδαίσθηση 

ντύθηκαν τους ρόλους τους
παραδόθηκαν στη χαοτική μαγεία της ανάσας 
και με αρχέγονες κραυγές 
ερωτοτρόπησαν σε φτερό αετού

πέταξαν τις σάρκες τους στο πάτωμα 
και ολόγυμνοι αναζήτησαν στο χάρτη το Ακάσα
ξέχασαν όμως ότι το αόρατο δεν το βλέπουνε τα μάτια 

ένας άντρα και μια γυναίκα καθισμένοι σε ένα μπαρ
κοιτιούνται με απορία 
ένας άντρας και μια γυναίκα στο δωδέκατο χτύπο
αγαπήθηκαν διαλυμένοι


Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Πρωινό ξύπνημα στην εξοχή -Βίκυ Βανίδη

Παιχνιδιάρες αχτίδες χρωματίζουν
το άγουρο ξύπνημα της μέρας
ζεστή η μυρωδιά του ψωμιού
χαϊδεύει ηδονικά τα ρουθούνια

κουδουνίζει παραμυθόηχους η φύση·
εγερτήριο σάλπισμα σε μια αδέσποτη μέρα


Δραπετεύει η ματιά απ΄το ανοιχτό παράθυρο,
κυλάει στο μαλακό πράσινο του δάσους
ψηλαφίζει το σκληρό γκρι του βουνού
πετάει στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού
βυθίζεται στην ακύμαντη γαλήνη του τοπίου·
σοφή απεραντοσύνη, μορφή ονειρεμένου κόσμου.


Αναριγεί η ψυχή καθώς θωρεί την ομορφιά 
σπάει τις πανοπλίες της και ανοίγει σαν λουλούδι
που περιμένει επικονίαση για να καρπίσει




Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΣΕ ΒΑΖΟ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ - FΑME STORY

Νύχτα περάσαμε τα σύνορα
φυγάδες
από την άνυδρη γη της πλήξης
μεταναστεύσαμε
στην αυτοκρατορία των λαμέ ψευδαισθήσεων
όπου οι Φρουροί αντί φραγγελίου
έραιναν με ροδοπέταλα τη διέλευσή μας
κλειδώνοντας στη συνέχεια
κάθε πιθανότητα επαναπατρισμού.

Κι ήρθαν οι χορηγοί με τα χρυσά δόντια
να φουσκώσουν
την ατροφική μας αυτοεκτίμηση
με ιλουστρασιόν φενάκη
τη χαύνη μας αμβλύνοια
με κατατόπια μοναδικότητας
τη δίψα μας για διάκριση
με αποστάγματα υπεροψίας
την άνεργη αγχόνη μας
με εύπεπτα μεταλλαγμένα σταδιοδρομίας.

Ζήσαμε, έτσι, σε μια νύχτα
τη ζωή μας όλη
σαν  ανάλαφρα σουξέ σε σκυλάδικο της εθνικής
σαν λαμπηδόνες τηλεπαθητικού οργασμού
σαν τις πυγολαμπίδες που
φυλακίζαμε μικροί σε βάζο
με λίγη ζάχαρη για τροφή
θαρρώντας πως θα έλαμπαν το καλοκαίρι ολάκερο.
Ένα με τη ζάχαρη
Τις βρίσκαμε το πρώτο χάραμα…

Νύχτα περάσαμε τα σύνορα
φυγάδες
από τον άνυδρο εαυτό μας
μεταναστεύσαμε
στην αυτοκρατορία του εικονικού εγώ.



οι τρεις κυρίες -Βίκυ Βανίδη

Κατανάλωση: Ουσιαστικό, γένους θηλυκού. Περιφέρουμε το θέμα με δημοκρατικές διαδικασίες, συζητήσεις επί συζητήσεων, συμφωνίες ,διαφωνίες, εκνευρισμός….κατευνασμός, ικανοποίηση της επαναστατικότητας μας, εκτόνωση.
Ανάλωση : Ουσιαστικό, γένους θηλυκού. Περίεργη εσωτερική διαδικασία αποσυμπίεσης, ακολουθεί την κατανάλωση , νεκρώνει αντιστάσεις . Χαμένος χρόνος .. χαμένο κόπος, αυτές οι σκέψεις ξεπηδούν αβίαστα. Ο νους μας έχει ήδη καεί
Ουσία: ουσιαστικόν, γένους θηλυκότατου . Μας διαφεύγει … Η σύλληψη ,η κύηση και ο τοκετός είναι διεργασίες, η γέννηση πραγματικότητα…

Οι δύο πρώτες κυρίες, πόρνες του πολιτισμού μας, η τρίτη παραμένει ασύλληπτη

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Πυγολαμπίδα

Και να τώρα αναπολώ, σε χρόνο άμετρο και βαθύ , τότε που δεν ήμουν άνθρωπος, πόσες στιγμές να πέρασαν άραγε; Μια αιωνιότητα στιγμών… και συ παιδί, σε μια γειτονιά του κόσμου, καβάλα σε ένα ποδήλατο κόντρα στον άνεμο να κατακτάς το όνειρο σου.
Ποιος είπε ότι οι αναμνήσεις είναι παλιές βιωμένες καταστάσεις; ενθύμια λαμπερών στιγμών ή πληγές σκοτεινού πόνου; Δεν ήμουν αγόρι στην αρχή της ζωής μου, έχω όμως αγορίστικες αναμνήσεις , η Καισαριανή είναι εξωτικό ή ταπεινό μέρος ; ούτε που το γροικάω, θυμάμαι όμως πως είναι να τρέχεις στις γειτονιές της.
Ναι αλήθεια λέω , δεν με πιστεύεις; Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που γυρνούσες αργά στο σπίτι και ορθοπεδαλιά προσπαθούσες να κινήσεις τις ρόδες του ποδηλάτου σου πιο γρήγορα, για να προλάβεις το χρόνο , με το άγχος της απειλής της κατσάδας που θα έτρωγες , αφού πάλι άργησε ; Τότε ήταν που συναντηθήκαμε , εγώ μια τοσοδούλα πυγολαμπίδα που μόλις βγήκα στον κόσμο και συ ένα αγόρι όρθιο στο ποδήλατο κόντρα στον άνεμο, ούτε που πρόλαβα να σε δω, πέρασες δίπλα μου σαν άνεμος και με παρέσυρες , χωρίς να το καταλάβω τρύπωσα στο αυτί σου . Τι σκοτάδι και πνιχτή λάσπη… αυτή η σπηλιά με τρόμαξε, μετά φωνές ,τσιριχτές δονήσεις με ταρακουνούσαν αλύπητα. Ένας χτύπος που ερχόταν από το κάτω μέρος , με έκανε να αισθάνομαι, φόβο, απελπισία και αδικία. Μετά ένας κρότος και ησυχία . Από το πάνω μέρος της σπηλιάς άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι . –Αμάν πια όλο τα ίδια και τα ίδια, μη αργήσω λίγο αμέσως φωνές λες και είμαι ρολόι, καλά δεν θα μεγαλώσω να μη τους εχω ανάγκη, θα δουν αυτοί όλο το βράδυ έξω θα τη βγάζω. Μετά γαλήνη μια γλυκιά ηρεμία και ο χτύπος που τώρα ακουγόταν από κάτω είχε ένα απαλό όμορφο ρυθμό. Άρχισα να σουλατσάρω πάνω κάτω και να ανακαλύπτω διάφορα , εκείνο το βράδυ γνώρισα τα όνειρα , εκτυφλωτικές λάμψεις , εξαίσια χρώματα , θαυμάσιες μουσικές , τάξιδι στ΄άστρα και συ μικρός πρίγκιπας να ανακαλύπτεις τον κόσμο.Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημη η σπηλιά.
Μια μέρα θυμάμαι άκουγα το μυαλό σου να λέει: πρέπει να γράψω ένα ποίημα . Τι να ναι πάλι αυτό το ποίημα που τόσο πολύ ποθούσες και τόσο σε βασάνιζε (είχα μάθει πια να ξεχωρίζω όλες τις συναισθηματικές σου καταστάσεις , ξεχώρισα όλους τους χτύπους της καρδιάς και ένιωθα την παραμικρή ένταση στις φλέβες σου) μετά άρχισα να νιώθω ευχάριστα, καθώς ένας γλυκός λυρισμός ξέφευγε από το μυαλό σου και ξεχυνόταν σε όλο σου το σώμα, μμμ τι γλυκιά αίσθηση αυτό το ποίημα, ακόμη τη θυμάμαι , είναι αυτό που λέω ,μια στιγμή κλείνει μέσα της την αιωνιότητα, ήταν και η πρώτη φορά που άρχισα να λάμπω , τρόμαξα με το φως μου αρχικά, αλλά μετά άρχισα να χορεύω από τη χαρά μου που μπορούσα να ανάβω. Εγώ χόρευα και συ έγραφες . Μετά την επόμενη μέρα, άκουσα κάποια να σου μιλάει αυστηρά γι΄αυτό το ποίημα , δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα , γιατί ήσουν φοβισμένος, γιατί υπέφερες , γιατί αναρωτιόσουν αν το ποίημα το έγραψες εσύ ή κάποιος άλλος , δεν ξέρω , το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να ξανακούσω το μυαλό σου να λέει : πρέπει να γράψω ένα ποίημα.
Έτσι λοιπόν μεγαλώναμε μαζί , εσύ στον έξω κόσμο και γω στον μέσα, δικό σου, κόσμο. Όμορφα ήταν παρ΄όλες τις εντάσεις , τους φόβους , τις αγωνίες, υπήρχαν στιγμές που ήταν σκέτη μαγεία, να σαν αυτές των ονείρων σου. Τόσα χρώματα , τόσες μουσικές ,αρώματα , μεταξωτή γαλήνη , πουπουλένια ηρεμία, αυτό που λέμε ένας κόσμος ονειρικός, ο ονειροκοσμό σου , το ίδο μαγικός και ο κόσμος των ερώτων σου , δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που άκουσα αυτό τον υπέροχο μουσικό χτύπο της καρδιάς σου, πάλι έλαμψα και χόρευα σε ξέφρενους ρυθμούς . Μερικές φορές για να πω την αλήθεια αναπολούσα τον έξω κόσμο που τόσο λίγο γνώρισα, αλλά δεν προλάβαινα να βαρεθώ, όλο και κάποιο νέο σουλάτσο μου επιφύλασσες και να σου ξαφνικά, άλλο ένα κομμάτι του εσωτερικού σου απείρου έβγαινε στην επιφάνεια προς εξερεύνηση. Δεν μπορώ να πω, δεν μ΄ άφησες στιγμή να πλήξω . Μια μέρα ένιωθα πάλι την οργή σου να ξεχειλίζει , τότε είναι που άκουσα τη μαμα σου να λέει - Είσαι τόσο ατίθασος, πας κατευθείαν και με ταχύτητα στην καταστροφή , αυτό μόνο με μαραίνει, αυτός ο φόβος μου για την τελειωτική συντριβή σου. Πρώτη φορά αναστατώθηκα και πρώτη φορά μίλησα με μια φωνή δυνατή σχεδόν τσιριχτή ήθελα να δώσω μια υπόσχεση στη μαμά σου και να μ΄ ακούσει - Όχι ηρέμησε , ποτέ δεν πάθει κάτι κακό, δεν θα συντριβεί ποτέ και για τίποτα, πάντα θα είμαι εγώ να τον προστατεύω, μη φοβάσαι . Αισθάνθηκα αμέσως την ηρεμία της και την ευθύνη που είχα αναλάβει.
Περνούσε ο καιρός και όλο και δυσκόλευαν τα πράγματα, είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και τα όνειρα σου, άσε που και η ποίηση όλο και πιο σπάνια μας επισκεπτόταν , μόνο η ένταση του έρωτα μας έμεινε, όχι βέβαια με τον υπέροχο χτύπο που με έκανε να θέλω να χορεύω , αλλά έστω και αυτή η στιγμιαία ένταση κάτι ήταν , με διασκέδασε λίγο. Σε μια τέτοια ένταση λοιπόν, και καθώς ήμουν αραγμένη στη σπηλιά του αυτιού σου , ένιωθα κάτι να με ρουφάει με μανία, μετά μια υγρασία με ξέβρασε πάνω σε ένα κομοδίνο , ήταν η κοπέλα σου, που ρουφούσε με μανία τα αυτί σου και μετά με έφτυσε μακριά. Αρχικά ξαφνιάστηκα από το ξεβόλεψα , μετά αντιλήφτηκα ότι είμαι στον έξω κόσμο , μαγεύτηκα, εσύ αγκομαχούσες στο κρεβάτι και γω , χωρίς καν να σου ρίξω μια ματιά, πέταξα από το ανοιχτό παράθυρο. Μόλις βγήκα στο φως άρχισα να αλλάζω μορφή , έγινα γυναίκα και εξαφανίστηκα στα στενά δρομάκια… συνεχίζεται

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

διαδικτυακές φιλίες -Βίκυ Βανίδη


Ο κόσμος που κατοικεί στο γυαλί, ακίνητες χαμογελαστές φωτογραφίες, συνήθως γλυκομίλητες........Ω! πόσο με ενθουσιάζει ο λυρισμός που ξεχύνεται από τα καθημερινά αμέτρητα like, καλημέρα γλυκιά μου πάρε και μια καρδούλα για να έχεις... ωωωω μα τι ωραίο!!!! καταπληκτικό, θαυμάσιο , ένα σκέτο θαύμα, ο κόσμος του γυαλιού.
-Μα πως αντέχεις την ακινησία, το κακοζωγραφισμένο χαμόγελο της βαρεμάρας, τις λέξεις χωρίς κίνηση. Που είναι τα ιπτάμενα γράμματα, τα υγρά σύμφωνα, τα φωνήεντα χορευτές που μοιάζουν σαν αόρατο φιλί κάτω από τα σκεπάσματα; Φιλί που ξέρει να μαζεύει την υγρασία των ιπτάμενων γραμμάτων και σίγουρα στο γυάλινο κόσμο δεν υπάρχει.
- Μπορώ να δώσω εγώ κίνηση. Στον κόσμο του γυαλιού η κοινωνική προβολή, το επάγγελμα, ο περίγυρος , μου είναι αδιάφορα. Θέλω όμως να ξέρω το χρώμα που προτιμούν, τα όνειρα που κάνουν, σε ποιους ανέμους αφήνοντα, ποιος ορίζοντας τους ελευθερώνει, αν κολυμπούν στο δρόμο του φεγγαριού και ποιους θησαυρούς θέλουν να ανακαλύψουν. Τους δίνω εγώ, ότι εξωτερικό σχήμα θέλω και αυτοί μου ζωγραφίζουν το εσωτερικό τους γνώριμο χώρο.
- Θα μπορέσεις όμως να αντέξεις ότι, η υπαρξιακή μοναξιά δαγκώνει λυσσαλέα και πάρα πολύ άγρια; Η απέραντη ξεραΐλα και η εσωτερική ερημιά, δημιουργεί τέτοια απόγνωση που κάνει κάποιον τόσο πεινασμένο σαν ύπαρξη και τόσο τυφλό (όσο επιμένει να την αγνοεί), που τελικά χυμάει σε ό,τι ψευδαίσθηση και φανταχτερό ρόλο βρει μπροστά του και αυτό καταλήγει στον κανιβαλισμός των σχέσεων.
- Όχι αυτό δεν το αντέχω.
Θα ήταν αστείο κάποιος να πιστέψει ότι στο γυάλινο κόσμο θα μπορούσε να λύσει υπαρξιακά του προβλήματα. Μόνο αυτό να εύχεται, να συναντά ανθρώπους, εδώ έξω, εκεί μέσα, πάνω σε μαγικά χαλιά που έχουν εξαιρετική στόφα και αντοχή στους ανέμους,καβάλα σε ένα σύννεφο, στο ρ του νερού, στο λ της λάμψης, στο ω του φωτός . Αν συναντάς ανθρώπους σε τέτοια μέρη ,τυχερός να νιώθεις....

tango


Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι που αφήνει πίσω του μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά πριν βουτήξει για πάντα στο κενό. - Χλόη Κουτσουμπέλη

Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες; 

VIII
Τα πιο όμορφα ποιήματα γράφτηκαν στη σιωπή.
ΙΧ.
Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες;
Γιατί κυκλοφορούν με χέρια ματωμένα;
Γιατί ουρλιάζουν οι ποιητές στις στέγες;
Γιατί έχουν έναν επίδεσμο στη θέση της καρδιάς;
Γιατί τα γράμματα που σκαλίζουν με κόπο στο χαρτί
με πένα, με κονδυλοφόρο, με μολύβι,
αφήνουν μικρά αχνάρια από αίμα;

Από τη συλλογή Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα, 2004

Όταν μπαίνεις μέσα μου

Mark Sink
Όταν μπαίνεις μέσα μου,
το πάπλωμα γεμίζει ρύζι και γαλάζια αυγά.
Μα την ίδια στιγμή,
μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει,
σε κρύο διάδρομο,
σε άδειο σπίτι.
Στην οδό Αγίου Δημητρίου,
ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα.

Από την συλλογή Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια 2006

Το σκιάχτρο
Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβάται,
διώχνω τους εφιάλτες
και τους έλκω,
το βράδυ χαϊδεύω τα σκοτάδια
το πρωί κουνώ τα χέρια στα πουλιά.
Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβίζει,
στην έρημο μιας σχέσης με ανθρώπους.
Με τα χέρια μου- τσουκνίδες
ξεσκίζω το πρόσωπό μου
και τους άλλους.
Μα κάτω από τα άχυρα
και την σκισμένη μπλούζα
ένα κοράκι κρύβω,
στιλπνό,
μαύρο,
μόνο,
το πιο έρημο κοράκι,
την καρδιά μου.



ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ II

Mark Sink
Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλαση του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέρια του.




ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ

Καθόταν στο διπλανό τραπέζι,
είχε δική του παρέα κι όμως κάθε τόσο
γύριζε να με κοιτάξει,
με έψαχνε στα μάτια.
Πριν καθήσει απέναντί μου
υπήρχε το νωχελικό φως του απογεύματος
που έλουζε τα τραπέζια,
τα καθαρά τραπεζομάντιλα
και πιο πέρα τις πέτρες και τα δένδρα.
Μα πριν συμβούν όλα αυτά
ήμουν βυθισμένη σε μια απέραντη νωχέλια,
σε μια απέραντη ηρεμία
που προδιέθετε και προετοίμαζε
μια τέτοια απόλαυση:
μέσα στο εξαίσιο φως
ένας άνδρας να με κοιτάζει.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Από τη συλλογή "Το γυμνό ζευγάρι" Διαγώνιος, 1990

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμο

Τις γιορτινές μέρες, πάντα το μυαλό μου δραπετεύει και περιπλανάται σε μοναχικές ψυχές. Σ' αυτές που πλέουν σε βαθιές θάλασσες και δεν μπορούν να συναντήσουν ψυχή για να ανταλλάξουν ένα «χρόνια πολλά», στις άλλες που τους ξέβρασε η θάλασσα σε παραλίες ερημικές και απελπισμένες κλείνουν τα «χρόνια πολλά» σε μπουκάλια, χωρίς παραλήπτη , σε κείνες που κολυμπούν στα ρηχά βιώνοντας την πιο δύσκολη μοναξιά, μέσα στη πολλή συνάφεια του κόσμου και δεν γιορτάζουν ποτέ... στο τέλος αράζει σ΄ αυτές, τις μαγικές, που μπορούν να δημιουργούν κόσμους..

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
-Θέλεις να πατάς σταθερά
Σ αρέσουν οι ρηχές θάλασσες
Σ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
αλλά πάντα στα ρηχά
Εμένα μ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας μη με νομίζει κολλημένο
στο ίδιο αυτό σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
υπάρχουν μόνο στιγμές
συμπαντικές στιγμές
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι αυτό το ξέχασες που σου λεγα
μωρό μου εκείνο το πρωινό
δίπλα στην σκάλα, πως η ζωή
κι ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια πλευρά πλεύσης.

Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο
κακώς έχεις νομίσει
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμο.



Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Νανόκα -Βίκυ Βανίδη

Υπάρχουν φορές που κοιτάς τη δυστυχία να περπατάει δίπλα σου πιασμένη χέρι –χέρι με ανθρώπους σκιές. Σκιές ακαθόριστες που κινούνται ανάμεσα μας αόρατες όπως και η δυστυχία που κουβαλάνε. Ζουν στην κοσμάρα τους κουνάς ,με ένα τόνο υποτίμησης ,το κεφάλι σου και έτσι απενοχοποιείς την αδιαφορία σου.
Ψηλή , άχαρη και αλλοπαρμένη ή μπορεί λίγο πιο αυθόρμητη από όσο επέτρεπε η συντηρητική κοινωνία του χωριού, μάλλον από μικρή ντρεπόταν που προεξείχε στην τάξη και έτσι της έμεινε η συνήθεια να γέρνει, με τον καιρό έγινε καμπούρα. Ήταν όμορφη όμως, μπορεί με ένα ιδιαίτερο τρόπο αλλά όμορφη, είχε δυο μεγάλα εκφραστικά μάτια που έλαμπαν εντιμότητα και πλούσια μαύρα μακριά μαλλιά που κυμάτιζαν ελεύθερα. Η Νανόκα η καμπούρα όπως την φώναζαν είχε έφεση στα γράμματα, της άρεσε πολύ το σχολείο και ονειρευόταν να σπουδάσει να γίνει δασκάλα για να πηγαίνει συνέχεια στο σχολείο. Θεό έκανε το πατέρα της να τη στείλει στο Γυμνάσιο της διπλανής πόλης  ούτε συζήτηση αυτός, είσαι που είσαι αλλοπαρμένη να σε στείλουμε και στο γυμνάσιο να αποτρελαθείς της έλεγε.
Αφού τελείωσε το Δημοτικό έμεινε σπίτι να βοηθάει τη μάνα της στις δουλειές του σπιτιού, όμως πάντα έψαχνε ευκαιρία να το σκάει να ξεστρατίζει όπως έλεγε η μάνα της. Της άρεσε να χάνεται στο μεγάλο δάσος στην άκρη του χωριού
δεν την φόβιζαν καθόλου οι ιστορίες για δράκους και ξωτικά ίσα –ίσα ολημερίς τριγυρνούσε και έψαχνε να τα βρει, να την πάρουν μαζί τους να μείνει για πάντα στο δάσος, η Νανόκα μπορούσε να μιλάει με τις ώρες στα δέντρα, στα λουλούδια και στα πουλιά . Βάσανο την είχε η μάνα της και έτσι στα 14 της βρήκε μια ευκαιρία  να την παντρέψει, έκλεισε το προξενιό στη λαϊκή, με μια κοντοχωριανή που γνώριζε από παλιά , ανάμεσα στις ντομάτες και τα αγγουράκια . Έδωσαν στο γαμπρό γερή προίκα σε μετρητά, σε ζώα και σε γη, ο πιο άξεστος και ακοινώνητος του διπλανού χωριού ήταν, αλλά τι να κάνει, ποιος άλλος θα την έπαιρνε σκέφτηκε αν μεγάλωνε και άλλο θα της έμεινε στο ράφι και θα ήταν η ντροπή της οικογένειας και βάρος στα αδέλφια της .
Πάντως της κάνανε μεγάλο γλέντι στο γάμο, όλο το χωριό καλεσμένο γελούσε με τις άγαρμπες κινήσεις της νύφης και με το χαστούκι που έφαγε στην εκκλησία όταν, όπως της είπαν, πάτησε το πόδι του γαμπρού. Ούτε που ξαναγύρισε να την κοιτάξει, μήτε τη χόρεψε στο γλέντι, αυτή προσπαθούσε να του φέρεται γλυκά, αυτός όλο το βράδυ σκεφτόταν την περιουσία που κέρδισε. Ήταν θεόφτωχος δεν είχε στον ήλιο μοίρα, έλεγαν οι συγχωριανοί του, λαχείο ήταν αυτός ο γάμος συν του ότι δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνει στο σπίτι της Φωφός και να πληρώνει . Μια χαρά τα τακτοποίησε όλα στο μυαλό του.
Το βράδυ στο σπίτι του η Νανόκα αντίκρισε μια σκληρή πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που έγινε η καθημερινότητας της, άγριοι βιασμοί, ξύλο, βρισιές από το σύζυγο της, υποτίμηση και εξαναγκασμοί για σκληρή δουλειά από την πεθερά της. Οι γονείς της το μόνο που της έλεγαν ήταν υπομονή και κάποια στιγμή όλα θα σιάξουν . Κάθε που βράδιαζε έτρεμε τον έρωτα που είχε βρώμικη ανάσα και την πονούσε αλύπητα, κάθε που ξημέρωνε έτρεμε τις ανθρώπινες επαφές που όλο απαιτούσαν και ποτέ δεν ικανοποιούσε. Δεν μπορούσε η Νανόκα την πραγματικότητα, δεν την άντεχε, γι αυτό συχνά άφηνε το σώμα της πίσω και ας το βασάνιζαν και αυτή ξεστράτιζε στο αγαπημένο της δάσος  παρέα με τους δράκους και τα ξωτικά. Δύο παιδιά έκανε άλλα ούτε που την άφηναν να τα πλησιάσει. -Εσύ δεν είσαι ικανή για τίποτα της έλεγε η πεθερά της, σιγά μη σε αφήσω να κάνεις και τα παιδιά σαν τα μούτρα σου και έγινε εκείνη μάνα στα παιδιά της- Κάποια μέρα της απαγόρευσαν να τρώει αφού ,όπως είπαν, δεν πρόσφερε τίποτα, έφυγε η Νανόκα αποφασισμένη να μη γυρίσει ποτέ ξανά πίσω, ολημερίς γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους και πεινούσε πολύ, τότε ήταν που ένας πλανόδιος για να της δώσει φρούτα της ζήτησε το σώμα της και έτσι έμαθε να επιβιώνει. Όλη μέρα τριγυρνούσε στους δρόμους το βράδυ όμως επέστρεφε σπίτι , όλα μπορούσε να τα αντέξει εκτός από το σκοτάδι , το φοβόταν το σκοτάδι καλύτερα στο σπίτι και ας έτρωγε ξύλο. Γεμάτη μελανιές ξεκινούσε χαράματα το ξεστράτισμα ,ποτέ κανείς δεν τη ρώτησε πως έγιναν οι μελανιές λες και ήταν αόρατες, ούτε καν στην εκκλησία που πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Φορούσε το επίσημο φουστάνι της έκανε το σταυρό της κάθε φορά που έβλεπε να κάνουν οι δίπλα της και κοιτούσε παρακλητικά στο θόλο την εικόνα του Χριστού. Από μικρή είχε μάθει ότι οι καλοί άνθρωποι, του Χριστού , πάνε στην εκκλησία ενώ οι άλλοι του διαβόλου δεν πάνε ποτέ. Μια φορά την πλησίασε μια γυναίκα την κοίταξε με συμπάθεια στα μάτια και την ρώτησε πως έγινα οι μελανιές  δεν την γνώριζε ποτέ δεν την είχε δει στην εκκλησιά. Δεν έρχεσαι στην εκκλησιά τη ρώτησε , όχι απάντησε εκείνη είμαι άθεη. Αχ ατυχία σκέφτηκε μια γυναίκα ενδιαφέρθηκε για μένα και αυτή είναι του διαβόλου, δεν μίλησε την άφησε και έφυγε.
Μια μέρα, 45 χρονών γριά, η Νανόκα άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την βρήκαν στην αποθήκη με τα ξύλα, ειδοποίησαν τον πατέρα της για να κάνει τα έξοδα της κηδεία. Θέλω μεγαλοπρεπή κηδεία παρήγγειλε εκείνος στο γραφείο κηδειών, θέλω άμαξα να τη σέρνουν τέσσερα άλογα, έτσι λοιπόν ξεπλήρωσε την αδιαφορία του για τη ζωή της κόρη του.
Τόσο παράξενο θέαμα αυτή η πομπή … σταματούσε ο κόσμος στο δρόμο και χάζευε. Βρε μεγαλεία η Νανόκα που την έπαιρναν όλοι οι γύφτοι για ένα καρπούζι έλεγαν οι άντρες. Βρε μεγαλεία η Νανόκα που πάντα ερχόταν ξεκάλτσωτη στην εκκλησιά λέγαν οι γυναίκες . Ήταν η πρώτη φορά που η Νανόκα έγινε ορατή …




Το Βοϊο αυτό ο τόπος ο ξεχωριστός , δεν περιγράφει την ομορφιά του, καλεί τον επισκέπτη για να την αποδείξει.

Ο θαυμαστός κόσμος του Βοίου
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος...»
 « Άξιον Εστί» - Οδυσσέας Ελύτης

Σινιάτσικο. Φώτο: από πρόγραμμα "Μονοπάτια της Πίνδου"

Στα θεμέλια της Πίνδου ανάμεσα από το  Γράμμο , το Σμόλικα και τη Βασιλίτσα , απλώνεται το Βόιο.  Το βουνό που έδωσε το όνομα του στο νέο Καλλικρατικό Δήμο Βοϊου  και  ένωσε πέντε Δημοτικές Ενότητες . Οι  καποδιστριακοί Δήμοι,  Σιάτιστας- Ασκίου –Νεάπολης-Τσοτυλίου-Πενταλόφου , ένωσαν το παρελθόν τους  στο παρόν, για να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό μέλλον, αντάξιο του ένδοξου παρελθόντος.
 Πόρτα της  Πίνδου, το Βόιο σε οδηγεί στην απαρχή των ψηλών βουνών, των παραδοσιακών οικισμών και των μεγάλων ποταμών.  Από την   ξακουστή κοιλάδα του  «Μεσιού Νερού» στο  Μπούρινο, μέχρι  την κορυφή  του Βοϊου, «Ζουπανιώτικο Αηλιά (1.810μ.)»,   μαγευτικές διαδρομές με κινηματογραφικές εναλλαγές τοπίου σε προκαλούν να τις εξερευνήσεις . Τα αναρίθμητα πατροπαράδοτα έθιμα αποτελούν ένα συναρπαστικό σύνολο εικόνων, γεύσεων και συναισθημάτων .  Παλιοί θρύλοι , ιστορίες και  μνήμες συνθέτουν το μύθο του Δήμου  Βοΐου.   
Ο μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας, ο Αλιάκμονας, διασχίζει όλο το Δήμο  και σε πολλά σημεία δημιουργεί  παραποτάμιες  περιοχές  απαράμιλου κάλλου. Από τα δυτικά του Βοΐου ξεκινάει άλλος ένας ιστορικός ποταμός, ο Σαραντάπορος ο Πρασινονέρης, ο οποίος διασχίζοντας την Ήπειρο, ενώνεται με τον Αώο. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι   το Βόιο τέμνει  τη Δυτικομακεδονική γη, με  τα νερά της ανατολικής του πλευράς να καταλήγουν στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ αυτά της δυτικής στο Ιόνιο.
Το Βόιο δεν είναι απλώς ένας τόπος, είναι αίσθηση ζωής και ιστορίας. Είναι καθημερινότητα, εικόνες, θρύλοι και ιστορίες. Είναι ένα περιβάλλον ανεξερεύνητο ακόμα και για τους «βετεράνους» ταξιδιώτες. 

Πέτρινο εικονοστάσι άνω Βόϊο, Όντρια

Οι κάτοικοι του, σήμερα, ασχολούνται, κυρίως,  με την πρωτογενή παραγωγή,  προσπαθώντας  να επιβιώσουν σε μια δύσκολη καθημερινότητα , με άσβεστες τις μνήμες της παλιάς ευμάρειας .  Το διακομιστικό εμπόριο που αναπτύχθηκε  κυρίως στη Σιάτιστα το 17ο και 18ο αιώνα, καθώς και οι πετράδες του Πενταλόφου , οι αποκαλούμενοι Ζουμπανιώτες  μάστορες,  κατέστησαν το Βόιο ξακουστό τόπο, οικονομικής ανάπτυξης και ευμάρειας . 
Τα ενθύμια του παρελθόντος, τα πολλά και σημαντικά  εκκλησιαστικά και κοσμικά μνημεία,  οι πάμπολλες λατρευτικές  εκδηλώσεις  (πανηγύρια)  καθώς και  οι εκδηλώσεις  ευχαριστιών στη  γη,  για τους καρπούς  της- με κορυφαίες τις  γιορτές κάστανου και κρασιού- προσδιορίζουν ευδιάκριτα,  τις διαστάσεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου.
Οι πέντε διαφορετικές  σε  χαρακτηριστικά δημοτικές  ενότητες ,  συνθέτουν ένα μαγευτικό περιβάλλον, που ονομάζεται Δήμος Βοΐου.
ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ
Σιάτιστα (έδρα του Δήμου Βοΐου) Μικρόκαστρο, Παλαιόκαστρο (οικισμός Δαφνερού)

Σε μια ρωγμή του χρόνου και στην αγκαλιά μια ιδιόμορφης φύσης σε περιμένει η Σιάτιστα
Κάτω ο Αλιάκμονας, φυσικό όριο με το νομό Γρεβενών,  γλιστράει μέσα στους σιταγρούς . Όσο ανηφορίζεις αμπέλια , κάπου κάπου  άλογα που  βόσκουν αμέριμνα και ξαφνικά στο βάθος τ’ ουρανού κοκκινίζουν οι στέγες  της πόλης , που μετράει ήδη έξι αιώνες ζωής.   Ανάμεσα στα δύο καμπαναριά  ξεδιπλώνονται οι δύο οικισμοί της , Χώρα και Γεράνεια που μαρτυρούν την ιστορία και τον πολιτισμός της, την άνθιση και την πτώση της   
Παλαιονρολογική Συλλογή στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο Σιάτιστας

Το ιστορικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Σιάτιστας,  ανάγεται στην περίοδο της ακμής της πόλης, που έχει ως χρονολογικά όρια τα μέσα του  17ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Σιάτιστα, ιδρυμένη με συνοίκηση τον 15ο αιώνα, έχει ανοδική οικιστική και πληθυσμιακή πορεία ως τις μέρες μας, αλλά η κορυφαία οικονομική, αρχιτεκτονική και πολιτισμική περίοδος συμπίπτει κυρίως με τον 18ο αιώνα, τον «χρυσό αιώνα» της Σιάτιστας Στην περίοδο της ακμής της Σιάτιστας ανήκουν όλα σχεδόν τα λαμπρά αρχοντικά  και τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης. Είναι η εποχή  ανάπτυξης του διαμετακομιστικού εμπορίου των Σιατιστινών με πόλεις της Ιταλίας ,της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης . Οι περίφημοι πραγματευτάδες μετέφεραν  γούνες, κρασιά και άλλα   προϊόντα,   στις αγορές της Ευρώπης.
παλιό γκαλντερίμι προς Αρχοντικό Μανούση

Το εμπόριο της γούνας και οι αμπελοκαλλιέργειες με την οινοποίηση του γνωστού  «ηλιαστού» είναι μέχρι  και σήμερα η κύρια απασχόληση των κατοίκων.
Καμπαναριό Αγίας Παρασκευής Γεράνεια

Η πόλη με τα δυο καμπαναριά που σηματοδοτούν τις δύο συνοικίες της Χώρα και Γεράνεια, διατηρεί στα σοκάκια της  το άρωμα μιας άλλης  εποχής. Οι επιβιώσεις του παρελθόντος , οι μύθοι ,οι γεύσεις ,οι άνθρωποι  είναι  απτή εικόνα προς εξερεύνηση  του επισκέπτη που θέλει χρόνο για να την ανιχνεύσει  και να την κατανοήσει.  Το σίγουρο είναι πως η Σιάτιστα σε κατακτάει από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Κι όσο επιστρέφεις εδώ, τόσο σου ανοίγεται και σου ξεδιπλώνει τα πολύτιμα μυστικά της.
η βρύση του έρωτα στο Μπούρινο. Ο θρύλος λέει ότι τα δάκρυα της νεράϊδας που αγάπησε θνητό γίνονται βέλη έρωτα σε όσους πίνουν νερό

 ΑΣΚΙΟ
Καλονέρι , Γαλατινή ,Εράτυρα, Πελεκάνος, Σισάνι  και Νάματα
Νάματα

 Ένας  γίγαντας στην καρδιά της Δ. Μακεδονίας,  το βουνό των μεγάλων αντιθέσεων  Άσκιο ή Σινιάτσικο (2111) είναι  χαρακτηρισμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του ως περιοχή Natura 2000 και  έδωσε  το όνομα του στη Δημοτική Ενότητα που βρίσκετε στην ανατολική πλευρά του Βοΐου.   Στο γυμνό  του τοπίο η ψηλή βλάστηση απουσιάζει ολοκληρωτικά, ενώ όπου υπάρχουν δάση αυτά είναι πολύ πυκνά και αποτελούν   τυπικό ενδιαίτημα των καφέ αρκούδων που ζουν εκεί.  Με τα  διάσπαρτα χωριά του  χτισμένα  στις πλαγιές και στους πρόποδες , με  εξαίρεση τα Νάματα ,  που είναι  σκαρφαλωμένο επάνω στον απότομο ορεινό όγκο του, το Άσκιο καλεί τον επισκέπτη να γνωρίσει την  πλούσια πολιτιστική, θρησκευτική και γαστρονομική του  παράδοση.
Έρατυρα

Η Εράτυρα, κλασικό δείγμα αρχοντικής μακεδονίτικης πολιτείας διασώζει μικρό αριθμό αρχοντικών , χτισμένα σύμφωνα με μια ιδιαίτερη τοπική λαϊκή παράδοση. Γραπτές  αναφορές  με την πρώτη να   ανιχνεύεται στις αρχές του 16ου αιώνα  μαρτυρούν ότι  υπήρξε από  τους πλουσιότερους κτηνοτροφικούς οικισμούς κατά τον 18ο αιώνα.
Η Γαλατινή κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια, όπως μαρτυρούν τα απομεινάρια ενός φρουρίου στη θέση Καστρέλλι. Oι κάτοικοι της, επί το πλείστον οικοδόμοι,  έχουν συνδέσει το όνομά τους με τους εθνικούς αγώνες, ιδιαιτέρως με τον Μακεδονικό Αγώνα.

Σισάνι
Το Σισάνι  θρησκευτικό κέντρο του Βοίου  κατά τον 11ο αιώνα , καθρεφτίζει  στα ερείπια της παλιάς μητρόπολης τα ίχνη αυτής της εποχής. Μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι  πολύτιμες αγιογραφίες που διασώζονται.  Τα Νάματα, μικρό βλαχοχώρι , τόπος  κλειστός, με σπάνια ομορφιά και ιδιαίτερα άφθονα νερά. Περιβάλλεται από δάση οξιάς και βοσκότοπους. Σε υψόμετρο 1320 μέτρων, φημίζεται  για το εξαιρετικό  του κλίμα  αφού φυσάει πάντα, άλλος αέρας
ΝΕΑΠΟΛΗ
Νεάπολη, Μελιδόνι, Αλιάκμονα, Περιστέρα, Δρυόβουνο, Σήμαντρο,Σκαλοχώρι,Τραπεζίτσα, Μεσόλογγος, Πολύλακκος, Πεπονιά, Αξιόκαστρο , Κλίμα , Αηδονοχώρι, Καλλιστράτι, Πυλωρίου, Χειμερινό, Πλατανιά, Σήμαντρο, Στέρνα, Βελανιδιά, Κρυονέρι, Λευκοθέα, Ασπρούλα, Χορηγού,
Καμπαναριό Νεάπολης

Δεν είναι απλώς μια σύγχρονη κωμόπολη- θυμίζει περισσότερο αστικό κέντρο, παρά παραδοσιακό οικισμό. Είναι το αγροτικό και οικονομικό κέντρο του Δήμου Βοίου. Χτισμένη σε υψόμετρο 680 μέτρα, η Νεάπολη διασχίζει του αιώνες, διατηρώντας αναλλοίωτη την ιστορική της αξία, από τα νεολιθικά χρόνια στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι από το Βυζάντιο στους Παγκόσμιους Πολέμους και στο σήμερα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν  «Λειψίστα» και ήταν το Διοικητικό - Στρατιωτικό - Οικονομικό κέντρο της Επαρχίας Ανασελίτσας (Βοΐου)- όλοι οι μπέηδες της περιοχής εδώ είχαν την έδρα τους. Φημίζεται για το εύκρατο κλίμα της και την φυσική της υπεροχή. Απέραντα πυκνά δρυοδάση και ποτάμια συνθέτουν  ένα μαγικό σκηνικό.
Μνήμα Πασά στη Νεάπολη

Ο Αλιάκμονας κυριαρχεί στο τοπίο. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων (πρόσφυγες οι περισσότεροι από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία) είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριo. Στον τομέα του αθλητισμού, η Νεάπολη (με 3 Αθλητικούς Συλλόγους και γήπεδο ποδοσφαίρου ) έχει δοξαστεί αμέτρητες φορές από τις διακρίσεις των «παιδιών» της. Με έντονο λαογραφικό και θρησκευτικό ενδιαφέρον,  θρύλους και μύθους που εξάπτουν την φαντασία των επισκεπτών και πλούσια γαστρονομική παράδοση, η Νεάπολη και όλα τα γύρω χωριά, συνθέτουν έναν ταξιδιωτικό προορισμό, ιδανικό για καλοκαινές και χειμερινές εξορμήσεις.

ΤΣΟΤΥΛΙ
Aγιάσμα,  Άγιος Θεόδωρος ,Αχλαδέα, Κοιλάδιον,  Άγιοι Ανάργυροι, Ανθούσα ,Τριάδα, Ανθοχώριο ,Παρόχθιο ,Φυτώκιο, Αυγερινός, Βουχωρίνας, Βροντή, Απιδέα, Λευκάδι, Δαμασκηνιά, Δάφνη,  Διχείμαρρου, Δραγασιά, Ζώνη, Κλεισώρεια, Κορυφή, Κριμήνι, Λικνάδες, Λεύκη, Λούβρη, Λουκόμι, Μόρφη, Ομαλή, Γλυκοκερασιά, Πλακίδα, Πολυκαστάνου, Ροδοχώρι, Σταυροδρόμι, Χρυσαυγή
Ιστορικό οικοτροφείο Τσοτυλίου


Εδώ  δεν δεσπόζουν συμπαγείς και στρογγυλεμένες κορυφές. Εδώ η φύση γλύπτης περίτεχνος λάξεψε  με περίσσιο μεράκι τη μορφή αυτού του τόπου. Εδώ οι πλαγιές ανεβαίνουν απότομα σαν πέτρινοι τοίχοι, οι απειλητικοί γκρεμοί χαμένοι στο μυστήριο της ομίχλης και η βλάστηση οργιάζει με τα άγρια ζώα να φωλιάζουν στα ατέλειωτα δάση. Εδώ κυριαρχεί ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού, ο ψίθυρος οξιάς, το τρίξιμο της πέτρας και η απέραντη σιωπή που κρύβεται πίσω από κάθε ήχο. Εδώ οι παλιοί μάστορες έκτισαν γεφύρια που είναι φυσική προέκταση των βράχων σαν να τα γέννησε η γη και όχι ανθρώπου χέρι. Εδώ μεταξύ θεού και ανθρώπου πέτρινα χωριά, σκαρφαλωμένα σε πλαγιές, χάνονται στο πράσινο  της φύσης και στο γαλάζιο τ΄ ουρανού. 
Γεφύρι Μόρφης

Το Τσοτύλι  διαθέτει και σήμερα τα πλεονέκτημα μιας ιστορικής, αλλά και σύγχρονης, πόλης. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας  οι εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων το κατέστησαν αξιόλογο εμπορικό κέντρο της ευρύτερης  περιοχής,   ξακουστό ήταν το πολύβουο παζάρι  «Καρί Παζάρ» που ιδρύθηκε το 1833 με σουλτανικό «Ιραδέ»  και επιβιώνει μέχρι σήμερα  κάθε Σάββατο με πλήθος πωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους. Θεσμός έχει γίνει και η εμποροπανήγυρη Τσοτυλίου που διοργανώνεται δύο φορές τον χρόνο με εκθέτες από όλη την Ελλάδα να διαλαλούν τις πραμάτειες τους στο πλήθος των επισκεπτών που έχουν την ευκαιρία όχι μόνο να αγοράσουν αλλά και  να διασκεδάζουν με τις διάφορες εκδηλώσεις . 
Ροδοχώρι

Το ιστορικό κτίριο του  Οικοτροφείου – Γυμνάσιου που ιδρύθηκε από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως, γνωστό ως Τσοτύλειος Σχολή, διατηρείτε μέχρι σήμερα σε άρτια κατάσταση  και φιλοξενεί υπηρεσίες του Δήμου Βοΐου . 
γεφύρι Χρυσαυγής 

Το  Τσοτύλι με τα πετρόχτιστα χωριά του και τα  καστανοχώρια του θα σας ξεναγήσει σε  ένα γραφικότατο κομμάτι του Βοΐου.
ΠΕΝΤΑΛΟΦΟΣ
Βυθός-Δίλοφο-Αγία Σωτήρα



Χτισμένος πέτρα πέτρα ο Πεντάλοφος μοιάζει να μην τον άγγιξε το πέρασμα του χρόνου. Πέτρα είχαμε, πέτρα δουλέψαμε… Οι μάστορες που έβγαλε ο τόπος ήταν τόσοι πολλοί και ξακουστοί, με αποτέλεσμα να αποκαλούνταν ως Ζουπανιώτες, όχι μόνο οι μάστορες του γειτονικού Βυθού, αλλά όλοι όσοι προέρχονταν από το Βόιο. 

Η τέχνη τους βρίσκεται αποτυπωμένη κυρίως στις εκκλησίες, στα διώροφα και τριώροφα σπίτια του χωριού. Η απότομη, επιβλητική και ογκώδης κορυφή του Βοΐου «Προφήτης Ηλίας»  δεσπόζει σε όλη την περιοχή.  Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι με τη λέξη Βόιο εννοούν ως βουνό μόνο τον Αηλιά. Οι ντόπιοι τον αποκαλούν ο Αηλιάς ο Ζουπανιώτικος,  όπου στο υψηλότερο σημείο, ακίνητος φρουρός,  το ερημοκλήσι του Αγίου, σαν αγιοκάντηλο  καταυγάζει τις ψυχές  των προσκυνητών. 
Μοναστήρι Αγίας Τριάδας στο Βυθό

 Καθρέφτης ιστορίας και πολιτισμού, ο Πεντάλοφος, διατηρεί ζωντανές τις μνήμες από την αρχαιότητα. Το θρυλικό Ζουπάνι κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας   ήταν το πιο σημαντικό κεφαλοχώρι της Βορειοανατολικής Πίνδου. Εδώ είχε το ορμητήριό του ο Παύλος Μελάς και από εδώ ξεκίνησε στις 4 Σεπτέμβρη του 1904, για την τρίτη και τελευταία εξόρμησή του στη Δ. Μακεδονία, ενάντια στους Βούλγαρους επιδρομείς . Από δω ανηφόριζαν για το μέτωπο οι γυναίκες τις Πίνδου, φορτωμένες πυρομαχικά, κι εδώ επέστρεφαν κουβαλώντας τραυματίες. Μάρτυρας το επιβλητικό άγαλμα που δεσπόζει στην πλατεία του χωριού αφιερωμένο στη γυναίκα της Πίνδου 
Δημήτρης Μαυρομάτης μας υποδέχεται στην Αγία Σωτήρα πάντα με χαμόγελο

Τα «Μαστοροχώρια» του Βοΐου είναι πολιτισμικοί θησαυροί. Είναι τοπία μυστικά και ανεξερεύνητα, για όλους όσοι αναζητούν νέες συγκινήσεις και περιπέτειες. Οι ανήσυχοι ταξιδιώτες θα ανακαλύψετε εδώ πάνω, νέες «πηγές ζωής κι ενέργειας». 
Πραμόριτσα