Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Νανόκα -Βίκυ Βανίδη

Υπάρχουν φορές που κοιτάς τη δυστυχία να περπατάει δίπλα σου πιασμένη χέρι –χέρι με ανθρώπους σκιές. Σκιές ακαθόριστες που κινούνται ανάμεσα μας αόρατες όπως και η δυστυχία που κουβαλάνε. Ζουν στην κοσμάρα τους κουνάς ,με ένα τόνο υποτίμησης ,το κεφάλι σου και έτσι απενοχοποιείς την αδιαφορία σου.
Ψηλή , άχαρη και αλλοπαρμένη ή μπορεί λίγο πιο αυθόρμητη από όσο επέτρεπε η συντηρητική κοινωνία του χωριού, μάλλον από μικρή ντρεπόταν που προεξείχε στην τάξη και έτσι της έμεινε η συνήθεια να γέρνει, με τον καιρό έγινε καμπούρα. Ήταν όμορφη όμως, μπορεί με ένα ιδιαίτερο τρόπο αλλά όμορφη, είχε δυο μεγάλα εκφραστικά μάτια που έλαμπαν εντιμότητα και πλούσια μαύρα μακριά μαλλιά που κυμάτιζαν ελεύθερα. Η Νανόκα η καμπούρα όπως την φώναζαν είχε έφεση στα γράμματα, της άρεσε πολύ το σχολείο και ονειρευόταν να σπουδάσει να γίνει δασκάλα για να πηγαίνει συνέχεια στο σχολείο. Θεό έκανε το πατέρα της να τη στείλει στο Γυμνάσιο της διπλανής πόλης  ούτε συζήτηση αυτός, είσαι που είσαι αλλοπαρμένη να σε στείλουμε και στο γυμνάσιο να αποτρελαθείς της έλεγε.
Αφού τελείωσε το Δημοτικό έμεινε σπίτι να βοηθάει τη μάνα της στις δουλειές του σπιτιού, όμως πάντα έψαχνε ευκαιρία να το σκάει να ξεστρατίζει όπως έλεγε η μάνα της. Της άρεσε να χάνεται στο μεγάλο δάσος στην άκρη του χωριού
δεν την φόβιζαν καθόλου οι ιστορίες για δράκους και ξωτικά ίσα –ίσα ολημερίς τριγυρνούσε και έψαχνε να τα βρει, να την πάρουν μαζί τους να μείνει για πάντα στο δάσος, η Νανόκα μπορούσε να μιλάει με τις ώρες στα δέντρα, στα λουλούδια και στα πουλιά . Βάσανο την είχε η μάνα της και έτσι στα 14 της βρήκε μια ευκαιρία  να την παντρέψει, έκλεισε το προξενιό στη λαϊκή, με μια κοντοχωριανή που γνώριζε από παλιά , ανάμεσα στις ντομάτες και τα αγγουράκια . Έδωσαν στο γαμπρό γερή προίκα σε μετρητά, σε ζώα και σε γη, ο πιο άξεστος και ακοινώνητος του διπλανού χωριού ήταν, αλλά τι να κάνει, ποιος άλλος θα την έπαιρνε σκέφτηκε αν μεγάλωνε και άλλο θα της έμεινε στο ράφι και θα ήταν η ντροπή της οικογένειας και βάρος στα αδέλφια της .
Πάντως της κάνανε μεγάλο γλέντι στο γάμο, όλο το χωριό καλεσμένο γελούσε με τις άγαρμπες κινήσεις της νύφης και με το χαστούκι που έφαγε στην εκκλησία όταν, όπως της είπαν, πάτησε το πόδι του γαμπρού. Ούτε που ξαναγύρισε να την κοιτάξει, μήτε τη χόρεψε στο γλέντι, αυτή προσπαθούσε να του φέρεται γλυκά, αυτός όλο το βράδυ σκεφτόταν την περιουσία που κέρδισε. Ήταν θεόφτωχος δεν είχε στον ήλιο μοίρα, έλεγαν οι συγχωριανοί του, λαχείο ήταν αυτός ο γάμος συν του ότι δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνει στο σπίτι της Φωφός και να πληρώνει . Μια χαρά τα τακτοποίησε όλα στο μυαλό του.
Το βράδυ στο σπίτι του η Νανόκα αντίκρισε μια σκληρή πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που έγινε η καθημερινότητας της, άγριοι βιασμοί, ξύλο, βρισιές από το σύζυγο της, υποτίμηση και εξαναγκασμοί για σκληρή δουλειά από την πεθερά της. Οι γονείς της το μόνο που της έλεγαν ήταν υπομονή και κάποια στιγμή όλα θα σιάξουν . Κάθε που βράδιαζε έτρεμε τον έρωτα που είχε βρώμικη ανάσα και την πονούσε αλύπητα, κάθε που ξημέρωνε έτρεμε τις ανθρώπινες επαφές που όλο απαιτούσαν και ποτέ δεν ικανοποιούσε. Δεν μπορούσε η Νανόκα την πραγματικότητα, δεν την άντεχε, γι αυτό συχνά άφηνε το σώμα της πίσω και ας το βασάνιζαν και αυτή ξεστράτιζε στο αγαπημένο της δάσος  παρέα με τους δράκους και τα ξωτικά. Δύο παιδιά έκανε άλλα ούτε που την άφηναν να τα πλησιάσει. -Εσύ δεν είσαι ικανή για τίποτα της έλεγε η πεθερά της, σιγά μη σε αφήσω να κάνεις και τα παιδιά σαν τα μούτρα σου και έγινε εκείνη μάνα στα παιδιά της- Κάποια μέρα της απαγόρευσαν να τρώει αφού ,όπως είπαν, δεν πρόσφερε τίποτα, έφυγε η Νανόκα αποφασισμένη να μη γυρίσει ποτέ ξανά πίσω, ολημερίς γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους και πεινούσε πολύ, τότε ήταν που ένας πλανόδιος για να της δώσει φρούτα της ζήτησε το σώμα της και έτσι έμαθε να επιβιώνει. Όλη μέρα τριγυρνούσε στους δρόμους το βράδυ όμως επέστρεφε σπίτι , όλα μπορούσε να τα αντέξει εκτός από το σκοτάδι , το φοβόταν το σκοτάδι καλύτερα στο σπίτι και ας έτρωγε ξύλο. Γεμάτη μελανιές ξεκινούσε χαράματα το ξεστράτισμα ,ποτέ κανείς δεν τη ρώτησε πως έγιναν οι μελανιές λες και ήταν αόρατες, ούτε καν στην εκκλησία που πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Φορούσε το επίσημο φουστάνι της έκανε το σταυρό της κάθε φορά που έβλεπε να κάνουν οι δίπλα της και κοιτούσε παρακλητικά στο θόλο την εικόνα του Χριστού. Από μικρή είχε μάθει ότι οι καλοί άνθρωποι, του Χριστού , πάνε στην εκκλησία ενώ οι άλλοι του διαβόλου δεν πάνε ποτέ. Μια φορά την πλησίασε μια γυναίκα την κοίταξε με συμπάθεια στα μάτια και την ρώτησε πως έγινα οι μελανιές  δεν την γνώριζε ποτέ δεν την είχε δει στην εκκλησιά. Δεν έρχεσαι στην εκκλησιά τη ρώτησε , όχι απάντησε εκείνη είμαι άθεη. Αχ ατυχία σκέφτηκε μια γυναίκα ενδιαφέρθηκε για μένα και αυτή είναι του διαβόλου, δεν μίλησε την άφησε και έφυγε.
Μια μέρα, 45 χρονών γριά, η Νανόκα άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την βρήκαν στην αποθήκη με τα ξύλα, ειδοποίησαν τον πατέρα της για να κάνει τα έξοδα της κηδεία. Θέλω μεγαλοπρεπή κηδεία παρήγγειλε εκείνος στο γραφείο κηδειών, θέλω άμαξα να τη σέρνουν τέσσερα άλογα, έτσι λοιπόν ξεπλήρωσε την αδιαφορία του για τη ζωή της κόρη του.
Τόσο παράξενο θέαμα αυτή η πομπή … σταματούσε ο κόσμος στο δρόμο και χάζευε. Βρε μεγαλεία η Νανόκα που την έπαιρναν όλοι οι γύφτοι για ένα καρπούζι έλεγαν οι άντρες. Βρε μεγαλεία η Νανόκα που πάντα ερχόταν ξεκάλτσωτη στην εκκλησιά λέγαν οι γυναίκες . Ήταν η πρώτη φορά που η Νανόκα έγινε ορατή …




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου