Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Σύννεφο με παντελόνια- Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι..

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

Πίνακας: Μάκη Βάγια

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

κάποιο δειλινό στο Κουκουνάρι

Οι λεπτοδείκτες άγγιξαν το  βαθύ κόκκινο
και από το ρολόι του  τίποτα αναδύθηκε φως,
άλικη  υπόσχεση εισπλέει στο Κουκουνάρι*
κουβαλώντας μαζί της την κίνηση του δάσους.
Στο μισοσκόταδο της τυφλόμυγας
σε τρελή πλάνη πέταξε η   ψυχή,
καθαρή και ακέραια  όρμησε
στην παμπάλαια ονειρική προβολή.


Είμαι ο Σικαμίσα της είπε,
ανατέλλω απ΄ την απάτη των χρωμάτων
και ποθώ να σε γυμνώσω
στο δικό μου κόκκινο.

Ικαλισάβη, άπλωσε βελούδινα 
το ηχόχρωμα της φωνής της.
Είμαι ιέρεια των λέξεων και τις προκαλώ
να με ξεγυμνώσουν στην πεθυμιά  σου


Δεν ήταν το σύμπαν που συνωμότησε
οδηγώντας τα βήματα τους σε ‘κείνο το δείλι,
ήταν το τυχαίο που ξεπήδησε στο χώρο
και τους βύθισε στο βαθυγάλαζο του δάσους,
ήταν η στιγμή, αυτή, που ζωγραφίζει μνήμες
στη σκόνη του χρόνου, μνήμες που θα μετρούν
μια κόκκινη έκρηξη 
σ’ έναν ανοιξιάτικο Οκτώβρη

*Το Κουκουνάρι είναι καφενείο κάπου στον κόσμο


 
Πίνακας Μάκη Βάγια

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

IA', Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη -Αργύρης Χιόνης



Ὤ ναι, ξέρω καλά πώς δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
-
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε
το πουπουλένιο πάπλωμα τους.
-
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού…
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά που κοιμούνται,
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
-
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.


Robert and Shana ParkeHarrison

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αρθούρε Ρεμπώ απόψε θα μπω στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι μακριά ν’ ανοιχτώ σε κύκλο φριχτό που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει (Νίκος Γκάτσος από «Το Μεθυσμένο Καράβι»)



ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ”

(Arthur Rimbaud)

Καθώς κατέβαινα τ' αδιάφορα Ποτάμια,
Ένιωσα ξάφνου που δε σερνόμουν πια απ' τους τραβηχτάδες,
Κάτι Ινδιάνοι τους είχαν βάλει στο μάτι
Και γυμνούς τους κάρφωσαν σε χρωματιστά παλούκια.

Ανέμελο και ξένοιαστο για κάθε λογής πληρώματα,
Κουβαλώντας φλαμαντέζικο στάρι και μπαμπάκι εγγλέζικο.
Όταν πια τέλειωσε των τραβηχτάδων όλος αυτός ο ντόρος
Μ' άφησαν το ποτάμια όπου ήθελα να πάω.

Μέσα στους φοβερούς παφλασμούς των πλημμυρίδων,
Τον άλλο χειμώνα, Εγώ, πιο κουφός κι από μυαλό παιδιού,
Έτρεξα! Κι οι λυμένες Χερσόνησοι
Ποτέ τους δεν έσυραν Χάος πιο θριαμβικό.

Η ανεμοζάλη ευλόγησε τη ναυτική μου έγερση.
Πιο ανάλαφρο κι από φελλό χόρεψα πα' στα κύματα,
Τους απέθαντους τούτους κυλιστές ναυαγών,
Νύχτες δέκα, και δε νοστάλγησα το χαζό μάτι των φάρων!

Πιο γλυκό απ' ό,τι στα παιδιά η σάρκα των ξυνόμηλων,
Το πράσινο νερό γέμισε το ελατίσιο σκαρί μου
Κι ό,τι λεκέ από κρασί γαλάζιο κι από ξερατά
Μου ξέπλυνε, σκορπώντας τιμόνια και γάντζους.

Και πια, κολύμπησα στο Ποίημα μέσα
Της θάλασσας, μ' άστρα μπολιασμένο, γαλακτώδες,
Καταπίνοντας πράσινους ουρανούς, όπου χλωμή ίσαλη γραμμή
Κι όλβια, ένας πνιγμένος, σκεφτικός, τραβάει πέρα, πότε-πότε.

Όπου, βάφοντας ξάφνου τις γαλαζοσύνες, παραληρήματα
Κι αργούς ρυθμούς, απ' τη λαμπράδα κάτω του φωτός,
Πιο δυνατό κι απ' τ' αλκοόλ, κι από τη λύρα πιο πλατύ,
Ζυμώνεται η πυρόξανθη πίκρα του έρωτα!

Ξέρω ουρανούς που σκάζουν σ' αστροπελέκια, και σίφουνες
Και τ' αντιμάμαλα, τα ρεύματα: Ξέρω το βράδυ,
Την εξαρσιωμένη Αυγή, ίδια λαός περιστεριών
Κι είδα αυτό που ο άνθρωπος κάποτε πίστεψε ότι είδε!

Είδα τον ήλιο κατάκοπο λεκιασμένο από μυστικές φρίκες
Να φωτίζει μακρές, ιόχροες καταψύξεις,
Όμοιες με δρώντες δραμάτων αρχαιότατων,
Και τα κύματα να κυλούν μακριά το ιωσεί πτερυγίων τρέμισμά τους.

Ονειρεύτηκα την πράσινη νύχτα με τα έκθαμβα χιόνια
Φιλί που ανεβαίνει αργά στων θαλασσών τα μάτια,
Ανάκουστων χυμών ροή,
Και το γαλαζοκίτρινο των φώσφορων που τραγουδούν το ξύπνημα!

Κοίταζα, μήνες και μήνες, όμοια με γελαδοτόπι
Υστερικά, τη φουσκοθαλασσιά να χιμά στα ύφαλα,
Χωρίς να συλλογιστώ πως τα φωτεινά πόδια των Παρθένων
Μπορούσαν τάχα να σπρώξουν το μουσούδι των αργοκίνητων Ωκεανών!!

Σκόνταψα, ξέρετε, σ' απίθανες Φλωρίδες
Που λούλουδα ανακάτευαν με μάτια πανθήρων, με δέρμα
Ανθρώπου! Ουράνια τόξα τεντωμένα σαν γκέμια
Κάτω απ των θαλασσών τον ορίζοντα, με γλαυκά κοπάδια!!

Είδα να βράζουν πελώριοι βάλτοι, απόχες
Που μέσα στα σκοίνα τους σαπίζει κοτζάμ Λεβιάθαν!
Γκρεμίσματα νερών καταμεσής σε μπονάτσες,
Και τ' απόμακρα σε βάραθρα να κατρακυλούν!!

Παγετώνες, ήλιοι αργυροί, κύματα ουντεφένια, ουρανοί θρακιάς!
Φρικτές προσαράξεις βαθιά στους σκούρους όρμους,
Όπου γιγάντια φίδια, των κοριών βορά,
Πέφτουν από τα στρεβλά δέντρα, με μυρωδιές μαύρες!!

Πόσο θα 'θελα να δείξω στα παιδιά τα λυθρίνια
Του γαλάζιου κύματος, τα χρυσά ψάρια, τα ψάρια που τραγουδούν
- Αφροί λουλουδιών νανούρισαν τα φευγιά μου
Κι άνεμοι ανείπωτοι, στιγμές, με φτέρωσαν.!

Κι άλλοτε, μάρτυρας κατάκοπος ζωνών και πόλων,
Η θάλασσα, που ο λυγμός της για μένα ήτανε μπότζι γλυκό
Ανέβαζε τα σκοτεινά της άνθη, βεντούζες κίτρινες
Κι έμενα, γονατιστή γυναίκα, λες...!

Χερσόνησο, που λίκνιζα στις όχθες μου τις έριδες
Και κουτσουλιές πουλιών που καυγάδιζαν, με ξανθά μάτια.
Κι αρμένιζα, καθώς μεσ' απ' τα αδύναμα τα παλαμάρια
Να κοιμηθούν κατέβαιναν πνιγμένοι, πισωπατώντας!...!

Κι όμως εγώ, καράβι χαμένο κάτω απ' τα μαλλιά των όρμων,
Που η ανεμοζάλη σφενδόνησε στον έρημο από πουλιά αιθέρα,
Εγώ, που ούτε οι Μονίτορες, ούτε τα Χανσεατικά καΐκια
Δε θα 'χαν ψαρέψει ξανά το σκέλεθρό του από τη μέθη του νερού.!

Λεύτερο, ολάχνιστο, με τις μαβιές καταχνιές πάνω του,
Εγώ, που οι Μονίτορες και τα Χανσεατικά καΐκια,
Που κουβαλώ, ζαχαρωτό εξαίσιο για τους καλούς μας ποιητάδες,
Λειχήνες ήλιου και μύξες γαλάζιου ουρανού. !

Που 'τρεχα, λεκιασμένο από ηλεκτρικές ημισελήνους,
Τρελό σανίδι, και ξωπίσω του μαύροι ιππόκαμποι,
Όταν οι Ιούληδες γκρεμίζανε με μαγκουριές
Τους βαθυκύανους ουρανούς στις φλογερές χοάνες.
Εγώ που έτρεμα, νιώθοντας να βογγά, πενήντα λεύγες πέρα,
Η στύση των Μπεεμό και των παχιών Μαλστρόμ,
Ταξιδευτής αιώνιος των γαλάζιων ακινησιών,
Νοσταλγώ την Ευρώπη με τα παλιά παραπέτα!!

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα! Νησιά
Που οι παράφοροί τους ουρανοί ανοίγουν στον αρμενιστή:
Τις άπατες τούτες νύχτες τάχα κοιμάσαι κι εξορίζεσαι
Μυριάδα χρυσόφτερων πουλιών, ω μέλλουσα Ευρωστία;-!

Μ' αλήθεια, έκλαψα πολύ! Απογοητευτικές οι Αυγές.
Κάθε σελήνη είναι φρικτή, και πικρός ο κάθε ήλιος:
Ο στυφός έρωτας με φούσκωσε με χαύνα μεθύσια.
Θρυψάλιασε, καρίνα μου! Πότε θα πάω στη θάλασσα!!

Αν λαχταρώ Ευρώπης νερό, ειν' η λακκούβα
Η μαύρη, η κρύα, όταν βαλσαμωμένο σούρουπο,
Ένα παιδί ανακούρκουδα, γεμάτο θλίψεις, αφήνει
Εύθραυστο ένα καράβι, μαγιάτικη, λες πεταλούδα.!

Δεν μπορώ πια, λουσμένο απ' τις νωχέλειές σας, ω κύματα,
Ν' αφαιρέσω την αυλακιά στους κουβαλητάδες των μπαμπακιών,
Ούτε να περάσω ανάμεσα από την αλαζονεία των σημαιών και των φλάμπουρων,
Ούτε να κολυμπήσω κάτω από τα φριχτά μάτια των πλωτών γεφυρών.!




-ARTUR RIMBAUD. «ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ»

(Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας)

Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.

Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!







LE BATEAU IVRE

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’œil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et, dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs, et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant au fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
— Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux...

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et des Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
— Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Millions d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi, plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons !

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης - Τόλης Νικηφόρου

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης
ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής
βαδίζω απρόσεχτα, χορεύω
γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή
παίζω με την κομμένη σας ανάσα
περιγελώ τα επιφωνήματα
εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί
στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό
τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα

το ξέρω πως θα συντριβώ
το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει
ένα παράξενο φεγγάρι
οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένεια
θα διασώσουν μοναχά
κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι
που θε ν'ανθίσει στο σημείο που έπεσα


Από τη συλλογή Ο μεθυσμένος ακροβάτης (1979)


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Πέρασε τη ζωή του γράφοντας ποιήματα με τη γομολάστιχα- Αργύρης Χιόνης

Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.

Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.


                                    

'' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.


ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πέλ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.

XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

VIII
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο• ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: “Χαμήλωσε τη μουσική• υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!”.



Τέσσερα χαϊκού
α.
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα
β.
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη
μια ανεμώνη.
γ.
Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο·
τον μέθυσε η ζωή.
δ.
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!


Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.


Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα
τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού...
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά πού κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

Από τη συλλογή «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»

ROBERT AND SHANA PARKEHARRISON
Στίχοι για την ποίηση

"Η ποίηση πρέπει να σημαδεύει το κεφάλι και να πετυχαίνει την καρδιά".

"Η Ποίηση πρέπει να' ναι
ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
να σπας τα δόντια σου"






 

Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι. Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι - Χλόη Κουτσουμπέλη


Οι στοιχειωμένοι έρωτες

Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

από τη συλλογή: Κλινικά απών, 2014


Zdzislaw Beksinski

 
Οι ευγενικοί ξένοι της οδού Καραολή

Περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν
Πού και πού αφήνουν μία τούφα από μαλλιά
υγρά χνάρια στον διάδρομο
πιάτα με αποφάγια στην κουζίνα
αποτυπώματα στο πόμολο μίας πόρτας
ένα λευκό μαντίλι στην τσέπη ενός παλτού
μία μελωδία από ένα μουσικό κουτί
που δεν άκουσα ποτέ
Ω, πόσο αγαπώ τους ξένους της οδού Καραολή
Χρόνια τώρα ζω μαζί τους
Κάθονται απέναντι μου όταν γράφω
Είναι σαν να με κοιτούν μέσα από γυαλί
Σαν να απλώνουν το χέρι να μ' αγγίξουν
Σαν κάποιοι απ' αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς
Πόσο διακριτικοί είναι οι ξένοι της οδού Καραολή
Αφήνουν πάντα το κλειδί κάτω απ' την ψάθα
Και μία μπαλκονόπορτα ανοιχτή
μήπως κάποιος θελήσει να πηδήξει

από τη συλλογή: Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, 2012


 Maurits Cornelis Escher

... το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής


Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς
μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι.
Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι


Κάποιος να δέσει αυτήν την άγρια νύχτα
γύρω από τον ασημένο πάσσαλο του φεγγαριού
Γαβγίζει δαιμονισμένα και ζητάει να καταβροχθίσει
μία λίμπρα σάρκα απ' την καρδιά μου
Σάυλωκ, τι άλλο πια θέλεις από εμένα;
Ως πότε θα ισχύει το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής;

από τη συλλογή: Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, 2012






Το εισιτήριο


Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα και ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

από τη συλλογή: Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009




Εκλεκτικές συγγένειες

Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

από τη συλλογή: Κλινικά απών, 2014






Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Ο λόγος για την ειρήνη- Ζακ Πρεβέρ

Προς το τέλος ενός λόγου εξαιρετικά σημαντικού
ο μεγάλος άνδρας του Κράτους τρεκλίζοντας
πάνω σε μια ωραία φράση κούφια
πέφτει μέσα
και αβοήθητος με το μεγάλο στόμα του ανοιχτό
ασθμαίνοντας
δείχνει τα δόντια
και η οδοντική αποσύνθεση των ειρηνικών συλλογισμών του
αποκαλύπτει το νεύρο του πολέμου
το ευαίσθητο ζήτημα των χρημάτων.

Πίνακας Ρενέ Μαγκρίτ

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ξεσκούριασμα συναισθημάτων -Βίκυ Βανίδη



Σταγόνες βροχής τρίζουν στους τσίγκους
που χάσκουν εγκαταλειμμένοι στο πεζοδρόμιο
αυτός ο ήχος, απόηχος παιδικών αναμνήσεων
σκονισμένων ονείρων και σκουριασμένων συναισθημάτων,
με καλεί επίμονα σε άχρονη θύμηση

Στο σπίτι των καλοκαιριών μου με τα τσίγκινα υπόστεγα,
σκεπαστές αγκαλιές για τα ήμερα ζώα του Παππού
μια βροχερή Κυριακή με κυνήγησε ένα φτερό·
ο ήχος της βροχής κυλούσε σαν λυγμός
ξεθωριάζοντας την κηλίδα του βαθύ κόκκινου
που έβαψε τις πλάκες της αυλής.
Δεν κουνήθηκα, μόνο κοιτούσα
μια αόρατη δύναμη με ακινητοποίησε
με τρόμαξε το αίμα, η επιβολή του δυνατού,
το κατασπάραγμα του πουλιού.
Το φτερό , κινούμενο από τον άνεμο με κύκλωνε
σαν να ζητούσε εξηγήσεις για την απάθεια μου·
το αιλουροειδές με τα μουστάκια του να στάζουν αίμα
γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα βαθύ και κίτρινο
με ευχαριστούσε που παρέμεινα μόνο θεατής
αυτού του άνισου αγώνα.

-Παππού Παππού κρύψε με στην αγάπη σου
φοβάμαι την εύνοια του αιλουροειδούς
ένα πούλι έρχεται στον ύπνο μου και ζητάει δικαίωση.
- κοιμήσου μικρή μου
πολλοί αδύναμοι ζητούν δικαίωση,
εσύ είσαι ένα τόσο δα κοριτσάκι
και η αδικία του δυνατού πιο παλιά και από το θεό
πώς να τα βάλεις μαζί της χωρίς να γίνεις θεριό;
Έλα μη φοβάσαι θα δεις θα έρθει μια μέρα που
θα σπάσουν οι αλυσίδες και η αδικία θα βουβαθεί

Αυτός ο τσίγκινος ήχος
ήρθε από το πιο βαθύ σκοτάδι μου
για να μου ψιθυρίσει μοχθηρά
πως το πουλί έφυγε από μέσα μου
και η διάσταση είναι πια οριστική.

Πότισα με αντισκωρικό τα συναισθήματα μου.
Το πιο υποχθόνιο ξεσκούριασε πρώτο
μίσος… ναι, μισώ τους δυνατούς αυτού του κόσμου
μισώ και τον παντοδύναμο και πανάγαθο θεό
που τάζει μεταθανάτια δικαίωση σε παραδείσους
και τελειώνει τη ζωή μας με ήττα.

Τώρα πάω να ξεσκονίσω τα όνειρα μου










Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Ο ανθρώπινος μόχθος- Ζακ Πρεβέρ

Ο ανθρώπινος μόχθος
δεν είναι αυτός ο ωραίος νέος άνδρας ο χαμογελαστός
όρθιος πάνω στο πόδι του από γύψο
ή από πέτρα
που δίνει χάρη στα παιδαριώδη τεχνάσματα της γλυπτικής
στην ανόητη ψευδαίσθηση
της χαράς του χορού και της αγαλλίασης
υπενθυμίζοντας με το άλλο πόδι στον αέρα
τη γλυκύτητα του γυρισμού στο σπίτι.
Όχι
ο ανθρώπινος μόχθος δεν φέρει ένα μικρό παιδί στον δεξή ώμο
άλλο ένα στο κεφάλι
κι ένα τρίτο στον ώμο τον αριστερό
με τα εργαλεία στον αορτήρα
και τη νεαρή γυναίκα ευτυχισμένη να κρέμεται απ’ το μπράτσο του.
Ο ανθρώπινος μόχθος φέρει έναν επίδεσμο στην κήλη
και τις ουλές από τις μάχες
που ‘χουν παραδοθεί απ' την εργατική τάξη
ενάντια σ’ έναν κόσμο παράλογο και δίχως νόμους
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει σπίτι αληθινό
οσφραίνεται τη μυρωδιά της εργασίας του
και τον χτυπάει στα πνευμόνια
ο μισθός του κοκαλιάρης
τα παιδιά του επίσης,
δουλεύει σαν τον νέγρο,
κι ο νέγρος σαν αυτόν.
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει τρόπους
ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει την ηλικία της λογικής
ο ανθρώπινος μόχθος έχει την ηλικία των στρατώνων
την ηλικία των φυλακών και των κατέργων
την ηλικία των εκκλησιών και των εργοστασίων
την ηλικία των κανονιών
κι αυτός που έχει φυτέψει παντού όλους τους αμπελώνες
κι έχει κουρδίσει όλα τα βιολιά
τρέφεται από όνειρα άσχημα
και μεθάει με το άσχημο κρασί της παραίτησης
και σαν ένας μεγάλος σκίουρος μεθυσμένος
χωρίς σταματημό γυρνάει σε κύκλους
μες σ’ ένα σύμπαν εχθρικό
σκονισμένο και με ταβάνι χαμηλό
και ολοένα σφυρηλατεί την αλυσίδα
την αλυσίδα τη φρικτή όπου όλα είναι αλυσοδεμένα
η μιζέρια η πρόσοδος η δουλειά η θανάτωση
η θλίψη η δυστυχία η αϋπνία και η ανία
η τρομακτική αλυσίδα του χρυσού
του άνθρακα του σιδήρου και του χάλυβα
του κλίνκερ και της σκόνης
η περασμένη γύρω από τον λαιμό
ενός κόσμου σακατεμένου
η άθλια αλυσίδα
όπου έρχονται να γαντζωθούν
τα θεία γούρια
τα ιερά κειμήλια
οι σταυροί της τιμής οι σταυροί οι αγκυλωτοί
τα φυλαχτά-σκιουροπίθηκοι
τα μετάλλια των παλιών υπηρετών
τα μπιχλιμπίδια της κακοτυχίας
η μεγαλοπρεπής αίθουσα του μουσείου
το μέγα πορτρέτο του έφιππου
το μέγα πορτρέτο του βαδίζοντος
το μέγα πορτρέτο προσώπου προφίλ στο ένα πόδι
το μέγα πορτρέτο επιχρυσωμένο
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου μάντη
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου αυτοκράτορα
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου στοχαστή
του μεγάλου άλτη
του μεγάλου ηθικολόγου
του αξιοπρεπούς και θλιβερού φαρσέρ
το κεφάλι του μεγάλου ταραξία
το κεφάλι του επιθετικού ειρηνοποιού
το αστυνομικό κεφάλι του μεγάλου απελευθερωτή
το κεφάλι του Αδόλφου Χίτλερ
το κεφάλι του κυρίου Θιέρσου
το κεφάλι του δικτάτορα
το κεφάλι του δημίου
όποιας και να ‘ναι χώρας
όποιου και να ‘ναι χρώματος
το απεχθές κεφάλι
το δυστυχές κεφάλι
το κεφάλι για χαστούκια
το κεφάλι για σφαγή
το επικεφαλής του φόβου.

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου