Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Το κελί -Χάρης Μελιτάς

Siegfried Zademack



Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχθές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Εντάξει, είναι λίγο σκοτεινό
θαμπώνει ο φεγγίτης εκεί πάνω
οι βέργες κομματιάζουν την πανσέληνο
κι ένα πουλί δέν φάνηκε στα χρόνια.
Μα ποιος μετράει τέτοιες λεπτομέρειες
μπροστά στ' αξεσουάρ που μου παρέχει;
Μικρόφωνο, τηλέφωνο, κουμπιά
σοφές αριθμομηχανές, επίπεδες οθόνες.
Μπορώ να δω τα πάντα από δω.
Τις εκτελέσεις, τα μαρτύρια, τις φωτιές
τα μαχαιρώματα, τα κόκκινα σημάδια.
Μεγάλο πράγμα η τεχνολογία.
Το αίμα κατακλύζει το κελί
στιγμές φαντασιώνομαι πως είναι το δικό μου.

Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχθές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Έλεγα πως μπορώ να πολιτεύομαι
να ερωτεύομαι, να ζω
να εκπαιδεύομαι
να περιμένω βολεμένος τη σειρά μου.
Μέχρι που χθες το βράδυ ανακάλυψα
ότι η πόρτα του δεν ήταν κλειδωμένη.

από τη συλλογή Κυνηγώντας τον δολοφόνο μου, 2015

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Φωτεινά παράθυρα - η ανταρσία της ποίησης ,Τόλης Νικηφόρου



 



 

η ποίηση είναι μια ανταρσία από τους ελάχιστους και για τους ελάχιστους. Καθώς συνιστά μια επώδυνη και συγκλονιστική μετάβαση από τον κόσμο της καθημερινής κτηνωδίας στον μόλις ορατό κόσμο των θαυμάτων.... από την επιστολή του Τόλη Νικηφόρου "η ποίηση όμως δεν κινδυνεύει" 









  
Όταν το φως επαναστατεί θα είσαι με τους χαμένους αν δεν ταχθείς στο πλευρό του.


ύμνος ερωτικός

κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά κι ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι


ένα μολύβι που κουρνιάζει
ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη
και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου
έτοιμο
να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί
ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε
την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων

γνωρίζει πως εμείς οι τρεις
τις ίδιες ρίζες έχουμε
κοινή καταγωγή το δάσος
και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου
μέσα στα μάτια μου θυμάται
το δέντρο που ήταν κάποτε
και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί
τα φύλλα του στον ουρανό


Να μάθεις να φεύγεις



Να μάθεις να φεύγεις. Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.
Να φεύγεις -αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.
Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.
Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου. (Όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας -αποδέξου το) Να σταματήσεις να αγαπάς τον Μέλλοντα, όταν αυτό που έχεις είναι μόνο ο Ενεστώτας.
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι – από ‘κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε.
Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις. Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.
Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.
Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.
Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς, οι τρίτες για τους γελοίους.
Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία.
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.
Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.
Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα. 
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.

Αποτέλεσμα εικόνας για Να μάθεις να φεύγεις. Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ακροβάτες ονείρων-Αντώνης Ν. Χελιδώνης




Οι φίλοι μου είναι
Ακροβάτες ονείρων
Με αυτά συνομιλούν

Οι φίλοι μου είναι
Χαμένα σχέδια
Αφυδατωμένα φιλιά
Χλωμές, διαβατάρικες ιστορίες
Προδομένες συντροφιές
Ματαιωμένες ομιλίες
Κομμένες κεφαλές
Ανυπόστατες ιστορίες.
Χάρτες
Χαρτιά
Και λέξεις
Αταξίδευτοι χάρτες
Καμμένα χαρτιά
Και ηττημένες λέξεις
Οι φίλοι μου είναι
Σχοινοβάτες
Μόνοι αφήρεσαν το δίκτυ
Χάθηκαν
Πέθαναν
Αυτοκτόνησαν
Στα ψέματα που έκτισαν τα προηγούμενα λάθη τους
Λάθη, άνθρωποι, ιδέες
Μοναχικοί και μόνοι.
Οι φίλοι μου είναι
Μια αντανάκλαση στον καθρέπτη
Μια έξοδος
Μια ανολοκλήρωτη σχέση
Οι φίλοι μου ξεχάστηκαν στον εαυτό τους
Όργωσαν αλλά δεν έσπειραν
Έσπειραν αλλά δεν θέρισαν
Θέρισαν αλλά δεν πούλησαν τη σοδειά τους.
Σάπισε ο σπόρος
Δεν ήταν μόνο το χωράφι μολυσμένο.

Μιχαήλ Mπακούνιν : Η Εξουσία Διαφθείρει Τους Καλύτερους





Το Κράτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η κυριαρχία κι η εκμετάλλευση τακτοποιημένη και συστηματοποιημένη. Θα επιχειρήσουμε να το αποδείξουμε αυτό εξετάζοντας τις συνέπειες της κυβέρνησης πάνω στις λαϊκές μάζες από μια μειοψηφία, εξ αρχής έξυπνη κι αφιερωμένη αν θέλετε, σ’ ένα ιδανικό Κράτος, θεμελιωμένο πάνω σε μια ελεύθερη σύμβαση. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αποτελείται μόνον απ’ τους καλλίτερους πολίτες.
Κατ’ αρχήν αυτοί οι πολίτες είναι προνομιούχοι όχι δικαιωματικά, αλλά ουσιαστικά. Έχουν εκλεγεί απ’ το λαό επειδή είναι οι πιο νοήμονες, έξυπνοι, σοφοί, θαρραλέοι κι αφιερωμένοι. Διαλεγμένοι απ’ τη μάζα των πολιτών, που θεωρούνται όλοι ίσοι, δεν αποτελούν ακόμη μία ξεχωριστή τάξη, αλλά μια ομάδα ανθρώπων προνομιούχα μόνον εκ φύσεως και γι’ αυτό το λόγο ξεχωρισμένη προς εκλογή απ’ το λαό. Ο αριθμός τους είναι αναγκαστικά πολύ περιορισμένος, σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις χώρες ο αριθμός των ανθρώπων προικισμένων με τόσο αξιοσημείωτες ικανότητες ώστε αυτομάτως να έχουν την ομόφωνη αποδοχή από ένα έθνος, όπως η εμπειρία μας διδάσκει, είναι πολύ μικρός.

Ως εκ τούτου, κάτω απ’ τον κίνδυνο μιας κακής επιλογής, ο λαός θάναι πάντοτε αναγκασμένος να επιλέξει τους κυβερνήτες του ανάμεσα σ’ αυτούς. Έτσι, λοιπόν, η κοινωνία διαιρέθηκε σε δύο κατηγορίες, για μην πω ακόμη δύο τάξεις, εκ των οποίων η μία, αποτελούμενη απ’ την τεράστια πλειοψηφία των πολιτών, υποστηρίζει ελεύθερα την κυβέρνηση των εκλεγμένων ηγετών της, η άλλη, σχηματιζόμενη από ένα μικρό αριθμό από προνομοιούχες φύσεις, αναγνωρίστηκε κι έγινε δεκτή ως τέτοια απ’ το λαό, και επιφορτίστηκε απ’ αυτόν για να τον κυβερνά. Ανάλογα με τη λαϊκή εκλογή, είναι εξ αρχής διακεκριμένοι από τη μάζα των πολιτών μόνον απ’ τις ιδιαίτερες ικανότητές τους που προκρίνουν για την επιλογή τους κι είναι φυσικά, οι πιο αφοσιωμένοι και χρήσιμοι απ’ όλους. Δεν εκχωρούν ακόμα στους ίδιους κάποιο προνόμιο, κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα, εκτός από κείνο της άσκησης, στο βαθμό που οι άνθρωποι το επιθυμούν, των ειδικών υπηρεσιών που τους έχουν ανατεθεί. Κατά τα λοιπά, απ’ τον τρόπο ζωής τους, απ’ τις προϋποθέσεις και τα μέσα για τη διαβίωσή τους, δε διαφέρουν καθόλου απ’ όλους τους άλλους, έτσι ώστε πλήρης ισότητα εξακολουθεί να επικρατεί σ’ όλους. Μπορεί αυτή η ισότητα να διατηρηθεί για καιρό;

Εμείς ισχυριζόμαστε ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο ν’ αποδειχθεί. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο απ’ την ατομικιστική ηθική του κάθε ανθρώπου όσο η συνήθεια της κυριαρχίας. Ο καλύτερος άνθρωπος, ο πιο έξυπνος, ανιδιοτελής, γενναιόδωρος, καθαρός, πάντοτε κι αναπόφευκτα θα διαφθαρεί σ’ αυτήν τη συναλλαγή. Δύο αισθήματα έμφυτα στην εξουσία ποτέ δεν αποτυγχάνουν να παράγουν αυτήν την εξαχρείωση· αυτές είναι: περιφρόνηση για τις μάζες κι η υπερεκτίμηση των πλεονεκτημάτων του ενός. “Οι μάζες” λέει ένας άνθρωπος στον εαυτό του”, αναγνωρίζοντας την ανικανότητά τους να κυβερνούν για λογαριασμό τους, έχουν εκλέξει εμένα ως επικεφαλή τους. Με την εν λόγω πράξη έχουν δηλώσει δημοσίως την κατωτερότητά τους και την ανωτερότητά μου. Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας δύσκολα τίποτε κοινό με τον εαυτό μου, είμαι ο μόνος ικανός να διευθύνω τις δημόσιες υποθέσεις. Οι άνθρωποι μ’ έχουν ανάγκη· δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τις υπηρεσίες μου, ενώ, αντιθέτως εγώ, μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου· αυτοί, παρόλα αυτά, πρέπει να με υπακούν για το δικό τους καλό, και υποκρινόμενος ότι τους υπακούω, τους κάνω χάρη.

Δεν υπάρχει σ’ όλο αυτό κάτι που κάνει έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του και την καρδιά του, και να γίνει τρελός από υπερηφάνεια; Είναι, γι’ αυτό το λόγο, η ίδια η εξουσία κι η συνήθεια της κυριαρχίας που κάνει ακόμα και τους πιο έξυπνους κι ενάρετους ανθρώπους, πηγή παραλογισμών, τόσο διανοητικών όσο κι ηθικών.

1867


Μτφρ. http://aixmi.wordpress.com/

Αναδημοσίευση από : anarkismo.wsm.ie

Ακολουθώντας τον ήχο μιας φυσαρμόνικας - Βόλτα στα μονοπάτια της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου

Γράφει Βίκυ Βανίδη 




ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

«και να χαμογελάει μια γλάστρα…» αχ ναι! Σαν τις γλάστρες, στην αυλή της γιαγιάς μου, κάθε εποχή και άλλο χαμόγελο, με το χειμωνιάτικο να ξεχειλίζει χρώματα χρυσάνθεμων.

«το χώμα να μυρίζει γειτονιά…» και ματωμένα γόνατα από ανέμελα παιχνίδια.

«νωχελικά να κατεβαίνεις…» στους στίχους, να γεύεσαι, να μυρίζεις, να βλέπεις, να ακούς, να αισθάνεσαι. Αυτό το ποίημα, χρονόπλοιο, εισπλέει στο παράλληλο σύμπαν χαρίζοντας σου ονειρικό ταξίδι στο παρελθόν. Η πόλη του ποιητή, η πόλη μου, οι μνήμες μας που ενώνονται στο χωροχρόνο και γεννούν κεραυνούς συναισθημάτων.
Αλήθεια ποιος έγραψε αυτό το ποίημα; Τόλης Νικηφόρου, από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007).
Πάντα με γοήτευε ο ήχος της φυσαρμόνικας, αυτή η θλιμμένη νοσταλγία, που βγάζει, σε ταξιδεύει σε χαμένους παραδείσους. Ο ήχος αυτής της φυσαρμόνικας όμως, κυριολεκτικά με μαγνήτισε, έλξη κεραυνοβόλα, καθολική, κάθε αντίσταση εκ προοιμίου χαμένη. Παλλόμενα ηχητικά κύματα με παρασύρουν σε στίχους μιας ποίησης σειρήνας, όπου μαγεμένη με ξεβράζει σε μια θάλασσα γεμάτη ερωτηματικά.
Ποια είναι η λέξη που μπορεί να περιγράψει την ουτοπία;
Ποια χρώματα περιγράφουν το όνειρο;
Ποιοι στίχοι ζωντανεύουν τους μύθους που αργοπεθαίνουν μέσα σου;
Πιστεύεις στα θαύματα;
Ουτοπία, όνειρο, μύθοι, θαύματα… Λέξεις ξεχασμένες, κρυμμένες σε παλιές μου συννεφοϊστορίες, σταλμένες από παλιούς καιρούς, σε μακρινό ταξίδι στο άπειρο. Πως βρέθηκαν ξανά μπροστά μου και με κοιτούν με απορία; Μα ποιος είναι, επιτέλους, αυτός ο Τόλης Νικηφόρου, που τις γύρισε από το άπειρο και τις πετάει με ορμή πάνω μου;
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή μας, που δεν μπορεί κανένα μετρήσιμο μέγεθος να αποδώσει τη διάρκεια τους, είναι μια αιωνιότητα κλεισμένη σε ένα δευτερόλεπτο και ούτε υπάρχει γήινος σχηματισμός που να μπορεί να τις περιγράψει. Ποια λέξη αλήθεια, μπορεί να περιγράψει τη στιγμή, που ένα ποίημα σου μεταγγίζει τόσα πολλά συναισθήματα έτσι που μεταμορφώνει, σχηματοποιεί ένα κομμάτι του εσωτερικού σου άπειρου ώστε να μπορείς να το ορίζεις;
Ο Τόλης Νικηφόρου χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άμεση, απλή, κατανοητή, δημιουργεί γνήσια ποίηση, που φαίνεται απλή σε πρώτη ανάγνωση, αλλά σου αποκαλύπτει σταδιακά μερικά από τα μυστικά της. Εκεί που λες την κατέκτησα, σου βγαίνει από άλλη γωνία και σου ανατρέπει πολλά δεδομένα. Η πρώτη ματιά είναι σαγήνη, σου χαμογελάει η γλάστρα, ανθίζει ο κόσμος και έλα εσύ να αντισταθείς στην άνοιξη, αλλά εκεί που πας να πιάσεις ροζ και ίσως ένα σιελάκι, σου βγαίνει με κόκκινο ή με βαθύ γαλάζιο και σ΄ αφήνει στο ράμπλες του ουρανού, ως άλλο Ντουρούτι, με μια βόμβα παραμάσχαλα, να αναρωτιέσαι σε πιο κόσμο ανήκεις, σ΄ αυτόν, σε άλλο ή μήπως δεν υπάρχεις και είσαι αποτύπωμα μοναχικού λύκου στο χιόνι;
Τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις πολλή δρόμο μπροστά σου, όχι τόσο εύκολο όσο αρχικά νόμιζες, αλλά επίσης έχεις και τη βεβαιότητα ότι σε περιμένει μια μαγική κορύφωση, γιατί κοινωνείς, ποιητική ηδονή από τους πρώτους στίχους και στη διαδρομή βρίσκεις τη λύτρωση από κάτι που ευχάριστα ή οδυνηρά σε πιέζει. Κύριο συστατικό αυτής της ποίησης η αγάπη και γω με αγάπη γράφω για τον ποιητή, που μπόρεσε με το έργο του να μου αλλάξει τρόπο σκέψη, να μου ξαναμυθοποιήσει τις απομυθοποιήσεις μου. Πως αλλιώς θα μπορούσα; ούτε τις γνώσεις έχω, ούτε είμαι αρμόδια να αναπτύξω το βιογραφικό του ή να αναλύσω το έργο του, άλλωστε έχουν ήδη γραφτεί αρκετές σελίδες για τον ίδιο και για το έργο του.

Μια ιστορία για μια ποιητική γλώσσα που μιλάει απευθείας στην καρδιά, δεν μπορεί να ξεκινήσει αλλιώς παρά μόνο αν, δανειστώ από τη χώρα των ξωτικών τη μαγευτική ένωση του α που ασκεί καθολική έλξη σε όποιον την αντικρίσει και τη μαγική ένωση του ω που μεταλλάσει τους σχηματισμούς της ανάλογα με την οπτική γωνία που την προσεγγίζεις καθώς και δύο στίχους του ποιητή, που κλείνουν μέσα τους τη μαγική και μαγευτική ένωση «μέσα στο θριαμβικό ωμέγα της ζωής/ελλοχεύει το διπλό άλφα της αγάπης» και η ιστορία αρχίζει...

-Εδώ στου δρόμου τα μισά...
-Έλα, μην κλαις, κοιμήσου τώρα. Δεν είναι τίποτα. Μια ζωή είναι, θα περάσει.
Τι πρόταση αλήθεια! χαστούκι, γροθιά στο στομάχι και συνάμα παράκληση ζωής
-Αυτή τη σύντομη ζωή ας προσπαθήσουμε να την κάνουμε όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη, ει δυνατόν ευχάριστη και δημιουργική. Και ευεργετική προς τους άλλους.

Αυτή είναι η γλώσσα που μιλάει ο Τόλης, αλλά ποια είναι η γλώσσα που μιλάει το φως;

-Τη δικιά μου γλώσσα μιλάει το φως πετάγεται φουριόζος ο Σοτοσαπόλ, αν την μάθεις μπορείς να ξετρυπώσεις άφθονο χρυσάφι από μέσα σου.
-Το φως δεν ενδιαφέρεται για χρυσάφι, λάμπει πιο πολύ από όλο το χρυσάφι του κόσμου, ακούγεται εκκωφαντική η φωνή των άταφων. Σκληρή, καταγγελτική γλώσσα, γεμάτη αιχμηρές απολήξεις, γλώσσα προφητική, μιλάει το φως. Ακούστε τι λέει: «άνθρωποι βιαστικοί/πυκνώνουν στου τέλματος τις όχτες/με μάτι αδίσταχτο».
-Ναι το φως μιλάει ανατρεπτικά και αναρχικά, μιλάει για κοινωνική δικαιοσύνη και για μια καλύτερη ζωή. Αυτήν τη γλώσσα μιλάει άπταιστα ο μεθυσμένος ακροβάτης, κοιτάξτε τον πάνω στο τεντωμένο σκοινί να μιλά δυνατά και περιπαικτικά: «Παίζω με την κομμένη σας ανάσα/περιγελώ τα επιφωνήματα/εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί/στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό/τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα», αυτά τα λόγια είπε, το τραγούδι του έρωτα και αποχώρησε με την έπαρση του αθάνατου.
-Καλά αυτά τα λέει, πρώτον γιατί είναι ερωτευμένο με το μεθυσμένο ακροβάτη και δεύτερον δεν άκουσε τη γλώσσα που μιλάει το μαγικό χαλί, πετάχτηκε ο σαν άγριος, «έρωτας έρωτας φωνάζοντας». Αν το φως δεν μιλάει τη γλώσσα του έρωτα, ποια θα μιλάει;
-Πλανάσαι, σαν άγριε, αυτό δεν είναι έρωτας, βασικό ένστικτο είναι, είπε ο πλοηγός του απείρου, αν η γλώσσα που μιλάει το φως είναι του έρωτα, τότε θα τη συναντήσεις πιο πολύ, σε ύστερες συλλογές, μπορείς αν θέλεις να ρίξεις μια ματιά σε μένα, που είμαι συγκεντρωτική έκδοση.
-Ναι, ναι ακούγεται μια γλυκιά φωνή είναι, το ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, που πήρε το λόγο, είμαι και 'γω στον πλοηγό του απείρου και πιο πολύ απ΄ όλους «βυθίζομαι στο απρόσιτο/να ανιχνεύσω τις δικές του λέξεις/το δέος μέσα μου ιχνηλατώ να ζωγραφίσω το δικό του φως» γιατί τα μυστικά αρχεία του κόσμου, έχουν κριμένη τη γλώσσα που μόνο το φως μπορεί να μιλάει.
-Εγώ δεν λέω τίποτα, με ύφος μεγάλης ντίβας, μπαίνει στην κουβέντα, το διπλό άλφα της αγάπης. Τι να πω άλλωστε, είναι πασιφανέστατο ότι το φως μιλάει τη δική μου γλώσσα, αφού εγώ έχω τη μαγευτική ένωση του α και μάλιστα διπλή, τι να λέμε τώρα και τίναξε πίσω τα κεφάλι και τα μαλλιά αγάπης ανέμιζαν αγγίζοντας τα άστρα.
- Το Διπλό άλφα της αγάπης έχει δίκαιο, είπε το Χώμα στον Ουρανό, το φως δεν μπορεί παρά να μιλάει τη γλώσσα της αγάπης, αφού μόνο η αγάπη υπερβαίνει τον θάνατο μεταγγίζεται και αναγεννάται στους επόμενους, συνθέτοντας με χώμα και φως, λουλούδια με κύτταρα αγάπης. Ποια άλλη γλώσσα θα μιλούσε το φως; Πως θα μετάγγιζε την αγάπη αν δεν κατείχε τη γλώσσα της; Ακούστε πόσο σοφά μιλεί το, και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω, «στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει/θα σας αγγίζει απαλά/θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο».
-Είπα να μη μιλήσω, αλλά όταν ακούω ότι το φως μιλάει τη γλώσσα της αγάπης που υπερβαίνει το θάνατο, αηδίες, δεν υπάρχουν αιωνιότητες, «η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες, μήνες και χρόνια, αλλά από δευτερόλεπτα που αιωρούνται και σκορπίζουν στην άκρη του γκρεμού. Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά, δευτερόλεπτα επικίνδυνα», άρα το φως μπορεί να μιλάει μόνο τη δική μου γλώσσα που είναι απτή, πραγματική, πρόσθεσε η γοητεία των δευτερολέπτων.
- Εεεε όχι, τι μας λες τώρα, παρεμβαίνει αγανακτισμένο, Το μυστικό αλφάβητο, δεν είναι απτή πραγματική η αγάπη; Μάλλον δεν άκουσε ποτέ τις δύο λέξεις έξι γράμματα, «όμως απτές, πραγματικές/όπως η γη/όπως η ανάσα σου». Αλλά δικαιολόγησε να μιλάς έτσι, αφού είσαι πεζό.
Ένα σιγανό μουρμουρητό άρχισε να ακούγεται μετά την παρέμβαση του μυστικού αλφάβητου, αλλά ο Πλοηγός του απείρου επανέφερε τη συζήτηση.
-Σταματήστε να μιλάτε ταυτόχρονα, δεν είμαστε άνθρωποι, ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια είμαστε, συν του ότι είμαστε και πολλά, για καθίστε παρακαλώ κάτω να σας μετρήσω, λοιπόν, Ποιητικές συλλογές 14 και 1 συγκεντρωτική, διηγήματα 6, μυθιστορήματα 4, παραμύθια 3, όποτε καταλαβαίνετε, ακόμη και ο ταυτόχρονος ψίθυρος δημιουργεί οχλαγωγία.
- Η γλώσσα που μιλάει το φως είναι διάχυτη στο ποιητικό έργο του Νικηφόρου, αλλά επειδή το ερώτημα το θέτω εγώ, είπε, το πέρα από τις λέξεις, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα και την υποχρέωση να μιλήσω. Καθαρή απάντηση μην περιμένετε απλά ένα συλλογισμό θα κάνω. Όλα είμαστε δημιουργήματα του ποιητή, άρα όλα μιλάμε την ίδια γλώσσα τη γλώσσα του δημιουργού μας, ίσως με διαφορετική ένταση, άλλο ήχο, με διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου ή του βαθύ γαλάζιου, άλλες φορές πιο ορμητική και άκαμπτη, άλλες πιο στοχαστική και φιλοσοφική και άλλες θριαμβική και ερωτική, αλλά πάντα φτιαγμένη από τα ίδια υλικά . Όποτε το φως μιλάει τη γλώσσα μας, προτείνω όμως να θέσουμε αυτό το ερώτημα στον δημιουργό μας.
-Συμφωνώ να θέσουμε το ερώτημα στον Τόλη, αλλά διαφωνώ κάθετα με το ότι είμαστε δημιουργήματα, είπε η κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας, ενώ ο ίδιος ο ποιητής υποστηρίζει ότι μας ανακαλύπτει μέσα του και απλώς μας δίνει διέξοδο, τον έχω ακούσει πολλές φορές να λέει: συνειδητοποιώ ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση ότι, δεν είμαι παρά ένας διάμεσος, ο πρώτος αναγνώστης των ποιημάτων μου και των βιβλίων μου. Μας κινούν, μας εμπνέουν, μας κατευθύνουν ανεξιχνίαστες αρχέγονες δυνάμεις. Εκείνο που είναι εύκολο να πει κανείς είναι ότι αυτή η συναίσθηση καταρρίπτει την οποιαδήποτε έπαρση και τον οποιοδήποτε εγωισμό.
Με την άποψη αυτή συντάχθηκαν φανερά όλα τα αναρχοαυτόνομα, τα ερωτικά, και φιλοσοφικά έργα, τα υπαρξιακά ίσως διαφώνησαν αλλά δεν μίλησαν, άλλωστε είχαν όλα αγωνία για την απάντηση του ποιητή.
-Θέλετε να απαντήσω στο ποιητικό ερώτημα; Έστω. Η γλώσσα που μιλάει το φως είναι η γλώσσα της αποκάλυψης του κόσμου των θαυμάτων, η γλώσσα της αγάπης και της δημιουργίας. Το ξέρατε όμως, έτσι δεν είναι;
Φυσικά και το ξέραμε, «γυμνή ν' ακούγεται/ακέραια η ψυχή», απαλλαγμένος από περιττά στολίδια που βαραίνουν, ο ποιητικός λόγος φτάνει σε λέξεις που προσδιορίζουν την ουσία των πάντων. Ο Τόλης Νικηφόρου πλάθει τις λέξεις του από φως, μετά τις χαϊδεύει και της δίνει ζωή και αυτές, έτσι αιθέρια πλασμένες ξεφεύγουν από τα στενά όρια της σελίδας και εισρέουν μέσα σου, σαν κελαρυστό ποτάμι, αφήνοντας στο πέρασμα τους, όλα τα δομικά υλικά που χρειάζεσαι για να χτίσεις την ουτοπία.
Τα πάντα μπορούν να ανατραπούν στον κόσμο, από την εικονικά τακτοποιημένη ζωή μας μέχρι την τάξη των πραγμάτων, ακόμη και η φυσική αρμονία ανατρέπεται, αρκεί μια μικρή κίνηση, μια σεισμική δόνηση ή ο ήχος μια φυσαρμόνικας και ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, και τότε στάζει ο ουρανός μυριάδες άστρα 

*Το κείμνο δημοσιεύτηκε στο ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό 'Vakxikon"
http://www.vakxikon.gr/%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%B8%CF%8E%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%AE%CF%87%CE%BF-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BA/

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως - Τόλης Νικηφόρου


προφέρετε τις λέξεις απαλά
σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως
και σταθερά
σαν μια μπουκιά ψωμί στα δόντια
ύστερα αφήστε τις να περιπλανηθούν στην ερημιά
για λίγο σ’ άγριες γειτονιές
κι εκεί που ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά στο χώμα
προφέρετε τις λέξεις απαλά
με τα δικά τους σχήματα
με τις δικές τους μουσικές και εικόνες
σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως
ή την ψυχή του ναυαγού
όταν μοναχική επιστρέφει στην πατρίδα

(από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό, 1998)

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Να δραπετεύσω- Βίκυ Βανίδη





Να δραπετεύσω σκέφτηκα
να ανοίξω φτερά αετού 
να προλάβω 
να κυκλώσω τους ανέμους
πριν με κλείσουν σε κύκλο. 
Να βγω στη θάλασσα 
στα ανοιχτά να αγναντεύω 
να δω 
την αγριάδα της στα κύματα
τις φυγές της στα ταξίδια 
το βύθισμα στις επιστροφές της. 
Τη λατρεύω τη θάλασσα
Δεν είναι ποτέ ακίνητη
μόνο γαλήνια

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Και μη ρωτάς γιατί θλιμμένος είμαι - Ορέστης Αλεξάκης




Είναι που πίσω απ' τη σιωπή σου ταξιδεύουν
τα καραβάνια
των λησμονημένων

Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων

Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις

Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις

Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα

Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό
Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα

Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος 1989

Η ανάδυση του ρατσισμού στην μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής - Δημήτρης Φασόλης

Καταρχάς δεν μπορώ να μην σχολιάσω τα πρόσφατα γεγονότα μαζικής υστερίας με τον «ξεσηκωμό» τοπικών κοινωνιών ενάντια στα προσφυγόπουλα και ενάντια στους πρόσφυγες όπως τελευταία στη Λέσβο, στην Κω και αλλού. Τα φαινόμενα αυτά μαζικής υστερίας, μίσους και φόβου αναπαρήγαγαν τα ΜΜΕ, με «ουδέτερο» υποτίθεται τρόπο. Ωστόσο, έτσι εντείνεται το κλίμα μαζικής παράνοιας, στο βαθμό που η πραγματικότητα μεγεθύνεται και αλλοιώνεται ως αναπαράσταση. Αυτή η συναισθηματική και διανοητική ομίχλη μουδιάζει τα άτομα, θολώνει τη σκέψη τους, παραβιάζοντας ακόμη και την απλή λογική. Ένας νηφάλια σκεπτόμενος άνθρωπος δε θα παρασυρόταν από την παράλογη άποψη ότι κινδυνεύει η δημόσια υγεία (εδώ των παιδιών) από άτομα που (υποτίθεται) δεν είναι εμβολιασμένα. Γιατί είναι κοινώς γνωστό – κι αν όχι, μας το λέει η απλή λογική – ότι εμβολιαζόμαστε για δική μας ατομική προστασία από ασθένειες και άρα δεν κινδυνεύουμε. Αυτοί που κινδυνεύουν είναι όσα από τα παιδιά των προσφύγων δεν έχουν εμβολιαστεί και όχι τα ντόπια, που κατά κανόνα εμβολιάζονται τακτικά. Ωστόσο, η στάση των ανθρώπων αυτών είναι μεροληπτική στάση : οι ίδιοι παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν και δεν ελέγχουν εξίσου το αν τα «ντόπια» παιδιά είναι εμβολιασμένα, ενώ αλλού η «ουδέτερη» κινητοποίησή τους διανθίζεται με ελληνικές σημαίες και δηλώσεις όπως «θα μας χαλάσουν τις εικόνες, τα κτήρια, τη σημαία». Κατά συνέπεια, η απεμπόληση της κοινής λογικής οφείλεται εν πολλοίς σε μια βαθύτερη και υποβόσκουσα ρατσιστική στάση. Η οποία ενδυναμώνεται και εκδηλώνεται στους φοβισμένους (με ψυχολογία αμυνόμενου και υπό κινδύνευση) «γηγενείς» κατοίκους. Και ο κίνδυνος είναι ο «άλλος», ο «διαφορετικός», ο «ξένος», ο «αλλόπιστος».

Στη δεύτερη περίπτωση, την άρνηση φιλοξενίας των προσφύγων-μεταναστών, έχω να πω απλώς ότι οι πιο πλούσιες και προνομιούχες κοινωνίες υποχρεούνται να προστατεύουν τους αδύναμους συνανθρώπους τους, στο βαθμό που τους αναλογεί, καλύπτοντας χωρίς εκπτώσεις όλες τις ανάγκες τους, υλικές, ψυχικές, κοινωνικές, πνευματικές. Να επισημάνουμε εδώ ότι, με μοναδική ίσως εξαίρεση τη Γερμανική κοινωνία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες και κράτη επέδειξαν εχθρική στάση.
Το ερώτημα όμως που προσπαθώ να πραγματευθώ εδώ είναι: πώς δημιουργείται και καλλιεργείται ο ρατσισμός και ο φασισμός μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες, αντιλήψεις και σχέσεις που βιώνει το άτομο στη ζωή (επιβίωσή) του; Η ερμηνευτική προσέγγισή μου στηρίζεται κυρίως σε προσωπική παρατήρηση σε διαφορετικές περιστάσεις και περιβάλλοντα, από τη συναναστροφή μου με συγγενείς, από προσωπική επαφή και επικοινωνία με ανθρώπους που συναντώ καθημερινά στον δρόμο, σε μάρκετ, καφενεία, στην πολυκατοικία μου, σε χώρους διασκέδασης, στη δουλειά, στις διακοπές, τόσο στην πόλη όσο και στην επαρχία. Πρόκειται δηλαδή για μια προσωπική, υποκειμενική εμπλοκή στην καθημερινότητα με ανθρώπους, μέσα από υποκειμενική παρατήρηση και άρα και ερμηνευτική προσέγγιση. Ωστόσο βασίζομαι βέβαια και σε επιστημονικά αναλυτικά εργαλεία, έννοιες και θεωρίες. Επομένως η προσέγγισή μου διακατέχεται από προσωπική στάση και οπτική γωνία, με όλα τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας προοπτικής.
Αυτό που βιώνω λοιπόν γύρω μου, πχ σε μια τοπική κοινωνία ενός νησιού, είναι κουβέντες γύρω από τους πρόσφυγες που αποκαλύπτουν μια ευρύτερη και βαθύτερη ψυχοσυναισθηματική στάση, αντίληψη και πολιτισμική οπτική (προκατάληψη). Χωρίς ποτέ να αναφέρονται ρητά σε ρατσιστικές ή φασιστικές αντιλήψεις-ιδέες (μάλιστα, εύκολα θα τις καταδίκαζαν οι περισσότεροι) οι άνθρωποι που συναναστράφηκα πρόσφατα έλεγαν συχνά ότι «δεν μπορούμε άλλο με τους μετανάστες (ή «ξένους»), να τους βλέπουμε να κυκλοφορούν έξω, φοβόμαστε». Άλλος που δούλευε σε hot spot σχολίαζε ότι «τους ταΐζουμε, και αυτοί μας πετάγανε το φαγητό στο πάτωμα, δεν το έτρωγαν. Δε δείχνουν σεβασμό που τους φιλοξενούμε». Ανάλογα σχόλια άκουσα και από άλλους, συγγενείς ή γνωστούς, σε αυτό το τοπικό ανθρώπινο δίκτυο συγγένειας, φιλίας, γειτονιάς. Άλλη στερεότυπη φράση: «έρχονται εδώ και φοράνε μαντήλες ή προσκυνάνε κάθε τόσο…αφού έρχεσαι σε μια ξένη χώρα, πρέπει να τηρείς τους κανόνες και να πηγαίνεις με τα νερά της κοινωνίας αυτής». Το βασικό πολιτισμικό υπόβαθρο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λόγων για τον «άλλο», ήταν μια στάση υποτίμησης του πολιτισμού του «άλλου», η κατάταξή του σε μια κατώτερη αξιακή βαθμίδα. Αυτό εκφραζόταν άλλες φορά ανοιχτά-ρητά και άλλες φορές έμμεσα: «τι σχέση έχουμε εμείς με μουσουλμάνους, φανατικούς, τρομοκράτες» ή, εναλλακτικά, «είναι βρόμικοι, δεν πλένονται…», ή με μια…προοδευτική διάθεση: είναι θρησκόληπτοι, φανατικοί, καταπιέζουν τις γυναίκες, δεν ξέρουν από δημοκρατία».
Το παραπάνω αίσθημα-αντίληψη περί «κατώτερου πολιτισμού» συνδέεται άμεσα με μια γενικότερη συντηρητική στάση που χαρακτηρίζει κυρίως την ηλικιακή κατηγορία των εξηντάρηδων και άνω. Μια κατηγορία οριακά παραγωγική (πολλοί είναι στη σύνταξη, κυρίως οι παλιοί δημόσιοι υπάλληλοι). Αυτή όμως είναι μια κατηγορία που παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος αλλά και του γενικότερου ιδεολογικού πλαισίου στην κοινωνική και πολιτική (δημόσια) σφαίρα. Το στερεοτυπικό μότο μέσω του οποίου εκφράζεται η εν λόγω συντηρητική στάση είναι το εξής: «παλιά ζούσαμε καλύτερα, χωρίς εγκληματικότητα, υπήρχε σεβασμός των νέων στους γονείς και στους μεγάλους, ρίχναμε και ξύλο όταν χρειαζόταν, ενώ τώρα δεν μπορείς να ακουμπήσεις το παιδί, δεν έχεις τον τρόπο να το πειθαρχήσεις, τώρα οι νέοι δεν ξέρουν τι θέλουν…». Επομένως, η ξενοφοβική και αμυντική έως και εχθρική στάση απέναντι στους πρόσφυγες εδράζεται και σε μια αντίληψη-νοοτροπία σχετικά με ένα αίσθημα «τάξης, ησυχίας και ασφάλειας», το οποίο έχει στα μυαλά του μέσου ανθρώπου υψηλή ηθική αξία και συμβολικό βάρος για τη ζωή και την κοινωνική συγκρότηση.
Οι νεότερες ηλικιακά ομάδες μπορεί να μην εκφράζονται ολοκληρωτικά από το παραπάνω μότο, ωστόσο πολλοί έστω ασυνείδητα του υιοθετούν. Φαίνεται ότι αυξάνονται οι πρόωρα γερασμένοι νέοι… Οι υπόλοιποι συνδέουν την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία τους με τη μετανάστευση και πάντως υποτιμούν τους «άλλους», με τους τρόπους που περιέγραψα νωρίτερα. Η αναφορά στο παρελθόν σηματοδοτεί την ταυτότητά τους, τον προσανατολισμό τους στη ζωή: οικογένεια, θρησκεία (ορθόδοξοι χριστιανοί), στην παράδοση. Οι νεότερες γενιές θεωρούν αυτονόητη την άνεση και την καλοπέραση στη ζωή τους, με τις υλικές απολαύσεις και τη διασκέδαση, οπότε θεωρούν υπανάπτυκτους τους μετανάστες-πρόσφυγες. Περίπου σαν να φταίνε αυτοί οι ίδιοι για την κατάστασή τους.
Η υπεράσπιση αυτής της πολιτισμικής ταυτότητας ερμηνεύει την διαπολιτισμική επαφή και την παρουσία του «άλλου» ως απειλή. Χαρακτηριστική είναι στην περίπτωση αυτή ο φόβος για αλλοίωση του πολιτισμού «μας» («θα γίνουμε μουσουλμάνοι»). Ο φόβος όμως ότι θα αλλοιωθώ από κάτι διαφορετικό, σημαίνει χαμηλή αυτοεκτίμηση (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο). Συνιστά χαρακτηριστική στάση ανασφαλών και φοβικών ανθρώπων, όπου έξω από το σύνορο της ταυτότητας νιώθουν να χάνονται, να γκρεμίζεται ο εαυτός τους. Θωρακισμένοι απέναντι στο άγνωστο, στο διαφορετικό, στο νέο-άλλο, δε δέχονται τη θετική και δημιουργική πλευρά των πολιτισμικών ανταλλαγών. Άσχετα βέβαια από το γεγονός ότι κάθε πολιτισμός, και άρα η ίδια ρουτίνα της ζωής τους, είναι δημιούργημα τέτοιων πολιτισμικών δανείων και ανταλλαγών.
Όλα αυτά πάνε μαζί και «πατάνε» στη νοοτροπία (και στάση ζωής) της «καλοσύνης». Είναι, πράγματι, μια παρατηρημένη συμπεριφορά, αυτή του λεγόμενου «καλού και απλού ανθρώπου». Οι περισσότεροι άνθρωποι τελικά θέλουν την ησυχία τους, την ασφάλειά τους (που υποτίθεται ότι διαρκώς απειλείται από κάτι). Το προτιμούν αυτό, από το να έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και μισθούς ή από το να έχουν ελευθερία και να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους. Είναι δηλαδή η βάση της ύπαρξής τους, το οξυγόνο τους. Επομένως νιώθουν ανασφάλεια όταν βλέπουν να αλλάζει η ζωή τους, είτε με την ανεργία και την λιτότητα είτε με τις εικόνες από πλήθη μεταναστών να εμφανίζονται στον οικείο χώρο τους. («Παλιά δεν κλειδώναμε τις πόρτες, δε φοβόμαστε. Τώρα πού να αφήσεις πόρτα ανοικτή ή να κυκλοφορήσεις έξω αργά το βράδυ». Λες και η εγκληματικότητα είναι εφεύρεση της τελευταίας εικοσαετίας!) Ο καλός και φιλήσυχος άνθρωπος λοιπόν, αυτό το πρότυπο του περιχαρακωμένου-θωρακισμένου ανθρώπου, δύσκολα δέχεται το διαφορετικό και την αλλαγή, είναι βαθιά συντηρητικός. Αν και πράγματι γενικά δεν πειράζει κανέναν, κοιτάει τη δουλειά του και το καλό της οικογένειάς του, ίσως βοηθάει τους συνανθρώπους του (αν και συνήθως κατ’ αποκλειστικότητα τους «δικούς τους», συγγενείς και φίλους), ωστόσο εκκολάπτεται μέσα του το μίσος. Συναντάμε καθημερινά τέτοιους ανθρώπους. Όπου εντός τους και στον περίγυρό τους αναδύεται αχνά αλλά σταθερά ο ρατσισμός.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν σε περιβάλλουν συχνά με μια ζεστασιά, με μια φιλική διάθεση, όπου τα αστεία και τα πειράγματα αποτελούν στοιχεία της τελετουργίας ένταξης στην κοινότητα και επιβεβαίωσης των δεσμών-σχέσεων που τη συγκροτούν. Βέβαια κάτω από αυτό το πέπλο οικειότητας, χαλαρότητας, ξεγνοιασιάς και καλοσύνης, κρύβεται πολλές φορές η υποκρισία, η οποία συνίσταται στην πραγματική δυστυχία των υποκειμένων, η οποία μετουσιώνεται σε βίαιες σχέσεις στο εσωτερικό της οικογένειας, σε καταπίεση και σε βλάβη των ατόμων. Οι ίδιοι οι άνθρωποι λοιπόν που στο φαίνεσθαι είναι καλοί, στην πραγματικότητα κάνουν κακό στον εαυτό τους και στους άλλους, στις περισσότερες περιπτώσεις ασυνείδητα, γιατί έτσι μεγάλωσαν κι έτσι έμαθαν κι αυτοί από γονείς και συγγενείς στην παιδική τους ηλικία. Κακοποιούν έμμεσα ή άμεσα τα παιδιά τους, συναισθηματικά κυρίως, αφού και οι ίδιοι έχουν κακοποιηθεί στο παρελθόν και μεγαλώνουν ως «ευνουχισμένα» και «ακυρωμένα» υποκείμενα. Εκεί εμφιλοχωρεί λοιπόν η κακία, το μίσος και ο φόβος, εκεί εκκολάπτεται το αβγό του φιδιού… Έτσι λοιπόν, η «αγία» οικογένεια, οι συγγενείς, οι νοικοκυραίοι, οι εγωκεντρικοί-περιχαρακωμένοι φιλικοί δεσμοί, η γειτονιά, ο τόπος «μου» (η μικρογραφία της πατρίδας) είναι το όριο, ο τόπος όπου εμφιλοχωρεί και αναδύεται ο ρατσισμός-φασισμός.
Τι θα γίνει όμως αν αυτός ο «καλός, καθημερινός άνθρωπος» αρχίσει να νιώθει (πιστέψει) ότι κινδυνεύει και ότι απειλείται άμεσα η ζωή του; Τότε θα εκφράσει όλο τον συσσωρευμένο από την καθημερινή καταπίεση και τις αλλοτριωμένες σχέσεις του θυμό. Θα εκτονώσει τον φόβο που μετατρέπεται σε μίσος για αυτόν που νομίζει ότι απειλεί ή καταστρέφει την «παλιά και όμορφη» ζωή του. Θα επιτεθεί με ό,τι μέσο διαθέτει, θα χτυπήσει και ίσως ακόμη-ακόμη σκοτώσει. Τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι οι περισσότεροι από αυτούς που επιτίθενται ή αγανακτούν και εξεγείρονται κατά των μεταναστών σήμερα στα χωριά και στις πόλεις; Αυτοί δεν είναι οι οπαδοί-ψηφοφόροι της Χαζής Αυγούλας; Αυτός λοιπόν είναι ο φιλήσυχος ανθρωπάκος που ξύπνησε φασίστας-ρατσιστής. Είναι ο οικείος τύπος της διπλανής πόρτας… ο παππούς ή ο νέος που βρήκαν τον εύκολο αντίπαλο, τον κατασκευασμένο εχθρό, αιτία για όλα τα κακά της μοίρας τους.
Επανάσταση είναι συνεπώς η απελευθέρωση από όλα αυτά τα μουχλιασμένα ιδεολογικά και πολιτισμικά σχήματα και η δημιουργία νέων: ανοικτών στο άλλο, στην πρόκληση, στο καινούριο και προοδευτικό, στο άγνωστο, στο παράδοξο και στο παράξενο, στην περιέργεια, στο ταξίδι και την περιπέτεια των ανθρώπινων σχέσεων και πράξεων-επιθυμιών, στη φαντασία και στο «παιχνίδι της ζωής και του κόσμου».
10/10/2016


Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Βία ή μη βία; Αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση: οι αληθινές λύσεις- Massimo Varengo


“Το εξεγερτικό πνεύμα που υπάρχει στον αναρχισμό είναι σήμερα η μοναδική αντίσταση απέναντι στην επέλαση του ρεφορμιστικού ωφελιμισμού. Όχι μόνο δεν το απορρίπτουμε αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, το θεωρούμε την καλύτερη πηγή των ενεργειών μας.”
[από το βιβλίο ” Γράμματα σε ένα σοσιαλιστή” (Lettere ad un socialista) του Λουίτζι Φάμπρι (Luigi Fabbri), 1914].


Βρίσκω ενδιαφέρουσα αυτή την αναφορά στον Φάμπρι, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα ήταν γνωστός για την απόσταση που κρατούσε από κάθε εξτρεμιστική υπερβολή, για έναν αναστοχασμό πάνω στο θέμα της βίας, τον οποίο θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμο σε μια περίοδο σαν κι αυτή που ζούμε τώρα, αυξανόμενων κοινωνικών αντιφάσεων και επαναστατικών δυναμικών (όχι απαραίτητα ελευθεριακών), κατά την οποία το ζεύγος εξέγερση και βία από μερικούς βιώνεται ως αδιαχώριστο, σαν κάθε βίαιη πράξη να είναι από μόνη της εξεγερτική, κι από άλλους ως απαράδεκτο απολύτως.
 

Η εξουσία πάντα πόνταρε 

Πάρα πολλές φορές έχω δηλώσει αναφερόμενος στον ορισμό της βίας ότι το υποκείμενο που κατεξοχήν εξασκεί το συστατικό της στοιχείο – δηλαδή τη φυσική και ηθική επιβολή – είναι το Κράτος το οποίο με την απειλή νόμων, διαταγμάτων, νορμών, την ίδρυση φυλακών, δικαστικών ψυχιατρείων κτλ. προσπαθεί να συμμορφώσει τα άτομα σε ένα σύστημα ιεραρχιών και εξουσιαστικών ή ιδιοκτησιακών αξιών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η υποτιθέμενη νομιμότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας. Επίσης, η βία μπορεί να θεωρηθεί – αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη ερμηνεία – ως η επιβολή μιας εγκληματικής θέλησης που εκφράζεται με τη χρήση της φυσικής δύναμης και των όπλων. Όμως, όπως και να τη διαβάσεις, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η βία παρουσιάζεται ως κοινωνική σχέση εφόσον προϋποθέτει δύο υποκείμενα, εκείνον που την ασκεί και εκείνον που την υφίσταται. Κι όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνική σχέση έτσι κι αυτή ανοίγει ένα πολιτικό πρόβλημα αφού η χρήση της συνεπάγεται μια ηθική κρίση επάνω σε αυτό που είναι δίκαιο και σε αυτό που δεν είναι.
Σχετικά με αυτό, είναι ωφέλιμο να υπογραμμίσουμε ότι η λέξη ”βία” χρησιμοποιείται από την εξουσία για να δυσφημίσει όσους, πραγματικούς ή μη, της αντιτίθενται, ενώ παραδόξως είναι η εξουσία, το Κράτος το οποίο αξιώνοντας για τον εαυτό του το μονοπώλιο των όπλων και ασκώντας την κυβέρνηση πάνω στην κοινωνία χάρη σε διατάγματα και νόμους, τα οποία είναι αποκλειστικός καρπός των υπαρχόντων σχέσεων ισχύος, ασκεί καταπίεση και επιβάλλει υποχρεώσεις, εκ των πραγμάτων δηλαδή ”βία”, αν και μεταμφιεσμένη από τους μακιαβελικούς μηχανισμούς της αυτοαποκαλούμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
 

Επειδή φυσικά η λέξη ”βία” προκαλεί τρόμο στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ο οποίος προσδοκά μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κοινωνία, η εξουσία, κατηγορώντας για βία όσους της αντιτίθενται κι όποιον δεν υπόκειται στον ολοκληρωτικό της έλεγχο, επιδιώκει να προξενήσει και να διασπείρει μέσα στην κοινωνία την απαξίωση και το φόβο απέναντί τους για να δικαιολογήσει περαιτέρω τη νόμιμη χρήση της καταστολής, συνήθως βίαιης, η οποία ισχυροποιείται κατά περιόδους από ειδικά ”μέτρα” τα οποία λαμβάνονται στα λόγια ενάντια στους ”βίαιους”, αλλά κατευθύνονται ενάντια σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Σε αυτό το επίπεδο η εξουσία πάντα πόνταρε με στόχο τη διαίρεση και τη διάσπαση των αντιπολιτευτικών κινημάτων, κατηγορώντας τα πιο ριζοσπαστικά και αποφασισμένα τμήματά τους για ”βία” – εργαλειοποιώντας μεμονωμένα γεγονότα, προκαλώντας άλλα, εκμεταλλευόμενη σαφείς αφέλειες – με στόχο να στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου σύμφωνα με την αρχαία αρχή του ”διαίρει και βασίλευε”. Αυτή η στρατηγική, η οποία το επαναλαμβάνω, ποντάρει πάνω στην αποστροφή που νιώθει απέναντι στη βία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, τροφοδοτεί συγχρόνως τα πιο μετριοπαθή τμήματα των αντιπολιτευτικών κινημάτων τα οποία αποδέχονται τους περιορισμούς που επιβάλλει η κυβέρνηση στον τρόπο διαδήλωσης και διαμαρτυρίας, με στόχο να μην διακινδυνεύσουν να δώσουν μια βίαιη εικόνα της δράσης τους.
 

Ενεργώντας όμως με αυτόν τον τρόπο, κάθε προοπτική αλλαγής στην ουσία ανατίθεται στις ελίτ που αλληλομάχονται για την εξουσία, αρνούμενοι στην πραγματικότητα να είμαστε οι πρωταγωνιστές της ζωής και του μέλλοντός μας, περιορίζοντας την πιθανότητα να εκφρασθούμε στις εκλογές, όποτε γίνονται, ή σε διαδηλώσεις όλο και πιο κενές από την πραγματική βούληση ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού, ο οποίος πραγματοποιείται μέσα από αποφασιστικούς αγώνες, πραγματικές απεργίες, σαμποτάζ και μποϊκοτάζ, από σώματα που μπαίνουν μπροστά.
Παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων κάποιοι απαντούν με πράξεις και προκηρύξεις οι οποίες διεκδικούν τη νομιμότητα της βίαιης δράσης ενάντια στη βία του Κράτους, νομίζοντας ότι μπορούν να υπερβούν τα όρια των κινημάτων. Και το κάνουν επικαλούμενοι την γνωστή από παλιά ”προπαγάνδα της πράξης” ή τον ατομικιστικό μηδενισμό ή μια συγκεκριμένη παράδοση αντάρτικου φοκιστικού τύπου [1].
Παρουσιάζοντας και βιώνοντας την κοινωνική σύγκρουση ως πόλεμο εν εξελίξει θέλουν να προτείνουν μια βίαιη “επαναστατική” δράση που θα είναι σε θέση να ταρακουνήσει και να εμπλέξει τις μάζες σε αυτή τη μάχη η οποία θεωρείται ήδη διακηρυγμένη κι απ’ τις δυο πλευρές. Όμως αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην πλειοψηφία των διεξαγόμενων πολέμων, κατά τους οποίους τα εμπλεκόμενα μέρη (σωστά ή λάθος) αισθάνονται σε πόλεμο, στην περίπτωση των ταξικών αγώνων ή της κοινωνικής σύγκρουσης η μεγάλη πλειοψηφία των υποτελών δεν αισθάνεται σε πόλεμο.
Η διεκδίκηση λοιπόν της επαναστατικής βίας σαν να είναι η βασικότερη προϋπόθεση της μετασχηματιστικής δράσης όσων εναντιώνονται στην υπάρχουσα τάξη είναι ένα δώρο που χαρίζεται στην αντίθετη πλευρά, στην εξουσία και τις πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές ελίτ, οι οποίες τη χρησιμοποιούν για να κάμψουν κάθε πραγματικότητα που αρνείται τη συνεργασία και την υποταγή.
Είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες της σύγχρονης εξουσίας: την κυριαρχία του κεφαλαίου και την υποταγή στις δυναμικές του, τη διάσπαση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – ο οποίος υπόκειται συνεχώς στους ιεραρχικούς περιορισμούς μιας αυταρχικής κοινωνίας (την πατριαρχία, ένα σχολείο φτιαγμένο για να καλουπώνει, τη μισθωτή εργασία, τον αστυνομικό έλεγχο, την ταξική δικαιοσύνη κτλ.) και οι οποίοι ενισχύονται από την ευρεία χρήση των μαζικών μέσων επικοινωνίας – το φόβο της απώλειας των αναγκαίων για την επιβίωση (ανεργία, επισφάλεια στην εργασία), τη συνεχή παρότρυνση για κατανάλωση, ένα αίσθημα συνεχούς ανεπάρκειας, αλλοτρίωσης, απομόνωσης, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων κτλ.
Σε αυτές τις συνθήκες το να ερμηνεύεις την κοινωνική σύγκρουση σαν ένα πόλεμο ανάμεσα σε δύο αντιπάλους στο ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης και σαφήνειας προθέσεων, είναι ένα παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής. Χρήσιμο ίσως για να γεμίσεις τις γραμμές σου με λίγη ενότητα, αλλά ακατάλληλο να ανατρέψει τη συνολική κατάσταση.
Συλλογισμός και συνειδητή επιλογή
Ομοίως η αντίσταση στη βία της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί ως “βία” και η απόρριψη της συστηματικής χρήσης της βίας δεν συνεπάγεται την αποδοχή της βίας είτε πάνω μας είτε πάνω σε άλλα υποκείμενα.


Το ότι είναι αποφασιστική και ενεργητική είναι ένα χαρακτηριστικό της άμεσης δράσης που υποστηρίζουν οι αναρχικοί και μάλιστα είναι αυτό που τους διακρίνει από τη διαμεσολάβηση και τον συμβιβασμό της κοινοβουλευτικής ή μεταρρυθμιστικής μεθόδου.
Όμως για τους αναρχικούς η αποτελεσματικότητα της άμεσης δράσης δεν εκφράζεται από το βαθμό της βίας που περιέχει, αλλά μάλλον από την ικανότητα να υποδείξει ένα δρόμο προσιτό στους πολλούς, να δημιουργήσει μια συλλογική δύναμη ικανή να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βία. Ο αναρχισμός, αυτός καθαυτός, προϋποθέτει συλλογισμό και συνειδητή επιλογή των πράξεων. Αν από τη μια μεριά αρνείται να ταυτιστεί με την ιδεολογία της βίας (violentismo), από την άλλη δεν δέχεται τις απολύτως μη βίαιες θέσεις. Ο σύγχρονος αναρχισμός, αφήνοντας πάντα ελεύθερο το πεδίο στη συνείδηση των ατόμων και την ερμηνεία της ιστορικής στιγμής, πρέπει να μπορέσει να συνδυάσει το σεβασμό των ανθρώπινων αξιών που ανέκαθεν τον διέκρινε με την ικανότητα να δυναμώσει την αίσθηση της ελευθερίας και της ισότητας που υπάρχει μέσα στα κινήματα, προωθώντας την αυτοδιαχείριση και την αυτοοργάνωση, αληθινές λύσεις για κάθε πραγματική διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.


[1] Φοκισμός (foquismo) [σ.τ.μ.]: Θεωρία που ανέπτυξε ο Ρεζί Ντεμπρέ (Régis Debray) εμπνεόμενος από τη δράση και τα γραπτά του Τσε Γκεβάρα αλλά και την εμπειρία του ίδιου του Ντεμπρέ στο αντάρτικο της Βολιβίας (1966-67). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία μια μικρή μετακινούμενη εστία (foco) ένοπλων ανταρτών μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναστατική διαδικασία με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος , χωρίς να είναι απαραίτητα παρούσες όλες οι συνθήκες ενός γενικού ξεσηκωμού . Ο φοκισμός συνοψίζεται στη φράση του Τσε Γκεβάρα : “δεν είναι ανάγκη πάντα να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι συνθήκες για να κάνουμε μια επανάσταση , η επαναστατική εστία μπορεί να τις δημιουργήσει”.


Μετάφραση Νίκος Χριστόπουλος

Ο Massimo Varengo είναι ιταλός αναρχικός και μέλος της FAI (Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία). Έχει επισκεφθεί την Ελλάδα και έχει μιλήσει σε εκδηλώσεις του περιοδικού Ευτοπία. Το άρθρο είναι μετάφραση από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A-Rivista Anarchica, τεύχος 367, Δεκέμβριος ΄11 – Ιανουάριος ΄12.

από τον ιστότοπο: http://www.babylonia.gr/2015/11/13/via-i-mi-via-aftodiachirisi-ke-aftoorganosi-i-alithines-lisis/#sthash.QvoArrFR.dpuf

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

μαθήματα καλοκαιρινού σκίτσου - Βίκυ Βανίδη


Βύθισε το μολύβι σου
στο λευκό του ονείρου
και άστο να αγγίξει
την καμπύλη στο ύψιλον
του θαύματος
να νιώσει το ρω του έρωτα
να κυλά στο μελάνι του, μετά
αγκίστρωσε τη σκέψη σου
στη αμυδρή υπόνοια εφηβικής
νύχτας στην ακροθαλασσιά
και αιφνιδίασε το επίπεδο μαύρο
τραβώντας την πρώτη γραμμή.


Η καμπύλη να σβήνει
στο βάθος της θάλασσας
και ο ήχος του φλοίσβου
να μπερδεύεται με το τραγούδι
που ζωντανεύει στο τρανζίστορ
«εσύ και γω
λαθρεπιβάτες άγρυπνοι
στην άμμο αγκαλιά
εγώ και συ
απόψε στ’ ακρογιάλι θα τη βρούμε
Θα ταξιδέψουμε όλη τη νύχτα αγκαλιά»


Τώρα ξέρεις το ρόλο των γραμμών
έμαθες να ζωντανεύεις τις αισθήσεις
να κρίνεται κάθε καλοκαίρι
από τη χαρά του, από το σφιχταγκάλιασμα
γυμνών κορμιών στο ακρογιάλι
από τη ζάλη του φιλιού
και την ανατριχίλα του έρωτα
έμαθες να αφήνεις ίχνη από πάθος
στο χαρτί να τ’ ανακαλύπτουν
διψασμένες υπάρξεις να ξεδιψούν πόθους 


 
Σκίτσο :Κώστα Κουκουζέλη

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ζακ Πρεβέρ, «PATER NOSTER» (Πάτερ υμών)



 Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
Μείνε κει
Κι εμείς θα μείνουμε στη γη
Που ’ναι φορές φορές τόσο όμορφη
Με τα Μυστήρια της Νέας Υόρκης της
Και με τα Μυστήρια των Παρισίων της
Αντάξια με τα Μυστήρια της Τριάδας
Με το μικρό κανάλι της στην Ουρκ
Με το μεγάλο σινικό της τείχος
Τον ποταμό της στο Μορλέ
Με τις μέντες του Καμπρέ
Με τον Ειρηνικό της Ωκεανό
Και τις δυο στέρνες του Κεραμεικού
Με τα παιδάκια τα καλά και με τα κωλοπαίδια
Μ’ όλα τα θαύματα του κόσμου
Που ’ναι εδώ
Απλά πάνω στη γη
Χαρισμένα σ’ όλο τον κόσμο
Σκορπισμένα
Μαγεμένα κι αυτά τα ίδια με την ομορφιά τους
Και που δεν τολμούν να τ’ ομολογήσουν
Όπως κορίτσι όμορφο
Που δεν τολμά να δείξει το κορμί του γυμνό
Με τ’ ανυπόφορα κακά του κόσμου
Λεγεώνες ολόκληρες
Με τους λεγεωνάριούς τους
Με τους βασανιστές τους
Με τους αφεντάδες τούτου του κόσμου
Τους αφεντάδες με τους παπάδες τους, τους χαφιέδες
Και τους καραβανάδες τους
Με τις εποχές
Με τα χρόνια
Με τα όμορφα κορίτσια και τους μάπες
Με το σαράκι της μιζέριας που σαπίζει μέσα στ’ ατσάλι

Των κανονιών



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Ῥομαντικὸς ἐπίλογος -Νίκος Καρούζος

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.


Νίκος Καρούζος - η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη

«Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ’ τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.
Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ’ εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.
Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ’ ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.
«Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών). Ενώ ο ποιητής γράφει : «…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»


έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος 

Μαξ Ερνστ, «Τα μάτια της σιωπής»

 Αντι – νεφέλωμα

Η σιωπή δεν είναι λεφτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
(Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)





Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια- Μίλτος Σαχτούρης



Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν' η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός


άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ' αγοράζουν

εγώ δεν τα πουλώ

οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε

εγώ δεν τα πουλώ


από τη συλλογή Ο περίπατος, 1960

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ματ με τρίλιζα κίνηση - Βίκυ Βανίδη


1 (Ο) παίχτης πιόνι
   
έλα να παίξουμε
«εσύ» και «εγώ»
«εσύ» πάρε τα λευκά πιόνια
παίζουν καλές προθέσεις
«εγώ» κρατάω τα μαύρα
παίζουν σκοτεινούς πόθους
όταν κερδίζω «εγώ»
θα μου χαρίζεις νέο προσωπείο
και θα σου αφαιρώ κίνηση
αν κερδίζεις «εσύ»
θα σου ξεδιπλώνω δρόμο
για να οδηγώ τη φυγή σου


2(Χ) χωρίς κίνηση

 

Κάθισαν απέναντι
σε μια παράξενη παρτίδα
οι κινήσεις ήταν αλλόκοτες
περιχαρακωμένες σε
κλειτοριδικές ενοχές και
κενές συνουσίες.
η λευκή βασίλισσα γυμνωνόταν
αισθησιακά στο σκοτάδι,
στο φως μεταμορφωνόταν
σε δακρύβρεχτη μάσκα
αιμάτινοι πόθοι ηχούσαν
στο πρόσταγμα του μαύρου βασιλιά
και έλυναν σκιερά πάθη
στα μαύρα άλογα για να
καταπίνουν λευκούς στρατιώτες
η μαύρη βασίλισσα
ολημερίς μαγείρευε μάγια
καλώντας πίσω την ψυχή της
που κρατούσε ο λευκό πύργο
το βράδυ γυμνοί οι σαρκικοί
πόθοι την επέστρεφαν στη φυλακή της
ο λευκός βασιλιάς ασάλευτος
περίμενε την αιχμαλωσία του.
οι παίχτες δεν γνώριζαν
τους κανόνες του παιχνιδιού
τα πιόνια έπαιζαν μόνα τους


3 (<>) σίγουρη ήττα

 

παράξενος παίχτης
έπαιζε αντίπαλος του
εαυτού του
με κινήσεις λάθος μετρημένες
αφαιρούσε ύπαρξη
και πολλαπλασίαζε προσωπεία
στο τέλος βρέθηκε
αλυσοδεμένος παρατηρητής
σε μια παρτίδα που έχανε 



Siegfried Zademack

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

παιχνίδι με το φως (ΒΒ)

το πρόσωπο σου
διαγράφεται
αχνό στη σκιά του
ακίνητο στην επιφάνεια
ανελκύει όνειρα
από τη χοάνη του χρόνου


με κυριεύουν ολάκερα οι σκιές σου
όλη η αλήθεια κρύβετε στο φως σου

Φωτογραφία:Μανώλη Καραταράκη

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Προς μια ελεύθερη κοινωνία - Ερρίκο Μαλατέστα






Κατ’ αρχάς, μπορεί να φανεί περίεργο το ότι το ζήτημα του έρωτα, καθώς και όλα τα συναφή με αυτό, απασχολεί τόσο πολύ έναν μεγάλο αριθμό ανδρών και γυναικών, την στιγμή που υπάρχουν άλλα προβλήματα πιο επείγοντα, αν όχι πιο σημαντικά, τα οποία θα έπρεπε να συγκεντρώνουν όλη την προσοχή και όλη την ενεργητικότητα εκείνων, οι οποίοι αναζητούν τρόπους προκειμένου να θεραπεύσουν τα δεινά τα οποία ταλανίζουν την ανθρωπότητα.

Καθημερινά συναντάμε ανθρώπους που συνθλίβονται υπό το βάρος των θεσμών της εποχής μας· ανθρώπους υποχρεωμένους να διατρέφονται άσχημα- ανθρώπους που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να βυθισθούν στην έσχατη εξαθλίωση, επειδή δεν έχουν εργασία ή εξ αιτίας κάποιας αρρώστιας·ανθρώπους που στερούνται τα ευεργετήματα και τις απολαύσεις των τεχνών και των επιστημών ανθρώπους καταδικασμένους να περάσουν όλη τους την ζωή χωρίς να μπορούν ούτε μια μέρα να είναι αφέντες του εαυτού τους, πάντοτε εξαρτημένους από τα αφεντικά ή την αστυνομία· ανθρώπους για τους οποίους το δικαίωμα να έχουν οικογένεια δεν είναι παρά μια αιματοβαμμένη φάρσα. Οι άνθρωποι αυτοί, ωστόσο, δεν θα αποδεχθούν τα μέσα που τους προτείνουμε για να απαλλαγούν από την πολιτική και οικονομική σκλαβιά, εάν προηγουμένως δεν μπορέσουμε να τους εξηγήσουμε με ποιόν τρόπο, μέσα σε μια ελευθεριακή κοινωνία, θα μπορέσει να ικανοποιηθεί η ερωτική ανάγκη και πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε την οργάνωση της οικογένειας.

Και, φυσικά, αυτή η ανησυχία εντείνεται και οδηγεί στην παραμέληση -συχνά δε- ακόμη και στην περιφρόνηση των υπολοίπων προβλημάτων, ιδιαίτερα από άτομα τα οποία έχουν επιλύσει το πρόβλημα της πείνας και βρίσκονται στην φυσιολογική κατάσταση να μπορούν να ικανοποιούν τις πλέον επιτακτικές ανάγκες τους, εφ’ όσον ζουν σε ένα περιβάλλον σχετικής ευμάρειας.

Αυτό το γεγονός εξηγείται, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τον τεράστιο ρόλο που παίζει ο έρωτας στην ηθική και υλική ζωή του ανθρώπου, δεδομένου ότι η εστία, η οικογένεια, είναι ο χώρος στον οποίο ο άνδρας και η γυναίκα περνούν το μεγαλύτερο και καλύτερο μέρος της ζωής τους. Εξηγείται επίσης από μια τάση προς το ιδανικό, η οποία διαποτίζει το ανθρώπινο πνεύμα από την στιγμή που αυτό αποκτά αυτοσυνείδηση.

Όσο οι άνθρωποι θα υποφέρουν, χωρίς να συνειδητοποιούν τα βάσανα τους, χωρίς να προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτά, χωρίς να επαναστατούν, θα ζουν όπως τα κτήνη που δέχονται την ζωή όπως την βρίσκουν.

Από την στιγμή όμως που αρχίζουν να σκέπτονται και να κατανοούν ότι τα βάσανα τους δεν οφείλονται σε κάποιες ανυπέρβλητες φυσικές αντιξοότητες, αλλά σε ανθρώπινες αιτίες, τις οποίες οι άνδρες και οι γυναίκες μπορούν να εξαλείψουν, αισθάνονται συνακόλουθα την αναγκαιότητα μιας τελειοποίησης, και θέλουν -αυτό είναι, τουλάχιστον, το ιδανικό τους- να απολαύσουν τα αγαθά μιας κοινωνίας στην οποία θα βασιλεύει η απόλυτη αρμονία και στην οποία ο πόνος θα έχει εντελώς και για πάντα εξαλειφθεί.

Αυτή η τάση είναι πολύ χρήσιμη, εφ’ όσον μάς ωθεί να βαδίσουμε προς τα εμπρός. Μπορεί, ωστόσο, να αποδειχθεί επιζήμια, εάν, υπό το πρόσχημα ότι κανείς δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα και ότι είναι αδύνατον να εξαλειφθούν όλοι οι κίνδυνοι και όλα τα ελαττώματα, μάς ωθεί να παραμελούμε όλα όσα θα μπορούσαμε να κάνουμε, συνεχίζοντας να ζούμε όπως μέχρι τώρα.

Τώρα, λοιπόν, και ας το πούμε ευθέως, δεν διαθέτουμε καμία λύση για να αντιμετωπίσουμε τα βάσανα που προέρχονται από τον έρωτα, εφ’ όσον αυτά δεν μπορούν να εξαλειφθούν με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ούτε καν με μια αλλαγή των συνηθειών μας. Τα βάσανα αυτά είναι ήδη προκαθορισμένα από κάποια βαθιά αισθήματα, θα μπορούσαμε να πούμε έμφυτα,του ανθρώπου, και μεταβάλλονται, όποτε μεταβάλλονται, μόνο μέσω μιας βραδείας εξέλιξης και κατά τρόπο που δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε.

Θέλουμε την ελευθερία. Θέλουμε οι άνδρες και οι γυναίκες να μπορούν να ερωτεύονται και να ενώνονται ελεύθερα, χωρίς άλλο κίνητρο εκτός από τον έρωτα, χωρίς καμία νομική, οικονομική και φυσική βία. Η ελευθερία όμως, έστω και αν είναι η μοναδική λύση που μπορούμε και οφείλουμε να προτείνουμε, δεν επιλύει ριζικά το πρόβλημα, δεδομένου ότι για να ικανοποιηθεί ο έρωτας έχει ανάγκη από την συμφωνία δύο ελευθεριών, οι οποίες συχνά δεν εναρμονίζονται διόλου, και ότι η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει, δεν είναι παρά μια φράση κενή νοήματος, όταν κάποιος δεν μπορεί να θέλει κάτι.

Είναι πολύ εύκολο να πούμε: όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα ερωτεύονται, ενώνονται, ενώ χωρίζουν όταν πάψουν να είναι ερωτευμένοι. Για να μπορέσει, ωστόσο, αυτή η αρχή να μετατραπεί σε πάγιο και γενικό κανόνα της ευτυχίας, θα πρέπει να ερωτεύονται και να παύουν να είναι ερωτευμένοι και οι δύο ταυτοχρόνως. Και αν κάποιος αγαπά χωρίς να αγαπιέται; Και αν κάποιος εξακολουθεί να αγαπά, ενώ ο άλλος δεν τον αγαπά πλέον και προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποιο καινούργιο πάθος; Και αν κάποιος αγαπά ταυτοχρόνως περισσότερα τού ενός άτομα, τα οποία δεν μπορούν να συμβιβασθούν με μια τέτοια κατάσταση;

«Είμαι άσχημος», έλεγε κάποτε ένας φίλος. «Τί θα κάνω αν καμία δεν θέλει να μ’ ερωτευθεί;» Όσο αστεία και αν ακούγεται μια τέτοια ερώτηση, δεν μπορεί κανείς να μην διακρίνει πίσω από αυτά τα λόγια κάποιες πραγματικές τραγωδίες.

Και κάποιος άλλος, ο οποίος αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα, μάς έλεγε: «Για την ώρα, όταν δεν μου προσφέρεται ο έρωτας, τον αγοράζω, έστω και αν είμαι αναγκασμένος να κάνω αιματηρές οικονομίες για να τα φέρω βόλτα. Τί θ’ απογίνω, όταν δεν θα υπάρχουν κοινές γυναίκες;» Το ερώτημα είναι φρικτό, εφ’ όσον αποκαλύπτει την επιθυμία να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι να εξωθούνται από την πείνα στην πορνεία. Είναι φρικτό, αλλά και συνάμα …τρομερά ανθρώπινο.

Ορισμένοι ισχυρίζονται πως το φάρμακο θα μπορούσε να βρεθεί στην οριστική κατάργηση της οικογένειας,στην κατάργηση τού, λίγο-πολύ, μόνιμου σεξουαλικού ζεύγους, καθιστώντας έτσι τον έρωτα μια απλή φυσική πράξη, ή, καλύτερα, μεταμορφώνοντας τον -μέσω της σεξουαλικής ένωσης- σε ένα αίσθημα παρόμοιο με την φιλία, που θα αναγνωρίζει το δικαίωμα στις πολυγαμικές σχέσεις, στην ποικιλία, στην διατήρηση πολλών ερωτικών δεσμών ταυτοχρόνως. Και τα παιδιά; …Παιδιά όλων. Μπορεί, λοιπόν, να καταργηθεί η οικογένεια; Θα πρέπει να ευχόμαστε κάτι τέτοιο; Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, παρά κυριαρχούσε και εξακολουθεί να κυριαρχεί μέσα στην οικογένεια, αυτή αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα ανάπτυξης του ανθρώπου, εφ’ όσον μέσα στα πλαίσια της οικογένειας ο άνθρωπος θυσιάζεται για τον άνθρωπο και ανταποδίδει το καλό με καλό, χωρίς να ζητά άλλη ανταμοιβή πέραν της αγάπης του συντρόφου και των παιδιών του.

Όμως μάς λένε πως από την στιγμή που θα εξαφανισθούν τα προβλήματα που γεννούν τα συμφέροντα, όλοι οι άνθρωποι θα είναι αδέλφια και θα αγαπούν ο ένας τον άλλον. Οπωσδήποτε δεν θα μισεί ο ένας τον άλλον είναι βέβαιο ότι το αίσθημα της συμπάθειας και της αλληλεγγύης θα αναπτυσσόταν σε μεγάλο βαθμό και ότι το γενικό συμφέρον των ανθρώπων θα αναδεικνυόταν ως σημαντικός παράγων στον καθορισμό της συμπεριφοράς κάθε ατόμου. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι έρωτας. Το να αγαπάς όλο τον κόσμο μοιάζει με το να μην αγαπάς κανέναν. Ενίοτε μπορούμε να βοηθάμε τον άλλον. Δεν μπορούμε όμως να κλαίμε για όλες τις δυστυχίες. Αυτό θα σήμαινε ότι θα περνούσαμε όλη την ζωή μας με δάκρυα. Πάντως, μια καρδιά που αντέχει το κλάμα της συμπόνιας, είναι η πιο γλυκιά παρηγοριά.

Οι στατιστικές των θανάτων και των γεννήσεων μπορεί να προσφέρουν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία θα μάς επέτρεπαν να γνωρίσουμε τις κοινωνικές ανάγκες. Στην καρδιά μας όμως δεν μπορούν να πουν τίποτε. Πρακτικά, μάς είναι εντελώς αδύνατον να θρηνούμε για κάθε άνθρωπο που πεθαίνει και να χαιρόμαστε για κάθε άνθρωπο που γεννιέται.

Και αν υποτεθεί πως δεν αγαπάμε κάποιον περισσότερο από τους άλλους, εάν δεν υπάρχει ένα και μόνο άτομο, για το οποίο να είμαστε περισσότερο διατεθειμένοι να θυσιαστούμε απ’ ό,τι για τους άλλους, εάν δεν γνωρίζαμε άλλον έρωτα εκτός από αυτόν τον μέτριο, τον αφηρημένο, τον σχεδόν θεωρητικό, που μπορούμε να αισθανθούμε για τους πάντες, δεν θα ήταν η ζωή μας λιγότερο πλούσια, λιγότερο γόνιμη, λιγότερο όμορφη; Δεν θα μειώνονταν αυτές οι ωραιότερες παρορμήσεις τής ανθρώπινης φύσης; Άραγε δεν θα ήμαστε στερημένοι
από τις βαθύτερες απολαύσεις μας; Δεν θα ήμαστε πιο δυστυχισμένοι;

Κατά τα άλλα, ο έρωτας είναι αυτό που είναι! Όταν μας χτυπούν τα βέλη του έρωτα, νοιώθουμε την ανάγκη της επαφής, της αποκλειστικής κατοχής της αγαπημένης ύπαρξης. Η ζήλια, με την καλύτερη δυνατή έννοια της λέξης, φαίνεται να αποτελεί -και γενικώς αποτελεί- μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Το γεγονός μπορεί να είναι θλιβερό, δεν μπορεί ωστόσο να αλλάξει κατά βούληση, ούτε καν κατά την βούληση εκείνου που βασανίζεται από την ζήλια.

Για μας ο έρωτας είναι ένα πάθος το οποίο από μόνο του γεννά τραγωδίες. Οπωσδήποτε, αυτές οι τραγωδίες δεν θα μεταφράζονταν πλέον σε πράξεις βίαιες και κτηνώδεις, αν ο άνδρας και η γυναίκα διέθεταν το αίσθημα του σεβασμού της ελευθερίας του άλλου, αν διέθεταν αρκετή εξουσία πάνω στον ίδιο τον εαυτό τους, ώστε να αντιλαμβάνονται πως ένα κακό δεν θεραπεύεται με κάποιο άλλο μεγαλύτερο, και αν η κοινή γνώμη δεν ήταν τόσο ανεκτική απέναντι στα εγκλήματα πάθους, όσο είναι σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, οι τραγωδίες δεν θα ήταν λιγότερο οδυνηρές.

Όσο οι γυναίκες και οι άνδρες διαθέτουν τα αισθήματα που διαθέτουν -και μια αλλαγή στο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς της κοινωνίας δεν μάς φαίνεται αρκετή για να τα μεταβάλει οριστικά- ο έρωτας, την ίδια στιγμή που θα προσφέρει μεγάλη χαρά, θα προξενεί και μεγάλο πόνο. Με την κατάργηση όλων των αιτίων που θα μπορούσαν να καταργηθούν, ο πόνος αυτός θα μπορούσε να μειωθεί ή να απαλυνθεί, η πλήρης εξαφάνιση του’όμως είναι αδύνατη.

Αποτελεί, άραγε, αυτή η διαπίστωση λόγο για να μην δεχθεί κάποιος τις ιδέες μας και να θελήσει να παραμείνει εκουσίως στην παρούσα κατάσταση; Εν προκειμένω, θα έμοιαζε με κάποιον ο οποίος, μη μπορώντας να αγοράσει πολυτελή ρούχα, θα προτιμούσε να κυκλοφορεί γυμνός, ή με κάποιον ο οποίος, μη μπορώντας να τρώει κάθε μέρα φασιανό, θα απαρνιόταν το ψωμί, ή με έναν γιατρό ο οποίος, δεδομένων των αδυναμιών της σύγχρονης επιστήμης όσον αφορά ορισμένες ασθένειες, θα αρνιόταν να θεραπεύσει τις αρρώστιες που μπορούν να θεραπευθούν.

Ας καταργήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο· ας. καταπολεμήσουμε την κτηνώδη παρόρμηση του αρσενικού που πιστεύει πως πρέπει να κυριαρχεί πάνω στο θηλυκό· ας καταπολεμήσουμε τις θρησκευτικές, κοινωνικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις· ας εξασφαλίσουμε σε όλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, την ευημερία και την ελευθερία· ας διαδώσουμε την μόρφωση και, τότε, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση λογικά, εάν δεχθούμε ότι δεν θα υπάρχουν πλέον άλλα βάσανα, εκτός από εκείνα του έρωτα.

Εν πάση περιπτώσει, όσοι θα είναι άτυχοι στον έρωτα, θα μπορούν να βρουν άλλες απολαύσεις, εφ’ όσον η κατάσταση δεν θα είναι όπως η σημερινή, στην οποία ο έρωτας και το αλκοόλ αποτελούν την μοναδική παρηγοριά του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας.

Κείμενο από το βιβλίο «Προς μια ελεύθερη κοινωνία», του Ερρίκο Μαλατέστα, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος