Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Οι σκιές -Jacques Prévert




«στέκεσαι εκεί
Απέναντί μου
Λουσμένη στου έρωτα το φως
Κι εγώ
Στέκομαι εδώ
Απέναντί σου
Στης ευτυχίας τη μουσική
Αλλά η σκιά σου
Εκεί πάνω στον τοίχο
Παραμονεύει τα λεπτά τα δευτερόλεπτα
Των ημερών μου
Κι η σκιά η δική μου
Κάνει το ίδιο
Κατασκοπεύει τη δική σου ελευθερία
Όμως παρ’ όλα αυτά εγώ σ’ αγαπώ
Και μ’ αγαπάς κι εσύ
Όπως κανείς το καλοκαίρι
Τη μέρα ή τη ζωή αγαπάει
Όπως οι ώρες
Η μια την άλλη ακολουθούν
Χωρίς ποτέ τους να σημαίνουνε ταυτόχρονα
Έτσι κι οι δυο σκιές μας
Ακολουθούν η μια την άλλη
Σαν δυο σκυλιά από την ίδια μάνα
Λευτερωμένα από κοινή αλυσίδα
Στον έρωτά τους εχθρικά
Πιστά μονάχα στον αφέντη
Ή στην κυρά τους
Σκυλιά που περιμένουνε μ’ υπομονή
Και τρέμοντας από την αγωνία
Το χωρισμό των εραστών
Που περιμένουν να τελειώσει
Η αγάπη κι η ζωή μας
Που περιμένουν να τους ρίξουμε τα κόκκαλά μας
Για να τα πάρουν
Να τα κρύψουν να τα παραχώσουν
Και να κρυφτούν κι αυτά μαζί και να χαθούν
Κάτω απ’ τις στάχτες της επιθυμίας
Μες στα συντρίμμια του Καιρού.»
(Ζακ Πρεβέρ, Θέαμα & ιστορίες, ΥΨΙΛΟΝ/ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ)


Σημείωση: 
Οι καλλιτέχνες Tim Noble και Sue Webster δημιουργούν γλυπτά από άχρηστα κομμάτια ξύλο, πεταμένα έπιπλα και παλιές σκάλες. Το καλλιτεχνικό όμως αποτέλεσμα είναι «ορατό» εφόσον πέσει επάνω τους φως... και ξαφνικά στον τοίχο «ζωντανεύουν» ανθρώπινες σκιές!

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ (Διηγήματα) – Τόλης Νικηφόρου




Αυτό το βιβλίο ήρθε κα με βρήκε σε μια στιγμή που όλα γινόταν θολά γύρω μου, λες και ήταν προγραμματισμένο να έρθει για να με λυτρώσει. Μέσα από μνήμες μια πόλης γνωστής αλλά συγχρόνως και άγνωστης, ο άγνωστος στρατιώτης δίνει μια μάχη να ζωντανέψει σε κάθε αναγνώστη τη μαγεία που χάθηκε.  Σε τρυπάει με την πένα του και όπως ξυπνάς αντιλαμβάνεσαι ότι η μέχρι τώρα θέα σου ήταν από κλειστό παράθυρο.
Και να ‘μαι τώρα να ανοίγω τα παντζούρια μου για να βρω την πατρίδα, την πατρίδα που δεν έβλεπα και όχι που έχασα, την πατρίδα που έκρυψα και που θέλω πίσω , την πατρίδα που μπορώ και αντέχω να έχω.

Τι σημαίνει για μένα η Παναγία Χαλκέων, το γκαράζ του Μπεμπελέκου, τα Λουτρά ο Παράδεισος, τα παλιά γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή , το Σιντριβάνι , η ΧΑΝΘ ; Δεν έζησα ποτέ στην Αμύντας, στη Φιλίππου, στην Ολύμπου, στην Μητσαίων και του Αγνώστου Στρατιώτου, σημείο χωρίς καμία μνήμη . Σκέφτομαι ότι καλά καλά δεν ξέρω που ακριβώς χωροθετούνται στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πως λοιπόν αυτοί οι τόποι αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον για μένα;

Οι τόποι , οι χρόνοι , οι εποχές δεν είναι απόλυτες έννοιες που καθορίζουν την κοινή μας παρτίδα, η μόνη πατρίδα που είναι κοινή για όλους μας και κει επιστρέφουμε μετά από σκληρή μετανάστευση είναι η παιδικότητα μας. Η πατρίδα που αγκαλιάζει όλους μας.


17 διηγήματα και οι μνήμες ενός ζωντανού ακόμη παιδιού περιγράφουν την ουσία που οφείλουν οι προηγούμενες γενιές στις επόμενες . 17 νοσταλγικές αφηγήσεις που δεν σε ταξιδεύουν σε γλυκερά ακύμαντα νερά αλλά σε βουτούν στην οδυνηρή θάλασσα μιας επιστροφής χωρίς την ψευδαίσθηση της μαγείας που για να την βρεις πρέπει να σκάψεις μέσα σου, να πονέσεις και αν μπορείς να αντέξεις να λυτρωθείς επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της ζωής. Αυτό που κυριολεκτικά σε εντυπωσιάζει είναι ότι και τα 17 διηγήματα παρ΄όλο που είναι χρονικά αποστασιοποιημένα από το συναίσθημα διατηρούν αναλλοίωτη την ένταση του


Ο πρώτος έρωτας είναι μια πατρίδα που όλοι μας έχουμε κατοικήσει και η Κική είναι το ανεκπλήρωτο που μας καλεί κάθε φόρα να εκπληρώσουμε. …

 
Όταν έβγαινε η Κική ανάμεσα σε ρούχα και καυσόξυλα

όπως τα μάτια της γάτας
ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο


Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Υπήρχαν όμως μέγαρα. Ή έτσι τουλάχιστον τα ονόμαζαν. Τριώροφα έως πενταώροφα κτίσματα, συνήθως γκρίζα και γυμνά, με ψηλοτάβανα διαμερίσματα που όχι σπάνια μοιράζονταν δύο πολυμελείς την εποχή εκείνη οικογένειες. Με μαυροφορεμένη γιαγιά και ξαδέλφη απ’ το χωριό. Με σόμπα πήλινη ή σιδερένια και μπουριά στο σαλόνι, με φουφού, φανάρι και παγωνιέρα στην κουζίνα. Με την ταράτσα στην κορυφή της σκάλας για ν’ ανεβάζουν στρώματα τις καλοκαιρινές νύχτες μικροί και μεγάλοι. Και με στενόμακρα πίσω μπαλκόνια με τη μπουγάδα και στοίβες τα καυσόξυλα για τον χειμώνα.
Κάτω από τον μισοκαμμένο και σε φάση ανακατασκευής Άι Δημήτρη, στην ανατολική πλευρά της ωκεάνιας Πλατείας Δικαστηρίων που ποτέ δεν δικαίωσε το όνομά της, ανάμεσα στα μέγαρα της Μητσαίων και τα μέγαρα της Φιλίππου, σχηματιζόταν μια αδιέξοδη πρασιά που, από τη μια μεριά κατέληγε στα μέγαρα της Αμύντα κι από την άλλη, σε κείνα της Αγνώστου Στρατιώτου. Τα νότια λοιπόν μπαλκόνια της Μητσαίων αντίκριζαν τα βόρεια πίσω μπαλκόνια της Φιλίππου και το δικό μας πίσω μπαλκόνι από την Αγνώστου Στρατιώτου τα πλαγιοκοπούσε και τα δύο. Κάπως έτσι ήταν και κάπως έτσι παραμένει η γεωγραφία του χώρου.
Το δικό μας πίσω μπαλκόνι ήταν για μένα γυμναστήριο, με κυρίαρχο βέβαια το στοιχείο της επίδειξης, ησυχαστήριο όπου κουβαλούσα και καταβρόχθιζα τα απαγορευμένα βιβλία και περιοδικά της εποχής για λίγο μακριά από το πατρικό βλέμμα, και παρατηρητήριο. Από το σημείο εκείνο δεν μπορούσα βέβαια να δω τη μέσα αυλή όπου η κυρία Μ. έκανε μπάνιο ολοτσίτσιδες τη Λούλα και την Πόπη αλλά μπορούσα να παρακολουθώ τις πεινασμένες γάτες με ακροβατικές ικανότητες, μπορούσα να περιεργάζομαι τα τροφαντά κουνέλια της Αρμένισσας και τα ετερόκλητα μυστηριώδη αντικείμενα που είχαν συσσωρεύσει στις γωνιές οι άλλοι ένοικοι της αυλής. Μπορούσα ακόμη κατά διαστήματα να ερεθίζω αρκετά τους γείτονες. «Τα φάγατε τα σίδερα», έσκουζε με στιγμιαία παρουσία στο άσπρο μέγαρο της γωνίας η γριά γκιόσα, όπως τη χαρακτήριζε άσπλαχνα ο πατέρας μου, πολύ πριν πάψω εγώ να τη φοβάμαι, πολύ πριν μάθω η λέξη τι σημαίνει. Παρατηρητήριο και γιατί μπορούσα, κοιτάζοντας προς τα πάνω, να περιμένω και να περιμένω μήπως κάποτε εμφανιστεί στο δικό της μπαλκόνι η Κική.
Η Κική ήταν συμμαθήτριά μου στο ταπεινό δημοτικό της γειτονιάς απέναντι από το φημισμένο Πειραματικό Σχολείο. Κάπου εξήντα παιδιά χρόνια ολόκληρα στην ίδια αίθουσα με τη φοβερή και τρομερή κυρία Μπέλλα στην έδρα, ογκώδη, κουτσή και γηραλέα, με σκαμμένο πρόσωπο πάνω από το μεγάλο της πηγούνι, και με τη βίτσα στο δεξί της χέρι.
Τη δική μας κυρία Μπέλλα. Με την τσακαλοπαρέα αγγελική στα πίσω πάντοτε θρανία και την Κική να λάμπει μπροστά και πλάγια σε πλήρη θέα.
Σαν παιδί μπορούσα να επισημάνω ακαριαία το ουσιώδες και το ουσιώδες ήταν ότι η Κική είχε ιδιοποιηθεί με απόλυτη φυσικότητα την ασάφεια του ονείρου. Ίσως να έφταιγε εκείνη η διάφανη ομίχλη που την τύλιγε και που κανένας άλλος δεν διέκρινε. Ίσως και να θάμπωναν τα μάτια μου από το φως που εξέπεμπε μόνο για μένα, ίσως όλα αυτά να ήταν απλώς γέννημα της παιδικής μου φαντασίας. Το βέβαιο ήταν πως δεν έβλεπα ένα ψηλό λεπτό κορίτσι εντεκάχρονο με αρμονικά χαρακτηριστικά αλλά μια ουσία ρευστή και φλογισμένη που δεν τολμούσα να πλησιάσω, που το περίγραμμά της είχε ήδη γεμίσει τα μάτια μου. Έτσι, άλλο εννοούσε η δασκάλα όταν έλεγε Κική, άλλο η γιαγιά της, άλλο οι συμμαθητές και οι φίλες της και άλλο εγώ, σίγουρα άλλο εγώ.
Οι έξι ώρες στο σχολείο δεν έφταναν με τα κορίτσια έτοιμα για το ψου-ψου και το πνιχτό γελάκι. Οι βουτιές που έκανα στο χώμα, παίζοντας μπάλα μπροστά στον Άγιο Νικόλαο και κάτω από το μπροστινό της μπαλκόνι, δεν έφταναν. Δεν έφταναν τα γκολ που κάποτε και με ηρωικές προσπάθειες πετύχαινα. Έπρεπε να τη βλέπω με την άνεσή μου στο πίσω το μπαλκόνι, το δικό της του τελευταίου ορόφου, το δικό μου μόνο του δεύτερου. Ίσως και γιατί εκεί είχα την αίσθηση ότι δεν τη μοιραζόμουν με ξένους και άσχετους, ότι τελείως αδιάφορος πίσω από τις αστυνομικές σελίδες της Μάσκας, μπορούσα να την απολαμβάνω ακίνδυνα.

Έβγαινε λοιπόν η μεγάλη αδελφή της και η ξαδέλφη της, έβγαινε και έμπαινε η γιαγιά της, μια ασπρομάλλα αρχοντογυναίκα που ξεφυσούσε σε κάθε κίνηση, έβγαινε και ο ξάδελφος της και φίλος μου, ο Βασιλάκης. Ε, κάποτε έβγαινε και η Κική. Έβγαινε η Κική ανάμεσα σε κρεμασμένα ρούχα και καυσόξυλα και ακουμπούσε νωχελικά τα λευκά μπράτσα της στα κάγκελα χωρίς να βλέπει πουθενά. Ύστερα γύριζε λίγο το κεφάλι δεξιά, κοιτούσε ώρα πολύ ίσια μπροστά και, σαν να είχε θυμηθεί κάτι απροσδιόριστο, έστρεφε κάποια αιώνια στιγμή και προς το μέρος μου. Στον ελάχιστο χρόνο που έκανε το βλέμμα της να ευθυγραμμιστεί με το δικό μου, εγώ είχα ταμπουρωθεί πίσω από τις σελίδες και συλλάβιζα τις λέξεις που με τρόπο μαγικό θα μ’ έκαναν ιπτάμενο ήρωα της εποχής για να εκτοξευτώ στον μίζερο ουρανό και να τη συγκλονίσω με την ακαταμάχητη παρουσία μου. Όταν τολμούσα τελικά να ξεμυτίσω, η Κική είχε αποχωρήσει στα ενδότερα.
Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε επί δύο ή τρία χρόνια, από την τετάρτη ως την έκτη δημοτικού. Εκείνη σίγουρα όλα τα καταλάβαινε με το αλάνθαστο, έστω και πρώιμο, θηλυκό της ένστικτο, σαν τις αρπακτικές γάτες της γειτονιάς που οσμίζονταν το φαγητό απ’ τα πενήντα μέτρα, άσχετα αν καμιά φορά όταν πλησίαζαν δεν το έβρισκαν της αρεσκείας τους. Και βέβαια θα πρέπει να την κολάκευε η άνευ όρων παράδοσή μου παρά τις απελπισμένες προσπάθειές μου να επιδείξω ψυχραιμία. Την κολάκευε ως το σημείο που δεν την ενοχλούσε και ο απόηχος από τα μάλλον ειρωνικά της σχόλια είχε φτάσει σε μένα μετά περίπλοκη διαδρομή από τον Λαζαράκη, τον Φουστάνα με το παρατσούκλι, έναν από τους πιο στενούς μου φίλους.
Εγώ τα αγνοούσα όλα και συνέχιζα απτόητος. Συνέχιζα, τι; Αυτά τα ελάχιστα και μια-δυο φορές με φίλους από τη γειτονιά να τραγουδάω παράφωνα το βράδυ ερωτικά σουξέ της εποχής, περνώντας τάχα τυχαία κάτω από το σπίτι της. Συνέχιζα να παραδέρνω ανάμεσα σε μια διαρκή υποψία γελοιοποίησης και μιαν αβάσιμη ελπίδα. Συνέχιζα ώσπου ήρθε μια μέρα η γιαγιά της στο σχολείο και κεραυνοβολήθηκα όταν την είδα, έχοντας πλήρη επίγνωση της ενοχής μου. Ήρθε να διαμαρτυρηθεί με ορεσίβια προφορά του ονόματός μου, που μάλλον αδικούσε την επιβλητική εμφάνισή της. Γιατί ο μικρός τούς ενοχλούσε με τις καντάδες, τις φιγούρες του και τ’ άλλα.
Η κυρία Μπέλλα την άκουσε προσεκτικά, αποστρέφοντας χαρακτηριστικά τους οφθαλμούς, και τη διαβεβαίωσε ότι θα επιλαμβανόταν του θέματος. Όταν έφυγε, μου τράβηξε μια γερή κατσάδα μέσα στην τάξη αλλά δεν με έδειρε με τη χερούκλα της όπως είχε κάνει σε αναλόγου μεγέθους παραπτώματά μου στο παρελθόν. Ακούστηκε μάλιστα να μονολογεί με μια γκριμάτσα αηδίας, «έφερε κι αυτή τη γιαγιά της στο σχολείο».
Σύντομα ακολούθησε, ως πρωτοτυπία, και δεύτερη χαριστική βολή. Μου ψιθύρισαν ότι η Κική δεν έβγαινε στο πίσω μπαλκόνι για να δει εμένα, ούτε καν τυχαία, αλλά για να ανταλλάξει οπτικά σινιάλα με τον Ιάσονα απέναντι, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, είχε το μοναδικό ποδήλατο της γειτονιάς και ήταν ομολογουμένως πιο ωραίος ή ωραίος σκέτα.

Έχουν περάσει από τότε πάνω από σαράντα πέντε χρόνια. Με όλα όσα αυτά σημαίνουν. Την Κική δεν την ξαναείδα ποτέ. Ούτε καν σαν υποψία σε κάποιο δρόμο. Κι ας μέναμε στα ίδια σπίτια και στην ίδια πόλη το μεγαλύτερο διάστημα. Λες και είχε προσβληθεί θανάσιμα ο θεός των ανέλπιδα ερωτευμένων, ο θεός των μικρών και των ηττημένων, και απομάκρυνε τα βήματά μου από την παρουσία της, με τον ίδιο τρόπο που πριν εκεί τα οδηγούσε. Μια-δυο φορές μονάχα άκουσα να αναφέρεται το όνομά της χωρίς να ρωτήσω, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Όμως κάπου βαθιά μέσα μου η Κική υπάρχει. Ακέραια και εκθαμβωτική όπως τότε. Ίσως για να μου θυμίζει με τρόπο τελειωτικό αυτά που στη ζωή μας δεν μας δόθηκαν. Αυτά που ξέρουμε καλά πως είναι αδύνατο να μας δοθούν.


                                                                                                             Τόλης Νικηφόρου

17 διηγήματα στη συλλογή  «Αγνώστου Στρατιώτου», εκδ. Μανδραγόρας 2016
 
Κάπως έτσι αρχίζουν όλες οι ιστορίες
Υπόγεια και επίγεια
Ο πρώτος θάνατος
Όταν έβγαινε η Κική ανάμεσα σε ρούχα και καυσόξυλα
Το γκαράζ του Μπεμπελέκου
Ιπτάμενος χωρίς φρένα στην Αμύντα
Κάτω απ' το Εργατικό Κέντρο
Με κεφαλιά του Καζαντζή ή σουτ του Βικελίδη
Παιδί της αλάνας και του βιβλίου
Το δέντρο του δικού μας δάσους
Τα παιδιά της γειτονιάς
Ο μεγάλος
Η παλιά πήλινη σόμπα
Requiem για έναν σπάταλο άνθρωπο
Ούτε ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό της
Ένα κορίτσι από την Κρήτη
Μόνος με άλλους έντεκα και την κουβέρτα πάνω απ' το κεφάλι

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Μελανέμισα- Βίκυ Βανίδη

Σε μια άγρια μέρα
έβαλα ροζ σταράκια
έτρεξα σε αγύρτες τοίχους
να βρω τον αποκηρυγμένο εαυτό μου
ζήτησα πίστωση αυτογνωσίας
γέλασα δυνατά να ξορκίσω τις συμβάσεις
έσβησα τις μνήμες
είπα στον ήλιο να μου κρύψει το ρολόι
χόρτασα αρχέγονη λάσπη
τέλος
σε ένα μπαράκι κοσμικό
ήπια μπόμπα
ψευδαισθήσεων
ύστερα όμορφη και γλυκιά
ξέρασα πάνω στη μπάρα
τι κάνεις φωνάζει
η μπαργούμαν
γιορτάζω απάντησα
ξερνάς είπε
και μια κουκουβάγια
πετάχτηκε από τα ματιάς της
ξελαφρώνω είπα
δες κάτω από το στήθος
έχω δυο κοιμισμένα φτερά
όταν ξυπνήσουν
θέλω να είμαι ελαφριά
για να πετάξω

Σου στρίψε η βίδα είπε
και έτρεξε ζεστή σοκολάτα
από τα μάτια της
την ξεβιδώνω μόνη μου είπα
μάζεψε τα γλυκερά τώρα
και βάλε μια γύρα
θανατερής (συν)-ουσίας
 έλα να καβλώσουμε
με αλήθειες
μπορείς;


Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Caminante no hay camino-Αντόνιο Ματσάδο



Όλα περνούν κι όλα μένουν,

αλλά δικό μας είναι το να περνάμε

να περνάμε κάνοντας δρόμους,

δρόμους πάνω στη θάλασσα.

Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,

ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη

των ανθρώπων το τραγούδι μου.

Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,

τους αβαρείς και αβρούς,

σαν σαπουνόφουσκες.

Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται

από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε

κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν

κι αμέσως να σπάνε…

Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…

Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι

μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,

ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…

Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος

και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω

φαίνεται το μονοπάτι

που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος

μόνο απόνερα στη θάλασσα.


                                                               μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη



Αυτό το τραγούδι του Joan Manuel Serrat, είναι εμπνευσμένο από αυτό το ποίημα

Στίχοι τραγουδιού στα Ελληνικά 


Πριν λίγο καιρό σ’ αυτό τον τόπο
όπου τα δάση ντύνονται με αγκάθια
ακούστηκε η φωνή ενός ποιητή να κραυγάζει
“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
γίνεται δρόμος βαδίζοντας”
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Πέθανε ο ποιητής μακριά από τον τόπο του.
Τον σκεπάζει η σκόνη μια γείτονας χώρας.
Μακραίνοντας τον είδαν να κλαίει:
“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας…”
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Όταν ο σπίνος δεν μπορεί να κελαηδήσει,
όταν ο ποιητής είναι ένας περιπλανώμενος,
όταν σε τίποτα δεν μας βοηθάει η προσευχή
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο



 


Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Στον αδέσποτο Γιάννη του Ηρακλείου -Βίκυ


Είναι γνωστή περίπτωση…

Κοιμάται όπου βρει
ψάχνει για φαγητό
στα σκουπίδια.
Δεν θέλει να γίνει
άνθρωπος,
τι μπορούμε να κάνουμε;
Δεν σώζουμε
αυτούς που επιμένουν
ότι το χάος
είναι το σπίτι τους.
Και πρόσεξε
μην τον πλησιάζεις πολύ
τα αδέσποτα σκυλιά
δαγκώνουν ενίοτε
το χέρι που τα ταΐζει,
στο λέω από εμπειρία
έχουνε δει έμενα
τα μάτια μου …

Είναι γνωστός άνθρωπος…

Ναι ένιωσα την συγγένεια
είδα τη λάμψη
στα λυπημένα του μάτια
όταν έβγαλε
από το θησαυροφυλάκιο του
ένα καθαρό πορτοκάλι
να με ταΐσει.
Κατάλαβα ότι το ίδιο χάος
μας γέννησε

Κρατικέ υπάλληλε
αν μπορούσες να διαβάσεις
αυτή τη λάμψη στα μάτια του
θα ένιωθες τι είναι
άνθρωπος


Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ο κόσμος είναι ένα ωραίο μέρος για να γεννηθείτε -Λόρενς Φερλινγκέτι



Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
που και που
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν
όλη την ώρα
Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς
Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
που και που
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει
Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα όπως το να κάνεις κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις εμπνεύσεις