Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Για σένα- Βίκυ Βανίδη

Για σένα ξεδιπλώνω αυτές τις λέξεις.
Τακτοποιώ αντωνυμίες και ρήματα
και αποτυπώνω στο χαρτί
τη λευκή ιστορία του ανέφικτου
σ΄ αγαπώ.
Για σένα που λερώνεις τους αέρηδες
με κόκκινη μπογιά
και ζωγραφίζεις σύννεφα
περιμένοντας να ξεσπάσουν
κόκκινες καταιγίδες.
Που περιφέρεσαι
χαράματα στα όνειρα μου
και με ποτίζεις με μεθυσμένους
πόθους που τρεκλίζουν ακίνητοι.
Για σένα, που στάθηκες σιωπηλός
στο θαυμαστικό του ήχου
και άφησες την αύρα σου
να τραγουδήσει στο κορμί μου.
Που αμόλησες χιλιάδες πεταλούδες
να πεταρίζουν στο στομάχι μου
και χάθηκες στη μαυρισμένη
στοά του αδιέξοδου.
Άγονη ελπίδα της προσμονής μου
μόνο αυτό μου χάρισες,
ένα λευκό άγγιγμα
με το φως της ματιάς σου
και το εφήμερο στολισμένο
πέρασε στην αιωνιότητα
Για σένα γράφω τώρα,
για σένα που αναζητώ
και ξέρω ότι δεν θα ρθεις.


Φωτογραφία:ROBERT AND SHANA PARKEHARRISON

ξέμπαρκος πόθος - Βίκυ Βανίδη

To πλοίο που έφυγε
o πόθος που ξέμεινε.
Τα πλοία δεν κοιτούν πίσω
και οι ξέμπαρκοι πόθοι
ταξιδεύουν σε  πεντάγραμμο.


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Μάνα μου... Ιωακείμ Παπαχρόνης

Κατέχες τη μητρική γλώσσα της ψυχής. Την λατρεία την έγραφες με πέντε λάμδα.
Λλλλλατρεία. Κραυγή πολεμική από τα στήθη σου.
Μάνα μου…..
Σβήστηκαν απ' τις παλάμες σου οι γραμμές της ζωής. Γιατί μονάχα χάιδευες.
Ίσαμε να απομείνουν ποιήματα που γράφτηκαν με φως.

Μέσα στη ραγισμένη καρδιά της νύχτας
διαβάζω το πιο όμορφο ποίημα της ζωής μου
γραμμένο με τα άστρα που μου απόθεσαν τα χάδια σου…
Μάνα μου…
Κάθε νύχτα ξαγρυπνάς πλάι μου μες στου φεγγαριού το φως.
Απόψε η σιγαλιά έχει την όψη σου
Και η θύμηση σου προσευχή
που υψώθηκε να αγγίξει τη χάρη σου.
Σε βλέπω να πλάθεσαι στον κήπο
από τα όνειρα των λουλουδιών
κι έρχεσαι
παίρνεις το σχήμα της ψυχής μου
παίρνω το σχήμα σου της θέρμης
και με νανουρίζεις
με φεγγαρόφωτο
και χτυποκάρδια
....να σμίξω με το φως των τρυφερότερων μου ονείρων…..


Δημοσιευμένο στη σελίδα του Ιωακείμ Παπαχρόνη στο fb

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Επέτειος Πολυτεχνείου

Επέτειος  Πολυτεχνείου:
Κερί αναμμένο
σε λασπωμένο βωμό
λησμονημένων στόχων
και στοιχειωμένων ηρώων.
Ουρλιάζουν στις πορείες
ακρωτηριασμένα τα συνθήματα.
Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία.
Και αυτή η απάτη, που λέγετε
χρόνος, όλα τα αλλάζει
κάνει το ψωμί καταναλωτισμό,
την παιδεία εξειδίκευση
και την ελευθερία, ένα κρίκο
στην αλυσίδα μας .
Θυμάσαι, τότε, που ακόμη ονειρευόμαστε
ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο.
Τότε που το σκάσαμε
από την πρώτη σχολική γιορτή
για το Πολυτεχνείο.
Θυμάσαι τον όρκο μας ;
«Ορκίζομαι να μη καταθέτω
δάφνινα στεφάνια
στη μνήμη νεκρών ηρώων
ούτε να εναποθέτω νεκρά λουλούδια
σε βωμούς ζωντανών αγώνων»
Και μετά ξεκινήσαμε την πορεία
εγώ προς τη λευκή ζωή,
που απομυθοποιεί τους ηρωισμούς
και συ στο λευκό θάνατο,
που ηρωοποιεί τις αυταπάτες.


Αυτές τις σκέψεις τις έγραψα πριν αρκετά χρόνια, σε μια από τις επετείους του Πολυτεχνείου. Τότε, η πτώση μέσα μου έμοιαζε χωρίς πάτο και οι απομυθοποιήσεις μου είχαν αρχίσει να καταστρέφουν το όνειρο, για ένα καλύτερο κόσμο. Ήταν τότε που η ουτοπία πήρε μια γκρίζα νεφελώδης μορφή και χωρίς καν να καταλάβω άρχισα να τη χρησιμοποιώ μόνο σαν λέξη , συνήθως για να περιγράψω το αδύνατο. Ευτυχώς αυτό το απείθαρχο παιδί μέσα μου, έβαλε στοπ στις απομυθοποιήσεις, ακριβώς τη στιγμή που σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω την ουτοπία για να περιγράψω το αδιανόητο. Αυτό το παιδί μέσα μου, με έσωσε από τον ύπουλο μηδενισμό , πλέον πιστεύω ότι είναι ανίκητο και πάντα θα βρίσκει τόπους και τρόπους που θα εκφράζουν τις πανανθρώπινες αξίες. Αυτό το παιδί μέσα μου δεν θα πάψει ποτέ να ονειρεύεται. 

Πριν λίγες μέρες ήρθε ο γιος μου, τελειόφοιτος στο Μουσικό Σχολείο και μου είπε με ενθουσιασμό ότι ετοιμάζουν ένα σκετς για το Πολυτεχνείο, με κείμενα δικά τους , με δικές τους επιλογές τραγουδιών και ποιημάτων και η υπεύθυνη καθηγήτρια απλά τους βοηθάει στην σκηνοθεσία . Μου έκανε εντύπωση γιατί ο Νικόλας γενικά δεν συμμετέχει σε γιορτές, επετείους, παρελάσεις κλπ , τον ρώτησα πως και έτσι και μου απάντησε απορριμμένα, μα αφού η καθηγήτρια μας, μας εμπιστεύεται και έχει πολύ ενδιαφέρον να δημιουργείς, άσε που μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία άρχισα να νιώθω την αξία του Πολυτεχνείου και κατέληξε ότι η εποχή μας έχει ανάγκη από απείθαρχους συμβολισμούς.

Καθώς έβλεπα αυτόν τον νεανικό ενθουσιασμό, σκεφτόμουν πόσο αδικημένη και προδομένη είναι η νέα γενιά, όχι ότι και μεις δεν ήμαστε μια γενιά προδομένη, απλά τότε εμείς δεν το ξέραμε . Θυμάμαι τον δικό μας ενθουσιασμό όταν στην πρώτη λυκείου μας είχε επιτραπεί, για πρώτη φορά, να κάνουμε γιορτή για το Πολυτεχνείο. Βέβαια εμείς απλά συμμετείχαμε στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι καθηγητές μας, αυτό όμως δεν μας έκανε να αμφισβητήσουμε την «ελευθερία» που μας είχε δοθεί, ίσα ίσα πιστέψαμε ότι είναι η αρχή για έναν καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο , πιο αξιοκρατικό και πιο ελεύθερο. Πόσο κοιμισμένη γενιά υπήρξαμε! Τόσο ευκολόπιστοι που πέσαμε σαν πρόβατα στην προπαγάνδα της εικονικής ευημερίας και τώρα παραδίδουμε στα παιδιά μας μια εφιαλτική πραγματικότητα. Εμείς λοιπόν, που δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε την έννοια ελευθερία και βαφτίσαμε την αγένεια , τον άκρατο καταναλωτισμό, τον φιλοτομαρισμός κοκ σαν ελευθερίες , έχουμε το θράσος, εμείς που κάναμε μπάχαλο την κοινωνία, εμείς που συμβιβαστήκαμε με τον όλεθρο μας, να αποκαλούμε, τα παιδιά μας, τους φοιτητές και μαθητές που αντιδρούν, «μπαχαλάκηδες». Ποιοι εμείς ! που έχουμε μια ολόκληρη ιστορία στο μπάχαλο.

Αυτή η γενιά, εξυπνάκηδες κριτές, είναι μια γενιά που γνωρίζει. Γνωρίζει ότι είναι ξεπουλημένη και προδομένη , γνωρίζει ότι ξεπουλήθηκε από μας, τους έξυπνους, αφού όπως λέει ο George Orwell «Ένας λαός που εκλέγει διεφθαρμένους, κλέφτες, προδότες και απατεώνες, δεν είναι θύμα . Είναι συνεργός τους» . Αυτή η γενιά λοιπόν παρόλο που γνωρίζει, μπορεί ακόμη να ονειρεύεται ότι θα αλλάξει τον κόσμο και έχει ανάγκη να παλέψει και να γκρεμίσει όλους τους συνεργούς και μπαχαλάκηδες που ανήγαγαν τον μικροαστισμό σε κουλτούρα.

Αυτή η γενιά είναι η μόνη μας ελπίδα και δεν είναι μπαχαλάκηδες με καμία έννοια ….

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Η Απουσία -Αργύρης Χιόνης



ΤΗ ΛΕΞΗ ΑΠΟΥΣΙΑ την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες... Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.

Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λέγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ' έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.

Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.

 



  
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ' τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ' αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.

Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τί δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέ­δες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρί­νες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ' όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ' την κο­λόνια του νονού μου.
Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν' αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο.
Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;». 




«Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.

«Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.

«Το λένε Απουσία», μου είπε.

«Και γιατί δεν κελαηδά;»

«Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».

 
Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ' έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ' αυτό το περίεργο πουλί.

Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ' το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί... Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ' ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID.

Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να 'θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν' εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.





 Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.

* (από το βιβλίο του «Οριζόντιο Ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», εκδ. Κίχλη)













Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Οι άνθρωποι δεν πρέπει να πωλούνται και να αγοράζονται...


Συμφωνώ…. και ποιος δεν συμφωνεί άλλωστε; Για να μη πω ότι αγανακτώ κιόλας όταν διαβάζω ένα άρθρο με θέμα το δουλεμπόριο γυναικών, το γνωστό trafficking . Αγανακτώ και εξίσταμαι ... μα είναι δυνατόν στο 21ο αιώνα να πωλούνται άνθρωποι , λέω, πίνοντας στο ζεστό σπιτάκι μου , το ζεστό καφεδάκι μου, καθώς αραγμένη στον καναπεδάκο μου, σερφάρω στο διαδίκτυο διαβάζοντας αυτά τα αίσχη που ακόμη γίνονται στον κόσμο.
Όπως τώρα που διαβάζω στη μηχανή του χρόνου αυτό το άρθρο

Οι «ζωντανές κούκλες» στις βιτρίνες του Άμστερνταμ χορεύουν και ενθουσιάζουν τα πλήθη. Όμως, το μήνυμα στο τέλος της παράστασης παγώνει τα γέλια των ανδρών...
Διαβάστε όλο το άρθρο: www.mixanitouxronou.gr/i-zontanes-koukles-stis-vitrines-to…/

…. ναι αυτό είναι το μήνυμα, καλά το έπιασες πορνόγερε που άνοιξες το στόμα και κοιτάς εκστασιασμένος, ενώ σκέφτεσαι να εισέλθεις στο κατάστημα για να ψωνίσεις τα καλούδια που εκτίθενται στη βιτρίνα, είσαι συνυπεύθυνος. Ναι είσαι συνυπεύθυνος, αγοράζεις σεξ πληρώνεις γι΄αυτό έναν δουλέμπορο και ξεσκίζεις μια ψυχή που ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον . Ναι και συ νεαρέ που χειροκροτείς , είδες ένα καβλωτικό θέαμα το ευχαριστήθηκες , το καταχάρηκες τώρα θα συνεχίσεις ευχαριστημένος τη βόλτα σου και ίσως κάποια στιγμή επιστρέψεις με τους φίλους σου για λίγη διασκέδαση φυσικά με το αζημίωτο και ο δουλέμπορος θα πλουτίζει. Ναι και συ με το κουστούμι συνυπεύθυνος είσαι, νοικιάζεις συνοδούς για να διασκεδάζεις λίγο τη βαρεμάρα σου και ανεβάζεις τη ζήτηση μετατρέποντας το φαινόμενο της εμπορίας γυναικών σε μάστιγα και συ που τραβάς βίντεο το θέαμα, για να το ποστάρεις σαν έξυπνη διαφήμιση πώλησης προϊόντος και συ νοικυρούλα , που δηλώνοντας άγνοια συναινείς σιωπηρά, νιώθοντας περήφανη, όταν ο γιος σου γίνεται άντρας στα χέρια κάποιας πόρνης και βέβαια ούτε που θα σου περάσει ποτέ από το μυαλό να τον συμβουλέψεις ότι ακόμη και αυτή η γυναίκα που πουλάει το κορμί της αξίζει σεβασμό και προσοχή και συ… και συ… και γω που ενώ αγανακτώ βλέποντας αυτό το βίντεο, διαβάζω εφημερίδες που ενώ φιλοξενούν στις σελίδες τους «ροζ αγγελίες » και γίνονται οι αποτελεσματικότεροι προαγωγοί σωματεμπορίας σε άλλες σελίδες τους μάχονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξοικειώνοντας έτσι την κοινωνία και νομιμοποιώντας στη συνείδηση των πολιτών την καταναγκαστική πορνεία.
Ναι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, είτε με την αδιαφορία μας και τη σιωπή μας, είτε κάνοντας χρήση των υπηρεσιών , που εδώ συνεργούμε έμπρακτα, είτε τέλος ενοχοποιώντας τις ίδιες τις γυναίκες και μετατρέποντας τες από θύματα σε θύτες , έτσι ώστε εμείς οι "καλοί" να έχουμε ήσυχη τη συνείδηση μας . Είμαστε όλοι μας συνυπεύθυνοι που αφήνουμε αυτό το κύκλωμα του οργανωμένου εγκλήματος να δρα ανενόχλητο
Πάντως μέχρι σήμερα η κυριότερη αιτία της παράνομης διακίνησης ανθρώπων παραμένει η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα τόσο μεταξύ των εθνών κρατών όσο και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Να λοιπόν ποιος είναι ο κύριος ένοχος αυτής της νοσηρής ασχήμιας …… τα συμπεράσματα ας τα βγάλει ο καθένας μας μόνος του.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Alejandra Pizarnik, Περιμένοντας το σκοτάδι

Στην Κλάρα Σίλβα

Αυτή η στιγμή που δεν ξεχνιέται
Τόσο κενή που την έχουν επιστρέψει οι σκιές
Τόσο κενή που την έχουν απορρίψει τα ρολόγια
Τούτη η φτωχή στιγμή υιοθετημένη από την τρυφερότητά μου
Γυμνή γυμνή από αίμα φτερούγας
Δίχως μάτια για να θυμάται αγωνίες τού άλλοτε
Δίχως χείλη για να συλλέξει τον χυμό των βιαιοτήτων
χαμένων στο τραγούδι των παγωμένων καμπαναριών.
Προστάτεψέ την τυφλό κορίτσι της καρδιάς
Ρίχ’ της τα μαλλιά σου κοκκαλωμένα απ’ τη φωτιά
Αγκάλιασέ την μικρό άγαλμα τρόμου.
Δείχ΄της τον κόσμο που σπαρταράει στα πόδια σου
Στα πόδια σου όπου πεθαίνουν τα χελιδόνια
Τρέμοντας από φόβο για το μέλλον
Πες της πως οι αναστεναγμοί της θάλασσας
Υγραίνουν τις μοναδικές λέξεις
Για τις οποίες αξίζει να ζούμε.
Αλλ’ αυτή η ιδρωμένη στιγμή του τίποτα
Ανακούρκουδα στη σπηλιά του πεπρωμένου
Δίχως χέρια για να πει ποτέ
Δίχως χέρια για να χαρίσει πεταλούδες
Στα πεθαμένα παιδιά.

*Από τη συλλογή «Η τελευταία αθωότητα» (1956). Μετάφραση: Αμαλία Ρούβαλη.



κόκκινη ενθύμηση


Μια ενθύμηση
τόσο κόκκινη που την φοβήθηκαν οι σκιές
τόσο φωτεινή που αποχρωμάτισε τη σήψη
τούτη η ενθύμηση
καθρεφτίζεται στο αγαπώ
δίχως μάτια για να μπορεί να βλέπει την ουσία
μόνο χείλη για να ρουφά την ανάσα της ζωής (ΒΒ)