Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Κάπνισμα –Βίκυ Βανίδη


Ήταν πάντα χαμηλών πτήσεων
τρόμαζε με τις περιπέτειες
του γλάρου Ιωνάθαν Λίβινγκστον
Όταν του μιλούσαν για παρκούρ
σε ταράτσες μισογκρεμισμένων ονείρων
στο πρόσωπο του φύτρωνε ένα ξερακιανό
ετοιμοθάνατο δέντρο και ένα σπουργίτι
τρομαγμένο πετάριζε στα μάτια του
Δεν έβλεπε τη ροή του γαλαζοπράσινου
δάσους ,το βλέμμα του μονοπωλούσε
η ξηρασία της ερήμου
Αυτός είναι μια λίμνη που στο βάλτο της
μπορεί να πνίξει μια ολόκληρη θάλασσα

Κλεισμένος στο καβούκι του
έγραφε συχνά για τη βρωμιά του κόσμου
για την επανάσταση που βαριόταν να ξεκινήσει
για τον αιώνιο έρωτα στη ζωή μιας πεταλούδας .
Έπλεκε ιστούς αράχνης με λόγια ποιητών
με την ελπίδα μιας ξεμυαλισμένης ύπαρξης
που θα του έδινε την μοναδική αρχή του ταξιδιού
και ας γνώριζε ότι εκείνο το μετέωρο βήμα
του πελαργού πάντα του όριζε το μονοπάτι του
τελικά έκοβε τον έρωτα και άρχιζε το κάπνισμα
Αυτός είναι ένας από τους πολλούς που δεν αντέχουν
τις ανέγνωρες απογειώσεις του έρωτα και
επιλέγουν να σέρνονται σε βλαβερές συνήθειες



Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Γενιά του Κάιν ανέβα στον ουρανό και γκρεμοτσάκισε στη γη τον Θεό-Charles Pierre Baudelaire

Η Φωνή

Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, Βαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
  Δυό φωνές μού μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστησή σου θά ’ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιάν όρεξη παρόμοια μεγάλη». Και η δεύτερη: «Έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» και η φωνή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι! Γλυκιά φωνή!»
  Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.
  Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»

Μετάφραση: Κώστας Γ. Καρυωτάκης.




Spleen

 

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί

μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,

ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.

Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.

μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης