Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Όταν η αχτίδα συνάντησε το σύννεφο.


Μια απειροελάχιστη κίνηση του σύμπαντος γεννά τη στιγμή. Ζεις την ένταση της και την μετράς με τους χτύπους της καρδιά σου, μετά φεύγει, χάνεται στη σκοτεινή χοάνη του χρόνου μένουν οι μνήμες  σαν μουσειακά εκθέματα του μυαλού. Μα πως μπορούν αυτά τα σκονισμένα εκθέματα να σε τραβούν σε ταξίδια πίσω ; Συναισθήματα κριμένα σε σκοτεινά περάσματα έτοιμα να σου ορμήσουν, σαν άγρια αιλουροειδή να ξεσκίσουν τις σάρκες σου , να σε ματώσουν . Αίμα, αυτό ζητούν οι μνήμες , μια συνεχή αιμοδοσία για να διατηρούν την ύπαρξη τους.
Δεν ξέρω σε ποιο χρόνο γεννήθηκα, ούτε ποιος τόπος  μ’ αναστήσαι . Δεν ξέρω καν τη μήτρα που με επώασε, αυτές οι μνήμες κρύφτηκαν στις πιο βαθιές και σκοτεινές χαράδρες , μόνο κάποιες φορές ξαφνικά μια ηχώ βγαίνει από τις σκοτεινές σπηλιές της μνήμης και μου μιλά με φωνή παράξενη. Δεν ήσουν γυναίκα , μια φλαμουριά σε γέννησε στο χρόνο του σύννεφου και μια πέτρινη σκάλα σε ανάστησε . Μα γεννήθηκα σε μαιευτήριο, η μάνα μου έφερε στη ζωή τον καρπό του έρωτα της, μεγάλωσα σε αυτή τη μικρή πόλη. Αγαπώ , μισώ, κλαίω, γελάω , ερωτεύομαι, απογοητεύομαι είμαι άνθρωπος, γυναίκα
-Θα σε λέω αχτίδα της είπε.
-Ποιος είσαι;
-Ήμουν σκοτάδι, τώρα που σε συνάντησα δεν ξέρω.
- Να σε λέω σύννεφο μέχρι να βρεις ποιος είσαι;
Ξέρω τη μάνα που με μεγάλωσε , αγνοώ τη μήτρα που με έβγαλε στον κόσμο , αυτή επέλεξε να την αγνοώ . Μεγάλωσα καβάλα σε ένα ποδήλατο στις γειτονίες του κόσμου, τον χρόνο τον μετρούσα κόντρα στον άνεμο, έτσι έμαθα να ζω , πάντα κόντρα. Είχα μέσα στο μυαλό μου κάτι μη με ρωτήσεις τι δεν ξέρω,δεν μπορώ να βρω τις λέξεις που το περιγράφουν. Κάτι που με οδηγούσε με ασφάλεια ξαφνικά μια μέρα χάθηκε , δεν ξέρω πως. Μα τι σου λέω τώρα.. ένα κάτι που χάθηκε και όμως έτσι είναι χάθηκε και γω πέρασα στην ακινησία , το σκοτάδι έγινε η φύση μου.
- Δεν πειράζει αν δεν ξέρεις ποιος είσαι εγώ αγαπώ τα σύννεφα, λατρεύω τους μετασχηματισμούς , σε κάθε αεράκι θα παίρνεις άλλη μορφή και πάντα θα είσαι ένας άλλος .
-Μ΄ αρέσει να με λες σύννεφο . Έλα αχτίδα μου σάλτα πάνω μου να πλανηθούμε άγνωστοι μέσα στον κόσμο τούτο. Θα δεις θα βρούμε τόπους μαγικούς , τόπους ονειρεμένους
-  Μπορεί να βρούμε και την ουτοπία! Πάντα ήθελα εκεί να κατοικήσω
- Μα ναι! Το μυαλό παντού ταξιδεύει, βρίσκει τρόπους για τόπους ουτοπικά ονειρικούς
- Πάμε λοιπόν ανυπομονώ να ταξιδέψω καβάλα σ' ένα σύννεφο που θα μεταλλάσσεται στο χώρο και στο χρόνο.
- Τώρα είμαι σίγουρος ξέρω ποιος είμαι. Είμαι ένα σύννεφο σπρωγμένο απ’ τον αέρα και συ μια αχτίδα που εισρέει μέσα μου και μου αλλάζει σχήμα
- Τώρα ξέρω τι θα γίνουμε και οι δυο, θα γίνουμε μια συννεφοϊστορια.
πίνακας Κώστα Ντιό


Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα... 32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1966-2013) Τόλης Νικηφόρου






ν΄ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα …

Με το στίχο αυτό συναντηθήκαμε τυχαία, πριν 3 χρόνια σε ένα τοίχο του fb . Σε τοίχο λοιπόν, σημειολογική συνάντηση, δυνατό το σύνθημα.
Ο ήχος της φυσαρμόνικας πάντα με γοήτευε, αυτή η θλιμμένη νοσταλγία σε ταξιδεύει σε χαμένους παραδείσους . Ο ήχος αυτής της φυσαρμόνικας όμως, κυριολεκτικά με μαγνήτισε, έλξη κεραυνοβόλα, καθολική και όπως η ματιά μου κυλούσε πάνω στους στίχους ,ένας διάλογος μου ξυπνούσε χιλιάδες μνήμες .
«και να χαμογελάει μια γλάστρα…» - αχ ναι! Σαν τις γλάστρες, στην αυλή της γιαγιάς μου, κάθε εποχή και άλλο χαμόγελο, με το χειμωνιάτικο να ξεχειλίζει χρώματα και αρώματα χρυσάνθεμων.
«το χώμα να μυρίζει γειτονιά…» - και ματωμένα γόνατα από ανέμελα παιχνίδια.
«νωχελικά να κατεβαίνεις…»- τα καλντερίμια , να ακούς , να μυρίζεις να γεύεσαι , να ονειρεύεσαι
- ποιος είναι αυτός που κάνει τις λέξεις να μιλούν;
Τόλης Νικηφόρου ,από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007).
Ο σαγηνευτικός ήχο αυτής της φυσαρμόνικας με οδήγησε στα μονοπάτια της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου. Μιας ποίησης σειρήνας, που μαγεμένη με ξέβρασε σε μια θάλασσα γεμάτη ερωτηματικά. Λέξεις ξεχασμένες που αργοπέθαιναν μέσα μου ,ουτοπία, όνειρο, μύθοι, θαύματα, το κόκκινο και το βαθύ γαλάζιο , πήραν πνοή ,βγήκαν ξανά στο φως ζητώντας δικαίωση .
Ο Τόλης Νικηφόρου χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άμεση, απλή, κατανοητή, δημιουργεί γνήσια ποίηση. Πλάθει τις λέξεις του από φως, μετά τις χαϊδεύει και της δίνει ζωή και αυτές έτσι αιθέρια πλασμένες, ξεφεύγουν από τα στενά όρια της σελίδας και εισρέουν μέσα σου, σαν κελαρυστό ποτάμι, αφήνοντας στο πέρασμα τους, όλα τα υλικά που χρειάζεσαι για να χτίσεις την ουτοπία.
Γι αυτό το λόγο λοιπόν χάρηκα όταν μου προτάθηκε να μιλήσω για αυτή την ποιητική συλλογή . Αρχικά το θεώρησα και εύκολο , 32 ποιήματα , τα περισσότερα γνωστά και αγαπημένα . Ομολογώ όμως, ότι είναι δύσκολη υπόθεση η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής , δεν μιλάω φυσικά για την παρουσίαση που βασίζεται στην εξειδικευμένη ανάλυση, που προϋποθέτει φιλολογική γνώση, αλλά στη λεκτική σχηματοποίηση των συναισθημάτων, που σου δημιουργούνται από το νοητό διάλογο με τον ποιητή. Τα περισσότερα ποίημα αυτής της συλλογής σαν χρονόπλοια, σε ταξιδεύουν σε μνήμες παλιές, ξυπνούν εικόνες μιας άλλης εποχής , γεύσεις γλυκές και αλησμόνητες . Η πόλη του ποιητή η Θεσσαλονίκη, η πόλη μου η Σιάτιστα , οι μνήμες μας σίγουρα διαφορετικές , που όμως ενώνονται στο χωροχρόνο και γεννούν κεραυνούς συναισθημάτων. Αυτή τελικά είναι η ουσία της συναισθηματικής προσεγγίσεις , οι αστραπιαίες εκρήξεις ποιητικής ηδονής, που βιώνεται μεν με διαφορετικό τρόπο, αλλά παραμένει ηδονή.
Εδώ το σούρουπο ανατέλλουν οι ψυχές… ελεύθερες αλητεύουν στα σοκάκια μιας πόλης μαγικής, μιας πόλης που ξεδιπλώνει όλα τα μυστικά και θαύματα της μέσα από τους στίχους των ποιημάτων της νέας συλλογής του Τόλη Νικηφόρου «ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…»
Ας τις ακολουθήσουμε λοιπόν σε μια ποιητική περιπλάνηση.
Στάση αναμονής , το εξώφυλλο. Η τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης ,από τον ζωγράφο Nτίνο Παπασπύρου αναδεικνύει μέσα από χρώματα, σημαντικά μνημεία και σημεία της πόλης, με χαραγμένη πάνω τους όλη την ιστορία της. Η παρουσία του κτιρίου της σύγχρονης διεθνούς έκθεσης δηλώνει ξεκάθαρα ότι η πολυπολιτισμική πόλη στο μυχό του κόλπου, παραμένει ακόμη το σταυροδρόμι των λαών.

Όταν στην περιπέτεια της ψυχής υπερισχύει τελικά η αγάπη … το ταξίδι μας ξεκίνησε .
Οι κλωστές που μας ενώνουν με τη γενέθλια πόλη μας, είναι αόρατες και ως εκ τούτου άτρωτες ,σχέση «αγάπης-μίσους» , που εναλλάσσεται με συγκεκριμένο ρυθμό. Η παιδικότητα μας θεμελιώνει την αγάπη , την οποία ανακαλύπτουμε πολύ αργότερα μέσα μας, σαν προαιώνιο φως . Η πρώτη μας γνωριμία με το περιβάλλον, οι ισχυροί φιλικοί δεσμοί των παιδικών μας χρόνων, η όμορφη αλητεία της παιδικότητας μας , όλα αποτυπωμένα σε γειτονιές ,πλατείες , πάρκα. Ανεξίτηλα σημάδια στο χρόνο που περιμένουν να τα ξαναανακαλύψουμε.
Στην εφηβεία και στα πρώτα νεανικά μας χρόνια , οι ανατροπές είναι αναπόφευκτες , η γενέθλια πόλη μια σταθερή που θέλουμε να γκρεμίσουμε, οι αόρατες κλωστές φυλακή που θέλουμε να κόψουμε. Οι παιδικές μνήμες ακίνητα μουσειακά εκθέματα που δίνουν ψευδαίσθηση ζωής.
Στην ενήλικη ζωή μας, πληρώνουμε την ωριμότητα με τον πόνο της απώλειας, ότι αγαπήσαμε και ότι χάσαμε άφησε τα ίχνη του στη μακρινή πατρίδα ,εκεί επιστρέφει η ψυχή μας και η βεβαιότητα ότι εκεί ανήκουμε είναι πια αναμφισβήτητη.
Σε αυτή τη ποιητική συλλογή βρίσκει κανείς όλα τα αποτυπώματα που άφησε πίσω στο χρόνο. Η Θεσσαλονίκη , η πόλη του ποιητή, κινεί τα αόρατα νήματα και ξεχασμένες φιγούρες αρχίζουν την παράσταση, σε χρόνο άχρονο και τόπο ουτοπικό .
Ξεκινώντας με μια ανέλπιδη αναζήτηση το 1966 καταλήγει ο ποιητής το 2012 να μη ξέρει τι αναζητώντας .Στα 29 ποιήματα που έχουν επιλεγεί από παλιότερες ποιητικές συλλογές και στα 3 αδημοσίευτα ,η περιπέτεια της ζωής του ξεδιπλώνεται σε ντιμινουέντο οργής και κρεσέντο αγάπης .
Στα πρώτα επτά ποιήματα κυριαρχεί ο θύμος και η οργή . Το νεκρωμένο τοπίο όπως φαίνεται στους άταφους , η ιδέα που ακινητοποιήθηκε , η ζωή που μοιάζει με ψευδαίσθηση, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, η ομορφιά που χάνεται τον απογοητεύουν και αυτή η απογοήτευση αποτυπώνεται με οργή στους στίχους μαζί με όλη την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής . Η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη γενική σήψη που είναι νόσος μεταδοτική. Στον αντίποδα ίχνη αγάπης από μνήμες παιδικές και ο έρωτας που αποτυπωμένος ακόμη και στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν φωτίζει λίγο το σκοτεινό τοπίο. Στην Θεσσαλονίκη του 80 το μόνο που διασώζει την υγρή μορφή του είναι ο έρωτας στα μάτια των κοριτσιών.
Φτάνοντας στο 1991 και στη συλλογή « Ξένες χώρες» η απόσταση και ο πόνος της ματιάς που υπήρξε, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για στροφή προς την αγάπη , η οποία φαίνεται ξεκάθαρα στην επόμενη ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 1994 «το διπλό άλφα της αγάπης» . Στους στίχους των ποιημάτων γενέθλια πόλη 1 και 2 ξεδιπλώνεται η λαμπρή ιστορία της αγαπημένης πόλης. Ότι με επιμέλεια σαν παιδί έκρυψε στα διάφορα σημεία, φανερώνονται τώρα μπροστά του και του δηλώνουν ευθαρσώς ότι «εδώ ανήκεις» η πλατεία ουρανός (Δικαστηρίων) σε ανάθρεψε και πάντα σ΄ αυτή θα επιστρέφεις. Το «ποτέ» και το «πάντα», τέμνονται : Ποτέ δεν θα ξαναβρούμε την παιδικότητα μας, πάντα θα την κουβαλάμε μέσα μας.
Τα επόμενα 23 ποιήματα, ταξίδι ονείρου, με τους δείχτες του ρολογιού σε αριστερόστροφη τροχιά, «η επιστροφή». Χείμαρρος οι μνήμες , τα σημάδια της αγάπης , άσβηστα στο χρόνο, δίνουν στα σημεία της πόλης ένα αλλιώτικο φως , μια απέραντη ζεστασιά . Οι απουσίες , παρουσίες. Ξεπροβάλει ο πατέρας και ο σίγουρος ίσκιος της μητέρας, αποτυπώνουν αχνά στο το βάθος της πλατεία τη βεβαιότητα ότι είσαι προστατευμένος. Ακόμη και ο πόνος στη φύση μας είναι , πάντα συνοδεύει όλες εκείνες τις φωτιές , που κάποτε φανέρωσαν ξαφνικά την λάμψη τους κι ύστερα έσβησαν στο μακρύ δρόμο κάτω από τα κάστρα
Και ένα ταξίδι που ξεκίνησε με ένα σιδερένιο καράβι καρφωμένο στην πλατεία τελειώνει με ένα μαγικό καράβι με κόκκινα πανιά και ξάρτια που αγκυροβολεί στης παραλίας το βαθύ γαλάζιο. Η επιστροφή και πάλι στα δεκαοκτώ, σου δίνει εισπνοές από το εξαίσιο άρωμα του έρωτα. Τι καλύτερο να μας επιφύλασσε ο ποιητής για τέλος; Ποιος δεν έχει μια τέτοια μνήμη και ποιος δεν νιώθει τη γλυκιά αίσθηση των σφιχτοδεμένων χεριών.
Αν με ρωτούσατε τι αποκόμισα εγώ διαβάζοντας αυτή τη ποιητική συλλογή θα σας απαντούσα ότι, εκτός του ότι κοινώνησα συναισθήματα μέσα από ένα γνήσιο ποιητικό λόγο, τα 32 ποιήματα χωροβάτες, οριοθέτησαν στο εσωτερικό μου άπειρο την έννοια «γενέθλια πόλη» και κάποια σημεία του παρελθόντος απέκτησαν άλλη διάσταση στη συνείδηση μου, όπως το αγιόκλημα στην αυλή του πατρικού μου .



ερωτικό παραλήρημα -Δάνης Κουμασίδης (από την παρουσίαση του βιβλίου 27/11/2011 στο Δήμο Βοϊου )









Παρουσίαση από τη Βίκυ Βανίδη 

Οι σύντομες, αισθαντικές νύχτες του καλοκαιριού …….. και κατέληγα στο ίδιο μηδέν (Σελ 41 το βιβλίου)
Και μετά σιωπή... μια μικρούλα λέξη και έλα να την ξεπεράσεις , ήχος κρύου αδειανού δωματίου στην άκρη του πουθενά, να σου θυμίζει διαμαρτυρημένα θέλω σου
Όταν ζήτησα από τον Δάνη Κουμασίδη να μου υπογράψει το βιβλίο του, αυτός μου έγραψε «ελπίζω να κατορθώσει να σου προσφέρει ένα κομμάτι της ηδονής που προσφέρει η λογοτεχνία» . Σκέφτηκα πως σίγουρα θα μπορούσε, αφού οι λέξεις ενός παραληρήματος είναι ατίθασες ,δραπετεύουν και αιωρούνται στο χώρο, φλερτάρουν με την αυθάδεια της ντίβας, ερωτοτροπούν αγγίζοντας αυτιά, εύκολα σε παρασύρουν, με τον έκδηλο ερωτισμό τους, σε ένα ηδονικό ταξίδι στo αισθητικά επινοημένο λογοτεχνικό σύμπαν.
Διαβάζοντας το βιβλίο διαπιστώνεις ότι ο έρωτας, δεν παραληρεί πάντα ευχάριστα, κάτι που όλοι το ξέρουμε αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξης το ξεχνάμε. Οι λέξεις στη διαδρομή έρωτα – αντιέρωτα αλλάζουν στάση, υφή, χρώμα, μυρωδιά, με ιλιγγιώδη ταχύτητα και εκεί που σε χαϊδεύουν με απαλό βελούδο σε χαστουκίζουν με βία
Η παρουσίαση ενός βιβλίου, ομολογώ ότι είναι δύσκολη υπόθεση, δεν μιλάω φυσικά για την παρουσίαση που βασίζεται στην εξειδικευμένη ανάλυση, που προϋποθέτει φιλολογική γνώση, αλλά στη λεκτική σχηματοποίηση των συναισθημάτων, που δημιουργεί στον αναγνώστη, ο νοητός διάλογος με τον συγγραφέα. Δεδομένου ότι η οπτική του κάθε ανθρώπου διαφέρει, δύσκολα μπορείς να πεις ότι τα συναισθήματα ταυτίζονται, οπότε τι νόημα μπορεί να έχει η συναισθηματική προσέγγιση ενός έργου;
Στις γραμματοσειρές του «ερωτικού παραληρήματος », που ομολογώ, διάβασα με μια ανάσα, συνάντησα πολλές φορές, τον εαυτό σου, τις αγωνίες σου ,τις ενοχές σου, τα θέλω και τις αναζητήσεις σου, σκέφτηκα ότι μπορεί τα συναισθήματα που προκαλεί η ανάγνωση ενός βιβλίου να μη ταυτίζονται, αλλά σίγουρα συναντιούνται στο χωροχρόνο δημιουργώντας αστραπιαίες εκρήξεις λογοτεχνικής ηδονής, που βιώνεται μεν με διαφορετικό τρόπο, αλλά παραμένει ηδονή.
Τι είναι λοιπόν το ερωτικό παραλήρημα του Δάνη Κουμασίδη , είναι ένα αφήγημα περί ερώτων και αντί-ερώτων; Ή είναι κόκκινα μαλλιά σε μια ονειρική διάσταση του ορατού και του αοράτου, του πραγματικού και του νοητού, ένα χαώδες αφηγηματικό σκαμπανέβασμα από τον έρωτα στον αντι-ερωτα ;
Ίσως είναι ο πόνος της προσμονής ,της προσμονής ενός υπαρκτού προσώπου που κινείται σε ασύμβατη ευθεία και αποκλείει ακόμη και την παράλληλη τομή στο άπειρο, αλλά ο πόνος αυτός, αφήνει στο τέλος μια γλύκα που σε αποζημιώνει, τη γλύκα ότι «υπάρχει» ή μήπως είναι ο πόνος της προσμονής του έρωτα, που δεν έρχεται και καμία γλύκα δεν υπάρχει στο τέλος, παρά μόνο ένα χαώδες κενό;
Ερωτήματα που η αισθαντικότητα του αναγνώστη καλείται να τα απαντήσει και η δική μου λέει ότι:
Ένα όνειρο είναι που διέφυγε από το θέλω του και περιφέρεται τινάζοντας, το κόκκινο που εκρηκτικά ενεδρεύει στην κόμη του, ταράζοντας τη λήθη του.
Να θυμάται τον υποχρεώνει, να τη θυμάται, σαν ένα ποίημα που μόνος του το έπλασε και κείνο το σκάσε από το παλιό σκοτάδι και περιφέρεται μοιράζοντας τη λάμψη και το άρωμα του, αγνοώντας την προέλευση του
Να σκέφτεται τον αναγκάζει, να σκέφτεται τι έζησε, τι δεν έζησε, τι ήθελε να ζήσει.
Να νιώθει τον εξωθεί, νιώθει μια γλυκιά αίσθηση, την αίσθηση του έρωτα που πέρασε από το μελαχρινό γοητευτικό καρέ μαλλί από την Κοζάνη, από δύο καταγάλανα ψυχρά μάτια από τα Χανιά, από μια ξανθιά αγκαλιά από την Αθήνα, από μια δύσκολη γλώσσα από το Παρίσι και συνάμα μια πικρή αίσθηση, την αίσθηση του αντι-έρωτας που πέρασε από άπειρα σεντόνια όμορφων, άμορφων υπάρξεων
Να φοβάται τον καταδικάζει, σιωπή…., τον τρομάζει ο ήχος της, μα πιο πολύ τον τρομάζει ο αντίλαλος που δημιουργεί στο κενό μέσα του
Ενοχές είναι ή μάλλον η βεβαιότητα της ενοχής μας. Δίκαια κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, γιατί ένα ερωτικό παραλήρημα να κουβαλάει ενοχές, εφόσον η αμαρτία είναι η έλλειψη αρτιότητας και ο έρωτας, κατά την πλατωνική άποψη του ανδρόγυνου ή ακόμη και κατά τη χριστιανική, εις σάρκαν μία, την καταλύει με την αρτιότητα της ένωσης ερωτευμένων σωμάτων. Παρ όλα αυτά οι ενοχές είναι παρούσες, αμάρτημα που κουβαλάμε από τη γέννηση μας και μια ζωή μας βασανίζει αυτό το πρέπει το σωστό που πρέπει να διαλέξουμε.
Είναι η λαχτάρα της ολοκλήρωσης , της ολοκλήρωσης μέσα από τον άλλο, η ανάγκη να έρθει επιτέλους ο άλλος, να τελειώσει η ερημιά μας, ακόμη και αν η θυσία είναι μεγαλύτερη του οφέλους, διότι ο έρωτας δεν είναι ποτέ αναίμακτος (απόσπασμα)…..και μόλις τέλειωσε αυτή η μανία, ξεπρόβαλε κάτω από την άμμο η ζωή μου κάτωχρη, καθημαγμένη, σαν να μη μπορούσε πια να αντικρίσει το φως…. (απόσπασμα )
Το απόλυτο πάντα ονειρευόμαστε, αυτό κυνηγάμε, την ανάμνηση της καταγωγής μας και η αναζήτηση, ένα ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα μας.
Αλήθεια υπήρξε αληθινό αντικείμενο πόθου του αφηγητή ή ήταν μια οπτασία, αντικατοπτρισμός των επιθυμιών του ;
Αυτή η ίδια η αναζήτηση ήταν, η αναζήτηση που μέσα από μια υπέροχη διαδρομή καταλήγει, σε κάτι που αφορά όλους μας και είναι για τον καθένα ξεχωριστά συγκεκριμένο, «εσύ».
Είναι η αναζήτηση των μελλοντικών στιγμών ευτυχίας που έρχεται ταυτόχρονα με το τέλος, γιατί ο έρωτας έχει αυτή τη μαγική δύναμη, ο επόμενος να είναι ο μεγάλος και ας καταλήγει στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, το τέλος
(Απόσπασμα) Σελ 40-41 Ταξιδέψαμε μαζί. Νύχτα…..και με ένα πάθος προσποιητό
Πάντα θα σε ψάχνω, μια όαση στην έρημο μου είσαι, μόνο εσύ έχεις τη δύναμη να με βγάζεις από την υπαρξιακή μου μοναξιά, να μου χαρίζεις στιγμές ερωτικής έξαρσης και τη βεβαιότητα ότι είμαι ένα κομμάτι της αρμονίας του σύμπαντος. Μπορεί να είσαι ψευδαίσθηση ή αυταπάτη, αλλά μήπως τα πάντα στον μάταιο τούτο κόσμος δεν είναι ένα καλοστημένο ψέμα
Αυτό λοιπόν είναι το «Ερωτικό Παραλήρημα» του Δάνη Κουμασίδη ένας αφηγηματικός μονόλογος που ταξιδεύει μέσα από πάθη και συναισθήματα, περιγράφοντας τα αδιέξοδα των ανθρώπινων σχέσεων
Γιατί ….'λένε πως το μεγαλύτερο χάρισμα των ανθρώπων είναι να σ’ απογοητεύουν...














Σάββατο 3 Μαΐου 2014

σκιές -Βίκυ Βανίδη

Γιόμισε σκιές το δωμάτιο,
το σιγανό σούρσιμο της φωνής σου
πάγωσε το χρόνο στη μετάβαση
και γω αιωρούμαι
στη διαχωριστική λευκότητα
ύπνου –ξύπνιου
καθώς αναμνήσεις τέρατα
ασφυκτιούν το χώρο


Ξέρεις…
τ’ αδέσποτο σκυλί
γλύφει τις πληγές του
πριν ξεκινήσει απεγνωσμένα
το κυνήγι της τροφής,
είναι η μόνη γεύση που φωλιάζει
στον ουρανίσκο του
Τ’ αδέσποτο παιδί
γεμίζει πληγές
όταν αγάπη γυρεύει
στην κλειστή πόρτα της αθωότητας
το φύγε του αφέντη
κακοφορμίζει την ελπίδα
και η γεύση της απελπισίας
σταμπάρει τη γλώσσα


Σπάει η φωνή σου,
τσακίζεται στη σκληρή
μνήμη της μοναξιάς.
Στη σκακιέρα της ζωής
έπαιξες μόνος
τάισες τις μαύρες φιγούρες
με άσπρες σάρκες
μέχρι που το γαλάζιο βλέμμα
της λευκής βασίλισσας
σου χάρισε τη νίκη
και μίσεψε ο θάνατος


τώρα
στο φθηνό ξενοδοχείο
ξορκίζοντας τις σκιές σου
με ιεροτελεστία χρήστη
καρφώνεις γερά στις φλέβες μου
δόση αγάπης
βαραίνει ο ύπνος τα βλέφαρα
και όπως κλείνουν τα μάτια
φανερώνεται μπροστά μου
όλη σου η λάμψη


Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Η φυγή -Βίκυ Βανίδη

Η φυγή

Είχε καιρό που η φυγή μπήκε μέσα της, όχι ότι δεν ήταν πάντα κρυμμένη στην καρδιά της , αλλά ετούτη εδώ η σκέψη είχε πόνο , της τρυπούσε τα κόκαλα σαν αρθρίτιδα , δεν το άντεχε πια. Να φύγεις να φύγεις της έλεγε η λογική της , δεν μπορείς εσύ τόση αφοσίωση, δεν έχεις μάθει . Η καρδιά της όμως είχε άλλη άποψη, δεν θα μπορείς μακριά του, θα μαραζώσεις, ίσως πρέπει να μάθεις να δίνεσαι , να ανήκεις. Όλο της το «είναι» τον αποζητούσε το «εγώ» της τον απέρριπτε. Αυτή η πάλη την κατέστρεφε. Έτρεμε από ερωτική προσμονή μέχρι να βρεθεί κοντά του και όταν ήταν δίπλα του χαμογελούσε με το πιο αθώο χαμόγελο. Στην αγκαλιά του ένιωθε παιδούλα, ποτέ δεν ένιωσε γυναίκα, μακριά του πάντα σαν γυναίκα τον αποζητούσε.
Της άρεσε να φλερτάρει, γενικά την διασκέδαζε η ερωτική αναζήτηση, αυτό το παιχνίδι την γέμιζε ενέργεια. Καθόταν σε μπαράκια και αναζητούσε το θήραμα , μόλις το έβρισκε το κοιτούσε επίμονα και όταν αυτό τσιμπούσε το δόλωμα, έπαιρνε το βλέμμα της και το παίζε αδιάφορη . Πάντα το θύμα έπεφτε σε αυτή την παγίδα. Τα θύματα της ποτέ δεν τα κατασπάραζε, μόνο τα ταλαιπωρούσε παίζοντας και μετά επέστρεφε στη μοναχική ζωή της με την ψευδαίσθηση ότι είναι επιθυμητή. Είχε καιρό που δεν μπορούσε να παίξει, σχεδόν από τότε που τον γνώρισε, κάτι την μπλόκαρε την τελευταία στιγμή, συνήθως η εικόνα του που της χαμογελούσε, την έδιωχνε βέβαια γρήγορα και έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι της συμβαίνει, δεν θέλησε ποτέ να παραδεχτεί ότι τον ερωτεύτηκε.
Άλλαζε, άρχισε να σκέφτεται ότι του ανήκει, ένιωθε χαρούμενη μόνο όταν τον αισθανόταν χαρούμενο, γινόταν δημιουργική για να τη θαυμάζει , ότι και να έκανε σκεφτόταν πάντα τι θα ευχαριστούσε εκείνον. Όταν όμως έμενε μόνη της μια λύπη την κυρίευε, είχε χάσει τη μαγεία, αυτή την αίσθηση της αναζήτησης στο άπειρο και της βουτιά στο κενό που την συνόδευαν μόνιμα, ένιωθε πλέον μια πληρότητα, αυτός και η αίσθηση ότι κάπου ανήκει την ολοκλήρωναν, της έδιναν σιγουριά.
Ξαφνικά αυτή η σιγουριά άρχισε να τη βαραίνει, όχι δεν άντεχε, δεν μπορεί να ανήκει, δεν το έχει μάθει και όσο και αν την ικανοποιούσε δεν ήξερε πώς να το ζήσει. Την εκνεύριζε που δεν μπορούσε να νιώσει πια την στιγμιαία ικανοποίηση του θύτη και ένιωθε εντελώς αδικαιολόγητα ότι γινόταν θήραμα.
Ετοίμαζε με επιμέλεια την φυγή της, τακτοποιούσε με περίσσια φροντίδα στη βαλίτσα της την παραμικρή του αστοχία , ένα μικρό του λόγο που της ξένιζε, ένα βλέμμα του σε κάποια άλλη, όλα επιμελώς τακτοποιημένα, το μόνο που έλειπε ήταν το εισιτήριο. Ένα βράδυ της το έδωσε , αυτός δεν το ήξερε, αυτή το άρπαξε και το καταχώνιασε στην τσάντα της, όταν το φεγγάρι γέμισε άφησε τον ίσκιο της να την ακολουθεί
Έφυγε από το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της, δεν άντεξε, αλλά τώρα το ξέρει, πάντα θα φεύγει και πάντα κοντά του θα μένει
στου μυαλού μου το βάθος
μια φυγή έχω κρύψει

AMALIA RODRIGUES... ..Καλλιόπη Βέττα...

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Θα ΄ρθω να σε βρω -Βίκυ Βανίδη

θέλω να 'ρθω να σε βρω
είναι  γλυκιά η αγάπη σου
και τα εκστασιασμένα μάτια  
μάρτυρες   ανείπωτου  έρωτα. 

πέρα από τον ορίζοντα
αποσταίνει  η ματιά 
μακρινή  φαντάζει η απόσταση 
και ο έρωτας δεν ζει στα λόγια
η επαφή τον  ταξιδεύει
σε σταθμούς αγγιγμάτων ανασταίνεται
ρουφώντας  γεύση από σάρκα

θέλω να  έρθω να  σε βρω 
είναι  γλυκιά η αγκαλιά σου
ζωγραφίζει  στο πρόσωπο μου γαλήνη
και έρωτα σε μαθητικά τετράδια

Θα έρθω να σε βρω αλαργινή  αγάπη
χωρίς λέξεις και περιγραφές 
μόνο οι ανάσες  μου θα σβήνουν  πάνω σου
και θα ανοίγουν πανιά  για  καινούργια ταξίδια.