Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Η φυγή -Βίκυ Βανίδη

Η φυγή

Είχε καιρό που η φυγή μπήκε μέσα της, όχι ότι δεν ήταν πάντα κρυμμένη στην καρδιά της , αλλά ετούτη εδώ η σκέψη είχε πόνο , της τρυπούσε τα κόκαλα σαν αρθρίτιδα , δεν το άντεχε πια. Να φύγεις να φύγεις της έλεγε η λογική της , δεν μπορείς εσύ τόση αφοσίωση, δεν έχεις μάθει . Η καρδιά της όμως είχε άλλη άποψη, δεν θα μπορείς μακριά του, θα μαραζώσεις, ίσως πρέπει να μάθεις να δίνεσαι , να ανήκεις. Όλο της το «είναι» τον αποζητούσε το «εγώ» της τον απέρριπτε. Αυτή η πάλη την κατέστρεφε. Έτρεμε από ερωτική προσμονή μέχρι να βρεθεί κοντά του και όταν ήταν δίπλα του χαμογελούσε με το πιο αθώο χαμόγελο. Στην αγκαλιά του ένιωθε παιδούλα, ποτέ δεν ένιωσε γυναίκα, μακριά του πάντα σαν γυναίκα τον αποζητούσε.
Της άρεσε να φλερτάρει, γενικά την διασκέδαζε η ερωτική αναζήτηση, αυτό το παιχνίδι την γέμιζε ενέργεια. Καθόταν σε μπαράκια και αναζητούσε το θήραμα , μόλις το έβρισκε το κοιτούσε επίμονα και όταν αυτό τσιμπούσε το δόλωμα, έπαιρνε το βλέμμα της και το παίζε αδιάφορη . Πάντα το θύμα έπεφτε σε αυτή την παγίδα. Τα θύματα της ποτέ δεν τα κατασπάραζε, μόνο τα ταλαιπωρούσε παίζοντας και μετά επέστρεφε στη μοναχική ζωή της με την ψευδαίσθηση ότι είναι επιθυμητή. Είχε καιρό που δεν μπορούσε να παίξει, σχεδόν από τότε που τον γνώρισε, κάτι την μπλόκαρε την τελευταία στιγμή, συνήθως η εικόνα του που της χαμογελούσε, την έδιωχνε βέβαια γρήγορα και έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι της συμβαίνει, δεν θέλησε ποτέ να παραδεχτεί ότι τον ερωτεύτηκε.
Άλλαζε, άρχισε να σκέφτεται ότι του ανήκει, ένιωθε χαρούμενη μόνο όταν τον αισθανόταν χαρούμενο, γινόταν δημιουργική για να τη θαυμάζει , ότι και να έκανε σκεφτόταν πάντα τι θα ευχαριστούσε εκείνον. Όταν όμως έμενε μόνη της μια λύπη την κυρίευε, είχε χάσει τη μαγεία, αυτή την αίσθηση της αναζήτησης στο άπειρο και της βουτιά στο κενό που την συνόδευαν μόνιμα, ένιωθε πλέον μια πληρότητα, αυτός και η αίσθηση ότι κάπου ανήκει την ολοκλήρωναν, της έδιναν σιγουριά.
Ξαφνικά αυτή η σιγουριά άρχισε να τη βαραίνει, όχι δεν άντεχε, δεν μπορεί να ανήκει, δεν το έχει μάθει και όσο και αν την ικανοποιούσε δεν ήξερε πώς να το ζήσει. Την εκνεύριζε που δεν μπορούσε να νιώσει πια την στιγμιαία ικανοποίηση του θύτη και ένιωθε εντελώς αδικαιολόγητα ότι γινόταν θήραμα.
Ετοίμαζε με επιμέλεια την φυγή της, τακτοποιούσε με περίσσια φροντίδα στη βαλίτσα της την παραμικρή του αστοχία , ένα μικρό του λόγο που της ξένιζε, ένα βλέμμα του σε κάποια άλλη, όλα επιμελώς τακτοποιημένα, το μόνο που έλειπε ήταν το εισιτήριο. Ένα βράδυ της το έδωσε , αυτός δεν το ήξερε, αυτή το άρπαξε και το καταχώνιασε στην τσάντα της, όταν το φεγγάρι γέμισε άφησε τον ίσκιο της να την ακολουθεί
Έφυγε από το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της, δεν άντεξε, αλλά τώρα το ξέρει, πάντα θα φεύγει και πάντα κοντά του θα μένει
στου μυαλού μου το βάθος
μια φυγή έχω κρύψει

AMALIA RODRIGUES... ..Καλλιόπη Βέττα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου