Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Συμβουλές Ευτυχίας -Βίκυ Βανίδη

στον Χ

Να προχωράς  στο μονοπάτι σου
όχι σαν άθυρμα της μοίρας
αλλά σαν μύστης του τίποτα
που σε γέννησε για να σε καταπιεί.

Δεν υπάρχει σχέδιο διαφυγής
πίστεψε το,  είναι μονόδρομος η ζωή.
Μην ανάβεις κεριά στην προσμονή 
ακόμα και το απέραντο γαλάζιο
αναλώνεται, μαυρίζει σε μάτια κλειστά.
Πήδα στη ροή της στιγμής
η ηδονή είναι βρώσιμη, να την τρως
λαίμαργα να χορταίνει αγαλλίαση η ψυχή.
Γκρέμισε εκκλησίες χτίσε ναούς 

για την ιέρεια  της ανυπότακτης φλόγας  
Λάβε με ευλάβεια  τη μετάληψη από σώμα 
αθώων υπερβάσεων και αίμα σταυρωμένων τρελών.
Έτσι θα λυτρωθείς από τη θλίψη της ματαιότητας
Βρες το κλειδί σε στίχους ρημαγμένων Ποιητών
-Ξεκλειδώσου-

Αλήθεια σου λέω 
είναι ευτυχία να βουτάς γυμνός
στη σπείρα του χρόνου



Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

"22 αντινικότ" - Κωνσταντίνος Μπαμπίλας

Τόσος έρωτας αξόδευτος
κι εμείς
φάγαμε μόνο
την σιρμαγιά του



Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής "22 αντινικότ" από Βίκυ Βανίδη




Έξι χρόνια μετά τη Ρυτίδα ο ποιητής επανέρχεται με μια ποιητική συλλογή που ρυτιδώνει και χάνεται με τριγμούς ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη, όπως ακριβώς ένα αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του καπνιστή. 50 ποιήματα αντινικότ αλλά και πιο βαριά χαρμάνια μας προκαλούν, να τα καπνίσουμε μέχρι την κόκκινη τελεία της καύτρας, να ανάψουμε τις λέξεις τους, να ντουμανιάσουμε ιστορίες, να πνιγούμε από την κάπνα των συναισθημάτων μας , να ξεχαρμανιάσουμε στις επιστροφές μας και δεν χρειάζεται καν αναπτήρας, αρκεί μια απειροελάχιστη σπίθα απ΄ την τριβή της μνήμης μας με τους στίχους και οι καπνοί από τα τσιγάρα της ζωής μας μπλέκονται σε αυτή τη μαγική στιγμή που δύο ψυχές (Αναγνώστη –Ποιητή) εναρμονίζονται στο ίδιο συναίσθημα και ας είναι από διαφορετική οπτική ή ακόμη και από διαφορετική κατεύθυνση. Γιατί η ποίηση δεν μπορεί να είναι μόνο αυτοαναφορική αλλά πρέπει και να απευθύνεται, να υπάρχει ένας μυστικός διάλογος με τον αναγνώστη. Η ποίηση, όπως και όλες οι τέχνες, λειτουργεί στο δίπολο πομπός –δέκτης, ο ποιητής είναι ο πομπός και η βαρύτητα και η ευθύνη του ποιήματος μετατίθεται στους δέκτες του.

Υπάρχει μια αφανή τελετουργία στιγμών πριν ένα ποίημα φτάσει στον αναγνώστη του και μιας που ο τίτλος της ποιητικής συλλογής μας παραπέμπει σε σιγαρέτα ας φανταστούμε ότι το ποίημα είναι το τσιγάρο που μας έστριψε ο Ποιητής. Άπλωσε το λευκό χαρτί στο τραπέζι, ετοίμασε το χαρμάνι ανακατεύοντας τα βίωμα του, τον τρόπο που ζει το προσωπικό του δράμα, την καθημερινότητα του με τα εξωτερικά ερεθίσματα. Τοποθέτησε το φίλτρο της έμπνευσης με ότι οδυνηρό, σκοτεινό αλλά και ότι ηδονικό αμφίθυμος επιζητεί και ελπίζει να συμβεί, τύλιξε δίνοντας σχήμα και ουσιαστικά συνέδεσε με λέξεις τις ψυχικές του διακυμάνσεις. Αυτό το τσιγάρο μπορεί να το ανάψει οποιοσδήποτε όταν και αν το έχει ανάγκη. Ο Μέσκος λέει ότι :«Πλην των ταλαντούχων δημιουργών υπάρχουν και οι ταλαντούχοι δύσκολοι αναγνώστες . Που κινητοποιούν το κείμενο βοηθώντας και τον δικό τους κόσμο. Υπάρχει λοιπόν μια περίτεχνη σχέση ανάμεσα στην Ποίηση και τον εραστή αναγνώστη. Σχέση διαρκούς αναφοράς εκατέρωθεν, ιερή, πολλαπλή. Αν είναι επιπόλαιη δεν μετράει.» Με αυτόν λοιπόν το ρόλο ήρθα και γω εδώ απόψε να σας μιλήσω για την ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Μπαμπίλα, με το ρόλο του εραστή αναγνώστη και θα προσπαθήσω τη λεκτική σχηματοποίηση των συναισθημάτων που μου δημιουργήθηκαν από το νοητό διάλογο με τον ποιητή

Είναι αλήθεια ότι μου αρέσει να γνωρίζω νέες ποιητικές συλλογές, να τις γνωρίζω τυχαία ή ακόμη και με αφορμή . Να έρχονται έτσι ξαφνικά ή με προειδοποίηση. Να με συντροφεύουν απλά, όχι για να μου αλλάξουν τη ζωή, αλλά γι’ αυτά τα αντικλείδια που κουβαλούν και κάποια ξεκλειδώνουν τις κλειστές πόρτες του μυαλού μου , για τους στίχους που μπορώ να επικαλούμαι όταν η πραγματικότητα μου με πιέζει αφόρητα, για τον ήχο της σιωπής που μπορώ να ακούω εκεί που γεννιούνται οι λέξεις. Έτσι και ετούτη η ποιητική συλλογή, που μου την έδωσε ο Δάσκαλος μου στο Θεατρικό εργαστήρι, ήρθε και απαίτησε να καταχραστώ όλα της τα δικαιώματα. Την πήρα στα χέρια μου και ένιωσα αυτή την ανυπομονησία της ερωτευμένης. Ήθελα να βρεθώ σύντομα μόνη μαζί της, να την ανοίξω να χωθώ μέσα της να χυθεί μέσα μου. Να τη νιώσω όσο μπορεί να με νιώσει. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι παρ΄όλη την αρχική μου εντύπωση δεν μου χαρίστηκε εύκολα ίσα –ίσα το αντίθετο μου αντιστάθηκε σθεναρά. Δεν είναι εύκολη η κατάκτηση της ή για να ακριβολογούμε εγώ δεν ξέρω ακόμη αν ένιωσα την ικανοποίηση του κατακτητή. Ίσως όμως αυτό την κάνει αυθεντική γιατί στην ποίηση κυρίαρχο είναι πάντα το αν, ποτέ η εκπλήρωσή του.

Μπορεί να θεωρηθεί αδόκιμο αυτό που θα πω, αν και η ποίηση μας δίνει αυτή τη δυνατότητα αυθαιρεσίας, πιστεύω ότι σ’ αυτή την ποιητική συλλογή καλύτερα να διαβαστεί πρώτο το τελευταίο ποίημα «ωδή στα σιγαρέτα» που ουσιαστικά κλείνει την πόρτα της ανάγνωσης ταυτόχρονα όμως μπορεί να είναι το κλειδί που ανοίγει τις ενδιάμεσες πόρτες στις 6 νοητικές ενότητες που στοιχειοθετούνται από τις 6 ποιητικές, εξαίσιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Βαγγέλη Σφακιανάκη, οι οποίες συλλαμβάνουν το ασύλληπτο και λειτουργούν ως «προσεχώς» γι΄αυτό που θα ακολουθήσει.

Σκιές του χτες οι αναμνήσεις, οι χαρές, οι ηδονές και η θλίψη στοιβαγμένη στις απώλειες του χρόνου, μας θυμίζει πως όλα περνούν και περνούν γρηγορότερα απ’ ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Απαισιοδοξία ή επίγνωση; Το ένα τσιγάρο διαδέχεται το άλλο το ίδιο νοσταλγικά από τη διαδοχή της μιας χρονικής στιγμής από την άλλη. Ανυπεράσπιστοι στην άγνοια ξεκινάμε όλοι μας στο μονοπάτι της ζωής για να χαθούμε στο κενό του άδειου χρόνου στρίβοντας όνειρα, ελπίδες , φαντασίες, πραγματικότητες , έρωτες, πόθους, πάθη, απορρίψεις μέχρι που οι απώλειες να μας ωριμάσουν αδίστακτα και τετελεσμένα . Η νοσταλγία που είναι γλαφυρά αποτυπωμένη στην εικόνα του εξώφυλλου είναι διάχυτη σε όλη τη συλλογή όμως ο ποιητής καταφέρνει να την ορθώσει πέρα από τη μεμψίμοιρη αναπόληση της χαμένης νιότης σε μια θαρραλέα προσαρμογή στο τίποτα που οδεύουμε. Στον διακειμενικό διάλογο του ποιητή με γραφές από τα άγια πάθη που αναπτύσσεται αριστοτεχνικά στο ποίημα «ΕΡΗΜΟΣ» ο αίρων προειδοποιεί το σύμπαν της ασημαντότητας για την τελεία του πάντα. Επίγνωση λοιπόν και όχι απαισιοδοξία, επίγνωση ότι όλα είναι εδώ και είναι φθαρτά και μόνο η αγάπη μπορεί να άρει την ματαιότητα.

Οι αισθήσεις ξυπνούν το ξεχασμένο παιχνίδι «φοβάμαι φοβίζοντας» που μέσα από τους στίχους μετατρέπεται σε μία δεξαμενή εμπειριών, συλλογισμών, συναισθημάτων που αναφλέγουν τη διάθεση για ζωή και η αγάπη βέλος που φεύγει από τα σπλάχνα της για να λαβώσει τους μυημένους σε αυτό το φως του τίποτα που μας γεννά και μας καταπίνει.

Ο ποιητικός λόγος του Κωνσταντίνου Μπαμπίλα δεν θα μπορούσε να μην είναι επηρεασμένος από την θεατρική τέχνη. Σ΄ αυτή τη ποιητική συλλογή οι δύο αυτές τέχνες ενώνονται έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο και συνάμα δυνατό σχήμα εκφραστικότητας γιατί ο ποιητής δεν δημιουργεί μόνο θεατρικές εικόνες αλλά σκηνοθετεί τη συγκίνηση, την ένταση της στιγμής και την έκβαση της λύτρωσης θα τολμούσα να πω με των αρχαίων τραγικών την κάθαρση.

Στον κόσμο της «22 αντινικότ» ο αναγνώστης θα ζήσει φόβους, τραύματα, καταστροφές, απώλειες , υποκρισία, προδοσία, έρωτες ανεκπλήρωτους, πόνο, όμως αυτός ο νοητός διάλογος με τον ποιητή σμιλεύει τις πληγές σου σκαρώνοντας αλήθειες με όποιο λυγμό περίσσευε από το σούρουπο του παρελθόντος, αλήθειες που σε γεφυρώνουν με το διαρκές παρόν και σου δίνουν το κουράγιο να συνεχίσεις να πορεύεσαι στο μονοπάτι σου, να ανατρέπεις , να συγκολλάς , να λειαίνεις , να σκάβεις, να καίγεσαι , να λάμπεις, να ερωτεύεσαι και μετά την απόρριψη ή την προδοσία, να συνέρχεσαι από τις απώλειες, να συνεχίζεις και αν ακόμη ο κόσμος καίγεται εσύ να μπορείς να μιλάς για μανταρίνια που μυρίζουν υπέροχα στα δάχτυλα της αγάπης σου.

Θα ήταν αστείο κάποιος να πιστέψει ότι στον κόσμο μια ποιητικής συλλογής θα μπορούσε ως δια μαγείας να λύσει υπαρξιακά του προβλήματα, όμως όπως και να χει την ώρα που την κλείνει καλό είναι να μην αρνηθεί κάθε ανάμειξη.

Αν με ρωτούσατε τι αποκόμισα εγώ διαβάζοντας αυτή τη ποιητική συλλογή θα σας απαντούσα με δύο στίχους από ποίημα της που συνομιλούν και μου θυμίζουν το βαθύτερο νόημα του «υπάρχω» με την αυτογνωσία της ματαιότητας και την ευθύνη της πορείας μου στη ζωή.

-«Το ξέρω, πως, φεύγοντας. Δεν θα λείψω σε κανένα.»

- «αν δεν καείς πως θα λάμψεις»





ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ

Το πιο όμορφο άρωμα κολόνιας
ήταν τα ξεφλουδισμένα δάχτυλά σου
από το πρώιμο μανταρίνι.
Θα μου πεις,
εδώ ο κόσμος καίγεται
κι εσύ μιλάς για μανταρίνια.
Ναι.
Ο δικός μου κόσμος έτσι παίρνει φωτιά.
Με τη μνήμη στο μανταρίνι


 ΕΡΗΜΟΣ - διαβάζουν Βούλα Ζαχαριάδου- Στέλιος Χλιαράς

Ρο.


Με πόσα ρο παιδί μου γράφεται ο άνθρωπός;
Με πόσα πι θέλεις να πεις παππού;
Με ρο παιδί μου .
Κι αν έχει και το Α κεφάλαιο;
Ακόμη καλύτερα. Μα θέλει πολλά ρο.
Να πάρει το ρο του ρατσιστή
και να το δώσει στον πρόσφυγα.
Το ρο του εθνικόφρονα στην πατρίδα.
Το ρο του πρώτου στον έσχατο.
Το ρο του αδιάφορου στην ελπίδα.
Μα η ελπίδα δεν έχει ρο.
Πώς να έχει παιδί μου;
Την κάνανε ίδια με την απόγνωση,
την οδύνη,την απελπισία.
Κι ο έρωτας παππού; Τι να το κάνει το ρο του;
Άφησε τον αυτόν παιδί μου
Όσο είναι νέος το χρειάζεται.
Μετά, ακούει σε άλλα ονόματα.Άηχα.
Το ρο του έρωτα δεν κολλάει στον άνθρωπο.
Αν χρησιμοποιηθεί κάηκε
Θάρρος παππού.
Α γεια σου! Εδώ τα θέλει πάντα και τα δύο του!
Και γνώση παιδί μου. Κι αγάπη.
Χωρίς ρο μα πιο άνθρωποι.


ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ - Διαβάζει η Βούλα Ζαχαριάδου 





Ολόκληρη η εκδήλωση 










Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν- Χ.Π. Σοφίας


H ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ 

Η Συλλογή αυτή είναι το ελάχιστο, ένα μικρό εργαλείο που ανοίγει μια τρύπα στο φως έρχεται να δώσει το ελάχιστο για να διατηρήσει το μέγιστο που είναι η ύπαρξη ή ίσως έρχεται να δώσει μικρές δόσεις αντίδοτου  στον αφανισμό της ζωής. Ο ποιητής  κλείνει τη συλλογή πεινασμένος  ( για ζωή είναι η δική μου εκτίμηση, άλλωστε η ποίηση απευθύνεται και ο δέκτης -αναγνώστης έχει την ευθύνη του ποιήματος) . Μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματα έρπουν υπαρξιακές αλήθειες και ισχυρές συγκινήσεις . Ο Ποιητής καταφέρνει  σε δύο στίχους να διηγείται μια ολόκληρη ιστορία, να αναπτύσσει φιλοσοφικούς προβληματισμούς, να εξηγεί το μυστήριο της ύπαρξης που περικλείει το φόβο της ανυπαρξίας.  Είναι μια ποιητική συλλογή που διαβάζεται μονορούφι αλλά σίγουρα ο αναγνώστης αργεί να λύσει τους γρίφους της.  
Ας δώσουμε βήμα στα ποιήματα σίγουρα έχουν να μας πουν περισσότερα 


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Παραφυλάω να δε δω να φεύγεις
Και τότε μπαίνω κρυφά στο σπίτι σου
Και με τα δάκρυα μου ποτίζω τα λουλούδια σου
Γι’ αυτό όταν γυρίζεις τα βλέπεις θλιμμένα





ΣΚΑΨΙΜΟ

Τις λέξεις να τις σκάβεις
Αν θες να ανθίσουνε  

Όταν έρχομαι σε επαφή με μια νέα ποιητική συλλογή αυτό πρώτα αναζητώ, το νήμα που με συνδέει  μαζί της  που με κάνει να νιώθω αυτή τη εγγενή σχέση και μερικές φορές την ταύτιση. Το ποίημα  Γενέθλιος Τόπος μου έδωσε αυτό το νήμα 

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ 

Δέσμιοι μιας παιδικής μνήμης που ακόμα 
κυλάει στις φλέβες των λιόδεντρων και των 
αμπελώνων 
Εκεί στο γενέθλιο τόπο που οι πέτρες και
το γλαφυρό νερό γίνονται ένα
Και τα άδεια πηγάδια μένουν άταφα
Να μας θυμίζουν 
Ότι αυτός εδώ ο τόπος παλιά ζούσε από το 
κλάμα και το γέλιο του νερού 
Και τα παιδιά του έκρυβαν σε όμορφους κήπους 
τα άστρα του καλοκαιριού 
Γιατί οι μεγάλοι δεν είχαν ιδέα από ουρανό
Έτσι σκυφτοί που γύρναγαν σχεδόν βράδυ 
από τα χωράφια
Και τα άστρα και τα όνειρα τα κυνηγούσαν 
Δεν ήθελαν να μπλέξουν με αυτά τα παιδιά τους 
Να γίνουν ποιητές και να τους λένε τρελούς  





ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Αυτή η πεταλούδα στο δωμάτιό μου
που ανασαίνει τρομαγμένη μοναξιά
θα τη βαλσαμώσω και θα στη στείλω
με το ταχυδρομείο



 ΠΟΙΗΜΑ 

Θέλω να γυρίσουμε εκεί που οι άνθρωποι
φροντίζουν το φεγγάρι
Εκεί που τα σπίτια δεν έχουν καθρέπτες
Και τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα σύννεφα
Εκεί που τα χελιδόνια την άνοιξη περνούν
ώρες κάνοντας συντροφιά στους τρελούς
και στους ποιητές
Εκεί που κάποτε ζήσαμε
Εκεί που κάποτε έσβησες ένα ποίημα
γιατί δεν το καταλάβαινες.



ΚΙ ΗΡΘΕΣ

Κι ήρθες
Κι ήρθες όπως το παιδί που χαμογελάει
όταν κάνει σκανταλιά
Κι ήρθες
Κι ήρθες όπως η λέξη στο ποίημα
πληγωμένη από το ξημέρωμα
Κι ήρθες
Κι ήρθες με μια αγκαλιά σαν άνθρωπος
Κι ήρθες
Κι ήρθες από ένα ταξίδι μακρινό
Κι ήρθες
Κι ήρθες κι ήρθες αργά
Κι ήρθες
Ήρθες τώρα που οι λέξεις σε είχαν ξεχάσει
Τι κρίμα


ΣΥΜΠΑΝ

Το σύμπαν 
θα είναι όμορφο 
Και χωρίς ανθρώπους 


ΑΡΓΙΛΙΚΟ ΚΟΒΑΛΤΙΟ

Χόρτασα τον καθρέπτη 
Χόρτασα τη μοναξιά 
πεινάω 


ΥΓ: Τα ποιήματα στη συλλογή είναι γραμμένα με το πολυτονικό σύστημα 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

ν΄ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα -Τόλης Νικηφόρου

Ομιλία μου στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στη Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης

……..είμαι ιδιαίτερα συγκινημένη αλλά συνάμα και χαρούμενη που συμμετέχω σε αυτή εδώ την παρουσίαση και ο λόγος θα φανεί αμέσως πιο κάτω.

ν΄ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα …

Με το στίχο αυτό συναντηθήκαμε τυχαία, πριν 3 χρόνια σε ένα τοίχο του fb . Σε τοίχο λοιπόν, σημειολογική συνάντηση, δυνατό το σύνθημα.

Ο ήχος της φυσαρμόνικας πάντα με γοήτευε, αυτή η θλιμμένη νοσταλγία σε ταξιδεύει σε χαμένους παραδείσους . Ο ήχος αυτής της φυσαρμόνικας όμως, κυριολεκτικά με μαγνήτισε, έλξη κεραυνοβόλα, καθολική και όπως η ματιά μου κυλούσε πάνω στους στίχους ,ένας διάλογος μου ξυπνούσε χιλιάδες μνήμες .

«και να χαμογελάει μια γλάστρα…» - αχ ναι! Σαν τις γλάστρες, στην αυλή της γιαγιάς μου, κάθε εποχή και άλλο χαμόγελο, με το χειμωνιάτικο να ξεχειλίζει χρώματα και αρώματα χρυσάνθεμων.

«το χώμα να μυρίζει γειτονιά…» - και ματωμένα γόνατα από ανέμελα παιχνίδια.

«νωχελικά να κατεβαίνεις…»- τα καλντερίμια , να ακούς , να μυρίζεις να γεύεσαι , να ονειρεύεσαι

- ποιος είναι αυτός που κάνει τις λέξεις να μιλούν;

Τόλης Νικηφόρου ,από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007).

Ο σαγηνευτικός ήχο αυτής της φυσαρμόνικας με οδήγησε στα μονοπάτια της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου. Μιας ποίησης σειρήνας, που μαγεμένη με ξέβρασε σε μια θάλασσα γεμάτη ερωτηματικά. Λέξεις ξεχασμένες που αργοπέθαιναν μέσα μου ,ουτοπία, όνειρο, μύθοι, θαύματα, το κόκκινο και το βαθύ γαλάζιο , πήραν πνοή ,βγήκαν ξανά στο φως ζητώντας δικαίωση .

Ο Τόλης Νικηφόρου χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άμεση, απλή, κατανοητή, δημιουργεί γνήσια ποίηση. Πλάθει τις λέξεις του από φως, μετά τις χαϊδεύει και της δίνει ζωή και αυτές έτσι αιθέρια πλασμένες, ξεφεύγουν από τα στενά όρια της σελίδας και εισρέουν μέσα σου, σαν κελαρυστό ποτάμι, αφήνοντας στο πέρασμα τους, όλα τα υλικά που χρειάζεσαι για να χτίσεις την ουτοπία.

Γι αυτό το λόγο λοιπόν χάρηκα όταν μου προτάθηκε να μιλήσω για αυτή την ποιητική συλλογή . Αρχικά το θεώρησα και εύκολο , 32 ποιήματα , τα περισσότερα γνωστά και αγαπημένα . Ομολογώ όμως, ότι είναι δύσκολη υπόθεση η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής , δεν μιλάω φυσικά για την παρουσίαση που βασίζεται στην εξειδικευμένη ανάλυση, που προϋποθέτει φιλολογική γνώση, αλλά στη λεκτική σχηματοποίηση των συναισθημάτων, που σου δημιουργούνται από το νοητό διάλογο με τον ποιητή. Τα περισσότερα ποίημα αυτής της συλλογής σαν χρονόπλοια, σε ταξιδεύουν σε μνήμες παλιές, ξυπνούν εικόνες μιας άλλης εποχής , γεύσεις γλυκές και αλησμόνητες . Η πόλη του ποιητή η Θεσσαλονίκη, η πόλη μου η Σιάτιστα , οι μνήμες μας σίγουρα διαφορετικές , που όμως ενώνονται στο χωροχρόνο και γεννούν κεραυνούς συναισθημάτων. Αυτή τελικά είναι η ουσία της συναισθηματικής προσεγγίσεις , οι αστραπιαίες εκρήξεις ποιητικής ηδονής, που βιώνεται μεν με διαφορετικό τρόπο, αλλά παραμένει ηδονή.

Εδώ το σούρουπο ανατέλλουν οι ψυχές… ελεύθερες αλητεύουν στα σοκάκια μιας πόλης μαγικής, μιας πόλης που ξεδιπλώνει όλα τα μυστικά και θαύματα της μέσα από τους στίχους των ποιημάτων της νέας συλλογής του Τόλη Νικηφόρου «ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…»

Ας τις ακολουθήσουμε λοιπόν σε μια ποιητική περιπλάνηση.

Στάση αναμονής , το εξώφυλλο. Η τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης ,από τον ζωγράφο Nτίνο Παπασπύρου αναδεικνύει μέσα από χρώματα, σημαντικά μνημεία και σημεία της πόλης, με χαραγμένη πάνω τους όλη την ιστορία της. Η παρουσία του κτιρίου της σύγχρονης διεθνούς έκθεσης δηλώνει ξεκάθαρα ότι η πολυπολιτισμική πόλη στο μυχό του κόλπου, παραμένει ακόμη το σταυροδρόμι των λαών.

Όταν στην περιπέτεια της ψυχής υπερισχύει τελικά η αγάπη … το ταξίδι μας ξεκίνησε .

Οι κλωστές που μας ενώνουν με τη γενέθλια πόλη μας, είναι αόρατες και ως εκ τούτου άτρωτες ,σχέση «αγάπης-μίσους» , που εναλλάσσεται με συγκεκριμένο ρυθμό. Η παιδικότητα μας θεμελιώνει την αγάπη , την οποία ανακαλύπτουμε πολύ αργότερα μέσα μας, σαν προαιώνιο φως . Η πρώτη μας γνωριμία με το περιβάλλον, οι ισχυροί φιλικοί δεσμοί των παιδικών μας χρόνων, η όμορφη αλητεία της παιδικότητας μας , όλα αποτυπωμένα σε γειτονιές ,πλατείες , πάρκα. Ανεξίτηλα σημάδια στο χρόνο που περιμένουν να τα ξαναανακαλύψουμε.

Στην εφηβεία και στα πρώτα νεανικά μας χρόνια , οι ανατροπές είναι αναπόφευκτες , η γενέθλια πόλη μια σταθερή που θέλουμε να γκρεμίσουμε, οι αόρατες κλωστές φυλακή που θέλουμε να κόψουμε. Οι παιδικές μνήμες ακίνητα μουσειακά εκθέματα που δίνουν ψευδαίσθηση ζωής.

Στην ενήλικη ζωή μας, πληρώνουμε την ωριμότητα με τον πόνο της απώλειας, ότι αγαπήσαμε και ότι χάσαμε άφησε τα ίχνη του στη μακρινή πατρίδα ,εκεί επιστρέφει η ψυχή μας και η βεβαιότητα ότι εκεί ανήκουμε είναι πια αναμφισβήτητη.

Σε αυτή τη ποιητική συλλογή βρίσκει κανείς όλα τα αποτυπώματα που άφησε πίσω στο χρόνο. Η Θεσσαλονίκη , η πόλη του ποιητή, κινεί τα αόρατα νήματα και ξεχασμένες φιγούρες αρχίζουν την παράσταση, σε χρόνο άχρονο και τόπο ουτοπικό .

Ξεκινώντας με μια ανέλπιδη αναζήτηση το 1966 καταλήγει ο ποιητής το 2012 να μη ξέρει τι αναζητώντας .Στα 29 ποιήματα που έχουν επιλεγεί από παλιότερες ποιητικές συλλογές και στα 3 αδημοσίευτα ,η περιπέτεια της ζωής του ξεδιπλώνεται σε ντιμινουέντο οργής και κρεσέντο αγάπης .

Στα πρώτα επτά ποιήματα κυριαρχεί ο θύμος και η οργή . Το νεκρωμένο τοπίο όπως φαίνεται στους άταφους , η ιδέα που ακινητοποιήθηκε , η ζωή που μοιάζει με ψευδαίσθηση, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, η ομορφιά που χάνεται τον απογοητεύουν και αυτή η απογοήτευση αποτυπώνεται με οργή στους στίχους μαζί με όλη την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής . Η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη γενική σήψη που είναι νόσος μεταδοτική. Στον αντίποδα ίχνη αγάπης από μνήμες παιδικές και ο έρωτας που αποτυπωμένος ακόμη και στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν φωτίζει λίγο το σκοτεινό τοπίο. Στην Θεσσαλονίκη του 80 το μόνο που διασώζει την υγρή μορφή του είναι ο έρωτας στα μάτια των κοριτσιών.

Φτάνοντας στο 1991 και στη συλλογή « Ξένες χώρες» η απόσταση και ο πόνος της ματιάς που υπήρξε, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για στροφή προς την αγάπη , η οποία φαίνεται ξεκάθαρα στην επόμενη ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 1994 «το διπλό άλφα της αγάπης» . Στους στίχους των ποιημάτων γενέθλια πόλη 1 και 2 ξεδιπλώνεται η λαμπρή ιστορία της αγαπημένης πόλης. Ότι με επιμέλεια σαν παιδί έκρυψε στα διάφορα σημεία, φανερώνονται τώρα μπροστά του και του δηλώνουν ευθαρσώς ότι «εδώ ανήκεις» η πλατεία ουρανός (Δικαστηρίων) σε ανάθρεψε και πάντα σ΄ αυτή θα επιστρέφεις. Το «ποτέ» και το «πάντα», τέμνονται : Ποτέ δεν θα ξαναβρούμε την παιδικότητα μας, πάντα θα την κουβαλάμε μέσα μας.

Τα επόμενα 23 ποιήματα, ταξίδι ονείρου, με τους δείχτες του ρολογιού σε αριστερόστροφη τροχιά, «η επιστροφή». Χείμαρρος οι μνήμες , τα σημάδια της αγάπης , άσβηστα στο χρόνο, δίνουν στα σημεία της πόλης ένα αλλιώτικο φως , μια απέραντη ζεστασιά . Οι απουσίες , παρουσίες. Ξεπροβάλει ο πατέρας και ο σίγουρος ίσκιος της μητέρας, αποτυπώνουν αχνά στο το βάθος της πλατεία τη βεβαιότητα ότι είσαι προστατευμένος. Ακόμη και ο πόνος στη φύση μας είναι , πάντα συνοδεύει όλες εκείνες τις φωτιές , που κάποτε φανέρωσαν ξαφνικά την λάμψη τους κι ύστερα έσβησαν στο μακρύ δρόμο κάτω από τα κάστρα

Και ένα ταξίδι που ξεκίνησε με ένα σιδερένιο καράβι καρφωμένο στην πλατεία τελειώνει με ένα μαγικό καράβι με κόκκινα πανιά και ξάρτια που αγκυροβολεί στης παραλίας το βαθύ γαλάζιο. Η επιστροφή και πάλι στα δεκαοκτώ, σου δίνει εισπνοές από το εξαίσιο άρωμα του έρωτα. Τι καλύτερο να μας επιφύλασσε ο ποιητής για τέλος; Ποιος δεν έχει μια τέτοια μνήμη και ποιος δεν νιώθει τη γλυκιά αίσθηση των σφιχτοδεμένων χεριών.

Αν με ρωτούσατε τι αποκόμισα εγώ διαβάζοντας αυτή τη ποιητική συλλογή θα σας απαντούσα ότι, εκτός του ότι κοινώνησα συναισθήματα μέσα από ένα γνήσιο ποιητικό λόγο, τα 32 ποιήματα χωροβάτες, οριοθέτησαν στο εσωτερικό μου άπειρο την έννοια «γενέθλια πόλη» και κάποια σημεία του παρελθόντος απέκτησαν άλλη διάσταση στη συνείδηση μου, όπως το αγιόκλημα στην αυλή του πατρικού μο
υ .

Θεσσαλονίκη 1980

πολιτεία ρημαγμένη στον μυχό του κόλπου
βάρβαροι με χρωματιστές κορδέλες
με χάντρες εξαγοράζουν την ψυχή σου
πανικός
άγριος πανικός στους δρόμους
πανικός στα γραφεία
πανικός στα σπίτια που υψώνονται
και φράζουν τον άνεμο
καθώς οι νεκροί σαπίζουν
μέσα στα βιβλία τους
και αναδίδουν οσμή βραβείων
στάχτη αρπαχτικές κραυγές
μια άνοιξη που ευνουχίστηκε
και το αίμα της ζωγραφίζει πολύχρωμες διαφημίσεις
μια στιγμή πριν απ’ το τέλος
και έρωτας
έρωτας που κυκλοφορεί ανύποπτος
που δεν θέλει τίποτα να μάθει
έρωτας στα υγρά μάτια των κοριτσιών

(από τη συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980)


βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους
φορώντας τις μαγικές τους μπότες
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
κάθε πρωί εισπλέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
σαν μπίλιες απ’ τις τσέπες τους στο χώμα απλώνουν
όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε
σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε
με μιαν ανάσα τους στηρίζουν
την ετοιμόρροπη ζωή μας

(από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό, 1998)


μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
εκεί που πήγαινα
βαρύς και μόνος με τα χρόνια μου
στην Εγνατία
ανάμεσα σε χωρικούς και μαγαζάτορες
βγήκε και πάλι ξαφνικά
μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
κι έγειρε να σκουπίσει με τα μάτια της
τη μελανιά απ’ το παλιό μου μπικ στο μέτωπο.
ένα δειλό πορτοκαλί
αχνοχάραζε στα χείλη της
κι ένα βαθύ γαλάζιο ξέφτι τ’ ουρανού
είχε σκαλώσει στα μαλλιά της.
σφιχτά κρατώντας τα βιβλία στο λευκό πουκάμισο
η ίδια εκείνη Έφη απ’ τα δεκαοχτώ
το ίδιο σκονισμένο απομεσήμερο
τα ίδια εκείνα μάτια
μέσα στη θλίψη που χαμογελούσαν


(από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002)


ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια

(Από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007)


φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει

μ’ αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου
ήχος αχνός κι εκστατικός
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω
όπως όταν στο βάθος τ’ ουρανού χαράζει
κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν

μ’ αρέσει αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου
θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει
και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα της

δρόμος μακρύς κάτω απ’ τα κάστρα
κι είσαι η πλατεία με τις μουσικές στο τέρμα του


(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)


Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Εκείνη η ελάχιστη στιγμή- Βίκυ Βανίδη

Οι μαγικές στιγμές, οι συγκλονιστικές
προκύπτουν απροσδόκητα κάθε ώρα,
παντού.
Στην αδιάλειπτη βοή της πόλης
στη νωχέλεια του χωριού
στο μπαράκι καθώς πίνεις σφηνάκια μοναξιάς
στο καφενείο που ρίχνεις ανιαρές ζαριές.
Εκεί, που το ποτάμι
ξάφνου
γίνεται καταρράκτης.
Για μια σύσπαση του χρόνου μονάχα.
Αν έχεις την ετοιμότητα να βουτήξεις
στη μετάπτωση της ροής
θα διασώσεις αυτό το κάτι το ελάχιστο
που θα κάνει τη ρουτίνα σου ανεκτή


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Στο σύντροφο μετανάστη -Βίκυ Βανίδη


Έλα Ξένε
στην άστεγη χώρα μου
Εγώ φεύγω από αηδία
ή από συνέπεια στον εαυτό μου
 
όμως  θέλω ν΄ ανταμώσουμε
σε αλάνες χρωματιστές
να ζωγραφίσουμε ειρήνη
Έλα Εσύ
και βάψε κόκκινες στέγες
στις σκατένιες γειτονιές
για να φωλιάσουν χαμόγελα
Εγώ φεύγω από λύπη
ή απ΄ ανάγκη να κυνηγήσω το όνειρο
Εσύ ήρθες από φρίκη
από εμμονή να μείνεις ζωντανός
μείνε πιστός στο στόχο σου
είναι δικαίωμα η επιβίωση
Εγώ θα φύγω από απογοήτευση
ή από βεβαιότητα καλύτερης ζωής.
 
θέλω όμως  να βρεθούμε
θα σε περιμένω
στην ερημιά της Ομόνοιας
να κλάψουμε μαζί
που αργεί τόσο πολύ ο κόσμος
κι ύστερα με τις γροθιές μας
ενωμένες στο μέλλον
θα απαιτήσουμε το αδύνατο

Έλα Σύντροφε
ο ουρανός δεν έχει σύνορα
αλλά ούτε και μείς φτερά
έλα να ανατρέψουμε το σύμπαν
να κάνουμε  τη γη μας ουρανό
κι ύστερα φεύγουμε μαζί
πλάσματα ταξιδιάρικα

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Φυσικό Παραισθησιογόνο η Ποίηση του Χρήστου Ζάχου

Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη μόνη σε μια  μικρή παραλία παρατηρούσα δύο θαλασσοπούλια  που πετούσαν ζευγάρι, δύο μαύρες κουκίδες  στο απόλυτο γαλάζιο της θάλασσας και τ΄ουρανού. Μηχανικά πήρα ένα από τα τέσσερα βιβλία που  είχα προμηθευτεί  τρεις μήνες πριν  αλλά οι κραιπάλες του καλοκαιριού δεν μου είχαν επιτρέψει να τα διαβάσω
Η παράνοια και η διάνοια 
τρέφονται από το ίδιο πιάτο: 
έναν ευφυή νου 
που δεν ανέχεται 
κατεστημένο και δεδομένα
γι' αυτό και τα ανατρέπει
(Οι Εμπειρίες Ενός Πνιγμένου)
 
Παράνοια ή διάνοια αναρωτήθηκα. Ήμουν τόσο χαλαρή που ο χείμαρρος των λέξεων κόντεψε να με πνίξει. Ευτυχώς που ξέρω καλό κολύμπι σκέφτηκα και χαμογέλασα αυτάρεσκα. Όμως έπρεπε να περάσω σε άλλη διάσταση, να ενεργοποιηθώ, να παλέψω με λέξεις απαγορευμένες, απογοητευμένες, σκληρές, θλιμένες, οργισμένες, ευαίσθητες...λέξεις πραγματικές. Έχει ήδη βραδιάσει, το φως λιγόστεψε και με δυσκολία διαβάζω το γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη. Δεν μπορώ και ούτε θέλω να το αφήσω και ας έχω μουδιάζει από την ακινησία. Μέσα μου κυκλοφορούν λέξεις παραισθησιογόνες, είμαι σε κατάσταση απόλυτης διαύγειας, νιώθω κομμάτι αυτού του νυχτερινού ακίνητου τοπίου και σκέφτομαι ότι αυτή η αιώρηση μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας είναι η πραγματική ζωή. 

ΥΓ: Είναι η πρώτη φορά που έκανα χρήση... 
(Η εμπειρία μιας πνιγμένης σε παραισθησιογόνες λέξεις)



Οι λέξεις στα πεζοποίηματα του Χρήστου Ζάχου σπάνε τα δεσμά όλων των ανθρώπινων διαστάσεων, έχουν ξεφύγει από το χρόνο, το χώρο ακόμη και από την ίδια τη ζωή και έτσι ασύδοτες αιωρούνται στο σύμπαν. Η ποίηση του Χρήστου λύνει το κορδόνι που συγκρατεί την ανυπαρξία της ύπαρξης και αφήνει τον αναγνώστη να νιώσει την ταλάντωση στο ημικύκλιο ζωή -θάνατος . Το ασφυκτικό πλαίσιο της αστικής πραγματικότητας που κινείται  κουβαλάει όλες τις ασχήμιες της πραγματικότητας που νεκρώνουν τις αισθήσεις. Ο θάνατος είναι καθημερινός και καμιά επινοημένη ανατροπή δεν μπορεί να τον απομακρύνει, η μόνη λύση που προτείνει ο Ποιητής είναι η φιλοσοφία, το ποτό και η σαρωτική δύναμη του έρωτα ή κάπως έτσι αντιλήφθηκα εγώ το μήνυμα στον πεζοποιητικό του λόγος.

Η επιρροή ενός τραυματικό έρωτα είναι φανερή. Ένας έρωτας ανεκπλήρωτος ώστε να γίνει βιβλίο, ανέκφραστος ώστε να χωράει σε όλες τις λέξεις, άυλος ώστε να γίνει ποίημα. 

Ο Χρήστος Ζάχος νοσεί και μόνο έτσι μπορεί να επιβιώσει: μεταβολίζει μέσα από τη διεισδυτική ματιά και γνησιότητα του ποιητή τα τραύματα σε γραφή.
 

Ύμνος εις Εταίρα

Και είναι απίστευτο
όλη αυτή η ομορφιά
αυτής της γυναίκας
το φως και η χαρά στο πρόσωπο της
το σώμα που—δεν μπορεί-
γοργόνα θα ‘ταν που βγήκε στη στεριά
και η πανέμορφη θαλάσσια ουρά της
δύο ανθρώπινα πόδια έγινε
υπέροχα και μακριά
καθώς περήφανα τ’ ανοίγει
να σου επιδείξει – να σου χαρίσει πρόθυμα
το μεταξένιο φύλο της.

Και είναι απίστευτο
πώς όλη αυτή η ομορφιά
αυτής της γυναίκας
με το διαμαντένιο εφηβικό της στήθος
με τον υάκινθο λαιμό της
και τα μακριά ξανθά μαλλιά
που μούσα κάθε ποιητή μπορούσε να ‘ταν
κάθε γλύπτη και ζωγράφου ή μουσικού
και να στολίζει με τα δώρα της
—τη γύμνια της ψυχής της και του σώματος—
την τέχνη…

Και είναι απίστευτο
αυτή η γυναίκα
πώς την ομορφιά της χρησιμοποιεί…
κι όπως ποθητή απ’ όλους γίνεται
σε όλους να χαρίζεται απλόχερα
καθώς αδύνατο ν’ αντισταθεί κανείς
αιχμάλωτος,
πάντα θα υποκύπτει.

Και είναι απίστευτο
πως αυτή η γυναίκα
τον έρωτα ποτέ δε θέλησε
ούτε και την αγάπη
ή κι αν ποτέ απ’ τον έρωτα
ή την αγάπη, αν είχε πληγωθεί…
αυτό το ‘χει θάψει βαθιά μέσα της
και μόνο στις ηδονές του σώματος
ως άμυνα αλλά
με ακράδαντο όμως, πάθος
στους άντρες εχαρίστηκε
και άνοιξε γι’ αυτούς – για όλους τους
την αγκαλιά, τα χέρια της
τα πόδια, το αιδοίο
και με το στόμα της εσφράγισε
σφιχτά το μόριο τους
για να γευτεί – να πάρει πάνω της
όλη την ηδονή τους

Σαν μια αγία
που ήρθε να μας λυτρώσει
σπατάλησε τον εαυτό της
και από ‘μάς σκορπίστηκε!

Είναι η ομορφιά λοιπόν
κατάρα ή ευλογία;




Είμαστε όλοι ψώνια
Ψώνια με την τέχνη μας
ψώνια με το σώμα μας
ψώνια με τα απόκρυφά μας
ψώνια γενικώς
ψώνια ειδικώς
Εκθέτουμε την τέχνη μας
εκθέτουμε την ψυχή μας
ζητάμε αποδοχή
αναγνώριση
επιβεβαίωση
ζητάμε τον κόσμο όλο
Δεν το παραδεχόμαστε ποτέ
Χλευάζουμε και κατακρίνουμε τους άλλους
τους ρηχούς
Εμείς έχουμε βάθος
εμείς είμαστε έξω από το σύστημα
εμείς είμαστε καταραμένοι
Ξεφεύγουμε από τη μοναξιά με αλκοόλ
ναρκωτικά, έρωτα
και τέχνη φυσικά
Εκδιδόμαστε
Εκδιδόμαστε φανερά
Διαφορά καμία από τους πόρνους δεν έχουμε
ή μήπως έχουμε;
Αυτοί νικούν τη λήθη
ή κυνικά αδιαφορούν
ενώ εμείς
είμαστε απλά
ματαιόδοξα ψώνια
του κερατά


Σπάζοντας τα δεσμά

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν κοιμόμουν νωρίς.
Ούτε τότε που έπρεπε να ξυπνάω στις έξι το πρωί.
Έπρεπε να βρω τρόπο να αποβάλω την ένταση
να ξεφύγω.
Ο τρόπος ήταν πάντα ίδιος.
Έπινα πέντε με έξι μπύρες, ίσως και κάτι άλλο ενδιάμεσα
κι έπειτα έπιανα το πληκτρολόγιο και κοπανούσα λέξεις.
Λέξεις πουτάνες, λέξεις χτυπητές
λέξεις που με τέτοια συνοχή δεν είχαν ειπωθεί ποτέ.
Λέξεις μοναδικές, δικές μου λέξεις
ποιήματα και πρόζα
για να μπορέσω να αλαφρώσω απ’ αυτές.
Για να μπορέσω να κοιμηθώ
αυτές τις δυο τρεις ώρες που μου απόμεναν
ήσυχος.
Κι ας ήταν αβάσταχτο το πρωινό ξύπνημα.
Ένιωθα πως μπορώ
και πως κάποτε, θα τα καταφέρω, θα δραπετεύσω
και δεν θα είμαι δέσμιος
πουθενά.

Τελικά είχα δίκιο.
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Αυτό έπρεπε να κάνω.
Αυτό έκανα.
Κι όντως
τα κατάφερα.

Γεια σας τώρα.
Είμαι ελεύθερος.
Δεν με πιάνεις.
Δεν με πιάνει κανείς.
Είμαι αέρας.
Φύσηξα, έφυγα
Γειαααα…
 
Μα τι θέλει αυτή η αράχνη στη γωνιά;
Πόσες φορές τη μέρα μπορεί να σκέφτεται
ένα συνηθισμένος άνθρωπος την αυτοκτονία;
Μία; Δύο;Tρεις;
Πέντε; Δέκα; Συνέχεια;
Ποτέ;
Δεν ξέρω.
Αλλά τι σχέση μπορεί να έχω εγώ
με έναν συνηθισμένο άνθρωπο;
Καμία.
Αυτό το ξέρω.
Έχω ένα περίστροφο που δεν το βλέπει κανείς.
Έτσι, κάθε που έρχομαι σε άβολη θέση
κάθε που το μυαλό μου μια περίεργη σκέψη κάνει,
εμφανίζεται στα χέρια μου.
Το βάζω στον κρόταφο
ή στο στόμα
και πατάω τη σκανδάλη.
Άλλες φορές το προτιμώ πιο επώδυνο.
Με ένα μεγάλο μαχαίρι κόβω τις φλέβες
πρώτα του αριστερού χεριού
μετά του δεξιού
και έπειτα το χώνω στο στομάχι
και το αφήνω εκεί.
Ωραία πόζα, δεν μπορείς να πεις ...
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος
που πιο σπάνια σκέφτομαι.
Όταν κοιτάζω το φωτιστικό
τη λάμπα εκεί πάνω
ένα αόρατο σκοινί υπάρχει.
Το περνάω στο λαιμό μου
αφήνομαι
και τέλος.
Τα γνωστά.

Δεν ξέρω πόσες φορές τη μέρα μπορεί να κάνω κάτι τέτοιο
αλλά πάντα καταφέρνω κι επιζώ
την επόμενη κιόλας στιγμή.
Ένας θάνατος δίχως όρια εκτονώνεται
κι έρχεται θριαμβικά νικήτρια
η πουτάνα αυτή.
Η ζωή ντε ...
Κι εκείνη η αράχνη που δεν έφυγε ποτέ απ' τη γωνιά ...
Τι να παραμονεύει άραγε;
  
 
Αποπλάνηση ενηλίκου

Κίνηση, μετρό. Χάνομαι στο πλήθος.
Να ένας άθλιος χοντρός με αποχαυνωμένο ύφος.
Να και μια κυράτσα με ψώνια από τη λαϊκή.
Ωπ! Να και δυο κάτασπρα μπουτάκια
να λικνίζονται μπροστά μου, με φιδίσια περπατησιά.
Όμορφα, πολύ όμορφα!
Νεότατα
δροσίζουν την ατμόσφαιρα
και σβήνουνε τις σκέψεις σου μεμιάς.
Έτσι, καθώς ο Ελύτης - γέρος σαν ήτανε -
έγραψε καταγοητευμένος στο Μονόγραμμά του:
« ... Για σένα, το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο ...»
Κανείς δεν τον κατηγόρησε για πορνόγερο.
Κανείς δεν είπε γι΄αποπλάνηση ανηλίκου.Στην περίπτωση αυτή, ισχύει το αντίθετο :
Aποπλάνηση ενηλίκου
από νεαρή
ΓΥΝΑΙΚΑ!


Ένα ποίημα


 Μια όμορφη ποιητική εικόναένα όμορφο γυναικείο σώμα
μια υπέροχη γυναίκα
γυμνή
κάτω στο δρόμο
ταπεινωμένη, αλλά πιο γοητευτική από ποτέ
να κινείται κάπως ντροπαλά, αμήχανα
κάπως τρομαγμένη
αλλά χωρίς να μπορεί να επιλέξει κάτι άλλο
αναγκασμένη να σκύψει και να μαζέψει
τη χαμένη της αξιοπρέπεια
και χωρίς να το καταλαβαίνει
να γεμίζει με μια απροσδόκητη ομορφιά το δρόμο
να λάμπει σαν αστέρι
να την ερωτεύονται όλοι
ακόμα και ο ήλιος
το πεζούλι, τα παράθυρα, οι πόρτες, οι τοίχοι, τα σπίτια
τα αυτοκίνητα, ο δρόμος
όλοι οι άντρες
όλες οι γυναίκες
όλα γύρω της
τα πάντα να την ερωτεύονται
και αυτή μετά να το καταλαβαίνεινα μη θέλει να βρει τα ρούχα της
να τα βρίσκει όμως
να χαίρεται που τα βρήκε σκισμένα
και δεν θ' αναγκαστεί
να κρύψει τόσο γρήγορα τη γύμνια της
την ομορφιά της από τον ήλιο
να χαίρεται που έχει γίνει το κέντρο του κόσμου
μπροστά στα μάτια όλων
γοητευμένη
καταπληκτική
υπέροχη
γυναίκα
Γυναίκα
Γυναίκα!
Ένα ποίημα!
Ένα ποίημα!
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ!
Γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη
 Φίλε Κώστα,
 
Σε ονομάζω φίλο, όχι γιατί έτυχε να γνωριστούμε – άλλωστε ζήσαμε σε διαφορετικές εποχές – αλλά, πώς μπορείς να ονομάσεις κάποιον που έχεις μεγαλώσει μαζί του από δεκατεσσάρων και συνεχίζεις να τον αγαπάς και να τον συμβουλεύεσαι; Έστω, με αυτή την άτυπη φιλία που ενώνει έναν νέο αναγνώστη με έναν παλιό ποιητή. Όμως εγώ, δεν ήμουν άλλος ένας μελετητής του έργου σου, αλλά ένας άνθρωπος που έζησε την περιπέτεια κάθε ποιήματός σου, τις λέξεις, τις έννοιες, τους πόθους και τα πάθη, στο πετσί και στην ψυχή του. Καθρεπτιζόμουν πάνω σε κάθε σου ποίημα κι έβλεπα τον εαυτό μου μέσα. Σε γνώρισα νωρίς και μέρα με τη μέρα σε γνωρίζω ακόμα περισσότερο. Σαν να με ακολουθεί η σκιά σου σε κάθε βήμα, σαν να βρίσκεσαι πλάι μου για να με καθοδηγείς και να με προστατεύεις.

Ίσως να είναι και το άλλο. Άθελά μου, μαθήτεψα μαζί σου και άρχισα να σκαρώνω αδέξια κι ανορθόγραφα στιχάκια επηρεασμένος από τον οίστρο που μου προκαλούσες, θέλοντας να εκφράσω τις δικές μου ανησυχίες, το δικό μου «εγώ». Ίσως και κάτι πέρα απ’ αυτά, που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια. Δεν έχει σημασία όμως αυτό. Σημασία έχει πως σε αισθάνομαι φίλο και δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό πέρα απ’ αυτόν. Ας μου επιτραπεί λοιπόν η έκφραση: φίλε Κώστα Καρυωτάκη.

Ήταν τότε που μου ζητήθηκε να γράψω για έναν φόβο μου κι ένα όνειρο στα πλαίσια μιας εργασία. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ κι έτσι στην αρχή δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Μπαίνοντας όμως στη διαδικασία αυτή, έγραψα απερίσκεπτα: δεν έχω φόβους… μόνο μη τυχόν και κάποια μέρα χάσω τα βιβλία με τα ποιήματα ή τη μουσική μου, ή μη πάθει κάτι κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, ή μη χάσω τα λογικά μου. Αυτό! Μη χάσω τα λογικά μου. Ας μείνουμε σε αυτό. Δεν θα το άντεχα. Κι αν ήξερα πως θα συμβεί, ίσως τότε για να το αποτρέψω, να έδινα ένα τέλος στο ταξίδι της ζωής.

Γνωρίζω τη μελαγχολία σου (αλλά ποιος ποιητής δεν είναι μελαγχολικός;), γνωρίζω το βίο σου – όσο μπορώ να γνωρίζω από τα βιβλία στα οποία έχει καταγραφεί – γνωρίζω και την περιπέτεια της υγείας σου. Αλλά αυτό που δεν γνώριζα ως τώρα, είναι τα τρία στάδια της ωχρά σπειροχαίτης. Δεν θα μείνω στα δυο πρώτα, άλλωστε όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να βρει πληροφορίες και να τα μελετήσει. Το τρίτο στάδιο όμως… «Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της σύφιλης αναπτύσσεται δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα και είναι φοβερό και αδυσώπητο. Ο άρρωστος μπορεί να πάθει σοβαρές καρδιοπάθειες, να τρελαθεί, να τυφλωθεί, και να υποστεί βλάβες σε όλα τα όργανα του σώματός του». Ξέρω πως είδες τον φίλο σου και ποιητή Ρώμο Φιλύρα να χάνει τα λογικά του, όντας στο τρίτο στάδιο της σύφιλης, έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο και να σβήνει αργά. Κι όπως είχες πει: «Άσε τα γύναια και το μαστροπό λαό σου Ρώμε Φιλύρα, σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, κράτησε σκήπτρο και λύρα». Το ήξερες… «Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση επιμονή, που ανοίξαμε για να μπει σαν κυρία η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει. Τώρα η ζωή μας γίνεται, ξένη, παλιά ιστορία».

Τα πραγματικά αίτια του θανάτου σου, δεν τα γνωρίζει άλλος καλύτερα από σένα. Εμείς, μόνο αυθαίρετα συμπεράσματα βγάζουμε. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, να βγάλω κι εγώ το δικό μου συμπέρασμα, γνωρίζοντάς σε ως φίλο και διδάσκαλο, γνωρίζοντάς σε ως φύση, ως ποιητή. Μπορεί να έπαιξαν πολλά ρόλο, αλλά είμαι σίγουρος πως αν δεν ήταν αυτό το τρίτο στάδιο της ωχράς σπειροχαίτης, ίσως να μην αποφάσιζες ένα τέτοιο τέλος για το κλείσιμο της αυλαίας. Ξέρω πως δεν θα επέτρεπες ποτέ στον εαυτό σου να έρθει σε τέτοια κατάσταση εξαθλίωσης. Ως κύριος του εαυτού σου, προτίμησες να φύγεις αξιοπρεπώς κι έχοντας ακόμα σώας τας φρένας. Ό,τι λοιπόν λένε οι άλλοι, τους συγχωρώ γιατί δεν γνωρίζουν. Και είμαι σίγουρος, είμαι σίγουρος γιατί κι εγώ, αυτό θα έκανα.

Θα ήθελα να κλείσω όμως, κάπως διαφορετικά. Ίσως να μπορείς να το βλέπεις, ίσως όχι. Οφείλω να σου το πω. Αυτό που έχεις καταφέρει με την ποίησή σου ως σήμερα, δεν το έχει καταφέρει άλλος. Έχεις επηρεάσει γενεές και γενεές και κατάφερες να γίνεις ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής κι εκφραστής των νέων κάθε εποχής, καθώς όλοι μας νιώθουμε μια ταύτιση μαζί σου. Άλλωστε όταν έφυγες, έφυγες κι εσύ ως ένας άγνωστος ποιητής των αιώνων. Αγαπήθηκες πολύ από τις μελλούμενες γενεές και αυτό θα ήθελα να το γνωρίζεις.

Έτσι λοιπόν, αν υπάρχει το καύκαλό σου ακόμα, ας βγει μια βόλτα και ας περάσει από τα σκοτεινά δωμάτια των ποιητών και των αναγνωστών που σε υμνούν, δίνοντάς τους οίστρο και έμπνευση να εκφραστούν, κι έτσι να νιώσεις τη δικαίωση που σου ανήκει.

Φίλε μου, Κώστα Καρυωτάκη, δεν έφυγες ποτέ.
Και σήμερα εν έτει 2009, είσαι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Καλή συνέχεια στο ταξίδι σου λοιπόν.
Σε χαιρετώ και σε ευχαριστώ για όλα.
Ένας φίλος που δεν γνώρισες ποτέ.

Χρήστος Ζ.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

ανύπαρκτες στιγμές -Βίκυ Βανίδη

Έκρυβε σε παλιές τσάντες 
κομμένα χαρτάκια με μεγάλα λόγια 
για μια ώρα ανάγκης έλεγε· 
όταν άδειαζε το πορτοφόλι της
έψαχνε στις μικρές κρυψώνες
ρέστα από μακρινά καλοκαίρια
έτσι αγόραζε αναμνήσεις.
Η Τζια, η θάλασσα ,η αμμουδιά
το φεγγάρι που έπαιζε με το νερό... 

και δεν την πίκραιναν τα ακάλυπτα 
«για πάντα», την γλύκαινε η προσμονή 
μιας άνοιξης που θα τα  ξοφλούσε· 
δροσιζόταν με ονειρικές μνήμες
και ας την έκαιγε η βεβαιότητα,
ότι ποτέ δεν πήγε στη Τζια 



 Αποτέλεσμα εικόνας για μοναξια

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Μεταμόρφωση-Βίκυ Βανίδη


Όταν ήσουν παιδί
τις νύχτες μάζευες όνειρα
και την αυγή τα σκόρπιζες
στο κρυφό λιβάδι με τις παπαρούνες
Θυμάμαι
γελούσες με την καρδιά σου τότε
μέχρι που λιποθυμούσες από ευτυχία
και το φιλί μου σ΄ ανάσταινε
Τώρα μεγάλωσες
μεταλλάχτηκες σε άντρα
που ολομερής
κράζει εκκωφαντικά την τεστοστερόνη του
φοβάμαι να σε φιλήσω
το ξέρω, είναι παραμύθι η μεταμόρφωση
δεν αλλάζουν μαγικά οι άνθρωποι
που κουβαλούν ίσκιους βατράχων.


Ευτυχώς που γεύτηκα
την αθωότητα σου
όταν ήσουν άφυλος

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

στάση μικρή -Βίκυ Βανίδη

Σε πάροδο μικρή σε συνάντησα
η σκιά του αιωρούμενου μυστηρίου
δεν μ' άφησε να προσέξω το "αδιέξοδο"
προχώρησα μέχρι την κόκκινη γραμμή
όπου με περίμενε απειλητικό και
φωσφορίζον το «μην παρκάρετε».
Σ’ αυτή την αγκαλιά δεν αράζεις
ατμίζεις τον πόθο της και εξατμίζεσαι

στάση μικρή
της ηδονής
της γρήγορης πτήσης
της υπέροχης πλάνης
του ασχημάτιστου έρωτα
του σπαραγμού
της πτώσης μου
στάση μικρή
μου έδωσες τη χαρά
της αιώνιας ανατριχίλας
στην αυταπάτη της συνέχειας



Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Είπα να γράψω για την ελευθερία πόσο ηδονικό ήταν αυτό το γράψιμο- Γρηγόρης Σακαλής


Ηδονή 



 Είπα να τραγουδήσω τον έρωτα
έγραφα, έγραφα, έγραφα
μα ξέχασα να τον ζήσω
και η ζωή μου έμεινε μισή
οι νύχτες πέρασαν αδειανές
η ψυχή μου κολύμπησε στην πίκρα
μα είπα, δεν πειράζει
ίσως να ήταν τυχερό
μου έμειναν τα τραγούδια.
Είπα να γράψω για τη μοναξιά
αυτή έτσι κι αλλιώς τη ζούσα
έγραψα
και τι δεν έγραψα
μα δεν μειώθηκε καθόλου
αλλά είπα
ίσως κάποιοι άνθρωποι
να εκφράστηκαν
μέσα απ’ τα ποιήματά μου
κι έγινε κάτι καλό
γι’ αυτούς
με ικανοποίησε αυτή η σκέψη
τόσο βλάκας είμαι
πάντα σκέφτομαι τους άλλους.
Είπα να γράψω για την ελευθερία
πόσο ηδονικό
ήταν αυτό το γράψιμο
δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά
κι απόλαυση απ’ την ελευθερία
να γράφεις και να τη ζεις
και τώρα δεν μ’ ένοιαξε
τίποτα
ούτε ο εαυτός μου ούτε οι άλλοι
μόνο η αίσθηση.


 Γράφω ποίηση από ανάγκη, όχι επιλογή. Οι λέξεις έχουν πολλά να πουν όταν τις πιστεύεις. 
Σε αντίθετη περίπτωση είναι κούφιες και χωρίς περιεχόμενο.

 
Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Δεν ξέρω αν η ζωή του στη επαρχία, η άμεση επαφή του με τη φύση, επηρέασε τον ποιητικό του λόγο, όμως είναι αξιοθαύμαστη αυτή η οικονομία λόγου, οι απλές καθημερινές λέξεις που απαλλαγμένες από περιττά στολίδια δημιουργούν στίχους βέλη που χτυπάνε στο κέντρο του στόχου, στην ουσία της ζωής. Η κοινωνία , η πολιτική, ο έρωτας, η φθορά, ο χρόνος τελικά όλα τα υπαρξιακά θέματα που απασχολούν τον ανθρώπου δίνονται με ένα απόλυτα κατανοητό τρόπο. Αυτό που με έκανε να ασχοληθώ με την ποίηση του Γρηγόρη Σακαλή είναι ακριβώς αυτό , ότι οι στίχοι του μπορούν να επικοινωνούν ακόμη και με τους πιο ανίδεους της ποίησης και μέσα από το ρεαλισμό μοιράζουν μαγικά  φτερά που σε απελευθερώνουν. Γενικά δεν μου αρέσει να αναλύω την τέχνη αλλά μόνο να μοιράζομαι ότι με εντυπωσιάζει σ΄αυτή, οπότε ας αφήσουμε τα ποιήματα να μας μιλήσουν μόνα τους για τον Ποιητή
Βετεράνοι
Είμαι 52 ετών και ερωτεύομαι.
Είμαι 52 ετών και γράφω
ποιήματα αγάπης.
Πίνω, καπνίζω, ξενυχτάω.
Λυπάμαι τους νέους
που σκέφτονται σαν γέροι
που μιλάνε σαν γέροι
που ζούνε σαν γέροι.
Όταν είσαι νέος
θα κλάψεις
θα γελάσεις
θα ερωτευτείς
θα αλητέψεις
θα εξεγερθείς.
Όσοι δεν το κάνουν
αφήνουν στη φύση κενά
κι αναγκαζόμαστε
εμείς οι μεγαλύτεροι
να κατεβαίνουμε στο στίβο
να τα καλύψουμε.


 Μια εποχή στον Παράδεισο


Νοστάλγησα τις μέρες
που είχα ένα δωμάτιο
μ’ ένα κρεβάτι
δύο καρέκλες κι ένα τραπέζι.
Ήμουν ευτυχής
χωρίς να το ξέρω.
Νοστάλγησα τον καιρό
που είχα ένα κορίτσι ζωηρό
σταμάταγε το χρόνο
μ’ ανάσταινε με τα φιλιά της
κορίτσι αιχμηρό.
Νοστάλγησα την εποχή
που δύο μπλου – τζην κρέμονταν στον τοίχο
πέντε βιβλία άνθιζαν στο ράφι
κι η επανάσταση φαίνονταν αναπόφευκτη.

 
Γνωριμία

Στο τραπεζάκι
μπροστά στον καναπέ
άδεια κονσερβοκούτια μπύρας
μαζί με πλαστικά ποτήρια
υπολείμματα καφέ
ήταν μακριά η νύχτα
ξεκίνησε νωρίς σ΄ ένα μπαρ
εκεί έγινε η γνωριμία
κι ύστερα από πολύ πιοτό
συνεχίστηκε στο σπίτι
ένας θεός ξέρει
πως μπόρεσαν να κάνουν την πράξη
με τόσο οινόπνευμα στις φλέβες
μα όταν είσαι νέος
όλα τα μπορείς
τώρα γουργουρίζουν στο κρεβάτι
τίποτα δεν τους νοιάζει
κι ας ξέρουν μόνο
τα μικρά τους ονόματα
και μερικές λεπτομέρειες
ο ένας απ΄τη ζωή του άλλου
μόνο αυτές που ήθελαν να πουν.
 
                                                                                                                                       Σημαίες
                                                                                                                              Ε, φίλοι
οι κόκκινες σημαίες γίνονται σάβανα
όταν τις κουβαλούν ανδρείκελα.

Ανυπαρξία

Γυμνό κορμί
θάλασσα που με δρόσισε
θάλασσα που με έπνιξε
τα πόδια σου μ’ αγκάλιασαν
τα δόντια σου με δάγκωσαν
όταν καιγόμουν από την επιθυμία
έβγαζες φτερά και πέταγες
γυμνό κοριτσίστικο κορμί
ποτέ δεν σε χόρτασα
και ψάχνω τώρα να σε βρω
σε ψεύτικα αντίγραφα
που μυρίζουν ιδρώτα και ηλικία
ένα σου πόδι εδώ
ένα σου χέρι αλλού
διασκορπίστηκες
άδικα ψάχνω
αφού υπάρχεις μόνο
μέσα στο νου
κοριτσίστικο κορμί
ντυμένο με την αγνότητα
των λιγοστών σου χρόνων
σαραντάρισες.

Πληρότητα

 
Θέλω πέντε βιβλία
και μια αγκαλιά
για να είμαι ευτυχής
τα ποιήματά μου
να γεννιούνται
απ’ τη μήτρα σου
εγώ απλά να καταγράφω
Θεέ μου τι ευτυχία
να έχω τη μυρωδιά σου
άρωμά μου
να κοιμάμαι
να ξυπνώ
με το δικό σου χέρι
να είναι πάντα άνοιξη
πάντα καλοκαίρι
κι ο θάνατος να μ’ εύρει
πλήρη και δοξασμένο.
 
Πληβείοι και Πατρίκιοι
Κάποιοι αγκομαχάνε.
Άλλοι πάνε γυμναστήριο
και κάνουν σάουνα.
Κάποιοι ιδροκοπάνε στη δουλειά.
Άλλοι πάλι δεν ίδρωσαν ποτέ.
Έτσι είναι ο κόσμος.
Αγώνας καθημερινός
ανησυχία
άγχος
μοναξιά
μεροδούλι- μεροφάϊ.
Ψάχνεις με ραντάρ
να βρεις τον έρωτα
κι όταν τον βρεις
αυτός ξεφεύγει
σε περιφρονεί.
Οι άλλοι
οι πατρίκιοι
άστους καλύτερα
οι καημένοι
έχουν τα προβλήματα τους.
 
Μερόνυχτα
Νύχτες
γεμάτες θλίψη
συναγωνίζονται.
Το φεγγάρι
καθώς χάνεται
πίσω από τα σύννεφα
μας στέλνει
τελευταίο αποχαιρετισμό.
Το κενό της μέρας
η μικρότητά της
ερημώνουν την ψυχή
κι έρχεται η νύχτα
να κάνει το παιχνίδι της
σε γόνιμο έδαφος.
Σε ψάχνω
να σπάσουμε μαζί
τις πέτρες
τις αλυσίδες της σκλαβιάς
μα δεν σε βρίσκω πουθενά.


Σε ψάχνω
ώρα μεσάνυχτα
στους έρημους δρόμους
της μικρής νεκρής πόλης
μετά από βροχή
κι ας ξέρω ότι λείπεις
αιώνες τώρα
σ’ ένα αστέρι
έτη φωτός μακριά
τίποτα δεν με πτοεί
ο χρόνος μού φαίνεται ασήμαντος
κι ο κόσμος ένα παιδικό παιχνίδι
λέω
ίσως σε συναντήσω
στην επόμενη στροφή του δρόμου
και συνεχίζω, συνεχίζω
μάταια να περπατώ
στους ατέλειωτους δρόμους
της μικρής έρημης πόλης
που μέσα στο νου μου
εξαπλώνεται γιγάντια
και είναι όλος ο κόσμος πια.
 
 Ένα αύριο

Μετράς τα κέρματα.
Κάποιοι σε θέλουν πεινασμένο φίλε
φοβισμένο
να μη μπορείς ν’ αντισταθείς
νάναι η φωνή σου αδύναμη
σπασμένη
να τους παρακαλάς
για ένα κομμάτι ψωμί
να γίνεσαι λιώμα
έτσι μας θέλουν
να το πάρουμε είδηση
να μην έχουμε αυταπάτες
πως τάχατες θα ’ρθουν
καλύτερες μέρες μ’ αυτούς
αυτά είναι τα δολώματα
καλύτερες μέρες θα ’ρθουν
όταν έρθουν οι δικές μας μέρες
όταν η δουλειά μας θα πιάσει τόπο
τα χαμόγελα θ’ ανθίζουν
πάλι στα χείλη
και οι άνθρωποι
θα πάρουν την αξία
που τους πρέπει.

Οι λέξεις στην ποίηση είναι όπως τα τούβλα και οι πέτρες σ’ ένα σπίτι. Είναι τα υλικά με τα οποία χτίζεις το ποίημα. Ένα ποίημα πρέπει να συγκινεί, να εμπνέει τον αναγνώστη, να έχει μήνυμα. Αλλιώς είναι επίδειξη επιστημονικών γνώσεων, καλολογικών στοιχείων, ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τελικά ένα πράγμα ανούσιο. (από συνέντευξη του Ποιητή)