Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν- Χ.Π. Σοφίας


H ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ 

Η Συλλογή αυτή είναι το ελάχιστο, ένα μικρό εργαλείο που ανοίγει μια τρύπα στο φως έρχεται να δώσει το ελάχιστο για να διατηρήσει το μέγιστο που είναι η ύπαρξη ή ίσως έρχεται να δώσει μικρές δόσεις αντίδοτου  στον αφανισμό της ζωής. Ο ποιητής  κλείνει τη συλλογή πεινασμένος  ( για ζωή είναι η δική μου εκτίμηση, άλλωστε η ποίηση απευθύνεται και ο δέκτης -αναγνώστης έχει την ευθύνη του ποιήματος) . Μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματα έρπουν υπαρξιακές αλήθειες και ισχυρές συγκινήσεις . Ο Ποιητής καταφέρνει  σε δύο στίχους να διηγείται μια ολόκληρη ιστορία, να αναπτύσσει φιλοσοφικούς προβληματισμούς, να εξηγεί το μυστήριο της ύπαρξης που περικλείει το φόβο της ανυπαρξίας.  Είναι μια ποιητική συλλογή που διαβάζεται μονορούφι αλλά σίγουρα ο αναγνώστης αργεί να λύσει τους γρίφους της.  
Ας δώσουμε βήμα στα ποιήματα σίγουρα έχουν να μας πουν περισσότερα 


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Παραφυλάω να δε δω να φεύγεις
Και τότε μπαίνω κρυφά στο σπίτι σου
Και με τα δάκρυα μου ποτίζω τα λουλούδια σου
Γι’ αυτό όταν γυρίζεις τα βλέπεις θλιμμένα





ΣΚΑΨΙΜΟ

Τις λέξεις να τις σκάβεις
Αν θες να ανθίσουνε  

Όταν έρχομαι σε επαφή με μια νέα ποιητική συλλογή αυτό πρώτα αναζητώ, το νήμα που με συνδέει  μαζί της  που με κάνει να νιώθω αυτή τη εγγενή σχέση και μερικές φορές την ταύτιση. Το ποίημα  Γενέθλιος Τόπος μου έδωσε αυτό το νήμα 

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ 

Δέσμιοι μιας παιδικής μνήμης που ακόμα 
κυλάει στις φλέβες των λιόδεντρων και των 
αμπελώνων 
Εκεί στο γενέθλιο τόπο που οι πέτρες και
το γλαφυρό νερό γίνονται ένα
Και τα άδεια πηγάδια μένουν άταφα
Να μας θυμίζουν 
Ότι αυτός εδώ ο τόπος παλιά ζούσε από το 
κλάμα και το γέλιο του νερού 
Και τα παιδιά του έκρυβαν σε όμορφους κήπους 
τα άστρα του καλοκαιριού 
Γιατί οι μεγάλοι δεν είχαν ιδέα από ουρανό
Έτσι σκυφτοί που γύρναγαν σχεδόν βράδυ 
από τα χωράφια
Και τα άστρα και τα όνειρα τα κυνηγούσαν 
Δεν ήθελαν να μπλέξουν με αυτά τα παιδιά τους 
Να γίνουν ποιητές και να τους λένε τρελούς  





ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Αυτή η πεταλούδα στο δωμάτιό μου
που ανασαίνει τρομαγμένη μοναξιά
θα τη βαλσαμώσω και θα στη στείλω
με το ταχυδρομείο



 ΠΟΙΗΜΑ 

Θέλω να γυρίσουμε εκεί που οι άνθρωποι
φροντίζουν το φεγγάρι
Εκεί που τα σπίτια δεν έχουν καθρέπτες
Και τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα σύννεφα
Εκεί που τα χελιδόνια την άνοιξη περνούν
ώρες κάνοντας συντροφιά στους τρελούς
και στους ποιητές
Εκεί που κάποτε ζήσαμε
Εκεί που κάποτε έσβησες ένα ποίημα
γιατί δεν το καταλάβαινες.



ΚΙ ΗΡΘΕΣ

Κι ήρθες
Κι ήρθες όπως το παιδί που χαμογελάει
όταν κάνει σκανταλιά
Κι ήρθες
Κι ήρθες όπως η λέξη στο ποίημα
πληγωμένη από το ξημέρωμα
Κι ήρθες
Κι ήρθες με μια αγκαλιά σαν άνθρωπος
Κι ήρθες
Κι ήρθες από ένα ταξίδι μακρινό
Κι ήρθες
Κι ήρθες κι ήρθες αργά
Κι ήρθες
Ήρθες τώρα που οι λέξεις σε είχαν ξεχάσει
Τι κρίμα


ΣΥΜΠΑΝ

Το σύμπαν 
θα είναι όμορφο 
Και χωρίς ανθρώπους 


ΑΡΓΙΛΙΚΟ ΚΟΒΑΛΤΙΟ

Χόρτασα τον καθρέπτη 
Χόρτασα τη μοναξιά 
πεινάω 


ΥΓ: Τα ποιήματα στη συλλογή είναι γραμμένα με το πολυτονικό σύστημα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου