Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Ναυάγια-Βίκυ Βανίδη

Στις ρηχές  θάλασσες  βαριεστημένα
σβήνουν  οι  φεγγαρόδρομοι
λιώνουν χάρτινα τα παλιά μας όνειρα
στην  ανιαρή  θλίψη του φλοίσβου·
μόνο κάτι λησμονημένα " ναυάγια"
κουρνιάζουν  στην ερημία της φύσης 
μοναχικά   και  ξέγνοιαστα ετοιμάζουν
δρόμους που οδηγούν σε άλλες  θάλασσες .

Στου κόσμου τούτου την παράνοια
κενός γλιστράει ο χρόνος, ξοδεύεται
ανεκπλήρωτος  ψάχνοντας  την αρχή του
  
Στον αμετάβλητο  ρυθμό του  τίποτα
υπνωτισμένες οι εφηβικές  ανησυχίες  μας
πνίγονται στο πηγάδι των ψευδαισθήσεων
και μεις  ακίνητοι ταξιδευτές, άβουλοι 
λιμνάζουμε  σε τσιμεντένια ακύμαντα τοπία·
ναυάγια ψυχής  κλεισμένα σε  μπουκάλι
χωρίς πυξίδα όραμα, χωρίς αξίας ρότα 
εμμονικά πιστοί σε μιαν ελπίδα ψόφια

Στης φύσης   τα  "ναυάγια" ψάχνω τη συντροφιά μου
σε παραλίες ερημικές , βαθιά μέσα στο δάσος 
στο χάος που μας γέννησε βρίσκεται η αρχή μας. 




Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ταξίδι στο όνειρο-Βίκυ Βανίδη

Μια φιγούρα ακαθόριστη. Καταλαβαίνεις  ότι είναι ψηλόλιγνος αλλά έτσι καμπουριασμένος και σκυφτός μοιάζει κοντόχοντρος, δεν είναι πάνω από πενήντα αλλά τον κάνεις και εβδομήντα. Σίγουρα είναι όμορφος με λευκό δέρμα και λευκά δόντια, με πλούσια λουσμένα μαύρα μαλλιά, με εκπληκτικο χαμόγελο και δύο μάτια κάρβουνα αναμμένα. Μόνο η λάμψη στα μάτια του διακρίνεται όλα τα άλλα είναι χωμένα κάτω από τη παραίτηση. Τον συναντώ  συχνά σε διάφορα σημεία της πόλης  πάντα αμίλητο και σκυθρωπό. Δεν εκλιπαρεί ελεημοσύνη δεν κοιτάει καν τους περαστικούς, αν τύχει κάποιος να σταματήσει και να του δώσει κάτι  σκύβει το κεφάλι πιο βαθιά προς το στήθος του. Δεν λέει ποτέ ευχαριστώ. Πολλές φορές στέκομαι και τον παρατηρώ άλλες πάλι ντρέπομαι που η αδιακρισία μου παραβιάζει τον προσωπικό του δημόσιο χώρο και τον προσπερνώ γρήγορα. Ένα πρωί   καθόταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο των ήχων και κοιτούσε τη θάλασσα κάθισα δίπλα του
- Ταξιδεύεις σε μνήμες ενθύμια ή απλά ακουμπάς το βλέμμα σου στο γαλάζιο της θάλασσα ;
- Σε μνήμες πληγές... σαν σκύλος τις γλύφω και τα όνειρα μου σκαλίζω και πάλι μια πίκρα ξεχύνεται από μέσα μου και κυριεύει κάθε σπιθαμή μου. Τότε πού ένα Σαββάτο βράδυ είδα το όνειρο μπροστά στα μάτια μου, το ζωγράφιζε το χαμόγελο των γονιών μου που πίσω από την πλάτη τους έκρυβαν ένα ποδήλατο. Πετάχτηκα μαγεμένος και το κράτησα στα χέρια μου μην πιστεύοντας ακόμα ότι ήταν αληθινό. Το καβάλησα με λαχτάρα κι άρχισα τις βόλτες μέσα στο σπίτι είδαν κι έπαθαν μετά από ώρες να με βάλουν στο κρεβάτι. Όλο το βράδυ το κρατούσα με το χέρι μου και Κυριακή πρωί ξύπνησα αξημέρωτα,  με αυτή τη γλυκιά προσμονή, να ενωθώ με κάτι αγαπημένο καβάλησα λοιπόν το άτι μου και ξεχύθηκα σε δρόμους μαγικούς. Το ποδήλατο μου έγινε η ζωή μου, η ανάσα μου, ο μαγικός φίλος που με ταξίδευε  δεν ήθελα τίποτα άλλο όμως ήρθε ένα πρωί σαν κακό όνειρο και το ποδήλατο μου έκανε φτερά. Ποια κακιά μάγισσα αλήθεια κλέβει το όνειρο; Μια στιγμή σου χαρίζουν τον παράδεισο και μια άλλη στιγμή οι ίδιοι που στον χάρισαν στον στερούν. Οι γονείς θέτουν άλλες προτεραιότητες καλό και το παιχνίδι αλλά προέχει το διάβασμα, το φαγητό , ο ύπνος… Αυθαίρετα αποφασίζουν ότι η ζωή δεν είναι μόνο ποδήλατο και δικαιολογούν αυτή την απόφαση με ένα ψέμα προσμονής. Στο συνεργείο για επισκευή το στείλαμε αύριο εδώ θα είναι . Το αύριο δεν έρχεται ποτέ και το αναπάντητο γιατί μένει μαζί με τον πόνο της απώλειας να σε βασανίζει.

Σκέφτομαι ποια δικαιολογία αλήθεια μπορεί να απαντήσει στον παραλογισμό των μεγάλων; Ποια εξήγηση θα μπορούσε να ησυχάσει αυτό το βασανιστικό γιατί;
Ίσως αυτό να είναι το τίμημα της ωριμότητας μας,  μαθαίνουμε να ζούμε με τον πόνο της απώλειας των παιδικών μας παιχνιδιών και ονείρων. Το αφόρητο όμως «ποτέ πια» των γονιών μπορεί να σου ξεσκίζει τις σάρκες μέχρι το τέλος σου, να σου αποπροσανατολίζει τα βήματα σου στο μονοπάτι της ζωής  και το πιο σημαντικό να σου στερεί αυτή την αισιόδοξη πλευρά που σου αφήνει η γνώριμη θαλπωρή στα συχνά ταξίδια επιστροφής στην παιδικότητα μας…

Παιδικές μνήμες ενός  αδέσποτου σκύλου