Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ό,τι εξουθενωτικά ζητάει και η ποίηση, τον απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις, μέχρις εσχάτων. -Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Αλεξάνδρα Μπακονίκα -Όταν η ομορφιά υμνεί τον έρωτα.....



Γνώρισα τον λογοτέχνη
που ήταν και ερασιτέχνης φωτογράφος
πρώτη φορά σε κάποιο σπίτι.
Ιδιόρρυθμος, και μου είπε κοφτά:
"Έλα στο στούντιό μου, θέλω να φωτογραφίσω
το στήθος σου γυμνό"

Σε αντίθεση,
μετά από χρόνια,
ένας επαγγελματίας φωτογράφος γεμάτος λαγγεμένη αβρότητα
μου είπε:"Μέσα από το πρόσωπό σου
θέλω να φωτογραφίσω την ψυχή σου"
 

από τη συλλογή Παρακαταθήκη ηδυπάθειας (2000) 




Στίχοι ευθείες γραμμές ζωγραφίζουν με απόλυτη σαφήνεια όλες τις φάσεις του έρωτα. Χωρίς μελοδραματισμούς και περιττά στολίδια στοχεύουν στο πυρήνα της αλήθειας. Η σεξουαλικότητα με ή χωρίς αίσθημα διαποτίζει σχεδόν όλη την ποίηση της Αλεξάνδρας, η οποία με ευθύτητα και ρεαλισμό μας κοινωνεί έντιμη ποίηση.

Μεγαλύτερος μάρτυρας σε αυτό οι στίχοι, που επιλέχθηκαν αυθαίρετα και υποκειμενικά και ίσως βρουν συνοδοιπόρους.

Από τη συλλογή Ανοικτή γραμμή (1984)                      


                                     Η ανοικτή γραμμή

Η ομίχλη καθυστερεί την αναχώρηση
από το αεροδρόμιο,
υπάρχει κίνδυνος ν' αναβληθεί το ταξίδι∙
σαν τρελός με παίρνει στο τηλέφωνο,
έχει εξαντληθεί να με βλέπει παντού
χωρίς να με αγγίζει,
να φαντάζεται τη συνάντησή μας
σ' ένα εξοχικό σπίτι
κι ο έρωτας στο πείσμα του καιρού
να μεγαλώνει.

Εδώ μας διακόπτουν,
η γραμμή αρχίζει να βουίζει,
ακούγονται ανακοινώσεις
μέχρι να φύγει το αεροπλάνο,
αν τελικά φύγει∙
προσπαθώ ν' ακούσω τη φωνή του
κάτι μισές λέξεις, σχεδόν ψιθυρίσματα∙
δεν προλαβαίνει να μιλήσει∙
πρέπει να τρέξει για εισιτήρια,
φοβάται μόνο τη συνεχή αναβολή
του έρωτα
σ' ένα λευκό αεροδρόμιο.



                                                                    φωτοσκιάσεις

Η φωτογραφία την κολάκευε ιδιαίτερα
κάπου στη μέση της κάμαρας,
ρίχνοντας φως και πολλά αντικείμενα τρυγύρω,
το καθένα στη σωστή απόσταση
για τις φωτοσκιάσεις που μεγάλωναν,
καθώς κατέβαινε ο ήλιος
τυλίγοντας τα μαλλιά και τα λεπτά της δάκτυλα
μέσα στην κάμαρα με τα πολύχρωμα βιβλία
και την κλειστή πόρτα για καταφύγιο.

Πέρασε καιρός και η απουσία της φοβερά τον βασανίζει.
Τα πύρινα, πράσινα μάτια της πεθύμησε.
Περνάει το διάδρομο, σβήνει τους προβολείς
και φεύγει.
Περπατάει πότε σταθερά και πότε αδέξια.
Σαν τον απόκληρο γυρίζει.
 

Εισιτήρια


Φορούσε μπουφάν
κι ήταν πανύψηλος,
έλαμπε και το κορίτσι δίπλα του,
αγκαλιασμένοι κατέβαιναν δυο δυο
τα σκαλοπάτια,
κι έτρεχαν στην πλατεία να προλάβουν
τη λιακάδα.

Περίμενα το επόμενο
και το αμέσως επόμενο λεωφορείο.
μπροστά οι άλλοι στριμωγμένοι,
βιαστικοί στις δουλειές τους
κτυπούσαν τις πόρτες ανυπόμονα,
και κόσμος έφτανε μπουλούκι.


από τη συλλογή Το Γυμνό Ζευγάρι (1990)


Το Γυμνό Ζευγάρι





Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι.
Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.


 

στο βιβλιοπωλείο


Αρέσεις, κι αυτό επηρεάζει
διευκολύνει αφάνταστα τις συναλλαγές σου:
καθώς κουβεντιάζατε
ο βιβλιοπώλης σε κοίταζε στα μάτια,
το βιβλίο που παρήγγειλες – μια σπάνια έκδοση –


θα σκίζονταν να σου το φέρει.
Κράτησα τον φευγαλέο, τον ανεπαίσθητο
ερωτισμό που είχε το φέρσιμο του
– κι ας μην ήταν για μένα.




από τη συλλογή Θείο Κορμί (1994)
                                           
                             στο δωμάτιο του

Όποιο περιοδικό ήθελε θα της το χάριζε,
αλλά έπρεπε ν’ ανεβεί στο δωμάτιό του,
να διαλέξει μόνη της.
Τα περιοδικά δεν την ενδιέφεραν,
από ματαιοδοξία τον ακολούθησε
-να καταλάβει αν σαν γυναίκα
τον τραβούσε ακόμη.
Γεμάτος φροντίδα κατέβασε τα περιοδικά
από ένα ψηλό ράφι,
και τ’ άπλωνε στο καθαρό σεντόνι
του κρεβατιού του να διαλέξει.
Τον έκαιγε ο πόθος
και δεν τολμούσε να εκδηλωθεί,
να την αγγίξει.
Μαζί με τα εξώφυλλα
της άπλωνε την υποταγή,
την τρυφερότητά του, να διαλέξει.


οι αποσκευές μου 


Απανθρωπιές και τραγωδίες
δεν μου είναι άγνωστες.
Δια πυρός και σιδήρου τις έζησα.
Αν με ψάξεις θα βρεις τα βαθιά τους σημάδια.
Σκοτάδια, καταχνιές και θλίψεις
τα κουβαλάω στις αποσκευές μου.

Έχω πιστοποιητικά, συστατικές επιστολές
για δοκιμασίες που άντεξα.
Παίρνω, λοιπόν, το δικαίωμα να στραφώ
και να βιώσω τα φωτεινά και τα χαρούμενα.
Το συναπάντημα, το βύθισμά μου στη χαρά
–που τόσο σπάνια συμβαίνει–
είναι δικαίωμα και κερδισμένος χρόνος.
Δεν έχω ενοχές για τις εξάρσεις της χαράς.

από τη συλλογή Μαυλιστικά (1997)


Μαυλιστικά

Σταμάτησες παθιάρικα να με προσελκύεις
και να με κυνηγάς.
Πια αποσύρθηκες.
Σίγουρα σε κούρασαν
και οι τόσες αρνήσεις μου.

Τα πολλά χρόνια
που μαυλιστικά με κυνηγούσες
φτιάχνουν μια ολόκληρη,
περασμένη εποχή.


Συστέλλεται

Το μυστικό και ανεκδήλωτο πάθος του
γι' αυτήν θεριεύει.
Χαμηλοβλέπει εξαιτίας της.
Έγινε άλλος άνθρωπος.
Από άνδρας δυνατός στη μορφή και την ψυχή,
τώρα χαμηλοβλέπει, μελαγχολεί και συστέλλεται.


από τη συλλογή Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας,( 2000)


ΣΤΟ ΣΕΪΧ-ΣΟΥ, 1968


Άστραφταν από νιάτα, κι ένα πρωί
στις αρχές μόλις της γνωριμίας τους
ανηφόρησαν στο Σέιχ-Σου.
Μπήκαν σ’ ένα ξέφωτο, και χωρίς καν να τη ζεστάνει
με τα απαραίτητα προκαταρκτικά χάδια,
την πρόσταξε να βγάλει τα ρούχα της
για να τη δει πρώτη φορά γυμνή στο φως της μέρας.
Παρά τη θέλησή της
-έτσι κι αλλιώς η προσταγή την πάγωσε-
προσπάθησε να την ξεγυμνώσει ο ίδιος με το ζόρι.
Εντελώς απρόσμενα το φέρσιμό του απότομο,
η αλαζονεία του ένα κράμα κυνισμού
και απροκάλυπτης ωμότητας.
Του έκοψε τη φόρα έστω κι ένα ρούχο να της βγάλει,
αν κάτι από το βάθος του είναι της απεχθανόταν
ήταν η τραχύτητα από σκληρά, άτεγκτα αντράκια.


Σταμάτησε κάθε σχέση μαζί του μια κι έξω.
 

ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ




Στην παραλία αντί για άμμο
υπάρχει μικρό, λευκό βότσαλο.
Πονάει να περπατήσεις πάνω του με γυμνά πόδια
και να ξαπλώσεις χωρίς πετσέτα.
Τον παρατηρώ που μόλις βγήκε
από τη θάλασσα και ξάπλωσε δίπλα μου.
Λέει αστεία, είναι ευδιάθετος
και οι άλλοι ανταποκρίνονται.
Μέσα στη γενική ευθυμία
λίγο αργώ ν’ αντιληφθώ πως σέρνεται,
αναδιπλώνεται και ξαναπέφτει πότε πλάγια
και πότε ανάσκελα.
Μ’ αναζητάει, μετατοπίζεται
και κάνει κύκλους γύρω μου,
πάνω στα σκληρά βότσαλα,
χωρίς να νοιάζεται αν τρυπιέται και πονάει.
Γέμισε σημάδια να τ’ ανακατεύει,
να χώνεται βαθιά τους.
Κάποτε κάνει πως μπερδεύεται,
στηριγμένος στην πλάτη σηκώνει τα πόδια στον αέρα
και με δεξιοτεχνία τα φέρνει δίπλα στα δικά μου.
Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα.
Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:
μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι.
Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε.


Το αστραφτερό σου τζιπ
 
Ό, τι κι αν οδήγησες,
βέσπα, κοινό αυτοκίνητο, και τώρα τζιπ,
το πρόσφατο απόκτημά σου -
κατοχυρώνονται, γίνονται φετίχ για μένα.
Τα τζιπ που κυκλοφορούν
και τόσο μοιάζουν με το δικό σου
μου προκαλούν ανασκιρτήματα.
Από μακριά χαϊδεύω τις λαμαρίνες τους,
το σκαλοπατάκι της πόρτας και τα χοντρά λάστιχα.
Ο φετιχισμός με κατέλαβε και συνυπάρχουμε,
καταθρονιάστηκε μέσα μου.
Τέτοιες μυσταγωγίες δεν διανοούμαι να καταπνίξω. 

από τη συλλογή Πεδίο πόθου, ( 2005)





Ενδότερος χώρος

Το διπλό κρεβάτι και παραδίπλα ένας μικρός καναπές.
Τα φιλιά, το πέταγμα των ρούχων
και το υπέροχο, χωρίς ίχνος συστολής, σμίξιμό τους
έγινε στον καναπέ.
Χρησιμοποίησαν το κρεβάτι μετά
για να χαλαρώσουν,
να συνέλθουν από τη μανία τους για ηδονή,
να στεγνώσει ο ιδρώτας.
Παρέμειναν ξαπλωμένοι ανοίγοντας μια ατέλειωτη συζήτηση
για θέματα που τους ενδιέφεραν.


                                      Mυστικά ενώθηκα

Κάποιες σταγονίτσες απ' το σάλιο σου
αιωρήθηκαν στον αέρα, καθώς μιλούσες δυνατά
και γελούσες, κι όπως βρισκόμουν δίπλα σου
τις δέχτηκα στα χείλη. Πιο πολύ και από αγίασμα
οι σταγονίτσες απ' το σάλιο σου,
κι όταν διαλύθηκαν στο στόμα μου,
ήταν σαν μυστικά να ενώθηκα μαζί σου,
σαν μυστικά να σε έβαζα μέσα μου.
Πιο πολύ κι από αγίασμα το σάλιο σου,
κι ας μην έχουμε φιληθεί ποτέ στο στόμα,
κι ας τρέμει το φυλλοκάρδι μου
πως πάλι θα απομακρυνθείς και θα σε χάσω -
και η συμπεριφορά σου δείχνει
πως δεν μετράω πια για σένα.


 από τη συλλογή Ηδονή και εξουσία, (2009)

 Μετάνοιες 
Ενάργεια είχαν τα λόγια της:
«Από ένστικτο και πείρα δύσκολα ενδίδω.
Θέλω ο άνδρας να με πολιορκεί επίμονα,
να παρακαλάει, να χάνει τον εαυτό του για χάρη μου.
Αλησμόνητος μένει στο μυαλό μου ένας θαυμαστής
σε κάποιο ταξίδι.
Πριν πέσουμε στο κρεβάτι και όπως ήμουν όρθια,
με λατρεία έσκυψε στα πόδια μου, κι έκανε μετάνοιες
στο γυμνό μου σώμα,
μετά από τα γόνατα άρχισε να με φιλάει».

Όσο ποτέ άλλοτε


Από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της πόλης,
φιλόδοξος, πραγματιστής.
Στα σαλόνια και τις δεξιώσεις
βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής,
συνήθιζε να περιαυτολογεί για τις επιτυχίες του
στις δουλειές και πολλοί τον πλησίαζαν με δέος.

Στην αίθουσα του σινεμά κάθισε μόνος του
μερικές σειρές πιο μπροστά από μένα.
Ερωτική η ταινία, καλογυρισμένη,
ένα έργο τέχνης.
Τον είδα μελαγχολικό, με την ανάγκη
να βυθιστεί στην πλοκή της ερωτικής ιστορίας,
την ίδια ανάγκη που είχε ο καθένας
μέσα στην αίθουσα.
Τον είδα μελαγχολικό και όσο ποτέ άλλοτε ανθρώπινο








από την τελευταία συλλογή  Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, (2012)

Με κριτικό μάτι

Ούτε συντριβή, ούτε αγάπη
μόνο πόθο και λαγνεία έδειξες για μένα
με τον τρόπο που έκανες έρωτα.
Πρόβαλε ξανά η γνώριμη ορμή σου,
ένας κατακλυσμός ακολασίας
που σε παρέσυρε και σε αφιόνιζε.
Με ξεζούμισες από πόθο για το σώμα μου,
και ήταν ένα είδος αποθέωσης
που γενναιόδωρα μου χάρισες.
Ούτε αγάπη, ούτε αφοσίωση περίμενα από σένα,
γι' αυτό όταν μετά από ώρα
σηκώθηκα από το κρεβάτι για να ντυθώ,
καθώς παρέμενες ξαπλωμένος
παγερά με έβλεπες,
τώρα με κριτικό μάτι για τις ατέλειες
στο γυμνό σώμα μου.
Η αποθέωση που μου χάρισες είχε ήδη τελειώσει. 



                     
     Οι κτύποι

Στον έρωτα και ούτε δευτερόλεπτο
μετά την κορύφωση των σπασμών,
όπως πλάγιασα πάνω στο στήθος σου
άκουσα να κτυπάει δυνατά η καρδιά σου.
Η ίδια η υπόσταση, το σώμα, η ζωή μου
ήταν για μένα οι κτύποι της καρδιάς σου.
Τόσο απόλυτα.































Το κρησφύγετο

Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν,
γιατί όταν μπήκα - απομεσήμερο, τέλη Μαϊου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.
Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαϊου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου.












Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

αναζητήσεις

Το μυαλό μου ενεργεί το ανέφικτο
Στο σώμα μου το αδύνατο παραμένει ανέγγιχτο
Ισορροπώ σε σκέψεις τολμηρές

Εσένα θέλω να σε λένε χίμαιρα

Φωτο Robert and Shana ParkeHarrison

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Βέργα ακροβάτη είναι η ποίηση - Στέργιος Πολύζος

1η ποιητική συλλογή του Στέργιου Πολύζου «Ο Χρόνος και η Λίμνη»

Πρόλογος 
Ένας ποταμός ο χρόνος και κυλάει αδιάκοπα. Η παρούσα στιγμή, κοινή μα και τόσο ξεχωριστή για τον καθένα, ήδη αποτελεί παρελθόν. Σύντομα εκρέει στη λίμνη. Θα σταθεί λίγο στην επιφάνειά της, στην περιορισμένη χώρα του συνειδητού, για να στοιβαχτεί στη συνέχεια στο βυθό της, στο ατομικό υποσυνείδητό μας. Προσωπικά όνειρα κι εφιάλτες απαλλαγμένα από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου βρίσκονται εκεί σε διαρκή πόλεμο και ειρήνη. Ο απόηχός τους φτάνει στην επιφάνεια άλλοτε ως ακαθόριστος βόμβος κι άλλοτε ως μάχη που διασαλεύει τη συνήθως ακύμαντη μακαριότητά της.
Εκτός του ατομικού υποσυνείδητου όμως, στο βυθό της λίμνης κείται και το συλλογικό υποσυνείδητο. Ο βυθός έτσι απλώνεται, γίνεται βυθός πελάγους κι ωκεανού, για να αγκαλιάσει διαχρονικά συσσωρευμένες πανανθρώπινες εμπειρίες, απωθημένες, μα υπαρκτές. Και βέβαια στο βυθό δεν υπάρχουν σύνορα που να διαχωρίζουν το ατομικό από το συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά το καθένα περιέχει και περιέχεται στο άλλο, επηρεάζει κι επηρεάζεται από το άλλο.
Ελεύθερη κατάδυση η ποίηση στο βυθό της λίμνης. Ταξίδι αυτογνωσίας με μόνο σύντροφο μια αναπνοή. Στο βυθό, όπου ο συμβολισμός έχει πρωτεύοντα ρόλο, όπως και στην ίδια, που δονείται από τις αλλεπάλληλες σεισμικές του δονήσεις.


Βιογραφικό μου είναι οι μνήμες
Πέτρες που με ξυπνούν βαθιά
μεσάνυχτα
Φιλιά που αρνούνται ν’ αποτάξουν
τη γλύκα 
Μνήμες που κάποτε αποτολμώ
Να ξεμπροστιάσω
Κι άλλοτε ξημερώματα να τις 
βγάλω για ποτό.

Παρουσίαση από Βίκυ Βανίδη

Σπάνια ξεκινώ την ανάγνωση, ειδικά μιας ποιητικής συλλογής, από το βιογραφικό, συνήθως το αφήνω για το τέλος και μερικές φορές δεν το διαβάζω καθόλου. Έχω καταλήξει στην άποψη ότι η ποίηση δεν κλείνεται στις επιτυχίες του ποιητή και σίγουρα δεν έχει βιογραφικό. Δεν την χαρακτηρίζουν προσόντα που αναγράφονται σε ένα βιογραφικό ,όπως η ιδιοφυία , η εξυπνάδα , η μόρφωση. Η Ποίηση είναι πλάσμα αρχέγονο, βγαλμένο από σκοτεινό βαθύ πηγάδι, από τον ιδανικό πόνο και από τη χαμένη νοσταλγία, είναι πράξη ερωτική αλλά και βαθιάς απόγνωσης, είναι λέξεις που τρυπάνε και πονούν γιατί μόνο έτσι μπορούν να μεταδώσουν το συναίσθημα. Ποίημα που δεν τρέμει από συγκίνηση και απλά κουβαλάει το βιογραφικό του ποιητή δεν είναι ποίημα.
Αυτό το βιογραφικό όμως, με προσδιορίζει και αυτός είναι ο λόγος που κατ΄ αρχήν ένιωσα μια οικειότητα με τον ποιητή
Αυτό το βιογραφικό προσδιορίζει όλους μας , είναι το βιογραφικό της ανθρώπινης ύπαρξης , το βιογραφικό που συναντούμε στο βυθό της λίμνης εκεί που το ατομικό υποσυνείδητο συναντά το συλλογικό όπως σοφά αναφέρει ο ποιητής στον πρόλογο αυτής της ποιητικής συλλογής. Στο βυθό αυτής της λίμνης λοιπόν σήμερα, παρέα με τους στίχους, ας τολμήσουμε μια ελεύθερη κατάδυση
Ένα βιβλίο σίγουρα απευθύνεται στην όραση , αλλά και στην όσφρηση, στην αφή σήμερα και στην ακοή, το πιάνεις στα χέρια σου σαν πλάσμα ζωντανό που έχει να σου εμπιστευτεί τα μυστικά του, αν όχι όλα, έστω αυτά που μπορείς να αντέξεις.
Ξεκινώντας λοιπόν την ποιητική ελεύθερη κατάδυση μας στην συλλογή «Ο χρόνος και η Λίμνη» πρώτη στάση, για βαθιά εισπνοή, το εξώφυλλο, όπου με το έργο του Νίκου Αρμπιλιά «Ακυμαντότητα» νιώθουμε το αδιατάρακτο της επιφάνειας, που θα μπορούσε να μας προϊδεάσει για ένα γαλήνιο ταξίδι ή μήπως είναι ένας απλός υπαινιγμός γαλήνης που κάτω από την επιφάνεια κρύβει μια πολυκύμαντη περιπέτεια; Πολύ σύντομα από το πρώτο κιόλας ποίημα παίρνουμε την απάντηση, αφού διαπιστώνουμε ότι καταλύεται ο χρόνος, ο χώρος, ο τόπος, μένει ο αναγνώστης χωρίς κανένα γνώριμο μέγεθος να αναμετρηθεί με μνήμες που του ήταν γνωστές και τώρα τον κοιτούν παράξενα σαν ξένες. Μπαίνει στο παιχνίδι του δίπολου θύμηση-λησμονιά και πλέον είναι σίγουρος ότι η έννοια «ελεύθερη κατάδυση» δεν έχει ακριβώς τη σημασία που αυτός πίστευε. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της κατάδυσης καλείται να βρει τρόπο να ιχνηλατήσει το δέος μέσα του και με δικά του χρώματα να οριοθετήσει το εσωτερικό του άπειρο.
Οι Μνήμες μας ακίνητα εκθέματα στο μουσείο του νου μας, κάποτε ήταν ορμητικά ποτάμια ή μεγαλοπρεπείς κινήσεις που η στιγμή τα εγκλώβισε και τα τοποθέτησε σε ράφια Όλα αυτά τα μουσειακά εκθέματα συναντούμε στο βυθό αυτής λίμνης, τα πάθη μας, τα λάθη μας, τη θλίψη , τη χαρά μας , τα όνειρά μας και τις εικόνες αγαπημένων που χάθηκαν για πάντα και εκεί συναντούμε και εκθέματα άλλων, που ενώνονται και απλώνονται στο βυθό σαν λασπωμένα ναυάγια και κάπου κάπου σπάει η μονοτονία με λάμψεις από αναβοσβήνουσες μαρκίζες διανυκτερευόντων όνειρων.
Αυτά τα ποιήματα δεν στοχεύουν στην εύκολη συγκίνηση, λειτουργούν περισσότερο σαν βαρίδια παρά σαν αναπνευστήρες , νιώθεις έναν κόμπο ακόμα και όταν αναδυθείς στη επιφάνεια κλείνοντας το βιβλίο
Ο Ποιητής πειραματίζεται σε ένα μεγάλο ζητούμενο, την πολλαπλή ένωση της ποίησης με τη ψυχολογία του σύγχρονου ανθρώπου , τη φιλοσοφία, την ιστορία και την διεθνή επικαιρότητα, με τρόπο όμως που ο ποιητικός λόγος να παραμένει οραματικός , σε όλα του τα ποιήματα υπάρχει μια στοχαστική συμπύκνωση αλλά και το στοιχείο του απρόοπτου που ανατρέπει την καθιερωμένη ροή των πραγμάτων και η αίσθηση της αγάπη που δεν είναι πάντα ακριβώς βεβαιότητα αλλά υπαινιγμός . Ο ποιητικός λόγος του Στέργιου ισορροπεί στο μεταίχμιο πραγματικότητας κι ονείρου. Εκφράζει, με τον πιο αβίαστο τρόπο και με τις πιο φυσικές εικόνες, τον εσωτερικό καημό του ποιητή που γίνεται λέξη, έκφραση και εν τέλει πρόσκληση για συμπόρευση και συναίσθηση κοινών σε όλους μας βιωμάτων.
37 ή μάλλον 39 μαζί με τον πρόλογο και το βιογραφικό ποιήματα κινούνται και κινούν το χρόνο και τις μνήμες , εισρέουν στην ακύμαντη επιφάνεια του εγώ και σε παρασύρουν στον πολυκύμαντο βυθό του είναι. Προσωπικές μνήμες του ποιητή απλώνουν πλοκάμια και μπλέκονται με μνήμες του αναγνώστη και ανάμεσα στους κόμπους ξεπηδούν συλλογικές μνήμες και αυτή η κατάδυση δεν έχει τέλος.
Τέλος όμως έχει η δική μου προσέγγιση γιατί αν συνεχίσω και άλλο, το μόνο που θα εξυπηρετήσω θα είναι η ματαιοδοξία μου και αν κάτι ισχυρό μου δίδαξε αυτή η ποιητική συλλογή είναι το πόσο εύκολα μεταναστεύουμε στην αυτοκρατορία του εικονικού εγώ

Και όπως λέει ο Μέσκος
«Πλην των ταλαντούχων δημιουργών υπάρχουν και οι ταλαντούχοι


δύσκολοι αναγνώστες . Που κινητοποιούν το κείμενο βοηθώντας και τον δικό τους κόσμο.

Υπάρχει λοιπόν μια περίτεχνη σχέση ανάμεσα στην Ποίηση και τον εραστή αναγνώστη.

Σχέση διαρκούς αναφοράς εκατέρωθεν, ιερή, πολλαπλή. Αν είναι

επιπόλαιη δεν μετράει.»


Σας αφήνω στις μαγικές εκείνες στιγμές που η ποίηση συμπυκνώνεται σε ελάχιστους στίχους και ο αναγνώστης, στην προκειμένη ο ακροατής , συντονίζεται απόλυτα με τον λόγο του ποιητή


Κίτσα-Στέργιος-Σουλτάνα


Η Καθηγήτρια -Φιλόλογος Κίτσα Σιάσιου ή όπως είπε ο Στέργιος η καθηγήτρια της Οδύσσειας,  την οποία είχα την τιμή  και γω να έχω καθηγήτρια στην Ιστορία και μετά καλή φίλη διαβάζει με το γνωστό της  πάθος το ποίημα ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ  



Κρυφτό στα σκοτεινά
από τη συλλογή «Ο Χρόνος και η Λίμνη» 2008

Ποτάμι ο χρόνος
μισός θύμησες
μισός λησμοσύνη
εγκλωβίζει την αρχέγονη ορμή του
στης λίμνης την ακύμαντη μακαριότητα.

Στο βυθό της καταλύουν
σκελετωμένα ναυάγια
συλημένα από υπόγεια ρεύματα
μα και ψήγματα χρυσού
που καρτερούν να λιχνιστούν 
από χιμαιροκυνηγούς.

Παραμύθι ο χρόνος 
μισός παιδί
μισός άντρας
παίζει κρυφτό στα σκοτεινά
σαν τις πρώτες αγάπες 



Τραγουδούν μαθήτριες του Μουσικού Σχολείου Σιάτιστας
Δυο μερών φεγγάρι τη ματιά σου έχει πάρει
κι αγκαλιάζει μεσ’ στα στήθη τη φωτιά.
Γη μου αλλοπαρμένη σαν γητειά με γυροφέρνει
που `χει κλέψει τα ακριβά σου μυστικά.

Αχ ! Κρυφό φιλί που τα χείλη σου κουρσεύει
σαν την αστραπή μέσα στη σιωπή.

Στρογγυλό φεγγάρι ξεπουλάει στο παζάρι
της αγάπης σου την άσπιλη ομορφιά.
Γη μου αγκιστρωμένη στου ονείρου την ανέμη
σου μαδάει τ’ ανεμοβρόχι την καρδιά.

Αχ ! Λαβωματιά που η λήθη δεν γιατρεύει
μ’ άλλην αγκαλιά και άσωτα φιλιά.




ΣΕ ΒΑΖΟ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ
FΑME STORY

Νύχτα περάσαμε τα σύνορα
φυγάδες
από την άνυδρη γη της πλήξης
μεταναστεύσαμε
στην αυτοκρατορία των λαμέ ψευδαισθήσεων 
όπου οι Φρουροί αντί φραγγελίου
έραιναν με ροδοπέταλα τη διέλευσή μας
κλειδώνοντας στη συνέχεια
κάθε πιθανότητα επαναπατρισμού.

Κι ήρθαν οι χορηγοί με τα χρυσά δόντια
να φουσκώσουν 
την ατροφική μας αυτοεκτίμηση 
με ιλουστρασιόν φενάκη
τη χαύνη μας αμβλύνοια
με κατατόπια μοναδικότητας
τη δίψα μας για διάκριση
με αποστάγματα υπεροψίας
την άνεργη αγχόνη μας
με εύπεπτα μεταλλαγμένα σταδιοδρομίας.

Ζήσαμε, έτσι, σε μια νύχτα
τη ζωή μας όλη
σαν ανάλαφρα σουξέ σε σκυλάδικο της εθνικής
σαν λαμπηδόνες τηλεπαθητικού οργασμού
σαν τις πυγολαμπίδες που
φυλακίζαμε μικροί σε βάζο
με λίγη ζάχαρη για τροφή
θαρρώντας πως θα έλαμπαν το καλοκαίρι ολάκερο.

Ένα με τη ζάχαρη
Τις βρίσκαμε το πρώτο χάραμα…
Νύχτα περάσαμε τα σύνορα
φυγάδες
από τον άνυδρο εαυτό μας 
μεταναστεύσαμε 
στην αυτοκρατορία του εικονικού εγώ.
2-5-2014 Τραπάντζειο Γυμνάσιο Σιάτιστας -Αφιέρωμα στον ποιητή Στέργιο Πολύζο























ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ
                                     Στον Αλέκο

Μια σπηλιά είναι η ποίηση
κρυψώνας σαν η ζωή
φορά κουκούλα τρομοκράτη.
Μια σπηλιά όπου
ψηλαφώνας σύμβολα και αρχέγονες παραστάσεις
στους σταλαγμίτες του νου
καταδύεσαι
από τον αφρό της αντίληψης
στο βυθό του συναισθήματος.

Αγκαλιά μάνας είναι η ποίηση
τρέχεις και χώνεις τη μουσούδα
σαν τα φαντάσματα του ύπνου
φορούν ανθρώπινη προβιά
και σουλατσάρουν μέρα μεσημέρι.
Μια αγκαλιά που μοσκοβολά
ψωμί ζυμωτό και ζαχαρούχο προστασία και
ως πλακούντας διαχρονικός σε περιβάλλει.

Βέργα ακροβάτη είναι η ποίηση
αρωγός ισορροπίας σε ώρες δύστοκες
στο τσιτωμένο σκοινί
της λογικής και του πάθους.
Επανάκτηση απολεσθεισών αισθήσεων
μέσα σ΄ έναν κόσμο σαστισμένο
που κοιτά, μα δε βλέπει.

Αμέρωτο άλογο είναι η ποίηση
που ξεδιψά την έξαψή του στις λίμνες σου
όταν η πλάση γίνεται μια δρασκελιά
στον καλπασμό του
όταν ο ουρανός γίνεται μια ριξιά
στο πλατάγισμά του.

Γυναίκα θελκτική είναι η ποίηση
ψευδαίσθηση καλλίγραμμης αγκαλιάς 
που για χάρη της εργένης βουτάς στο μελάνι
μ΄αγωνία ν΄απαθανατίσεις τη στιγμή
φτηνό κακέκτυπο
τρικυμισμένων υπόγειων ρευμάτων
με πάντα αναπάντητο το ερώτημα:
η ζωή είναι για τη ποίηση ή
η ποίηση για τη ζωή ή
μήπως τελικά πρόκειται για ταυτοπροσωπία. 

Όταν- Σωκράτης Μάλαμας
Στίχοι Στέργιου Πολύζου




2η του ποιητική συλλογή «Αγκαλιά τα μεσάνυχτα»



Βιογραφικό μου είναι 
οι άνθρωποί μου
τραγούδι που φίλησε χείλη τα χείλη 
κρασί που μετάγγισε ψυχή την ψυχή 
για να μερέψει τον πόθο.
Κι όταν η μπίλια γύρισε 
και ήρθε η γη στον ουρανό 
το ίδιο τραγούδι φίλησε τα χείλη 
το ίδιο κρασί μετάγγισε την ψυχή.
Βιογραφικό μου είναι 
οι άνθρωποί μου…

Παρουσίαση Γιώργιος Κουζιώνης (Φιλόλογος)

Εγώ, ο ποιητής, γράφω. Σκέψεις και ερεθίσματα, βιώματα και εικόνες, συναισθήματα και απόψεις απλώνονται στο χαρτί και απευθύνονται σε μένα που γράφω και σε σένα που διαβάζεις. Πότε μου χαμογελούν γιατί η μεταμόρφωση του εσωτερικού σε κοινό είναι αυτό που περιμένω και πότε μου βγάζουν περιπαικτικά τη γλώσσα γιατί ούτε αυτό που ήθελα μπόρεσα να πω ούτε αυτό που διάβασα κατάφερε να μου πει κάτι. Ένα πάλεμα διαρκές είναι η ποίηση. 


Πριν λίγο καιρό, στη στήλη του στην «Καθημερινή», ο Παντελής Μπουκάλας έγραφε πως…
«για τους λογοτέχνες, ειδικότερα για τους ποιητές, τους αρχαιότερους του σογιού, κυκλοφορούν από παλιά πολλοί μύθοι, εγκατεστημένοι πια στο μυαλό μας με την ισχύ του κοινού τόπου. Είναι μοιρασμένοι σε περιγελαστικούς και σε εγκωμιαστικούς. Στις χλευαστικές αναπαραστάσεις τους, οι ποιητές δεν μπορεί παρά να είναι αλαφροΐσκιωτοι, βαρεμένοι, αγαθούληδες ή μάλλον αγαθότρελοι, ψώνια, άεργοι, ανεπρόκοποι ή και παράσιτοι, μονίμως μελαγχολικοί, αφού τους βαραίνει τόση ιστορία και τόσα γράμματα.

Στους επαινετικούς μύθους τώρα. Που συνυπάρχουν με τους ονειδιστικούς.
…Οι τιμητικοί θρύλοι θέλουν τους ποιητές περισσότερο ευαίσθητους από τους υπόλοιπους ανθρώπους, περισσότερο εμπνευσμένους, αφού τελούν υπό την επήρεια των Μουσών, όπως άλλοι υπό την επήρεια ουσιών. Τους εμφανίζουν επιπλέον μονίμως σοβαρούς, σχεδόν κατηφείς, από την πολλή περίσκεψη, γενναιόκαρδα αδιάφορους για την ταπεινή ύλη και υπεράνω των ταπεινών αισθημάτων και παθών· ένα κράμα προφήτη, γκουρού και σαμάνου, για να ενωθούν όλοι οι πολιτισμοί στο πρόσωπό τους.

Αν ο ποιητής Φανφάρας είναι μια καρικατούρα, ο ποιητής-υπερευαίσθητος/ υπερ-εμπνευσμένος/ υπερ-σοβαρός, ο οιονεί υπεράνθρωπος δηλαδή, παύει να είναι άνθρωπος και καταντάει επίσης καρικατούρα. Μια καρικατούρα του απρόσιτου ιδεώδους· ένα είδωλο, όταν δεν χρειαζόμαστε ειδωλολάτρες καμιάς μορφής.
Από τους ποιητές λοιπόν δεν ζητάμε ό,τι θα μπορούσε ίσως να μας δώσει ένας άγγελος ή ημίθεος, ένα πλάσμα ιδεώδες, δηλαδή πλαστό. Δεν θα μας το δώσουν γιατί δεν το μπορούν. Την ποίησή τους ζητάμε, αυτήν που μπορούν, είτε μείζονες θεωρούνται είτε υποβιβάζονται από την αυστηρή γραμματολογία στους ελάσσονες. Ζητάμε τα αποτελέσματα του πολέμου τους με τη γλώσσα μας, που το βαθύ και βαρύ παρελθόν της ορίζει και τις απαιτήσεις της απ’ όσους μπλέκουν μαζί της. Για να βρει ένα ξέφωτο ομορφιάς η ψυχή μας και να δουλέψει εντατικότερα ο νους μας διαβάζοντάς τους, δηλαδή περνώντας από τον δικό μας κόσμο στον δικό τους. Ξέρουμε ότι κάθε ποιητής σχηματίζει τον κόσμο του με τον δικό του τρόπο και δίνει τον δικό του ορισμό στην ποίηση. Αλλά εμείς διατηρούμε το πλεονέκτημα του αναγνώστη, που μπορεί να γευτεί και να γνωρίσει όλους αυτούς τους κόσμους»…
Τι θέλουμε λοιπόν όλοι εμείς, απόψε, εδώ συναθροισμένοι; Τι περιμένουμε; Πριν ρωτήσω τον Στέργιο το αυτονόητο -γιατί γράφεις;- ας αναρωτηθούμε όλοι το άλλο αυτονόητο: γιατί διαβάζουμε;
Ίσως για την ευχαρίστηση της ανάγνωσης και το γλυκό μούδιασμα της ψυχής. Ίσως για να σκαλίσουμε το νου και να απομακρύνουμε την πατίνα που σωρεύει ο χρόνος και η αμείλικτη καθημερινότητα.
Όπως και να ‘χει η ποίηση θέλει γερή κράση. Θέλει κουράγιο για να διαβάσεις και θέλει τόλμη για να γράψεις.
Να ξεκαθαρίσουμε και κάτι άλλο. Αυτό που γράφει ο Στέργιος δεν είναι μαθηματικά, αρχαία ή φυσικοχημεία. Πάει να πει δεν είναι πράγματα χειροπιαστά και θετικά που καθένας διαβάζει και καθένας καταλαβαίνει. Δεν εννοώ πως κάποιοι δεν δύνανται να διαβάσουν και να καταλάβουν. Λέω απλά πως ο καθένας που διαβάζει καταλαβαίνει διαφορετικά πράγματα. Πότε ξαφνιάζεται με τη χρήση λέξεων που δεν χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του, πότε απορεί γιατί αυτή και όχι η άλλη λέξη, πότε αναγνωρίζει δικά του βιώματα σ’ αυτά που διαβάζει, πότε τον ξενίζουν τα βιώματα του άλλου.
Όλα αυτά όμως είναι εντελώς υποκειμενικά. Καθένας βρίσκει διαφορετικούς δρόμους για να επικοινωνήσει μ’ αυτόν που γράφει και κάποτε οι προορισμοί διαφέρουν. Ας μην τρομάζουμε όταν αυτό που έχει κατά νου ο ποιητής δεν το συλλάβαμε στην ολότητά του. Η σχέση με το ποίημα είναι αμφίδρομη ο φαντασιακός διάλογος με τον ποιητή είναι πάντα γόνιμος.
Στη συλλογή «Αγκαλιά τα μεσάνυχτα» ξεχωρίζεις τα βιώματα του ποιητή και εύκολα τα προβάλλεις στα δικά σου βιώματα. Διακρίνεις το δέος όταν μια νέα ζωή έρχεται στον κόσμο και ορίζεις έναν νέο άξονα για τη ζωή. Νιώθεις την απόπειρα του πουλιού που ανοίγει τα φτερά και έχει ανάγκη να ξεφύγει από την προστασία των γονιών του. Αγωνιάς για τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς και του έρωτα που πρέπει να εισβάλει στην καθημερινότητά σου και να την ταράξει. Καταλαβαίνεις πως ο κόσμος γύρω σου δεν γνωρίζει πάντα την καλοσύνη και είναι συχνά αφιλόξενος. Αισθάνεσαι τον δημιουργό που πλέον μοιράζεται το έργο του όταν αυτό δημοσιοποιείται. Ταξιδεύεις σε αναμνήσεις και θύμησες που λανθάνουσες ξυπνούν μέσα σου. Αναδεύεις μέσα σου τα βιώματα της σχολικής ηλικίας και θυμάσαι τους πολλούς χτίστες του εαυτού σου. Και πάντα, παρόλα τα ταξίδια της μνήμης, δεν μπορείς να αγνοήσεις το -συχνά ζοφερό- παρόν.
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής διακρίνεις το προσωπικό ύφος του γράφοντος.
Η γλώσσα ξαφνιάζει: άλλοτε η γλώσσα της καθημερινότητας, άλλοτε λόγια και φροντισμένη, κάποτε ακραία και προκλητική.
Διαβάζεις και ταξιδεύεις σαν σε μια θάλασσα που πότε σε καλωσορίζει στη γαλήνη της και σε αφήνει να αισθανθείς την ομορφιά του ταξιδιού που δεν θες να τελειώσει και πότε με ένα ξαφνικό μπουρίνι σε ταρακουνά, σε τρομάζει και αποζητάς την ασφάλεια του λιμανιού.
Η θεματολογία σαν μια παλέτα με πολλά χρώματα. Μας θυμίζει πράγματα, μας μαθαίνει πράγματα, αλλά και ξεσκεπάζει πράγματα.
Κι αυτό τελικά δημιουργεί την προσωπική σφραγίδα του Στέργιου Πολύζου, που, όπως εγώ καταλαβαίνω, το πρώτο που τον ένοιαζε ήταν να γράψει κι όχι οπωσδήποτε να τον διαβάσουμε.
Όπως και να ’χει το έργο του είναι και καλοδεχούμενο και ενδιαφέρον.


Με τον πάντα ιδιαίτερο και συναρπαστικό τρόπο της η Σουλτάνα Ζάβαλη Καθηγήτρια -Φιλόλογος διαβάζει  ποιήματα από τη συλλογή "Αγκαλιά τα μεσάνυχτα "   

ΠΥΘΙΑ

Σαν το ποτάμι κυλά ο καιρός
κι εμείς
σαν το φαντάρο που σβήνει μέρες στο μπλοκάκι
με το νου κολλημένο στη Μεγάλη
μικρή του Έξοδο
άλλοτε να μας πειράζει και
άλλοτε να μας συνεπαίρνει αυτό το
παιχνίδι για Μεγάλα
μικρά παιδιά.


Να μεγαλώσεις κάποτε

Και να μη μεγαλώσεις ποτέ! 























ΤΟ ΠΙΟ ΓΕΝΝΑΙΟ ΟΝΕΙΡΟ
                                    Στην Έφη

Κράτησα για το τέλος 
το πιο γενναίο όνειρο.
Φύλλα τα υπόλοιπα 
φλερτάρουν τον άνεμο και 
κάποια τελευταία 
μόλις ν' αγγίζουν τα κλώνια.
Το τύλιξα με της Χαράς τα κεντήματα και 
το κάρφωσα στον κόρφο μου 
με της αγάπης τα χάδια.
Το έδεσα σφιχτά στου νου το κατάρτι και 
το παρέδωσα στον άνεμο 
για να πετάω μαζί του.



Χρόνια χιόνια- Αλεξάνδρα Γκουντούλια


 
Αντάμωμα με ξωτικό -Ραφαήλ Τσακμάκης 



Ο Ποιητής Στέργιος Πολύζος κλείνει το αφιέρωμα  διαβάζοντας  ένα ποίημα που έγραψε για τη γενέθλια πόλη του τη Σιάτιστα






Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν - Μάρκος Μέσκος

 
Μάρκος Μέσκος: «Τελικά δεν ηττηθήκαμε, αποτύχαμε»

(Χαιρετισμοί, 1995)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.

Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•

όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;

Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. ΄Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ — μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.

Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…



Ιχνη

Την άλλη μέρα χάνονται σιωπηλά τα σημάδια
στιγμές-στιγμές παίρνει σημασία το δρομάκι που στρίβει
αθέατο αθόρυβο χαμένο το νερό μέσα στο χώμα
σκιές πουλιών περαστικών η γλώσσα τον νικητήριο επίλογο τον άδικο.

Σκόνη˙ χάδι του ανέμου γυρίζουν τα μυστήρια στην ερημιά
χορός φαντασμάτων στους ανώνυμους τάφους πηχτό σκοτάδι
μια ζωή ανταμώνουν οι γυναίκες στο ταχυδρομείο της ξενιτιάς
σταυροδρόμι και παντομίμα μουγγή έσχατη παρηγορία
ψυχές περνώντας το γεφύρι της νύφης χάφτουν οι δράκοι

πώς να πιστέψω τις μεταμορφώσεις ήρθες θα φύγεις
κακήν κακώς ένοχα βράδια χαράματα αλαζονικά
και γλυκύτατα στην αντίφαση κεντημένα ποια να 'ναι ολάκερη η αλήθεια
τι άλλο άραγε μένει (δεν ζει κι ο παππούς να ρωτήσω
μόνον η λέξη καρναφίλι ξεμύτιζε ευωδιάζοντας)- τίποτε άλλο.





Το ύστερο χιόνι

- να λιώσει γρήγορα να φύγει το χιόνι
αστόχαστος σύμμαχος μνημονεύει λευκό κελί λευκό σεντόνι

Τα μάταια πονούσε˙ με τα υπόλοιπά του αν συνέχιζε και
τ' απρόβλεπτα που ανέτρεπαν τη ζωή του, ουρανός αστροφόρος
αποβραδίς μα η επόμενη ημέρα στα λευκά ντυμένη. Χιόνι
απροσδόκητο δάκρυα λευκά τα εκτεθειμένα κοσκινίζουν. Παιδική
μνήμη πάλι- το 'στρωσε για τα καλά. Σε λίγο κλειστό τοπίο άλογα

λευκά ποιους δρόμους θα πάρουν; Κουδουνάκια χαράς τρόικες
και μουσικές τη νύχτα τα βορινά σου όνειρα - τα όνειρα!
(θαρρείς κακό κι ανέντιμο να γνωρίζεις τους απόστολους του χιονιού
Το βουβό κλάμα τα σύννεφα τα μολυβιά τα λυπημένα γκρίζα.)
Κακόμοιρε φίλε, λεμονιά δεν είχαμε εδώ απ' το κρασί ό,τι περίσσευε.





ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τ’ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν

στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
¬βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,

ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
¬
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια —
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).


Ψιλόβροχο 2000
( Πριν από το θάνατο , 1958)


Μικρή ευτυχία
Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω˙
στα χέρια μου κρατάω το άσπρο ρίγος της ζωής
στα χέρια μου κρατάω το μαύρο ρίγος του θανάτου,
τα χρόνια μου περνούν κι ανθίζουνε όπως τριαντάφυλλα την άνοιξη
μαδιούνται το χινόπωρο,
αγαπάω τον κόσμο, πονάω για τον κόσμο,
σκέφτομαι και λέω ζωή είναι αγάπη,
δακρύζω από χαρά όταν πυρπολεί τα δέντρα
το ερωτιάρικο αηδόνι,
δακρύζω από τη λύπη που σταμάτησε
στη ράχη του χελιδονιού,
χαίρομαι την αυγή, θλίβομαι τη δύση...

Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω˙
Και που πεθαίνω.



Ανθοδοχείο

Ισως η κάμαρα η κενή, ίσως ο ήλιος που απίθωνε
τις κραυγές του πάνω στην πλάτη μου
έγιναν αιτία να φαντασθώ
πως τ' άδειο ανθοδοχείο πάνω στο τραπέζι
είχε μάτια που με κοιτούσαν επίμονα,
είχε φωνή που με νανούριζε και με ξυπνούσε
μ' έναν Ερωτα γεμάτο παπαρούνες στο αδειανό του στόμα.


Το πουλί κι ο θάνατος

Ακουσέ με πουλί:
Το παραθύρι αυτό με το γαλάζιο φως
Στη μάνα μου θα το χαρίσω όταν πεθάνω
Να ‘ρχεσαι τότε, να τραγουδάς και να ονειρεύεσαι
Τον θάνατο με το λευκό μου φέρετρο
Βαθιά στη ρίζα του παράπονου...

(ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ, 1963)

Αυτός ο τόπος

Αυτός ο τόπος γεννάει
πικρά ποιήματα. Σαν τούτο
της Αναστασίας που τώρα
στον θάνατο παραπατάει και στην ξενιτιά
στην ξενιτιά παραπατάει και στον θάνατο-
η μια κόρη αίμα στο βουνό
η άλλη κόρη αίμα στα σπαρτά του κάμπου...


Ερημία

Μπορούσε ο κήπος τούτος να 'χε λουλούδια
και τριαντάφυλλα και βιολέτες και γαρούφαλλα νυφιάτικα
και ηλιοτρόπια στη γωνιά.
Πίσω από τον φράχτη τώρα περνούν
βιαστικά ανθρώπινα κεφάλια ή πετάγματα πουλιών-
ο μόνος τρόπος που 'μεινε να ξεχωρίζεις
δρόμους ή φρυγμένους ποταμούς ή κήπους μ' αγριολούλουδα.



(ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, 1971)

XXVI

Τι είναι λοιπόν η Ποίηση;
Ψηλά τα τείχη της κενής δεξαμενής
στο μέσον η κατάξερη φωνή
στίχοι που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Κατά τον πρωινό νοτιά ο καιρός
ξεφλουδισμένο αυγό. Κι από σένα
(το πιο κοντινό πουλί μου)
στερνό φιλί να μην υπάρχει.


XIV

Ελευθερία...

Μάρτης στον χρόνο, εποχή αμυγδαλιάς.
Τα φύτρα στους λόφους πράσινα
και οι ανθοί στα δέντρα όνειρο της μέρας
(και της νύχτας). Κι εσύ το ξέρεις:
αητοί στα βράχια, φίδια στο μαύρο της πέτρας
η φωνή απ' το μικρό κατσίκι.

Σύννεφα του Νοτιά σύννεφα σ' άλλες γωνιές τ' ουρανού
κι ο Εγριπος στα μάτια σου με τα νερά
τα υπερήφανα ή τα χαμηλωμένα στον πυθμένα.
(Μέσα μου λιμνάζει ο λόγος και με σκοτώνει.
Με σκοτώνει.)


Νύχτα και καθόμαστε
                                  γύρω τριγύρω στην πλάκα του φεγγαριού
                                           Μαύρα μαλλιά, λευκά πουκάμισα.
                                                                        Και το τραγούδι..


(ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ, 1973)



Στους δρόμους

Στους δρόμους οι νεκροί δε με γνωρίζουν
αδιάφοροι προσπερνούν σημειώνοντας τη χλωμάδα στο πρόσωπο
και το άνυδρο τοπίο με τις μαύρες μύγες
στα νερά της πηγής.

Εκεί στις πέτρινες χαράδρες η μισή ζωή
και το καταστραμμένο τανκ πρόσχημα της πλαγιάς
παίζοντας όλη μέρα. Τιμόνι και κράνος γνωστά
όπως η τράπεζα με τους νυχτερινούς υπαλλήλους
από μια τρύπα βγαίνοντας στο φως κάθε πρωί.
Εσύ πρέπει να 'σαι ωραία.


Συντροφιά

Το σούρουπο γυρίζουν σπίτι τα νερά
αέρι δρόμοι σπαθί- στο σπίτι. Ο σκύλος
παίρνει το πόστο. Η άσπρη χαρακιά του Γαλαξία
στον ουρανό. Ώρα να φυλάξουμε καλά τ’ όνειρο
μην κρυώσει, μην λογιστεί ακόμη τα ξέφωτα.

...Καμιά φορά
πώς ξεπηδάει η σύμπτωση! Εκεί λοιπόν
στο ξέφωτο η βελανιδιά. Τα φύλλα
της βελανιδιάς με τα κλωνιά
κι αέρι και σκιά και μοιρολόι και μάνα-
κανείς, κανείς μην πει πως είναι μόνος.



(ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, 1983)



2. Σκοτάδι απροσδόκητο - ξαφνικό φιλί˙ κατάλευκη λάμπει η κρήνη!

3. Μετά το τραγούδι η σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη!

4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;


17. Την ψυχή πως δολώνεις και μέσα σπαρταρά το σπλάχνο! Λησμονιά δεν έχει.

18. Ξύπνησα χαράματα` όλη μέρα καρτερώντας σε δεν έσπασα ποδάρι!

19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!

20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Που να το πω; Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.
 
77. Σήμερα ανθισμένη κερασιά και το φεγγάρι στον ουρανό λευκό.
Ας βραδιάζει˙ στον μαγεμένο Μάη των αιώνων γράψε: σ' αγαπώ!

78. Γενναίος να είσαι! Μη σκιάζεσαι καθώς λαγός στη χαμηλή χλόη.
Δες τον αϊτό ψηλά, φτερά τρεμοπαίζουν στο φως -σπάνια η Αγάπη!

79. Στην άκρια τ' ουρανού αρμενίζει, επώνυμη κι οριστική.
Ανθός ουδέποτε εξαφανιζόμενος, γυναίκα ευτυχισμένη; Ποιος να
το πει;

80. Αγριο γιασεμί, ψύχα αμυγδάλου, δόντια που ματώνουν χείλη.
Μια κίνηση μνημείου η Αγάπη: το χέρι μου πάνω στο βυζί σου.






(ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΗΔΕΣ, 1992)
Τοπίο

Κοιλιά της μάνας ωραίο τοπίο
κουκούλι λεύκα και ζουμπούλι
κοντή μουριά βαρύ νταούλι
βήμα τραγούδι στα τέσσερα στα δύο˙

σαρανταεφτά γεφύρια ένα ποτάμι
πράσινη ιτιά σωπαίνει ή κλαίει
τρεις νύχτες παραμύθι λέει
όμορφη πού 'σαι στο κλεισμένο τζάμι˙

μία η αγάπη μια η αγαπημένη
(μακεδονίτικο πουλί μου)
χρόνια καρφώνουν την ψυχή μου:
δέκα πλατάνια χίλιοι οι κρεμασμένοι.



(ΨΙΛΟΒΡΟΧΟ, 2000)

Δεν έμεινε κανένα περιθώριο ψεύδους. Αγάπα με λίγο να υπάρχω.

Ι

Δεν άκουσες ποτέ σου; Πονάει κάθε χάραμα η αυγή
στα αίματα και στη σιωπή ανεβαίνοντας ανατέλλει.


ΙΙ

Σε ποιον θάνατον πήγες˙ περνούσε αεράκι από εκεί;

ΙΙΙ

Τα παλιά όπλα τ' αμάραντα άνθη- ποιος
γηραλέος έρωτας κουρνιάζει εκεί;

ΧΙ

Δεν είναι η μνήμη. Σκιά και φως
σιωπή πολύγλωσση και αγκαλιά μονάχα.

LXXXI

Εδώ με θάψανε όχι μονάχον.
Μαζί κι αυτοί που χάθηκαν προτού πεθάνω˙
κι αυτοί που αγάπησα και ζωντανοί είναι ακόμα.



(ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ, 2009)

Ι

Τραγούδια μέσα στη νύχτα βήματα στο κενό˙
όχι η νοσταλγία της Ουτοπίας αλλά ο απελπισμένος Ερωτας της
Ουτοπίας- κάποιος ήχος.

(Απομακρυνθήκαμε όμως πολύ˙ ας γυρίσουμε πίσω, στο συγκεκριμένο.)


ΙΙ

Η Ποίηση στις αναγωγές της διυλισμένη και πιθανόν πολλαπλα-
σιασμένη, ίσως κάτι απομένει: παράσταση, αναπαράσταση, μιμη-
ση και φαντασία - και μην ξεχνάς, το μέγεθος προκύπτει από
τον μύθο που ιστορείς.


VIΙ

Τι φοβερή αλληλουχία ζωής και θανάτου!



Ψιλόβροχο 2000



Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)

Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.

Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.

(Ψιλόβροχο, 2000)






















(Τα λύτρα , 2014) Κρατικό βραβείο ποίησης
Τώρα μετράει τό βιός του
πόσα χαράματα πόσες αφιλόξενες νύχτες πόση ξενιτιά
και πόση αντίδωρη αγάπη
χάθηκε στη ζωή του.»


1. Δήθεν αιωνιότητα
Μοναδική του ηδονή το σήμερα•
με το φως του ήλιου και θάλασσα βαθιά γαλάζια
χελιδόνια που δίνουν την τροφή στον αέρα
τιτιβίζοντας ευχαριστημένα σήμερα•

με το νέο δάσος και το χορτάρι και τα ζωντανά
μέρα νύχτα και με φεγγερή σελήνη πολεμούν
οι αλλόφρονες ενάντιοι στους άλλους πλανήτες
για το χρήμα το ματαιόδοξο το θανατηφόρο σήμερα•

εφτά του Αυγούστου ημέρα Τρίτη, στον τροχό του Χρόνου
το έτος 2007 μετά Χριστόν — κι εσύ μόριο φευγαλέας
σκόνης• ένα τίποτε.

 

2. Ενδοχώρα

Γκρίζο πρωινό σκελετωμένα δέντρα ορίζοντες τυφλοί•
για ‘κει που πας κανείς δεν σε προσμένει• φώτα χλωμά
ο πεινασμένος κι άλαλος κοκκινολαίμης μόνο
βουβός ο δρόμος κρύο πολύ
πάχνη στο αναποδογυρισμένο χώμα•
–άξιος είμαι πάρε με!

 

3. Σήματα

V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…



Βιογραφικό:
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ’ αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μαρτυρίες”. Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των “Χειρογράφων” ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού “Διαβάζω” για τους “Χαιρετισμούς”, 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του Μάρκου Μέσκου έχει τον τίτλο “Τα ποιήματα της σκάλας” και κυκοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.