Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ό,τι εξουθενωτικά ζητάει και η ποίηση, τον απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις, μέχρις εσχάτων. -Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Αλεξάνδρα Μπακονίκα -Όταν η ομορφιά υμνεί τον έρωτα.....



Γνώρισα τον λογοτέχνη
που ήταν και ερασιτέχνης φωτογράφος
πρώτη φορά σε κάποιο σπίτι.
Ιδιόρρυθμος, και μου είπε κοφτά:
"Έλα στο στούντιό μου, θέλω να φωτογραφίσω
το στήθος σου γυμνό"

Σε αντίθεση,
μετά από χρόνια,
ένας επαγγελματίας φωτογράφος γεμάτος λαγγεμένη αβρότητα
μου είπε:"Μέσα από το πρόσωπό σου
θέλω να φωτογραφίσω την ψυχή σου"
 

από τη συλλογή Παρακαταθήκη ηδυπάθειας (2000) 




Στίχοι ευθείες γραμμές ζωγραφίζουν με απόλυτη σαφήνεια όλες τις φάσεις του έρωτα. Χωρίς μελοδραματισμούς και περιττά στολίδια στοχεύουν στο πυρήνα της αλήθειας. Η σεξουαλικότητα με ή χωρίς αίσθημα διαποτίζει σχεδόν όλη την ποίηση της Αλεξάνδρας, η οποία με ευθύτητα και ρεαλισμό μας κοινωνεί έντιμη ποίηση.

Μεγαλύτερος μάρτυρας σε αυτό οι στίχοι, που επιλέχθηκαν αυθαίρετα και υποκειμενικά και ίσως βρουν συνοδοιπόρους.

Από τη συλλογή Ανοικτή γραμμή (1984)                      


                                     Η ανοικτή γραμμή

Η ομίχλη καθυστερεί την αναχώρηση
από το αεροδρόμιο,
υπάρχει κίνδυνος ν' αναβληθεί το ταξίδι∙
σαν τρελός με παίρνει στο τηλέφωνο,
έχει εξαντληθεί να με βλέπει παντού
χωρίς να με αγγίζει,
να φαντάζεται τη συνάντησή μας
σ' ένα εξοχικό σπίτι
κι ο έρωτας στο πείσμα του καιρού
να μεγαλώνει.

Εδώ μας διακόπτουν,
η γραμμή αρχίζει να βουίζει,
ακούγονται ανακοινώσεις
μέχρι να φύγει το αεροπλάνο,
αν τελικά φύγει∙
προσπαθώ ν' ακούσω τη φωνή του
κάτι μισές λέξεις, σχεδόν ψιθυρίσματα∙
δεν προλαβαίνει να μιλήσει∙
πρέπει να τρέξει για εισιτήρια,
φοβάται μόνο τη συνεχή αναβολή
του έρωτα
σ' ένα λευκό αεροδρόμιο.



                                                                    φωτοσκιάσεις

Η φωτογραφία την κολάκευε ιδιαίτερα
κάπου στη μέση της κάμαρας,
ρίχνοντας φως και πολλά αντικείμενα τρυγύρω,
το καθένα στη σωστή απόσταση
για τις φωτοσκιάσεις που μεγάλωναν,
καθώς κατέβαινε ο ήλιος
τυλίγοντας τα μαλλιά και τα λεπτά της δάκτυλα
μέσα στην κάμαρα με τα πολύχρωμα βιβλία
και την κλειστή πόρτα για καταφύγιο.

Πέρασε καιρός και η απουσία της φοβερά τον βασανίζει.
Τα πύρινα, πράσινα μάτια της πεθύμησε.
Περνάει το διάδρομο, σβήνει τους προβολείς
και φεύγει.
Περπατάει πότε σταθερά και πότε αδέξια.
Σαν τον απόκληρο γυρίζει.
 

Εισιτήρια


Φορούσε μπουφάν
κι ήταν πανύψηλος,
έλαμπε και το κορίτσι δίπλα του,
αγκαλιασμένοι κατέβαιναν δυο δυο
τα σκαλοπάτια,
κι έτρεχαν στην πλατεία να προλάβουν
τη λιακάδα.

Περίμενα το επόμενο
και το αμέσως επόμενο λεωφορείο.
μπροστά οι άλλοι στριμωγμένοι,
βιαστικοί στις δουλειές τους
κτυπούσαν τις πόρτες ανυπόμονα,
και κόσμος έφτανε μπουλούκι.


από τη συλλογή Το Γυμνό Ζευγάρι (1990)


Το Γυμνό Ζευγάρι





Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι.
Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.


 

στο βιβλιοπωλείο


Αρέσεις, κι αυτό επηρεάζει
διευκολύνει αφάνταστα τις συναλλαγές σου:
καθώς κουβεντιάζατε
ο βιβλιοπώλης σε κοίταζε στα μάτια,
το βιβλίο που παρήγγειλες – μια σπάνια έκδοση –


θα σκίζονταν να σου το φέρει.
Κράτησα τον φευγαλέο, τον ανεπαίσθητο
ερωτισμό που είχε το φέρσιμο του
– κι ας μην ήταν για μένα.




από τη συλλογή Θείο Κορμί (1994)
                                           
                             στο δωμάτιο του

Όποιο περιοδικό ήθελε θα της το χάριζε,
αλλά έπρεπε ν’ ανεβεί στο δωμάτιό του,
να διαλέξει μόνη της.
Τα περιοδικά δεν την ενδιέφεραν,
από ματαιοδοξία τον ακολούθησε
-να καταλάβει αν σαν γυναίκα
τον τραβούσε ακόμη.
Γεμάτος φροντίδα κατέβασε τα περιοδικά
από ένα ψηλό ράφι,
και τ’ άπλωνε στο καθαρό σεντόνι
του κρεβατιού του να διαλέξει.
Τον έκαιγε ο πόθος
και δεν τολμούσε να εκδηλωθεί,
να την αγγίξει.
Μαζί με τα εξώφυλλα
της άπλωνε την υποταγή,
την τρυφερότητά του, να διαλέξει.


οι αποσκευές μου 


Απανθρωπιές και τραγωδίες
δεν μου είναι άγνωστες.
Δια πυρός και σιδήρου τις έζησα.
Αν με ψάξεις θα βρεις τα βαθιά τους σημάδια.
Σκοτάδια, καταχνιές και θλίψεις
τα κουβαλάω στις αποσκευές μου.

Έχω πιστοποιητικά, συστατικές επιστολές
για δοκιμασίες που άντεξα.
Παίρνω, λοιπόν, το δικαίωμα να στραφώ
και να βιώσω τα φωτεινά και τα χαρούμενα.
Το συναπάντημα, το βύθισμά μου στη χαρά
–που τόσο σπάνια συμβαίνει–
είναι δικαίωμα και κερδισμένος χρόνος.
Δεν έχω ενοχές για τις εξάρσεις της χαράς.

από τη συλλογή Μαυλιστικά (1997)


Μαυλιστικά

Σταμάτησες παθιάρικα να με προσελκύεις
και να με κυνηγάς.
Πια αποσύρθηκες.
Σίγουρα σε κούρασαν
και οι τόσες αρνήσεις μου.

Τα πολλά χρόνια
που μαυλιστικά με κυνηγούσες
φτιάχνουν μια ολόκληρη,
περασμένη εποχή.


Συστέλλεται

Το μυστικό και ανεκδήλωτο πάθος του
γι' αυτήν θεριεύει.
Χαμηλοβλέπει εξαιτίας της.
Έγινε άλλος άνθρωπος.
Από άνδρας δυνατός στη μορφή και την ψυχή,
τώρα χαμηλοβλέπει, μελαγχολεί και συστέλλεται.


από τη συλλογή Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας,( 2000)


ΣΤΟ ΣΕΪΧ-ΣΟΥ, 1968


Άστραφταν από νιάτα, κι ένα πρωί
στις αρχές μόλις της γνωριμίας τους
ανηφόρησαν στο Σέιχ-Σου.
Μπήκαν σ’ ένα ξέφωτο, και χωρίς καν να τη ζεστάνει
με τα απαραίτητα προκαταρκτικά χάδια,
την πρόσταξε να βγάλει τα ρούχα της
για να τη δει πρώτη φορά γυμνή στο φως της μέρας.
Παρά τη θέλησή της
-έτσι κι αλλιώς η προσταγή την πάγωσε-
προσπάθησε να την ξεγυμνώσει ο ίδιος με το ζόρι.
Εντελώς απρόσμενα το φέρσιμό του απότομο,
η αλαζονεία του ένα κράμα κυνισμού
και απροκάλυπτης ωμότητας.
Του έκοψε τη φόρα έστω κι ένα ρούχο να της βγάλει,
αν κάτι από το βάθος του είναι της απεχθανόταν
ήταν η τραχύτητα από σκληρά, άτεγκτα αντράκια.


Σταμάτησε κάθε σχέση μαζί του μια κι έξω.
 

ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ




Στην παραλία αντί για άμμο
υπάρχει μικρό, λευκό βότσαλο.
Πονάει να περπατήσεις πάνω του με γυμνά πόδια
και να ξαπλώσεις χωρίς πετσέτα.
Τον παρατηρώ που μόλις βγήκε
από τη θάλασσα και ξάπλωσε δίπλα μου.
Λέει αστεία, είναι ευδιάθετος
και οι άλλοι ανταποκρίνονται.
Μέσα στη γενική ευθυμία
λίγο αργώ ν’ αντιληφθώ πως σέρνεται,
αναδιπλώνεται και ξαναπέφτει πότε πλάγια
και πότε ανάσκελα.
Μ’ αναζητάει, μετατοπίζεται
και κάνει κύκλους γύρω μου,
πάνω στα σκληρά βότσαλα,
χωρίς να νοιάζεται αν τρυπιέται και πονάει.
Γέμισε σημάδια να τ’ ανακατεύει,
να χώνεται βαθιά τους.
Κάποτε κάνει πως μπερδεύεται,
στηριγμένος στην πλάτη σηκώνει τα πόδια στον αέρα
και με δεξιοτεχνία τα φέρνει δίπλα στα δικά μου.
Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα.
Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:
μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι.
Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε.


Το αστραφτερό σου τζιπ
 
Ό, τι κι αν οδήγησες,
βέσπα, κοινό αυτοκίνητο, και τώρα τζιπ,
το πρόσφατο απόκτημά σου -
κατοχυρώνονται, γίνονται φετίχ για μένα.
Τα τζιπ που κυκλοφορούν
και τόσο μοιάζουν με το δικό σου
μου προκαλούν ανασκιρτήματα.
Από μακριά χαϊδεύω τις λαμαρίνες τους,
το σκαλοπατάκι της πόρτας και τα χοντρά λάστιχα.
Ο φετιχισμός με κατέλαβε και συνυπάρχουμε,
καταθρονιάστηκε μέσα μου.
Τέτοιες μυσταγωγίες δεν διανοούμαι να καταπνίξω. 

από τη συλλογή Πεδίο πόθου, ( 2005)





Ενδότερος χώρος

Το διπλό κρεβάτι και παραδίπλα ένας μικρός καναπές.
Τα φιλιά, το πέταγμα των ρούχων
και το υπέροχο, χωρίς ίχνος συστολής, σμίξιμό τους
έγινε στον καναπέ.
Χρησιμοποίησαν το κρεβάτι μετά
για να χαλαρώσουν,
να συνέλθουν από τη μανία τους για ηδονή,
να στεγνώσει ο ιδρώτας.
Παρέμειναν ξαπλωμένοι ανοίγοντας μια ατέλειωτη συζήτηση
για θέματα που τους ενδιέφεραν.


                                      Mυστικά ενώθηκα

Κάποιες σταγονίτσες απ' το σάλιο σου
αιωρήθηκαν στον αέρα, καθώς μιλούσες δυνατά
και γελούσες, κι όπως βρισκόμουν δίπλα σου
τις δέχτηκα στα χείλη. Πιο πολύ και από αγίασμα
οι σταγονίτσες απ' το σάλιο σου,
κι όταν διαλύθηκαν στο στόμα μου,
ήταν σαν μυστικά να ενώθηκα μαζί σου,
σαν μυστικά να σε έβαζα μέσα μου.
Πιο πολύ κι από αγίασμα το σάλιο σου,
κι ας μην έχουμε φιληθεί ποτέ στο στόμα,
κι ας τρέμει το φυλλοκάρδι μου
πως πάλι θα απομακρυνθείς και θα σε χάσω -
και η συμπεριφορά σου δείχνει
πως δεν μετράω πια για σένα.


 από τη συλλογή Ηδονή και εξουσία, (2009)

 Μετάνοιες 
Ενάργεια είχαν τα λόγια της:
«Από ένστικτο και πείρα δύσκολα ενδίδω.
Θέλω ο άνδρας να με πολιορκεί επίμονα,
να παρακαλάει, να χάνει τον εαυτό του για χάρη μου.
Αλησμόνητος μένει στο μυαλό μου ένας θαυμαστής
σε κάποιο ταξίδι.
Πριν πέσουμε στο κρεβάτι και όπως ήμουν όρθια,
με λατρεία έσκυψε στα πόδια μου, κι έκανε μετάνοιες
στο γυμνό μου σώμα,
μετά από τα γόνατα άρχισε να με φιλάει».

Όσο ποτέ άλλοτε


Από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της πόλης,
φιλόδοξος, πραγματιστής.
Στα σαλόνια και τις δεξιώσεις
βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής,
συνήθιζε να περιαυτολογεί για τις επιτυχίες του
στις δουλειές και πολλοί τον πλησίαζαν με δέος.

Στην αίθουσα του σινεμά κάθισε μόνος του
μερικές σειρές πιο μπροστά από μένα.
Ερωτική η ταινία, καλογυρισμένη,
ένα έργο τέχνης.
Τον είδα μελαγχολικό, με την ανάγκη
να βυθιστεί στην πλοκή της ερωτικής ιστορίας,
την ίδια ανάγκη που είχε ο καθένας
μέσα στην αίθουσα.
Τον είδα μελαγχολικό και όσο ποτέ άλλοτε ανθρώπινο








από την τελευταία συλλογή  Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, (2012)

Με κριτικό μάτι

Ούτε συντριβή, ούτε αγάπη
μόνο πόθο και λαγνεία έδειξες για μένα
με τον τρόπο που έκανες έρωτα.
Πρόβαλε ξανά η γνώριμη ορμή σου,
ένας κατακλυσμός ακολασίας
που σε παρέσυρε και σε αφιόνιζε.
Με ξεζούμισες από πόθο για το σώμα μου,
και ήταν ένα είδος αποθέωσης
που γενναιόδωρα μου χάρισες.
Ούτε αγάπη, ούτε αφοσίωση περίμενα από σένα,
γι' αυτό όταν μετά από ώρα
σηκώθηκα από το κρεβάτι για να ντυθώ,
καθώς παρέμενες ξαπλωμένος
παγερά με έβλεπες,
τώρα με κριτικό μάτι για τις ατέλειες
στο γυμνό σώμα μου.
Η αποθέωση που μου χάρισες είχε ήδη τελειώσει. 



                     
     Οι κτύποι

Στον έρωτα και ούτε δευτερόλεπτο
μετά την κορύφωση των σπασμών,
όπως πλάγιασα πάνω στο στήθος σου
άκουσα να κτυπάει δυνατά η καρδιά σου.
Η ίδια η υπόσταση, το σώμα, η ζωή μου
ήταν για μένα οι κτύποι της καρδιάς σου.
Τόσο απόλυτα.































Το κρησφύγετο

Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν,
γιατί όταν μπήκα - απομεσήμερο, τέλη Μαϊου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.
Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαϊου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου.












3 σχόλια:

  1. Σ' ευχαριστώ θερμά κι από καρδιάς Βίκυ μου για τη τόσο όμορφη και γενναιόδωρη φιλοξενία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. γενναιόδωροι είναι οι δημιουργοί Αλεξάνδρα μου... εμένα απλά μ΄αρέσει να επικοινωνώ με ποίηση. Ευχαριστούμε που μας κοινωνείς έντιμη ποίηση !!!

      Διαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή