Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν - Μάρκος Μέσκος

 
Μάρκος Μέσκος: «Τελικά δεν ηττηθήκαμε, αποτύχαμε»

(Χαιρετισμοί, 1995)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.

Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•

όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;

Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. ΄Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ — μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.

Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…



Ιχνη

Την άλλη μέρα χάνονται σιωπηλά τα σημάδια
στιγμές-στιγμές παίρνει σημασία το δρομάκι που στρίβει
αθέατο αθόρυβο χαμένο το νερό μέσα στο χώμα
σκιές πουλιών περαστικών η γλώσσα τον νικητήριο επίλογο τον άδικο.

Σκόνη˙ χάδι του ανέμου γυρίζουν τα μυστήρια στην ερημιά
χορός φαντασμάτων στους ανώνυμους τάφους πηχτό σκοτάδι
μια ζωή ανταμώνουν οι γυναίκες στο ταχυδρομείο της ξενιτιάς
σταυροδρόμι και παντομίμα μουγγή έσχατη παρηγορία
ψυχές περνώντας το γεφύρι της νύφης χάφτουν οι δράκοι

πώς να πιστέψω τις μεταμορφώσεις ήρθες θα φύγεις
κακήν κακώς ένοχα βράδια χαράματα αλαζονικά
και γλυκύτατα στην αντίφαση κεντημένα ποια να 'ναι ολάκερη η αλήθεια
τι άλλο άραγε μένει (δεν ζει κι ο παππούς να ρωτήσω
μόνον η λέξη καρναφίλι ξεμύτιζε ευωδιάζοντας)- τίποτε άλλο.





Το ύστερο χιόνι

- να λιώσει γρήγορα να φύγει το χιόνι
αστόχαστος σύμμαχος μνημονεύει λευκό κελί λευκό σεντόνι

Τα μάταια πονούσε˙ με τα υπόλοιπά του αν συνέχιζε και
τ' απρόβλεπτα που ανέτρεπαν τη ζωή του, ουρανός αστροφόρος
αποβραδίς μα η επόμενη ημέρα στα λευκά ντυμένη. Χιόνι
απροσδόκητο δάκρυα λευκά τα εκτεθειμένα κοσκινίζουν. Παιδική
μνήμη πάλι- το 'στρωσε για τα καλά. Σε λίγο κλειστό τοπίο άλογα

λευκά ποιους δρόμους θα πάρουν; Κουδουνάκια χαράς τρόικες
και μουσικές τη νύχτα τα βορινά σου όνειρα - τα όνειρα!
(θαρρείς κακό κι ανέντιμο να γνωρίζεις τους απόστολους του χιονιού
Το βουβό κλάμα τα σύννεφα τα μολυβιά τα λυπημένα γκρίζα.)
Κακόμοιρε φίλε, λεμονιά δεν είχαμε εδώ απ' το κρασί ό,τι περίσσευε.





ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τ’ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν

στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
¬βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,

ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
¬
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια —
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).


Ψιλόβροχο 2000
( Πριν από το θάνατο , 1958)


Μικρή ευτυχία
Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω˙
στα χέρια μου κρατάω το άσπρο ρίγος της ζωής
στα χέρια μου κρατάω το μαύρο ρίγος του θανάτου,
τα χρόνια μου περνούν κι ανθίζουνε όπως τριαντάφυλλα την άνοιξη
μαδιούνται το χινόπωρο,
αγαπάω τον κόσμο, πονάω για τον κόσμο,
σκέφτομαι και λέω ζωή είναι αγάπη,
δακρύζω από χαρά όταν πυρπολεί τα δέντρα
το ερωτιάρικο αηδόνι,
δακρύζω από τη λύπη που σταμάτησε
στη ράχη του χελιδονιού,
χαίρομαι την αυγή, θλίβομαι τη δύση...

Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω˙
Και που πεθαίνω.



Ανθοδοχείο

Ισως η κάμαρα η κενή, ίσως ο ήλιος που απίθωνε
τις κραυγές του πάνω στην πλάτη μου
έγιναν αιτία να φαντασθώ
πως τ' άδειο ανθοδοχείο πάνω στο τραπέζι
είχε μάτια που με κοιτούσαν επίμονα,
είχε φωνή που με νανούριζε και με ξυπνούσε
μ' έναν Ερωτα γεμάτο παπαρούνες στο αδειανό του στόμα.


Το πουλί κι ο θάνατος

Ακουσέ με πουλί:
Το παραθύρι αυτό με το γαλάζιο φως
Στη μάνα μου θα το χαρίσω όταν πεθάνω
Να ‘ρχεσαι τότε, να τραγουδάς και να ονειρεύεσαι
Τον θάνατο με το λευκό μου φέρετρο
Βαθιά στη ρίζα του παράπονου...

(ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ, 1963)

Αυτός ο τόπος

Αυτός ο τόπος γεννάει
πικρά ποιήματα. Σαν τούτο
της Αναστασίας που τώρα
στον θάνατο παραπατάει και στην ξενιτιά
στην ξενιτιά παραπατάει και στον θάνατο-
η μια κόρη αίμα στο βουνό
η άλλη κόρη αίμα στα σπαρτά του κάμπου...


Ερημία

Μπορούσε ο κήπος τούτος να 'χε λουλούδια
και τριαντάφυλλα και βιολέτες και γαρούφαλλα νυφιάτικα
και ηλιοτρόπια στη γωνιά.
Πίσω από τον φράχτη τώρα περνούν
βιαστικά ανθρώπινα κεφάλια ή πετάγματα πουλιών-
ο μόνος τρόπος που 'μεινε να ξεχωρίζεις
δρόμους ή φρυγμένους ποταμούς ή κήπους μ' αγριολούλουδα.



(ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, 1971)

XXVI

Τι είναι λοιπόν η Ποίηση;
Ψηλά τα τείχη της κενής δεξαμενής
στο μέσον η κατάξερη φωνή
στίχοι που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Κατά τον πρωινό νοτιά ο καιρός
ξεφλουδισμένο αυγό. Κι από σένα
(το πιο κοντινό πουλί μου)
στερνό φιλί να μην υπάρχει.


XIV

Ελευθερία...

Μάρτης στον χρόνο, εποχή αμυγδαλιάς.
Τα φύτρα στους λόφους πράσινα
και οι ανθοί στα δέντρα όνειρο της μέρας
(και της νύχτας). Κι εσύ το ξέρεις:
αητοί στα βράχια, φίδια στο μαύρο της πέτρας
η φωνή απ' το μικρό κατσίκι.

Σύννεφα του Νοτιά σύννεφα σ' άλλες γωνιές τ' ουρανού
κι ο Εγριπος στα μάτια σου με τα νερά
τα υπερήφανα ή τα χαμηλωμένα στον πυθμένα.
(Μέσα μου λιμνάζει ο λόγος και με σκοτώνει.
Με σκοτώνει.)


Νύχτα και καθόμαστε
                                  γύρω τριγύρω στην πλάκα του φεγγαριού
                                           Μαύρα μαλλιά, λευκά πουκάμισα.
                                                                        Και το τραγούδι..


(ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ, 1973)



Στους δρόμους

Στους δρόμους οι νεκροί δε με γνωρίζουν
αδιάφοροι προσπερνούν σημειώνοντας τη χλωμάδα στο πρόσωπο
και το άνυδρο τοπίο με τις μαύρες μύγες
στα νερά της πηγής.

Εκεί στις πέτρινες χαράδρες η μισή ζωή
και το καταστραμμένο τανκ πρόσχημα της πλαγιάς
παίζοντας όλη μέρα. Τιμόνι και κράνος γνωστά
όπως η τράπεζα με τους νυχτερινούς υπαλλήλους
από μια τρύπα βγαίνοντας στο φως κάθε πρωί.
Εσύ πρέπει να 'σαι ωραία.


Συντροφιά

Το σούρουπο γυρίζουν σπίτι τα νερά
αέρι δρόμοι σπαθί- στο σπίτι. Ο σκύλος
παίρνει το πόστο. Η άσπρη χαρακιά του Γαλαξία
στον ουρανό. Ώρα να φυλάξουμε καλά τ’ όνειρο
μην κρυώσει, μην λογιστεί ακόμη τα ξέφωτα.

...Καμιά φορά
πώς ξεπηδάει η σύμπτωση! Εκεί λοιπόν
στο ξέφωτο η βελανιδιά. Τα φύλλα
της βελανιδιάς με τα κλωνιά
κι αέρι και σκιά και μοιρολόι και μάνα-
κανείς, κανείς μην πει πως είναι μόνος.



(ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, 1983)



2. Σκοτάδι απροσδόκητο - ξαφνικό φιλί˙ κατάλευκη λάμπει η κρήνη!

3. Μετά το τραγούδι η σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη!

4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;


17. Την ψυχή πως δολώνεις και μέσα σπαρταρά το σπλάχνο! Λησμονιά δεν έχει.

18. Ξύπνησα χαράματα` όλη μέρα καρτερώντας σε δεν έσπασα ποδάρι!

19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!

20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Που να το πω; Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.
 
77. Σήμερα ανθισμένη κερασιά και το φεγγάρι στον ουρανό λευκό.
Ας βραδιάζει˙ στον μαγεμένο Μάη των αιώνων γράψε: σ' αγαπώ!

78. Γενναίος να είσαι! Μη σκιάζεσαι καθώς λαγός στη χαμηλή χλόη.
Δες τον αϊτό ψηλά, φτερά τρεμοπαίζουν στο φως -σπάνια η Αγάπη!

79. Στην άκρια τ' ουρανού αρμενίζει, επώνυμη κι οριστική.
Ανθός ουδέποτε εξαφανιζόμενος, γυναίκα ευτυχισμένη; Ποιος να
το πει;

80. Αγριο γιασεμί, ψύχα αμυγδάλου, δόντια που ματώνουν χείλη.
Μια κίνηση μνημείου η Αγάπη: το χέρι μου πάνω στο βυζί σου.






(ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΗΔΕΣ, 1992)
Τοπίο

Κοιλιά της μάνας ωραίο τοπίο
κουκούλι λεύκα και ζουμπούλι
κοντή μουριά βαρύ νταούλι
βήμα τραγούδι στα τέσσερα στα δύο˙

σαρανταεφτά γεφύρια ένα ποτάμι
πράσινη ιτιά σωπαίνει ή κλαίει
τρεις νύχτες παραμύθι λέει
όμορφη πού 'σαι στο κλεισμένο τζάμι˙

μία η αγάπη μια η αγαπημένη
(μακεδονίτικο πουλί μου)
χρόνια καρφώνουν την ψυχή μου:
δέκα πλατάνια χίλιοι οι κρεμασμένοι.



(ΨΙΛΟΒΡΟΧΟ, 2000)

Δεν έμεινε κανένα περιθώριο ψεύδους. Αγάπα με λίγο να υπάρχω.

Ι

Δεν άκουσες ποτέ σου; Πονάει κάθε χάραμα η αυγή
στα αίματα και στη σιωπή ανεβαίνοντας ανατέλλει.


ΙΙ

Σε ποιον θάνατον πήγες˙ περνούσε αεράκι από εκεί;

ΙΙΙ

Τα παλιά όπλα τ' αμάραντα άνθη- ποιος
γηραλέος έρωτας κουρνιάζει εκεί;

ΧΙ

Δεν είναι η μνήμη. Σκιά και φως
σιωπή πολύγλωσση και αγκαλιά μονάχα.

LXXXI

Εδώ με θάψανε όχι μονάχον.
Μαζί κι αυτοί που χάθηκαν προτού πεθάνω˙
κι αυτοί που αγάπησα και ζωντανοί είναι ακόμα.



(ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ, 2009)

Ι

Τραγούδια μέσα στη νύχτα βήματα στο κενό˙
όχι η νοσταλγία της Ουτοπίας αλλά ο απελπισμένος Ερωτας της
Ουτοπίας- κάποιος ήχος.

(Απομακρυνθήκαμε όμως πολύ˙ ας γυρίσουμε πίσω, στο συγκεκριμένο.)


ΙΙ

Η Ποίηση στις αναγωγές της διυλισμένη και πιθανόν πολλαπλα-
σιασμένη, ίσως κάτι απομένει: παράσταση, αναπαράσταση, μιμη-
ση και φαντασία - και μην ξεχνάς, το μέγεθος προκύπτει από
τον μύθο που ιστορείς.


VIΙ

Τι φοβερή αλληλουχία ζωής και θανάτου!



Ψιλόβροχο 2000



Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)

Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.

Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.

(Ψιλόβροχο, 2000)






















(Τα λύτρα , 2014) Κρατικό βραβείο ποίησης
Τώρα μετράει τό βιός του
πόσα χαράματα πόσες αφιλόξενες νύχτες πόση ξενιτιά
και πόση αντίδωρη αγάπη
χάθηκε στη ζωή του.»


1. Δήθεν αιωνιότητα
Μοναδική του ηδονή το σήμερα•
με το φως του ήλιου και θάλασσα βαθιά γαλάζια
χελιδόνια που δίνουν την τροφή στον αέρα
τιτιβίζοντας ευχαριστημένα σήμερα•

με το νέο δάσος και το χορτάρι και τα ζωντανά
μέρα νύχτα και με φεγγερή σελήνη πολεμούν
οι αλλόφρονες ενάντιοι στους άλλους πλανήτες
για το χρήμα το ματαιόδοξο το θανατηφόρο σήμερα•

εφτά του Αυγούστου ημέρα Τρίτη, στον τροχό του Χρόνου
το έτος 2007 μετά Χριστόν — κι εσύ μόριο φευγαλέας
σκόνης• ένα τίποτε.

 

2. Ενδοχώρα

Γκρίζο πρωινό σκελετωμένα δέντρα ορίζοντες τυφλοί•
για ‘κει που πας κανείς δεν σε προσμένει• φώτα χλωμά
ο πεινασμένος κι άλαλος κοκκινολαίμης μόνο
βουβός ο δρόμος κρύο πολύ
πάχνη στο αναποδογυρισμένο χώμα•
–άξιος είμαι πάρε με!

 

3. Σήματα

V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…



Βιογραφικό:
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ’ αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μαρτυρίες”. Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των “Χειρογράφων” ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού “Διαβάζω” για τους “Χαιρετισμούς”, 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του Μάρκου Μέσκου έχει τον τίτλο “Τα ποιήματα της σκάλας” και κυκοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου