Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Εκείνη η ελάχιστη στιγμή- Βίκυ Βανίδη

Οι μαγικές στιγμές, οι συγκλονιστικές
προκύπτουν απροσδόκητα κάθε ώρα,
παντού.
Στην αδιάλειπτη βοή της πόλης
στη νωχέλεια του χωριού
στο μπαράκι καθώς πίνεις σφηνάκια μοναξιάς
στο καφενείο που ρίχνεις ανιαρές ζαριές.
Εκεί, που το ποτάμι
ξάφνου
γίνεται καταρράκτης.
Για μια σύσπαση του χρόνου μονάχα.
Αν έχεις την ετοιμότητα να βουτήξεις
στη μετάπτωση της ροής
θα διασώσεις αυτό το κάτι το ελάχιστο
που θα κάνει τη ρουτίνα σου ανεκτή


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Στο σύντροφο μετανάστη -Βίκυ Βανίδη


Έλα Ξένε
στην άστεγη χώρα μου
Εγώ φεύγω από αηδία
ή από συνέπεια στον εαυτό μου
 
όμως  θέλω ν΄ ανταμώσουμε
σε αλάνες χρωματιστές
να ζωγραφίσουμε ειρήνη
Έλα Εσύ
και βάψε κόκκινες στέγες
στις σκατένιες γειτονιές
για να φωλιάσουν χαμόγελα
Εγώ φεύγω από λύπη
ή απ΄ ανάγκη να κυνηγήσω το όνειρο
Εσύ ήρθες από φρίκη
από εμμονή να μείνεις ζωντανός
μείνε πιστός στο στόχο σου
είναι δικαίωμα η επιβίωση
Εγώ θα φύγω από απογοήτευση
ή από βεβαιότητα καλύτερης ζωής.
 
θέλω όμως  να βρεθούμε
θα σε περιμένω
στην ερημιά της Ομόνοιας
να κλάψουμε μαζί
που αργεί τόσο πολύ ο κόσμος
κι ύστερα με τις γροθιές μας
ενωμένες στο μέλλον
θα απαιτήσουμε το αδύνατο

Έλα Σύντροφε
ο ουρανός δεν έχει σύνορα
αλλά ούτε και μείς φτερά
έλα να ανατρέψουμε το σύμπαν
να κάνουμε  τη γη μας ουρανό
κι ύστερα φεύγουμε μαζί
πλάσματα ταξιδιάρικα

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Φυσικό Παραισθησιογόνο η Ποίηση του Χρήστου Ζάχου

Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη μόνη σε μια  μικρή παραλία παρατηρούσα δύο θαλασσοπούλια  που πετούσαν ζευγάρι, δύο μαύρες κουκίδες  στο απόλυτο γαλάζιο της θάλασσας και τ΄ουρανού. Μηχανικά πήρα ένα από τα τέσσερα βιβλία που  είχα προμηθευτεί  τρεις μήνες πριν  αλλά οι κραιπάλες του καλοκαιριού δεν μου είχαν επιτρέψει να τα διαβάσω
Η παράνοια και η διάνοια 
τρέφονται από το ίδιο πιάτο: 
έναν ευφυή νου 
που δεν ανέχεται 
κατεστημένο και δεδομένα
γι' αυτό και τα ανατρέπει
(Οι Εμπειρίες Ενός Πνιγμένου)
 
Παράνοια ή διάνοια αναρωτήθηκα. Ήμουν τόσο χαλαρή που ο χείμαρρος των λέξεων κόντεψε να με πνίξει. Ευτυχώς που ξέρω καλό κολύμπι σκέφτηκα και χαμογέλασα αυτάρεσκα. Όμως έπρεπε να περάσω σε άλλη διάσταση, να ενεργοποιηθώ, να παλέψω με λέξεις απαγορευμένες, απογοητευμένες, σκληρές, θλιμένες, οργισμένες, ευαίσθητες...λέξεις πραγματικές. Έχει ήδη βραδιάσει, το φως λιγόστεψε και με δυσκολία διαβάζω το γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη. Δεν μπορώ και ούτε θέλω να το αφήσω και ας έχω μουδιάζει από την ακινησία. Μέσα μου κυκλοφορούν λέξεις παραισθησιογόνες, είμαι σε κατάσταση απόλυτης διαύγειας, νιώθω κομμάτι αυτού του νυχτερινού ακίνητου τοπίου και σκέφτομαι ότι αυτή η αιώρηση μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας είναι η πραγματική ζωή. 

ΥΓ: Είναι η πρώτη φορά που έκανα χρήση... 
(Η εμπειρία μιας πνιγμένης σε παραισθησιογόνες λέξεις)



Οι λέξεις στα πεζοποίηματα του Χρήστου Ζάχου σπάνε τα δεσμά όλων των ανθρώπινων διαστάσεων, έχουν ξεφύγει από το χρόνο, το χώρο ακόμη και από την ίδια τη ζωή και έτσι ασύδοτες αιωρούνται στο σύμπαν. Η ποίηση του Χρήστου λύνει το κορδόνι που συγκρατεί την ανυπαρξία της ύπαρξης και αφήνει τον αναγνώστη να νιώσει την ταλάντωση στο ημικύκλιο ζωή -θάνατος . Το ασφυκτικό πλαίσιο της αστικής πραγματικότητας που κινείται  κουβαλάει όλες τις ασχήμιες της πραγματικότητας που νεκρώνουν τις αισθήσεις. Ο θάνατος είναι καθημερινός και καμιά επινοημένη ανατροπή δεν μπορεί να τον απομακρύνει, η μόνη λύση που προτείνει ο Ποιητής είναι η φιλοσοφία, το ποτό και η σαρωτική δύναμη του έρωτα ή κάπως έτσι αντιλήφθηκα εγώ το μήνυμα στον πεζοποιητικό του λόγος.

Η επιρροή ενός τραυματικό έρωτα είναι φανερή. Ένας έρωτας ανεκπλήρωτος ώστε να γίνει βιβλίο, ανέκφραστος ώστε να χωράει σε όλες τις λέξεις, άυλος ώστε να γίνει ποίημα. 

Ο Χρήστος Ζάχος νοσεί και μόνο έτσι μπορεί να επιβιώσει: μεταβολίζει μέσα από τη διεισδυτική ματιά και γνησιότητα του ποιητή τα τραύματα σε γραφή.
 

Ύμνος εις Εταίρα

Και είναι απίστευτο
όλη αυτή η ομορφιά
αυτής της γυναίκας
το φως και η χαρά στο πρόσωπο της
το σώμα που—δεν μπορεί-
γοργόνα θα ‘ταν που βγήκε στη στεριά
και η πανέμορφη θαλάσσια ουρά της
δύο ανθρώπινα πόδια έγινε
υπέροχα και μακριά
καθώς περήφανα τ’ ανοίγει
να σου επιδείξει – να σου χαρίσει πρόθυμα
το μεταξένιο φύλο της.

Και είναι απίστευτο
πώς όλη αυτή η ομορφιά
αυτής της γυναίκας
με το διαμαντένιο εφηβικό της στήθος
με τον υάκινθο λαιμό της
και τα μακριά ξανθά μαλλιά
που μούσα κάθε ποιητή μπορούσε να ‘ταν
κάθε γλύπτη και ζωγράφου ή μουσικού
και να στολίζει με τα δώρα της
—τη γύμνια της ψυχής της και του σώματος—
την τέχνη…

Και είναι απίστευτο
αυτή η γυναίκα
πώς την ομορφιά της χρησιμοποιεί…
κι όπως ποθητή απ’ όλους γίνεται
σε όλους να χαρίζεται απλόχερα
καθώς αδύνατο ν’ αντισταθεί κανείς
αιχμάλωτος,
πάντα θα υποκύπτει.

Και είναι απίστευτο
πως αυτή η γυναίκα
τον έρωτα ποτέ δε θέλησε
ούτε και την αγάπη
ή κι αν ποτέ απ’ τον έρωτα
ή την αγάπη, αν είχε πληγωθεί…
αυτό το ‘χει θάψει βαθιά μέσα της
και μόνο στις ηδονές του σώματος
ως άμυνα αλλά
με ακράδαντο όμως, πάθος
στους άντρες εχαρίστηκε
και άνοιξε γι’ αυτούς – για όλους τους
την αγκαλιά, τα χέρια της
τα πόδια, το αιδοίο
και με το στόμα της εσφράγισε
σφιχτά το μόριο τους
για να γευτεί – να πάρει πάνω της
όλη την ηδονή τους

Σαν μια αγία
που ήρθε να μας λυτρώσει
σπατάλησε τον εαυτό της
και από ‘μάς σκορπίστηκε!

Είναι η ομορφιά λοιπόν
κατάρα ή ευλογία;




Είμαστε όλοι ψώνια
Ψώνια με την τέχνη μας
ψώνια με το σώμα μας
ψώνια με τα απόκρυφά μας
ψώνια γενικώς
ψώνια ειδικώς
Εκθέτουμε την τέχνη μας
εκθέτουμε την ψυχή μας
ζητάμε αποδοχή
αναγνώριση
επιβεβαίωση
ζητάμε τον κόσμο όλο
Δεν το παραδεχόμαστε ποτέ
Χλευάζουμε και κατακρίνουμε τους άλλους
τους ρηχούς
Εμείς έχουμε βάθος
εμείς είμαστε έξω από το σύστημα
εμείς είμαστε καταραμένοι
Ξεφεύγουμε από τη μοναξιά με αλκοόλ
ναρκωτικά, έρωτα
και τέχνη φυσικά
Εκδιδόμαστε
Εκδιδόμαστε φανερά
Διαφορά καμία από τους πόρνους δεν έχουμε
ή μήπως έχουμε;
Αυτοί νικούν τη λήθη
ή κυνικά αδιαφορούν
ενώ εμείς
είμαστε απλά
ματαιόδοξα ψώνια
του κερατά


Σπάζοντας τα δεσμά

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν κοιμόμουν νωρίς.
Ούτε τότε που έπρεπε να ξυπνάω στις έξι το πρωί.
Έπρεπε να βρω τρόπο να αποβάλω την ένταση
να ξεφύγω.
Ο τρόπος ήταν πάντα ίδιος.
Έπινα πέντε με έξι μπύρες, ίσως και κάτι άλλο ενδιάμεσα
κι έπειτα έπιανα το πληκτρολόγιο και κοπανούσα λέξεις.
Λέξεις πουτάνες, λέξεις χτυπητές
λέξεις που με τέτοια συνοχή δεν είχαν ειπωθεί ποτέ.
Λέξεις μοναδικές, δικές μου λέξεις
ποιήματα και πρόζα
για να μπορέσω να αλαφρώσω απ’ αυτές.
Για να μπορέσω να κοιμηθώ
αυτές τις δυο τρεις ώρες που μου απόμεναν
ήσυχος.
Κι ας ήταν αβάσταχτο το πρωινό ξύπνημα.
Ένιωθα πως μπορώ
και πως κάποτε, θα τα καταφέρω, θα δραπετεύσω
και δεν θα είμαι δέσμιος
πουθενά.

Τελικά είχα δίκιο.
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Αυτό έπρεπε να κάνω.
Αυτό έκανα.
Κι όντως
τα κατάφερα.

Γεια σας τώρα.
Είμαι ελεύθερος.
Δεν με πιάνεις.
Δεν με πιάνει κανείς.
Είμαι αέρας.
Φύσηξα, έφυγα
Γειαααα…
 
Μα τι θέλει αυτή η αράχνη στη γωνιά;
Πόσες φορές τη μέρα μπορεί να σκέφτεται
ένα συνηθισμένος άνθρωπος την αυτοκτονία;
Μία; Δύο;Tρεις;
Πέντε; Δέκα; Συνέχεια;
Ποτέ;
Δεν ξέρω.
Αλλά τι σχέση μπορεί να έχω εγώ
με έναν συνηθισμένο άνθρωπο;
Καμία.
Αυτό το ξέρω.
Έχω ένα περίστροφο που δεν το βλέπει κανείς.
Έτσι, κάθε που έρχομαι σε άβολη θέση
κάθε που το μυαλό μου μια περίεργη σκέψη κάνει,
εμφανίζεται στα χέρια μου.
Το βάζω στον κρόταφο
ή στο στόμα
και πατάω τη σκανδάλη.
Άλλες φορές το προτιμώ πιο επώδυνο.
Με ένα μεγάλο μαχαίρι κόβω τις φλέβες
πρώτα του αριστερού χεριού
μετά του δεξιού
και έπειτα το χώνω στο στομάχι
και το αφήνω εκεί.
Ωραία πόζα, δεν μπορείς να πεις ...
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος
που πιο σπάνια σκέφτομαι.
Όταν κοιτάζω το φωτιστικό
τη λάμπα εκεί πάνω
ένα αόρατο σκοινί υπάρχει.
Το περνάω στο λαιμό μου
αφήνομαι
και τέλος.
Τα γνωστά.

Δεν ξέρω πόσες φορές τη μέρα μπορεί να κάνω κάτι τέτοιο
αλλά πάντα καταφέρνω κι επιζώ
την επόμενη κιόλας στιγμή.
Ένας θάνατος δίχως όρια εκτονώνεται
κι έρχεται θριαμβικά νικήτρια
η πουτάνα αυτή.
Η ζωή ντε ...
Κι εκείνη η αράχνη που δεν έφυγε ποτέ απ' τη γωνιά ...
Τι να παραμονεύει άραγε;
  
 
Αποπλάνηση ενηλίκου

Κίνηση, μετρό. Χάνομαι στο πλήθος.
Να ένας άθλιος χοντρός με αποχαυνωμένο ύφος.
Να και μια κυράτσα με ψώνια από τη λαϊκή.
Ωπ! Να και δυο κάτασπρα μπουτάκια
να λικνίζονται μπροστά μου, με φιδίσια περπατησιά.
Όμορφα, πολύ όμορφα!
Νεότατα
δροσίζουν την ατμόσφαιρα
και σβήνουνε τις σκέψεις σου μεμιάς.
Έτσι, καθώς ο Ελύτης - γέρος σαν ήτανε -
έγραψε καταγοητευμένος στο Μονόγραμμά του:
« ... Για σένα, το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο ...»
Κανείς δεν τον κατηγόρησε για πορνόγερο.
Κανείς δεν είπε γι΄αποπλάνηση ανηλίκου.Στην περίπτωση αυτή, ισχύει το αντίθετο :
Aποπλάνηση ενηλίκου
από νεαρή
ΓΥΝΑΙΚΑ!


Ένα ποίημα


 Μια όμορφη ποιητική εικόναένα όμορφο γυναικείο σώμα
μια υπέροχη γυναίκα
γυμνή
κάτω στο δρόμο
ταπεινωμένη, αλλά πιο γοητευτική από ποτέ
να κινείται κάπως ντροπαλά, αμήχανα
κάπως τρομαγμένη
αλλά χωρίς να μπορεί να επιλέξει κάτι άλλο
αναγκασμένη να σκύψει και να μαζέψει
τη χαμένη της αξιοπρέπεια
και χωρίς να το καταλαβαίνει
να γεμίζει με μια απροσδόκητη ομορφιά το δρόμο
να λάμπει σαν αστέρι
να την ερωτεύονται όλοι
ακόμα και ο ήλιος
το πεζούλι, τα παράθυρα, οι πόρτες, οι τοίχοι, τα σπίτια
τα αυτοκίνητα, ο δρόμος
όλοι οι άντρες
όλες οι γυναίκες
όλα γύρω της
τα πάντα να την ερωτεύονται
και αυτή μετά να το καταλαβαίνεινα μη θέλει να βρει τα ρούχα της
να τα βρίσκει όμως
να χαίρεται που τα βρήκε σκισμένα
και δεν θ' αναγκαστεί
να κρύψει τόσο γρήγορα τη γύμνια της
την ομορφιά της από τον ήλιο
να χαίρεται που έχει γίνει το κέντρο του κόσμου
μπροστά στα μάτια όλων
γοητευμένη
καταπληκτική
υπέροχη
γυναίκα
Γυναίκα
Γυναίκα!
Ένα ποίημα!
Ένα ποίημα!
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ!
Γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη
 Φίλε Κώστα,
 
Σε ονομάζω φίλο, όχι γιατί έτυχε να γνωριστούμε – άλλωστε ζήσαμε σε διαφορετικές εποχές – αλλά, πώς μπορείς να ονομάσεις κάποιον που έχεις μεγαλώσει μαζί του από δεκατεσσάρων και συνεχίζεις να τον αγαπάς και να τον συμβουλεύεσαι; Έστω, με αυτή την άτυπη φιλία που ενώνει έναν νέο αναγνώστη με έναν παλιό ποιητή. Όμως εγώ, δεν ήμουν άλλος ένας μελετητής του έργου σου, αλλά ένας άνθρωπος που έζησε την περιπέτεια κάθε ποιήματός σου, τις λέξεις, τις έννοιες, τους πόθους και τα πάθη, στο πετσί και στην ψυχή του. Καθρεπτιζόμουν πάνω σε κάθε σου ποίημα κι έβλεπα τον εαυτό μου μέσα. Σε γνώρισα νωρίς και μέρα με τη μέρα σε γνωρίζω ακόμα περισσότερο. Σαν να με ακολουθεί η σκιά σου σε κάθε βήμα, σαν να βρίσκεσαι πλάι μου για να με καθοδηγείς και να με προστατεύεις.

Ίσως να είναι και το άλλο. Άθελά μου, μαθήτεψα μαζί σου και άρχισα να σκαρώνω αδέξια κι ανορθόγραφα στιχάκια επηρεασμένος από τον οίστρο που μου προκαλούσες, θέλοντας να εκφράσω τις δικές μου ανησυχίες, το δικό μου «εγώ». Ίσως και κάτι πέρα απ’ αυτά, που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια. Δεν έχει σημασία όμως αυτό. Σημασία έχει πως σε αισθάνομαι φίλο και δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό πέρα απ’ αυτόν. Ας μου επιτραπεί λοιπόν η έκφραση: φίλε Κώστα Καρυωτάκη.

Ήταν τότε που μου ζητήθηκε να γράψω για έναν φόβο μου κι ένα όνειρο στα πλαίσια μιας εργασία. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ κι έτσι στην αρχή δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Μπαίνοντας όμως στη διαδικασία αυτή, έγραψα απερίσκεπτα: δεν έχω φόβους… μόνο μη τυχόν και κάποια μέρα χάσω τα βιβλία με τα ποιήματα ή τη μουσική μου, ή μη πάθει κάτι κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, ή μη χάσω τα λογικά μου. Αυτό! Μη χάσω τα λογικά μου. Ας μείνουμε σε αυτό. Δεν θα το άντεχα. Κι αν ήξερα πως θα συμβεί, ίσως τότε για να το αποτρέψω, να έδινα ένα τέλος στο ταξίδι της ζωής.

Γνωρίζω τη μελαγχολία σου (αλλά ποιος ποιητής δεν είναι μελαγχολικός;), γνωρίζω το βίο σου – όσο μπορώ να γνωρίζω από τα βιβλία στα οποία έχει καταγραφεί – γνωρίζω και την περιπέτεια της υγείας σου. Αλλά αυτό που δεν γνώριζα ως τώρα, είναι τα τρία στάδια της ωχρά σπειροχαίτης. Δεν θα μείνω στα δυο πρώτα, άλλωστε όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να βρει πληροφορίες και να τα μελετήσει. Το τρίτο στάδιο όμως… «Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της σύφιλης αναπτύσσεται δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα και είναι φοβερό και αδυσώπητο. Ο άρρωστος μπορεί να πάθει σοβαρές καρδιοπάθειες, να τρελαθεί, να τυφλωθεί, και να υποστεί βλάβες σε όλα τα όργανα του σώματός του». Ξέρω πως είδες τον φίλο σου και ποιητή Ρώμο Φιλύρα να χάνει τα λογικά του, όντας στο τρίτο στάδιο της σύφιλης, έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο και να σβήνει αργά. Κι όπως είχες πει: «Άσε τα γύναια και το μαστροπό λαό σου Ρώμε Φιλύρα, σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, κράτησε σκήπτρο και λύρα». Το ήξερες… «Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση επιμονή, που ανοίξαμε για να μπει σαν κυρία η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει. Τώρα η ζωή μας γίνεται, ξένη, παλιά ιστορία».

Τα πραγματικά αίτια του θανάτου σου, δεν τα γνωρίζει άλλος καλύτερα από σένα. Εμείς, μόνο αυθαίρετα συμπεράσματα βγάζουμε. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, να βγάλω κι εγώ το δικό μου συμπέρασμα, γνωρίζοντάς σε ως φίλο και διδάσκαλο, γνωρίζοντάς σε ως φύση, ως ποιητή. Μπορεί να έπαιξαν πολλά ρόλο, αλλά είμαι σίγουρος πως αν δεν ήταν αυτό το τρίτο στάδιο της ωχράς σπειροχαίτης, ίσως να μην αποφάσιζες ένα τέτοιο τέλος για το κλείσιμο της αυλαίας. Ξέρω πως δεν θα επέτρεπες ποτέ στον εαυτό σου να έρθει σε τέτοια κατάσταση εξαθλίωσης. Ως κύριος του εαυτού σου, προτίμησες να φύγεις αξιοπρεπώς κι έχοντας ακόμα σώας τας φρένας. Ό,τι λοιπόν λένε οι άλλοι, τους συγχωρώ γιατί δεν γνωρίζουν. Και είμαι σίγουρος, είμαι σίγουρος γιατί κι εγώ, αυτό θα έκανα.

Θα ήθελα να κλείσω όμως, κάπως διαφορετικά. Ίσως να μπορείς να το βλέπεις, ίσως όχι. Οφείλω να σου το πω. Αυτό που έχεις καταφέρει με την ποίησή σου ως σήμερα, δεν το έχει καταφέρει άλλος. Έχεις επηρεάσει γενεές και γενεές και κατάφερες να γίνεις ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής κι εκφραστής των νέων κάθε εποχής, καθώς όλοι μας νιώθουμε μια ταύτιση μαζί σου. Άλλωστε όταν έφυγες, έφυγες κι εσύ ως ένας άγνωστος ποιητής των αιώνων. Αγαπήθηκες πολύ από τις μελλούμενες γενεές και αυτό θα ήθελα να το γνωρίζεις.

Έτσι λοιπόν, αν υπάρχει το καύκαλό σου ακόμα, ας βγει μια βόλτα και ας περάσει από τα σκοτεινά δωμάτια των ποιητών και των αναγνωστών που σε υμνούν, δίνοντάς τους οίστρο και έμπνευση να εκφραστούν, κι έτσι να νιώσεις τη δικαίωση που σου ανήκει.

Φίλε μου, Κώστα Καρυωτάκη, δεν έφυγες ποτέ.
Και σήμερα εν έτει 2009, είσαι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Καλή συνέχεια στο ταξίδι σου λοιπόν.
Σε χαιρετώ και σε ευχαριστώ για όλα.
Ένας φίλος που δεν γνώρισες ποτέ.

Χρήστος Ζ.