Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Είπα να γράψω για την ελευθερία πόσο ηδονικό ήταν αυτό το γράψιμο- Γρηγόρης Σακαλής


Ηδονή 



 Είπα να τραγουδήσω τον έρωτα
έγραφα, έγραφα, έγραφα
μα ξέχασα να τον ζήσω
και η ζωή μου έμεινε μισή
οι νύχτες πέρασαν αδειανές
η ψυχή μου κολύμπησε στην πίκρα
μα είπα, δεν πειράζει
ίσως να ήταν τυχερό
μου έμειναν τα τραγούδια.
Είπα να γράψω για τη μοναξιά
αυτή έτσι κι αλλιώς τη ζούσα
έγραψα
και τι δεν έγραψα
μα δεν μειώθηκε καθόλου
αλλά είπα
ίσως κάποιοι άνθρωποι
να εκφράστηκαν
μέσα απ’ τα ποιήματά μου
κι έγινε κάτι καλό
γι’ αυτούς
με ικανοποίησε αυτή η σκέψη
τόσο βλάκας είμαι
πάντα σκέφτομαι τους άλλους.
Είπα να γράψω για την ελευθερία
πόσο ηδονικό
ήταν αυτό το γράψιμο
δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά
κι απόλαυση απ’ την ελευθερία
να γράφεις και να τη ζεις
και τώρα δεν μ’ ένοιαξε
τίποτα
ούτε ο εαυτός μου ούτε οι άλλοι
μόνο η αίσθηση.


 Γράφω ποίηση από ανάγκη, όχι επιλογή. Οι λέξεις έχουν πολλά να πουν όταν τις πιστεύεις. 
Σε αντίθετη περίπτωση είναι κούφιες και χωρίς περιεχόμενο.

 
Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Δεν ξέρω αν η ζωή του στη επαρχία, η άμεση επαφή του με τη φύση, επηρέασε τον ποιητικό του λόγο, όμως είναι αξιοθαύμαστη αυτή η οικονομία λόγου, οι απλές καθημερινές λέξεις που απαλλαγμένες από περιττά στολίδια δημιουργούν στίχους βέλη που χτυπάνε στο κέντρο του στόχου, στην ουσία της ζωής. Η κοινωνία , η πολιτική, ο έρωτας, η φθορά, ο χρόνος τελικά όλα τα υπαρξιακά θέματα που απασχολούν τον ανθρώπου δίνονται με ένα απόλυτα κατανοητό τρόπο. Αυτό που με έκανε να ασχοληθώ με την ποίηση του Γρηγόρη Σακαλή είναι ακριβώς αυτό , ότι οι στίχοι του μπορούν να επικοινωνούν ακόμη και με τους πιο ανίδεους της ποίησης και μέσα από το ρεαλισμό μοιράζουν μαγικά  φτερά που σε απελευθερώνουν. Γενικά δεν μου αρέσει να αναλύω την τέχνη αλλά μόνο να μοιράζομαι ότι με εντυπωσιάζει σ΄αυτή, οπότε ας αφήσουμε τα ποιήματα να μας μιλήσουν μόνα τους για τον Ποιητή
Βετεράνοι
Είμαι 52 ετών και ερωτεύομαι.
Είμαι 52 ετών και γράφω
ποιήματα αγάπης.
Πίνω, καπνίζω, ξενυχτάω.
Λυπάμαι τους νέους
που σκέφτονται σαν γέροι
που μιλάνε σαν γέροι
που ζούνε σαν γέροι.
Όταν είσαι νέος
θα κλάψεις
θα γελάσεις
θα ερωτευτείς
θα αλητέψεις
θα εξεγερθείς.
Όσοι δεν το κάνουν
αφήνουν στη φύση κενά
κι αναγκαζόμαστε
εμείς οι μεγαλύτεροι
να κατεβαίνουμε στο στίβο
να τα καλύψουμε.


 Μια εποχή στον Παράδεισο


Νοστάλγησα τις μέρες
που είχα ένα δωμάτιο
μ’ ένα κρεβάτι
δύο καρέκλες κι ένα τραπέζι.
Ήμουν ευτυχής
χωρίς να το ξέρω.
Νοστάλγησα τον καιρό
που είχα ένα κορίτσι ζωηρό
σταμάταγε το χρόνο
μ’ ανάσταινε με τα φιλιά της
κορίτσι αιχμηρό.
Νοστάλγησα την εποχή
που δύο μπλου – τζην κρέμονταν στον τοίχο
πέντε βιβλία άνθιζαν στο ράφι
κι η επανάσταση φαίνονταν αναπόφευκτη.

 
Γνωριμία

Στο τραπεζάκι
μπροστά στον καναπέ
άδεια κονσερβοκούτια μπύρας
μαζί με πλαστικά ποτήρια
υπολείμματα καφέ
ήταν μακριά η νύχτα
ξεκίνησε νωρίς σ΄ ένα μπαρ
εκεί έγινε η γνωριμία
κι ύστερα από πολύ πιοτό
συνεχίστηκε στο σπίτι
ένας θεός ξέρει
πως μπόρεσαν να κάνουν την πράξη
με τόσο οινόπνευμα στις φλέβες
μα όταν είσαι νέος
όλα τα μπορείς
τώρα γουργουρίζουν στο κρεβάτι
τίποτα δεν τους νοιάζει
κι ας ξέρουν μόνο
τα μικρά τους ονόματα
και μερικές λεπτομέρειες
ο ένας απ΄τη ζωή του άλλου
μόνο αυτές που ήθελαν να πουν.
 
                                                                                                                                       Σημαίες
                                                                                                                              Ε, φίλοι
οι κόκκινες σημαίες γίνονται σάβανα
όταν τις κουβαλούν ανδρείκελα.

Ανυπαρξία

Γυμνό κορμί
θάλασσα που με δρόσισε
θάλασσα που με έπνιξε
τα πόδια σου μ’ αγκάλιασαν
τα δόντια σου με δάγκωσαν
όταν καιγόμουν από την επιθυμία
έβγαζες φτερά και πέταγες
γυμνό κοριτσίστικο κορμί
ποτέ δεν σε χόρτασα
και ψάχνω τώρα να σε βρω
σε ψεύτικα αντίγραφα
που μυρίζουν ιδρώτα και ηλικία
ένα σου πόδι εδώ
ένα σου χέρι αλλού
διασκορπίστηκες
άδικα ψάχνω
αφού υπάρχεις μόνο
μέσα στο νου
κοριτσίστικο κορμί
ντυμένο με την αγνότητα
των λιγοστών σου χρόνων
σαραντάρισες.

Πληρότητα

 
Θέλω πέντε βιβλία
και μια αγκαλιά
για να είμαι ευτυχής
τα ποιήματά μου
να γεννιούνται
απ’ τη μήτρα σου
εγώ απλά να καταγράφω
Θεέ μου τι ευτυχία
να έχω τη μυρωδιά σου
άρωμά μου
να κοιμάμαι
να ξυπνώ
με το δικό σου χέρι
να είναι πάντα άνοιξη
πάντα καλοκαίρι
κι ο θάνατος να μ’ εύρει
πλήρη και δοξασμένο.
 
Πληβείοι και Πατρίκιοι
Κάποιοι αγκομαχάνε.
Άλλοι πάνε γυμναστήριο
και κάνουν σάουνα.
Κάποιοι ιδροκοπάνε στη δουλειά.
Άλλοι πάλι δεν ίδρωσαν ποτέ.
Έτσι είναι ο κόσμος.
Αγώνας καθημερινός
ανησυχία
άγχος
μοναξιά
μεροδούλι- μεροφάϊ.
Ψάχνεις με ραντάρ
να βρεις τον έρωτα
κι όταν τον βρεις
αυτός ξεφεύγει
σε περιφρονεί.
Οι άλλοι
οι πατρίκιοι
άστους καλύτερα
οι καημένοι
έχουν τα προβλήματα τους.
 
Μερόνυχτα
Νύχτες
γεμάτες θλίψη
συναγωνίζονται.
Το φεγγάρι
καθώς χάνεται
πίσω από τα σύννεφα
μας στέλνει
τελευταίο αποχαιρετισμό.
Το κενό της μέρας
η μικρότητά της
ερημώνουν την ψυχή
κι έρχεται η νύχτα
να κάνει το παιχνίδι της
σε γόνιμο έδαφος.
Σε ψάχνω
να σπάσουμε μαζί
τις πέτρες
τις αλυσίδες της σκλαβιάς
μα δεν σε βρίσκω πουθενά.


Σε ψάχνω
ώρα μεσάνυχτα
στους έρημους δρόμους
της μικρής νεκρής πόλης
μετά από βροχή
κι ας ξέρω ότι λείπεις
αιώνες τώρα
σ’ ένα αστέρι
έτη φωτός μακριά
τίποτα δεν με πτοεί
ο χρόνος μού φαίνεται ασήμαντος
κι ο κόσμος ένα παιδικό παιχνίδι
λέω
ίσως σε συναντήσω
στην επόμενη στροφή του δρόμου
και συνεχίζω, συνεχίζω
μάταια να περπατώ
στους ατέλειωτους δρόμους
της μικρής έρημης πόλης
που μέσα στο νου μου
εξαπλώνεται γιγάντια
και είναι όλος ο κόσμος πια.
 
 Ένα αύριο

Μετράς τα κέρματα.
Κάποιοι σε θέλουν πεινασμένο φίλε
φοβισμένο
να μη μπορείς ν’ αντισταθείς
νάναι η φωνή σου αδύναμη
σπασμένη
να τους παρακαλάς
για ένα κομμάτι ψωμί
να γίνεσαι λιώμα
έτσι μας θέλουν
να το πάρουμε είδηση
να μην έχουμε αυταπάτες
πως τάχατες θα ’ρθουν
καλύτερες μέρες μ’ αυτούς
αυτά είναι τα δολώματα
καλύτερες μέρες θα ’ρθουν
όταν έρθουν οι δικές μας μέρες
όταν η δουλειά μας θα πιάσει τόπο
τα χαμόγελα θ’ ανθίζουν
πάλι στα χείλη
και οι άνθρωποι
θα πάρουν την αξία
που τους πρέπει.

Οι λέξεις στην ποίηση είναι όπως τα τούβλα και οι πέτρες σ’ ένα σπίτι. Είναι τα υλικά με τα οποία χτίζεις το ποίημα. Ένα ποίημα πρέπει να συγκινεί, να εμπνέει τον αναγνώστη, να έχει μήνυμα. Αλλιώς είναι επίδειξη επιστημονικών γνώσεων, καλολογικών στοιχείων, ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τελικά ένα πράγμα ανούσιο. (από συνέντευξη του Ποιητή)














1 σχόλιο:

  1. ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ Ν’ ΑΝΑΨΩ

    «Οι άνθρωποι αναλώνονται απ’ όλες τις πλευρές»
    (Γρηγόρης Σακαλής, «Κυτίο κρυφών ονείρων»)

    ΕΝΑ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ με σπιρτόξυλα που το καθένα τους είναι ικανό ν’ ανάψει φωτιές στο εσωτερικό του ανθρώπου, η νέα ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο «ΚΥΤΙΟ ΚΡΥΦΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ», του Γρηγόρη Σακαλή, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο «ΕΝΔΥΜΙΩΝ».
    ΣΠΙΡΤΟΞΥΛΑ τα ποιήματά του, που το καθένα τους έχει τόσο εμπύρευμα στο «κεφάλι» του, που λίγο να το τρίψεις στην τραχιά επιφάνεια της πραγματικότητας, θα σε ανταμείψει με φλόγα, που καίει και φωτίζει.
    ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΦΩΤΙΑ με τα νέα του ποιήματα, ο Γ.Σ., να κοιτάξουμε τα πράγματα υπό το φως της σκέψης του –σκέψη ανήσυχη ενός ποιητή- να τα αισθανθούμε με τη θέρμη της καρδιάς του - αισθαντική καρδιά ενός ποιητή-, να φωτίσουμε την πραγματικότητα σε όλο της το βάθος, για να δούμε τα πρόσωπά μας χωρίς μάσκα να καθρεφτίζονται στα λυγρά νερά της.
    Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ξέρει ότι η πραγματικότητα κατά βάθος είναι τραγική και την εξερευνά σε αυτό ακριβώς το βάθος, με το σπιρτόξυλα του λόγου του, ανάβοντάς τα ένα ένα. Όπως και το κοριτσάκι με τα σπίρτα -στο γνωστό παραμύθι του Άντερσεν- με τη φωτιά των σπιρτόξυλων δεν μπόρεσε να ζεσταθεί, μπόρεσε όμως, λίγο προτού το σωματάκι του υποκύψει στην παγωνιά και η ψυχούλα του πετάξει στον ουρανό, υπό το φως τους, να δει το θαύμα, έτσι κι αυτός ξέρει, ότι με το φως του δικού του λόγου, δεν μπορεί να αναιρέσει τη τραγικότητα της πραγματικότητας, μπορεί όμως να τη φωτίσει σε βάθος, να τη μεταπλάσει σε αισθητικό -ποιητικό γεγονός και νικημένος από αυτήν, να δει το θαύμα. ΓΡΑΦΕΙ: «Κάθε φορά που αγκομαχάω στη ζωή /πάει ο νους μου στην Ποίηση/ (…) /και η Ποίηση πάντα κάνει το θαύμα της/ γλυκαίνει τον πόνο/ ανοίγει με το φως της/ ένα μονοπάτι».
    ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ μερικά «τσαφ» με μερικά μόνο θραύσματα από τα «σπιρτόξυλά» του για να δούμε λίγο από το φως τους και να νιώσουμε τη θέρμη τους:
    • «Τσαφ» στο σκοτάδι του οργανωμένου –άνωθεν- ατομισμού: «Σκιτσογράφοι /μας ζωγραφίζουν σαν καρικατούρες/ όμοιους / ίδιους και απαράλλαχτους /έτσι μας θέλουν/ κομμάτια/ σ’ ένα τεράστιο ατέλειωτο παζλ…»
    • «Τσαφ» στο σκοτάδι της υπαρξιακής συνθήκης αλλά και της αδιαφορίας για τον άλλο: «Η αμείλικτη χοάνη του Χρόνου /μας ρουφάει/ σε μια τεράστια περιδίνηση /κανείς δεν νοιάζεται/ για κανέναν/ μόνο τα τομάρια μας / φουσκώνουν /πρήζονται /και σκάνε /εκεί που βαδίζουμε ακμαίοι…»
    • «Τσαφ» στο σκοτάδι της απελπισίας του άνεργου: «…το σώμα του σμπαράλια /χρόνια στην ανεργία /και το μυαλό του ζυμάρι απ’ την TV /είναι στο απόλυτο σημείο μηδέν /ούτε ζωντανός /ούτε νεκρός…»
    • «Τσαφ» στο σκοτάδι της προσφυγιάς: «Ξεκινούν τα καραβάνια /ατέλειωτοι άνθρωποι /απέραντη φρίκη /διασχίζουν ερήμους /περνάνε ποταμούς /κουβαλούν τον πόνο τους /πρόσωπα αυλακωμένα /από τις σφαίρες /και τη μοναξιά /μία ουτοπία στο μυαλό /τους κινεί μπροστά…»
    • «Τσαφ» στο λυκόφως της φιλίας: «…Φιλία είσαι λουλούδι σπάνιο /πολλοί σε κρατούν στο χέρι /σε πλαστικές απομιμήσεις /απεχθάνεσαι το ψέμα /μα το ψέμα περίσσεψε /σε ξεραίνει η υποκρισία /μα αυτή έγινε κανόνας…»
    • «Τσαφ» στο λυκόφως των ονείρων: «Τα όνειρά μου /γίνανε γέρικα σκυλιά /που σέρνουν τα βήματά τους /σε έρημους δρόμους…»
    ΑΡΚΕΤΑ ΟΜΩΣ! Ας σταματήσουμε εδώ! Δε θ’ αδειάσουμε και όλο το «κυτίο»! Για να δούμε όλο το φως της νέας ποιητικής συλλογής του Γ.Σ., δεν έχουμε παρά να το προμηθευτούμε από τα περίπτερα του λόγου. Παράλληλα θα γευτούμε τον ποιητικό του λόγο ώριμο, σα μεστωμένο, γινωμένο κρασί, να κυλάει στο «λαρύγγι» μας προκαλώντας μας πνευματική ευωχία. Θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα σταροχώραφο, με πυκνά ψωμωμένα στάχια, που ο θερισμός του θα γεμίσει τις αποθήκες μας - του μυαλού και της καρδιάς μας- με πλούσια συγκομιδή σκέψης και συναισθήματος.
    (παλιά δημοσίευση)

    ΑπάντησηΔιαγραφή