Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αρθούρε Ρεμπώ απόψε θα μπω στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι μακριά ν’ ανοιχτώ σε κύκλο φριχτό που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει (Νίκος Γκάτσος από «Το Μεθυσμένο Καράβι»)



ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ”

(Arthur Rimbaud)

Καθώς κατέβαινα τ' αδιάφορα Ποτάμια,
Ένιωσα ξάφνου που δε σερνόμουν πια απ' τους τραβηχτάδες,
Κάτι Ινδιάνοι τους είχαν βάλει στο μάτι
Και γυμνούς τους κάρφωσαν σε χρωματιστά παλούκια.

Ανέμελο και ξένοιαστο για κάθε λογής πληρώματα,
Κουβαλώντας φλαμαντέζικο στάρι και μπαμπάκι εγγλέζικο.
Όταν πια τέλειωσε των τραβηχτάδων όλος αυτός ο ντόρος
Μ' άφησαν το ποτάμια όπου ήθελα να πάω.

Μέσα στους φοβερούς παφλασμούς των πλημμυρίδων,
Τον άλλο χειμώνα, Εγώ, πιο κουφός κι από μυαλό παιδιού,
Έτρεξα! Κι οι λυμένες Χερσόνησοι
Ποτέ τους δεν έσυραν Χάος πιο θριαμβικό.

Η ανεμοζάλη ευλόγησε τη ναυτική μου έγερση.
Πιο ανάλαφρο κι από φελλό χόρεψα πα' στα κύματα,
Τους απέθαντους τούτους κυλιστές ναυαγών,
Νύχτες δέκα, και δε νοστάλγησα το χαζό μάτι των φάρων!

Πιο γλυκό απ' ό,τι στα παιδιά η σάρκα των ξυνόμηλων,
Το πράσινο νερό γέμισε το ελατίσιο σκαρί μου
Κι ό,τι λεκέ από κρασί γαλάζιο κι από ξερατά
Μου ξέπλυνε, σκορπώντας τιμόνια και γάντζους.

Και πια, κολύμπησα στο Ποίημα μέσα
Της θάλασσας, μ' άστρα μπολιασμένο, γαλακτώδες,
Καταπίνοντας πράσινους ουρανούς, όπου χλωμή ίσαλη γραμμή
Κι όλβια, ένας πνιγμένος, σκεφτικός, τραβάει πέρα, πότε-πότε.

Όπου, βάφοντας ξάφνου τις γαλαζοσύνες, παραληρήματα
Κι αργούς ρυθμούς, απ' τη λαμπράδα κάτω του φωτός,
Πιο δυνατό κι απ' τ' αλκοόλ, κι από τη λύρα πιο πλατύ,
Ζυμώνεται η πυρόξανθη πίκρα του έρωτα!

Ξέρω ουρανούς που σκάζουν σ' αστροπελέκια, και σίφουνες
Και τ' αντιμάμαλα, τα ρεύματα: Ξέρω το βράδυ,
Την εξαρσιωμένη Αυγή, ίδια λαός περιστεριών
Κι είδα αυτό που ο άνθρωπος κάποτε πίστεψε ότι είδε!

Είδα τον ήλιο κατάκοπο λεκιασμένο από μυστικές φρίκες
Να φωτίζει μακρές, ιόχροες καταψύξεις,
Όμοιες με δρώντες δραμάτων αρχαιότατων,
Και τα κύματα να κυλούν μακριά το ιωσεί πτερυγίων τρέμισμά τους.

Ονειρεύτηκα την πράσινη νύχτα με τα έκθαμβα χιόνια
Φιλί που ανεβαίνει αργά στων θαλασσών τα μάτια,
Ανάκουστων χυμών ροή,
Και το γαλαζοκίτρινο των φώσφορων που τραγουδούν το ξύπνημα!

Κοίταζα, μήνες και μήνες, όμοια με γελαδοτόπι
Υστερικά, τη φουσκοθαλασσιά να χιμά στα ύφαλα,
Χωρίς να συλλογιστώ πως τα φωτεινά πόδια των Παρθένων
Μπορούσαν τάχα να σπρώξουν το μουσούδι των αργοκίνητων Ωκεανών!!

Σκόνταψα, ξέρετε, σ' απίθανες Φλωρίδες
Που λούλουδα ανακάτευαν με μάτια πανθήρων, με δέρμα
Ανθρώπου! Ουράνια τόξα τεντωμένα σαν γκέμια
Κάτω απ των θαλασσών τον ορίζοντα, με γλαυκά κοπάδια!!

Είδα να βράζουν πελώριοι βάλτοι, απόχες
Που μέσα στα σκοίνα τους σαπίζει κοτζάμ Λεβιάθαν!
Γκρεμίσματα νερών καταμεσής σε μπονάτσες,
Και τ' απόμακρα σε βάραθρα να κατρακυλούν!!

Παγετώνες, ήλιοι αργυροί, κύματα ουντεφένια, ουρανοί θρακιάς!
Φρικτές προσαράξεις βαθιά στους σκούρους όρμους,
Όπου γιγάντια φίδια, των κοριών βορά,
Πέφτουν από τα στρεβλά δέντρα, με μυρωδιές μαύρες!!

Πόσο θα 'θελα να δείξω στα παιδιά τα λυθρίνια
Του γαλάζιου κύματος, τα χρυσά ψάρια, τα ψάρια που τραγουδούν
- Αφροί λουλουδιών νανούρισαν τα φευγιά μου
Κι άνεμοι ανείπωτοι, στιγμές, με φτέρωσαν.!

Κι άλλοτε, μάρτυρας κατάκοπος ζωνών και πόλων,
Η θάλασσα, που ο λυγμός της για μένα ήτανε μπότζι γλυκό
Ανέβαζε τα σκοτεινά της άνθη, βεντούζες κίτρινες
Κι έμενα, γονατιστή γυναίκα, λες...!

Χερσόνησο, που λίκνιζα στις όχθες μου τις έριδες
Και κουτσουλιές πουλιών που καυγάδιζαν, με ξανθά μάτια.
Κι αρμένιζα, καθώς μεσ' απ' τα αδύναμα τα παλαμάρια
Να κοιμηθούν κατέβαιναν πνιγμένοι, πισωπατώντας!...!

Κι όμως εγώ, καράβι χαμένο κάτω απ' τα μαλλιά των όρμων,
Που η ανεμοζάλη σφενδόνησε στον έρημο από πουλιά αιθέρα,
Εγώ, που ούτε οι Μονίτορες, ούτε τα Χανσεατικά καΐκια
Δε θα 'χαν ψαρέψει ξανά το σκέλεθρό του από τη μέθη του νερού.!

Λεύτερο, ολάχνιστο, με τις μαβιές καταχνιές πάνω του,
Εγώ, που οι Μονίτορες και τα Χανσεατικά καΐκια,
Που κουβαλώ, ζαχαρωτό εξαίσιο για τους καλούς μας ποιητάδες,
Λειχήνες ήλιου και μύξες γαλάζιου ουρανού. !

Που 'τρεχα, λεκιασμένο από ηλεκτρικές ημισελήνους,
Τρελό σανίδι, και ξωπίσω του μαύροι ιππόκαμποι,
Όταν οι Ιούληδες γκρεμίζανε με μαγκουριές
Τους βαθυκύανους ουρανούς στις φλογερές χοάνες.
Εγώ που έτρεμα, νιώθοντας να βογγά, πενήντα λεύγες πέρα,
Η στύση των Μπεεμό και των παχιών Μαλστρόμ,
Ταξιδευτής αιώνιος των γαλάζιων ακινησιών,
Νοσταλγώ την Ευρώπη με τα παλιά παραπέτα!!

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα! Νησιά
Που οι παράφοροί τους ουρανοί ανοίγουν στον αρμενιστή:
Τις άπατες τούτες νύχτες τάχα κοιμάσαι κι εξορίζεσαι
Μυριάδα χρυσόφτερων πουλιών, ω μέλλουσα Ευρωστία;-!

Μ' αλήθεια, έκλαψα πολύ! Απογοητευτικές οι Αυγές.
Κάθε σελήνη είναι φρικτή, και πικρός ο κάθε ήλιος:
Ο στυφός έρωτας με φούσκωσε με χαύνα μεθύσια.
Θρυψάλιασε, καρίνα μου! Πότε θα πάω στη θάλασσα!!

Αν λαχταρώ Ευρώπης νερό, ειν' η λακκούβα
Η μαύρη, η κρύα, όταν βαλσαμωμένο σούρουπο,
Ένα παιδί ανακούρκουδα, γεμάτο θλίψεις, αφήνει
Εύθραυστο ένα καράβι, μαγιάτικη, λες πεταλούδα.!

Δεν μπορώ πια, λουσμένο απ' τις νωχέλειές σας, ω κύματα,
Ν' αφαιρέσω την αυλακιά στους κουβαλητάδες των μπαμπακιών,
Ούτε να περάσω ανάμεσα από την αλαζονεία των σημαιών και των φλάμπουρων,
Ούτε να κολυμπήσω κάτω από τα φριχτά μάτια των πλωτών γεφυρών.!




-ARTUR RIMBAUD. «ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ»

(Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας)

Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.

Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!







LE BATEAU IVRE

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’œil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et, dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs, et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant au fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
— Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux...

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et des Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
— Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Millions d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi, plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου