Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Το Μαγικό Εισιτήριο (Ή Η Τελευταία Βδομάδα Του Μύθου)- Γιάννης Μιχαηλίδης

Γιάννης Μιχαηλίδης

«Δεν αντέχω άλλο εδώ!»

Μάλλον του ξέφυγε δυνατά -όχι ότι τον ένοιαζε. Τον ένοιαζε μόνο ότι το σκέφτηκε. Όχι, τον ενοχλούσε το ότι το νιώθει. Ουφ, πάλι τα ίδια… Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπο του θα έδειχνε αηδία αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος. «Σκατότοπος!» Είχε σιχαθεί όλη αυτή την ασχήμια. Σαν να ήταν αυτή η ασχήμια η μόνη ουσία μιας ανούσιας ζωής. Η μόνη ουσία ανούσιων ζωών. «Ωχ αδελφέ, ξεκόλα» Κατάλαβε ότι είχε αρχίσει πάλι να χάνεται σε σινεφίλ διαπιστώσεις. Του ρθε στο μυαλό εκείνο το ποίημα του Παλαμά που μιλούσε για ένα παράξενο ταξίδι. Τον στοίχειωνε.

«Να ταξιδέψω, αυτό μόνο θέλω». Εκνευρίστηκε. Που να πάει; Που να ναι ο τόπος του; Θα μπορούσε να ναι εδώ. Αν… Ξεφύσηξε. Τόσα αν, τόσες συνθήκες. Αλλά και καμία. Απλά βαρέθηκε. Θα θελε να βουτήξει, να βαφτιστεί και να αναγεννηθεί σε μια θάλασσα μεταμόρφωσης, να επαναστατήσουν τα σωθικά του κι οι ανάσες του, να θυμηθεί τι ήθελε πολύ. Για πρώτη φορά οι ατέλειες του και τα κουσούρια του, οι κακές του πλευρές και τα λάθη του γίνονταν οι απόλυτες διακηρύξεις του δικαιώματος του για ευτυχία. Και γινόταν ένα με τη βουή από όλες τις ελπίδες γύρω του που ασφυκτιούσαν, σπαράζονταν και ματαιωνόταν στη μόνη διεκδίκηση, στον μόνο αγώνα που δεν είχε ποτέ -και ούτε πρόκειται ποτέ να- ηττηθεί. Σηκώθηκε συνομωτόντας με τον εαυτό του αδιάφορα ότι είναι η ώρα να κάνει καμιά δουλειά. Άρχισε να σκέφτεται από που να ξεκινήσει, αδειάζοντας ήδη το τασάκι μηχανικά. «Σκάσε επιτέλους» είπε στο μυαλό του. Και ήταν και αυτή η μελωδία που του χε καρφωθεί…


Ήταν τη νύχτα όπου φωνάζανε όλοι

πως «αναστήθηκε ο Θεός»

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν μια κάθε μέρα



Ήταν μεγάλη βδομάδα η τελευταία. Η διαπίστωση τον είχε σοκάρει: Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί πλέον καθόλου -απόλυτα καθόλου- με τους «κανονικούς» ανθρώπους. Από την άλλη δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πότε είχε αρχίσει το «κακό». Όταν γεννήθηκε; Όταν άρχισε να καταλαβαίνει; Όταν πήγε σχολείο; Όταν ενηλικιώθηκε; Όταν έβαζε ένα στόχο ή όταν ολοκληρωνότανε (πετυχημένα, αποτυχημένα ή προσπερνώντας); Σίγουρα αυτή η τελευταία φάση είχε ξεκινήσει κάπου στα μέσα ή στο τέλος της προηγούμενης βδομάδας.

Βρισκόταν στη γενέτειρα του. Όχι, δεν ήταν το ταξίδι που χρειαζότανε. Ήταν ένα ταξίδι που, από μόνο του, ζήτησε να γίνει, ίσως για να του αποδείξει ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Στην τελική δεν μπορούσε να πει ποιος λυτρώθηκε πιο πολύ: αυτός από ένα ταξίδι στην πατρίδα, το παρελθόν, την πηγή (χαχαχαχα!-τα 3 π) ή το ίδιο το ταξίδι από αυτά που ο ίδιος του είχε χρεώσει;

«Δεν έχει σημασία…»

Τον είχε ψάξει η αδελφή ενός παλιού του φίλου. Εδώ που τα λέμε τόσο παλιού -χρόνια είχανε να τα πούνε στα αλήθεια- ώστε ο μόνος λόγος που λείπαν τα εισαγωγικά στον χαρακτηρισμό ήταν κάτι πραγματικό για αυτόν μέσα του. Ή, τέλος πάντων, αυτό αισθάνθηκε όταν συνάντηθηκε με την αδελφή του.

«Δεν είναι καλά» του είπε.

Την κοίταξε προσεκτικά -δεν την ήξερε και καλά. Ήταν εξαντλημένη μα και γεμάτη ενέργεια, σε εκείνη την ειδική κατάσταση που βρίσκεται ένα πλάσμα σε κρίσιμες στιγμές. Την κοίταξε για να ακούσει. Εκείνη κόμπιασε…

«Πέθανα. Αυτό μόνο είπε. Είναι ξαπλωμένος. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλάει. Στιγμές-στιγμές τρομάζουμε γιατί νομίζουμε ότι έχει πεθάνει στα αλήθεια.»

«Συνέβει κάτι;»

«Όχι! Κι αυτό είναι το περίεργο. Μια χαρά ζωή έχει. Με την οικογένεια του, τη δουλειά του, το σπίτι του, τους φίλους του…»

«Μάλλον δεν ήταν όλα μια χαρά» της είπε ήρεμα μα χωρίς αμφιβολία.

Εκείνη αντέδρασε.

«Κι όμως μια χαρά ζωή νοικοκυρεμένη έχει! Τίποτα δε του λείπει…»

Την έκοψε. Πάντα τον εντυπωσίαζε η διάθεση των ανθρώπων να αποφεύγουν την ουσία, το πραγματικό, την συ(ν)-ζήτηση. Ακόμα και τις κρίσιμες στιγμές. Παλιά εκνευριζόταν με αυτούς τους προ-κατασκευασμένους, παράλληλους συχνά, μονολόγους. Με το πέρασμα των χρόνων κατάφερε απλά να θυμώνει. Μα τώρα δεν είχε το κουράγιο ούτε για αυτό. «Να ταξιδέψω μόνο θέλω» άκουσε φωνή μέσα του.

«Θα περάσω να τον δω αυτές τις μέρες» είπε σχετικά απότομα.

«Ναι, σε παρακαλώ πολύ. Σε εκτιμάει κι ας μην κάνετε πολύ παρέα. Συχνά λέει ότι σε θεωρεί…»

«Θα περάσω και θα τα πούμε από κοντά»

Συνέχισε το δρόμο του νιώθοντας (γνωρίζοντας) ότι τον κοιτούσε με την ένταση αυτού που δεν ολοκλήρωσε αυτό που ήθελε.

«Και ώρες να καθόμουν, δεν θα τα κατάφερνε» μουρμούρισε συνεχίζοντας να τραβά αργά το δρόμο του…

Τελικά, πέρασε από το σπίτι του φίλου του το προηγούμενο Σάββατο. Μπαίνοντας τον πλάκωσε, κυριολεκτικά, η αγχωμένη θλίψη των συγγενών. Πένθος, κηδεία, θάνατος. Οι λέξεις αυτές, αν και απούσες, βάραιναν με όλη την ενέργεια του περιεχομένου τους τον αέρα του σπιτιού. Πήγε στο δωμάτιο του φίλου παρακάπτοντας κάθε τυπικότητα που μασκαρεμένη σε ευγένεια απλά στόχευε να εμποδίσει. Ένιωσε τα ανίκανα για πραγματικό θυμό βλέμματα της παράκαμψης απλά να χτυπάν στην πλάτη του.

Με τον φίλο του έμεινε κάποιες ώρες. Σιωπώντας, μιλώντας, απλά ακολουθώντας τις σπίθες & τις φλόγες της ζωής μέσα του. Καμιά περιγραφή δεν χωρούσε για αυτές τις ώρες. Όχι γιατί συντελέστηκε κάτι απίστευτο. Μάλλον γιατί δεν έγινε κάτι λεκτικά αξιομνημόνευτο. Απλά έκανε αυτό που από μικρό παιδί είχε, αυτό που με τα χρόνια είχε (ξανα) μάθει. Ήπιαν ένα τσίπουρο μαζί & αποχαιρέτησε την έκπληκτη και (αναζω)πυρωμένη ματιά του φίλου και τα βλέμματα της κακιωμένης ευγνωμοσύνης των οικείων. Δεν ασχολήθηκε. Ήξερε ότι δεν κοιτούσαν αυτόν.


Ήταν κεφάτος, αυτό το βλέπαν όλοι

πως ήτανε στο δρόμο του

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν ο κάθε δρόμος



Κυριακή επέστρεψε στην μητρόπολη. Στο τόπο διαμονής του-όπως είχε επιλέξει. Είχε παραδεχτεί στον εαυτό του εδώ και χρόνια ότι η μοναχικότητα του είχε ανάγκη μεγάλες ποσότητες ανθρώπινης γειτνίασης. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να το εξηγήσει ως αλαζονεία ή ανασφάλεια -απλά ήξερε ότι δεν ήταν η αυτή ερμηνεία. «Περιέργεια» αντήχησε μέσα του μια παιδική φωνή.

Ήταν μια αληθινά εορταστική Κυριακή. Πλανιόταν σαν γύρη στην ατμόσφαιρα & προξενούσε αβίαστες (ή και βιασμένες) συσσωματώσεις ανθρώπων. Αμέσως, επικοινώνησε ή/και συναντήθηκε με κόσμο. Χωρίς ανθρώπινη επιδίωξη, μπορούσε να πει. Ένα γλέντι στήθηκε -όχι, φύτρωσε- από νωρίς το μεσημέρι και μέσα στη διάρκεια της μέρας άνθισε, καρποφόρησε, ωρίμασε ώσπου ξημερώματα μαράθηκε και έσβησε πριν την αυγή. (Όχι, καμιά μελό περιγραφή καταστάσεων δεν τον ενοχλούσε όταν έτσι ακριβώς είχε βιωθεί. Με τα χρόνια είχε πετάξει την ενσωματωμένη ντροπή της δημόσιας διατύπωσης της).

Ήταν πολύ απλά τα συστατικά αυτής της πρώτης γιορτής. Χωρίς να μπερδεύεται από το επίκαιρο, ήξερε καλά τον πρωτογενή πυρήνα της: τσιμπούσι-φαϊ-πιοτό, πανηγύρι-μουσική-χορός, κουβέντες-συζητήσεις-σιωπές, ερωτισμός-συντροφικότητα-άνοιγμα…

Κι ήταν εκεί, στο γλέντι, στο δυνατό του σημείο, που άρχισε πια να του γίνεται ολοφάνερο: είχε χάσει την επαφή με τους άλλους. Απέκλινε! Μόνο κουβέντες -όχι συζητήσεις- κατάφερναν να γίνουν. Μια ψεύτικη απόχρωση έκανε τα τραγούδια να φαλτσάρουν και τους χορούς να παραπατούν. Ακόμα και το φαϊ του φάνταζε κάπως άνοστο και το ποτό υποκρινόταν το μεθύσι. Όσο για τον ερωτισμό; Τη συντροφικότητα; Το άνοιγμα; Με μια πρόταση του λέγαν: «είναι η ώρα να ταξιδέψεις για αλλού».

Παρ’ όλα αυτά -μην ξεχνάμε πως ήταν το δυνατό του σημείο- ναι!, η γιορτή αντηχούσε μέσα του, ενορχηστρωμένη με τη φλόγα του τόπου του, με τη συνεχή αλλαγή (ομαλή ή βίαιη) της ιστορίας του, μα και τη δικιά του δίψα…

(Χάλκινα & ηλεκτρικές κιθάρες σε μια βαλκανική ρούμπα με δυο ακόρντα)

Το ξύπνημα της Δευτέρας ήταν γεμάτο ευχαρίστηση και κούραση από το γλέντι της προηγουμένης αλλά και μια αγωνία που φάνταζε τελείως αυτόνομη. Όλη μέρα γυρνούσαν στο μυαλό του οι εμπειρίες της ζωής του, αυτά που τον είχαν φέρει εδώ. Οι σχέσεις του, οι φιλίες και οι έρωτες, οι κοινωνικές του δράσεις και οι επαγγελματικές του επιλογές, οι περιπέτειες του σώματος και οι ταραχές του μυαλού. Θυμόταν τα λόγια ενός φίλου, που άλλωστε τα βλεπε ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τόσων και τόσων ανθρώπων του (λες και κανείς είναι κανενός): «έχεις φύγει». Κυρίως θυμόταν τα μονοπάτια που μια εσωτερική σκοτεινή δύναμη τον έκανε να ακολουθεί όταν ευχές κι επιθυμίες του πραγματοποιούνταν. Εκείνες τις επιλογές που για άλλους μοιάζαν αυτοκαταστροφικές, για άλλους φορτωμένες από το ανικανοποίητο και που, αυτός ήξερε, δίναν κάτι βαθύτερο στην προσωπική του πορεία. Σκέφτηκε ότι ήταν σαν κάποιος να του είχε δώσει τρεις ευχές και μη όντας ευτυχισμένος από την πραγματοποίηση των δύο πρώτων, του έρωτα και της επιτυχίας, να είχε κάνει τάμα να μην ζητήσει και την τρίτη του ευχή αν δεν έδιωχνε τη σκοτεινιά που κουβαλούσε. Και σε κάθε ανάμνηση αυτής της μέρας η τρίτη του ευχή είχε ένα όνομα: Ταξίδι. Το οποίο, πέρα από το χρώμα της επιθυμίας, είχε αρχίσει να παίρνει και μια έντονη απόχρωση αναγκαιότητας.


Κοιτούσε κάτω, κατά πως λένε όλοι

κι είδ’ ένα εισιτήριο

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για τον καθένα



Την Τρίτη το πρωί αποφάσισε να δράσει. Πάντοτε άλλωστε ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τα θέματα που αντιμετώπιζε, έτοιμος για κάθε απροσδόκητη απάντηση που θα προέκυπτε. Πήρε σβάρνα τους δρόμους για να συναντήσει ανθρώπους. Βρήκε έναν καρδιακό του φίλο, συνάντησε κάποιους συνεργάτες (συνάδελφοι; συμμαθητές; συναγωνιστές; θα σε γελάσω), πέρασε από το ταίρι του (χωρίς καμία βεβαιότητα ότι ακόμα ταίριαζαν). Μίλησε μαζί τους. Ανοιχτά αλλά αβίαστα. Απλά περιγράφοντας τι ζούσε, ας πούμε. Όσο ουσιαστικά, περιεκτικά και ανάλαφρα μπορούσε. Σαν να προσπαθούσαν να τον πείσουν για κάτι που όμως δεν καταλάβαινε. Αν έπρεπε να το συντάξει σε μια πρόταση θα λεγε ότι ήταν μια προτροπή: «ανακουφίσου, δεν χρειάζεται («απέφυγε» άκουγε αυτός) να είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου». Με όλους σταμάτησε πολύ νωρίς να προσπαθεί να τους πείσει ότι αγαπούσε τον εαυτό σου όσο τίποτα. Κι ότι μάλλον αυτό τον έσπρωχνε να φύγει. (Σχεδόν διασκέδασε με τη κάθετη διαφωνία τους σε αυτό καθώς του ερχότανε στο νου ότι όλοι ανεξαιρέτως οι έρωτες, οι φίλοι & οι γνωστοί του τον είχαν κατηγορήσει αρκετές φορές για εγωιστή. Η τωρινή άρνηση τους τον έπεισαν για ένα βαθύτερο μυστικό της προτεινόμενης ανακούφισης και συμβιβασμού)

Και δεν έμεινε μόνο σε αυτές συναντήσεις. Στο δρόμο κοιτούσε τους περαστικούς, άκουγε τις κουβέντες τους και αφουγκραζόταν τον παλμό τους στην αγορά και στα καφενεία. Και από όπου κι αν πέρασε δεν του κάναν τόσο εντύπωση οι στεγνές κουβέντες, τα έρημα βήματα, οι πνιγμένες ανάσες και τα σβησμένα μάτια όσο η συνωμοτικά καθολική & σιωπηρή αποδοχή τους. Και, με ένα αποπνικτικό τρόπο, ο τόπος και οι άνθρωποι του του μουρμούριζαν υπνωτικά ενώ το είναι του ούρλιαζε μέσα στο σώμα του. Ένας ψαλμός με ισοκράτημα και ένα μόνο στίχο: Τέλος.


Κάτι φθηνό, αυτό που παίρνουν όλοι

για λεωφορείο αστικό

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για κάθε πόλη



Η Τετάρτη συνέχισε μαζί του το σεργιάνισμα του. Πιο παρηγορητική και συγχωρητική από την Τρίτη, τον κέρασε μια λυτρωτική σχεδόν παραίτηση. Συνέχισε να συναντά γνωστούς του ανθρώπους και να παρατηρεί τους άγνωστους. (Κάποια στιγμή, ενώ περνούσε από ένα πάρκο, ένα παιδί τόσο μικρό που τα βήματα του ήταν αβέβαια και αναποφάσιστα για την κατεύθυνση και τη ταχύτητα τους ήρθε κοντά του. Ανακάθισε και με τις ματιές τους ενωμένες μοιραστήκαν πολλά παραπάνω από μερικές στιγμές. Κράτησε απαλά το χέρι του, το χάιδεψε με τον αντίχειρα και χαμογελώντας το ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη. Ανασηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο του πριν η γυναικεία φωνή, παίρνοντας τον «ρόλο ζωής» της στα σοβαρά, καταστρέψει τα πάντα με τα «Συγγνώμη κύριε που σας ενόχλησε» και «Δεν σου χω πει να μην φεύγεις από κοντά μου και να μη μιλάς με ξένους;»).

Ξεκίνησε με μια επίσκεψη σε έναν άνθρωπο που συμπαθούσε και είχε πρόσφατα βγει από κάποιο ίδρυμα (ψυχικής, μάλλον, παρά σωματικής επιδιόρθωσης). Ξαφνιάστηκε από την ορθανοιχτή διάθεση αυτού του ανθρώπου απέναντι του, την γεμάτη κατανόηση για αυτόν ματιά του. Κυρίως όμως τρόμαξε με το γεγονός ότι καταλάβαινε και διαλεγότανε με τα παραληρηματικά του λόγια και με την επιβεβαίωση ότι, τουλάχιστον με αυτόν, μοιραζότανε τη άσβεστη δίψα για αυτό που διαρκώς ξέφευγε.

Το απογευματάκι η συνάντηση του με μια κοπέλα εξελίχθηκε σε μια από τις ερωτικότερες του εμπειρίες. (Οι στιγμές δεν ενδιαφερθήκαν για κανενός είδους διευκρίνηση όπως αν ήταν παλιά γνωριμία που ο ερωτισμός της είχε παλαιότερα ολοκληρωθεί ή παρέμενε ως τώρα ανικανοποίητος ή αν, πιθανόν, ήταν μια νέα γνωριμία που τον τελευταίο καιρό βόλταρε αβίαστα στο στρατί της αμοιβαίας έλξης ή μια αναπάντεχη, κατακλυσμιαία σημερινή έκφραση επιθυμιών που συντονίστηκαν). Χωρίς καμία σεξουαλική πράξη, με την πιο ηδονική τρυφερότητα, με την πιο οργασμική μετάνοια, με μόνα ερωτόλογα τη σιωπή. Το βούρκωμα που, αργότερα, ανέβλυζε κατευθείαν από το στήθος του ήταν η γαληνεμένη μνήμη όλων αυτών των αιώνων στο λαβύρινθο των «ρόλων» και των «πρότυπων» μορφών, των «ηθικών» οδηγιών, δεσμεύσεων και υποχρεώσεων και των σπασμωδικών ξεσαλωμάτων, εκτονώσεων κα εκτραχύνσεων. Στηριγμένη μόνο σε μια άυλη, εσωτερική γνώση, μια πορεία δικαιωμένη από την ταλαντευόμενη, μα συνεπή, εμπιστοσύνη σε μια σταθερή διπλή πυξίδα που αχνόφεγγε (πολλές φορές, σχεδόν τρεμόσβηνε): προς την «θωρακισμένη» κρυφή αγνότητα της λαγνείας μέχρι την απενοχοποίηση της και προς την «αβάσταχτη» αδιαπραγμάτευτη νομοτέλεια του φυσικού ερωτισμού μέχρι την απελευθέρωση του.

Γύρισε σπίτι και χάθηκε σε όνειρα γεμάτα τόπους πρωτόγνωρους, ανθρώπους άλλους, αισθήσεις γεμάτες.

(Τρομπέτες που ξαναρχίσανε τη ρούμπα προσθέτοντας της πορτοκαλί και κιτρινωπές αποχρώσεις)

Την Πέμπτη ξύπνησε αργά. Το αμετάκλητο του κανε συντροφιά κι αυτός δεν έλεγε να σηκωθεί από το κρεββάτι μην τυχόν και χάσει την βαριά εύνοια του. Το βράδυ πια πέρασε από κάτι φίλους των νεανικότερων του χρόνων. Είχαν μοιραστεί κατά καιρούς συλλογικούς αγώνες, προσωπικές αναζητήσεις, το μοίρασμα πλούσιων κοινών εμπειριών και την ομορφιά της φιλίας που έχει το δικαίωμα να απουσιάζει. Βρήκε κάποιους & κάποιες συνομίληκους ενώ στην παρέα είχαν προστεθεί άλλοι τόσοι νεότεροι & νεότερες καθώς και κάποιοι μεγαλύτεροι. Χάθηκε στο χαμηλόφωνο μεθύσι που κοινωνήσανε, στη γήινη μαγεία του χασισιού, στο νόστιμο μεράκι των μεζέδων και, πιο πολύ, στις σκανταλιάρικα σοφές και ντροπαλά ανάλαφρες κουβέντες και σιωπές τους. Και κάποια στιγμή, τελείως φυσικά, είδε τον εαυτό του να σηκώνεται και άκουσε να τους λέει ότι θα φύγει και δεν θα ξαναβρεθούν. Άκουσε να τους εύχεται και να τους προτρέπει να συνεχίσουν ο καθένας και η καθεμία στο μονοπάτι τους, να τους βεβαιώνει ότι μόνο αυτό έχει σημασία και είδε να σηκώνει το ποτήρι και να πίνει για τη ζωή. Το ξάφνιασμα του ντράπηκε βλέποντας τις απλές και άμεσες αντιδράσεις τους, θαύμασε τις φυσικές διαστάσεις της διάθεσης τους για τα λεγόμενα του και, έτσι, παραχώρησε πρόθυμα τη θέση του στις απαντήσεις του που πήγαν να συναντήσουν τις απορίες τους στα χαλαρά τους ραντεβού.

Θυμάται δύο πράγματα που μοιράστηκε μαζί τους. Την αγάπη του για τον φίλο που, όχι μια, αλλά πολλές φορές θα μπορούσε να τον αρνηθεί και την ευγνωμοσύνη του για το φίλο που ήξερε ότι, όσο άσπλαχνο και επικίνδυνο αν φάνταζε, θα του προκατέβαλε, θα του δινε από πριν αυτό που λαχταρούσε να του συμβεί.


Ήταν σημάδι; αυτό μπέρδεψε όλους

ή μήπως ήταν οιωνός;

κι αν με ρωτάς να πω;

ήταν για κάθε γνώμη



Ξύπνησε αξημέρωτα. Βγήκε αθόρυβα από το σπίτι των φίλων του φροντίζοντας να μην τους ταράξει τον βαθύ και γεμάτο γαλήνη ύπνο και κατέβηκε στην παραλία. Πήρε καφέ, και πήγε στο ιερό (του) σημείο. Κάτω από ένα πύργο που τον φώναζαν λευκό, έκατσε μπροστά στη θάλασσα και άναψε τσιγάρο. Νωχελικά δυο σκυλιά πλησίασαν. Το ένα ήρθε, στάθηκε δίπλα του μυρίζοντας το χάδι του κι έμεινε να το νιώθει κοιτώντας αφηρημένα προς την ανατολή ενώ το άλλο, αφού έκανε με πολύ φροντίδα δυο-τρεις επι τόπου περιστροφές στο σημείο που διάλεξε, ξάπλωσε πλάι του και αμέσως κοιμήθηκε. «Απόλυτα μόνος». Ένιωσε κάτι από την ύπαρξη του να φεύγει και να φτερουγίζει προς τον κόκκινο ουρανό. «Λυκαυγές» απήγγειλε. Είδε την χωρίς λόγια προσευχή του να ανεβαίνει προς τον ουρανό και παρέα της να χορεύουν ο καπνός του τσιγάρου και το χνώτο της ανάσας του.

«Καλημέρα» του πε ένα χαμογελαστό πλάσμα. Αν και ήταν ένας φτωχός μεροκαματιάρης του δρόμου, καβάλα στο παλιομοδίτικο ποδήλατο του, που πήγαινε να ψαρέψει έχοντας δώσει ρεπό στον εαυτό του, θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν πλάσμα αλλιώτικο. «Αρχάγγελος!» πετάχτηκε η λέξη μέσα του. Κέρασε τσιγάρο και του αφηγήθηκε (κουβέντα να γίνεται) ιστορικά γεγονότα πλουτίζοντας τα με την ομορφιά του παραμυθιού και τα δικά του θέλω. Όταν, αν και προχωρημένης ηλικίας, έκανε ακροβατικά, έτσι, για να διασκεδάσει κάποιους διαβάτες μια άλλη λέξη βγήκε μπροστά σπρώχνοντας την προηγούμενη: «Καλλικάντζαρος!». Κάποια στιγμή αποχαιρέτησε και απομακρύνθηκε περπατώντας και πηγαίνοντας το ποδήλατο με τα χέρια. Και οι δυο λέξεις θα χαν λουφάξει εκτεθιμένες αν, μετά από μερικά βήματα, δεν είχε σταματήσει, δεν τον είχε φωνάξει με το όνομα του και δεν του κλεινε το μάτι χαμογελαστά.

Κι έτσι ανέτειλε η Παρασκευή. Μια άνοιξη είχε ξεδιπλώσει όλο το ουράνιο τόξο της αυτή τη βδομάδα. Η λιακάδα της Κυριακής, η βροχερή μουντάδα της Δευτέρας, η ανοιξιάτικη μπόρα της Τρίτης, τα παιχνίδια της συννεφιάς με τον ήλιο την Τετάρτη κι ο γλυκός ανοιξιάτικος νοτιάς της Πέμπτης δεν προμήνυαν τίποτα από αυτήν την Παρασκευή. Ως το μεσημέρι ο ουρανός είχε μαυρίσει, τόσο απειλητικός όσο μόνο το αναπόφευκτο ξέρει.

Και έγινε η μέρα ένα με αυτά που έζησε. Δεν έχουν πολύ σημασία οι λεπτομέρειες. Ένας δημόσιος εξευτελισμός από τις ηθικές της μιζέριας σε μια γειτονιά της πόλης. Μια ζωή σε κίνδυνο, σαδιστικά τιμωρούμενη από χαιρέκακο και άβουλο ψυχαναγκασμό. Υποχόνδριοι εγκληματικοί άνθρωποι που αυτοαπαλλάσονται πλένοντας τα χέρια τους. Κάποια εκδικητική δολοφονία της ζωής σε κάποιο σχολείο ή ίδρυμα, σε κάποιο σύνορο, σε κάποια οικογένεια, έρωτα ή φιλία. Η επιλογή της καταδίκης ενός αθώου και της αθώωσης ενός ενόχου απο δικαστές και ενόρκους στο δικαστήριο. Τιποτένιοι ανώνυμοι και κενοί επώνυμοι που προσβεβλημένοι ηδονίζονται πλημμυρίζοντας κακία τα πάντα σε υστερικές κορυφώσεις «δικαιολογημένες» από «ιερή» αγανάκτηση. Ένα, ακόμα, σύμβολο που υστερόβουλα και μικρόψυχα επιτίθεται και εγκαθίσταται φαρδύ-πλατύ, εκ των υστέρων, για να σφετεριστεί τη ζωή. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες. Θυμάται μόνο ότι κάποια στιγμή λύγισε και ικέτευσε το σύμπαν, ικέτευσε με τη ματιά του ψηλά, να γλυτώσει μια ώρα νωρίτερα από αυτό το μαρτύριο που ζούσε. Τους είχε ήδη (συν)χωρέσει μέσα του. Αλλά ήταν τόσο αβάσταχτη η στιγμή, που ξέχασε ότι ήθελε να φύγει, απλά ευχήθηκε να γυρίσει πίσω. Γνωρίζοντας ότι δεν είναι δυνατό.


Ήταν η τύχη; δεν το χαν κάνει άλλοι

που έσκυψε να το πάρει

κι αν με ρωτάς να πω;

είναι για εκεί που πάει



Ήταν νεκρός. Πόσο καιρό αλήθεια; Μια, δυο τρεις μέρες; Ήταν νεκρός και περπατούσε. Περπατούσε ατελείωτα. Και κάθε βήμα του έσβηνε κάθε άγραφη συμφωνία, γκρέμιζε κάθε ερείπιο συμφωνιών. Κάθε βήμα και μια κατάρρευση ενός ανορθολογισμού, μια αβίαστη & ξαφνιασμένη αφαίρεση του περιτού, μια ενοποίηση των κομματιών. Βήμα το βήμα η κάθε φλούδα μέσα του εγκατέλειπε την παγιωμένη ακινησία της. Με κάποιον σπασμό («ο τρόμος προέρχεται από το τρέμω» ακούστηκε -μάλλον μέσα του), το αρχικό μούδιασμα έδινε την θέση του σε ένα μυρμήγκιασμα -σχεδόν αφόρητο- που σύντομα γινόταν απόλυτη, ηδονική αίσθηση παράδοσης που κυλούσε στο κορμί του ως έξω από αυτό προς κάθε κατεύθυνση.

Το μόνο που ερχόταν που και που στο μυαλό του ήταν το όνομα που (τον) είχε διαλέξει εδώ και χρόνια. Χαμογελούσε το σώμα του & η ψυχή του του κλεινε το μάτι κάθε φορά που εμφανιζόταν στο μυαλό του, καθώς γυρνούσε αδέσποτος στους δρόμους της πόλης.

Σε μια γωνιά αισθάνθηκε μια παρουσία. Καθησυχαστική, αποστασιοποιημένη & έντονη. Εμφανίστηκε(;) αθόρυβα, ανάλαφρα, συγκεντρωμένα. («Τρελάθηκα» αντήχησε μέσα του μια στεγνή φωνή και ένα γάργαρο γέλιο τον σκούντηξε σκανταλιάρικα θυμίζοντας του αυτό που ήδη ήξερε αλλά τώρα γνώριζε: «τρέλα λέγεται η συκοφάντηση της φυσικής ζωής από την πανούκλα»).

Του πε λοιπόν ο Λύκος: «Η μοναξιά έφυγε -ποτέ δεν είχε έρθει άλλωστε στα αλήθεια. Κράτα μόνο τη μοναχικότητα που κυλάει στο αίμα σου από μένα, μόνο αυτή που ζει στις συγγενικές μας ανάσες απόγονε. Για καληνύχτα δεν θα ουρλιάξω, για καλό ξημέρωμα μη γαβγίσεις. Άλλα τραγούδια θα πούμε μαζί. Μην προσπαθείς να τα γράψεις, μη φερμάρεις άλλο τη λάμψη των στιγμών. Μύριζε κι ακολούθα τις τρεις τελείες…»

Συνέχισε να περπατά. Ο χρόνος ήταν ακίνητος και ο τόπος ονειρικός. Και οι σκηνές ξεκομμένες, αυτόνομες. Και όλο και πιο σπάνιες. Πλησίαζε το απόλυτο τίποτα;

Έτσι, χωρίς λόγο, το μάτι του έπεσε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί τρία -τέσσερα μέτρα μακριά του. Όχι στο δρόμο του, στο πλάι. Τη στιγμή που το κράτησε στα χέρια του είδε. Ήταν ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο αστικού λεφωφορείου πεταμένο κάτω, σε ένα δρόμο κοντά στο σπίτι του.

Φως παντού! «Ανάσταση!» φώναξε…


(Η μελωδία για μία στιγμή, για μια ανάσα σταμάτησε. Μα, και χωρίς διακοπή, άρχισε να ξαναχτίζεται. Πρώτα ο ρυθμός. Μετά, πάνω του, η αρμονία. Σε ακολουθία τους ένα επαναλαμβανόμενο μελωδικό θέμα. Και τέλος, στην κορφή τους, μία κορώνα, μια ψηλή κρατημένη νότα. Το τραγούδι σε κορύφωση-πιθανόν αναμονής…)


Βρήκε τον εαυτό του απλά να υπάρχει στους δρόμους. Στο μάτι του κυκλώνα. Έτοιμος να τρομάξει αλλά χωρίς να φοβάται. Κινούνταν χωρίς καμία σκέψη να θολώνει τη διαύγεια. Το σώμα του διαπερνούσαν παλμοί μιας αυτόνομης δύναμης βιώνοντας την πιο γαλήνια αδυναμία. Τα βαριά, σχεδόν κουρασμένα βήματα του, κουβαλούσαν εκείνη τη γέρικη γνώση του βρέφους που, παρέα με την απόλυτη ματαιότητα, το ταξιδεύει, γεμάτο απορία και θαυμασμό, στις στιγμές και στη ροή τους. Κι ο χάρος δίπλα, σύντροφος του.

Κοντοστάθηκε και κοίταξε το εισιτήριο. «Όλα ίδια, όλα καινούργια, όλα εδώ» μονολόγησε χωρίς λέξεις! Αυτό που ήξερε από την αρχή, αυτό που μόλις θυμήθηκε: το μόνο που είχε αξία. Συνέχισε τον δρόμο του. Χαμογέλαγε(;). Και, χωρίς να θέλω να ορκιστώ, από όσο μπορούσα να ακούσω, σιγοτραγουδούσε:


Ήταν η τύχη; δεν το χαν κάνει άλλοι

που έσκυψε και το πήρε

κι αν με ρωτάς να πω;

έφτασ’ εκεί που πάει…


Τέλος…


Γιάννης «Μαύρος Σκύλος» Μιχαηλίδης



2 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρουσα οπτική για το συμβολισμό των ημερών. Ιδιαίτερα η έκφραση "η γιορτή αντηχούσε μέσα του" έχει μια μαγική δύναμη. Γενικά ξέρεις ότι εκτιμώ την αίσθηση σου Βίκυ και πολύ χαίρομαι όταν ξετρυπώνεις και παρουσιάζεις άγνωστους ποιητές και συγγραφείς. Ελπίζω να τον δούμε σε καμία από τις ωραίες εκδηλώσεις σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θυμάσαι Αθηνά στην παρουσίαση του Πολύζου που σου διάβασα την άποψη του Μέσκου; Αυτή η άποψη ισχύει για κάθε μορφή τέχνης νομίζω.
    «Πλην των ταλαντούχων δημιουργών υπάρχουν και οι ταλαντούχοι
    δύσκολοι αναγνώστες . Που κινητοποιούν το κείμενο βοηθώντας και τον δικό τους κόσμο.Υπάρχει λοιπόν μια περίτεχνη σχέση ανάμεσα στην Ποίηση και τον εραστή αναγνώστη.Σχέση διαρκούς αναφοράς εκατέρωθεν, ιερή, πολλαπλή. Αν είναι
    επιπόλαιη δεν μετράει.»
    Έχεις δίκιο για την έκφραση η οποία είναι ποιητική.
    Ο Γιάννης Μιχαηλίδης κατά δήλωση του είναι πρώτιστος μουσικός και δεν έχει εκδώσει ακόμη τίποτα. Αρθρογραφούσε για κάποιο διάστημα στην εποχή. Για μένα είναι πρώτιστος συγγραφέας και ποιητής αλλά η δική μου άποψη δεν μετράει . Πάντως αν εκδώσει σίγουρα θα του κάνω πρόταση να έρθει. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια

    ΑπάντησηΔιαγραφή