Σήμερα θα ’θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου
θα ’θελα στον ώμο φιλιά
χουχούλιασμα
τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις
ή τα πιο μεγάλα ψέματα—
να μου ’λεγες ας πούμε
πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου
πως πολύ μ’ αγαπάς
και άλλα τέτοια,
τόσο απλά,
έτσι χιλιοειπωμένα,
τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις
και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις,
λες κι η ζωή σου ακέρια απ’ το χαμόγελό τους να εξαρτιόταν
όλους τους γλάρους αναστατώνοντας στον αφρό.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως το κορμί μου να περιδιαβαίνεις,
δρόμο δεντροστοιχισμένο και μυρωδικό,
το πρωτοβρόχι να ’σουν του χειμώνα,
αφήνοντάς σε να πέσεις πρώτα αργά
κι ύστερα κατακλυσμιαία.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως ένα κύμα τρυφεράδας τρανό
που τα μέλη μου θα ’λυνε,
έναν κοχυλιού αχό
ένα κοπάδι ψαριών στο στόμα
κάτι τέτοιο
εύθραυστο και γυμνό
σαν ένα άνθος έτοιμο στο πρώτο φως του πρωινού να ενδώσει
ή ένα σπόρο απλώς ή δέντρο
λίγα χορταράκια
ένα χάδι που θα μ’ έκανε να λησμονήσω
και πέρασμα του χρόνου
και πόλεμο
αλλά κι αυτούς ακόμη τους κινδύνους του θανάτου.
σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω
μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό
προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς να γαργαλιέσαι,
και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω,
στο μικρό εκείνο μέρος
–κρυφό και μυστικό–
που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί
και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω
στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα
και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου
τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου,
που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις
με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη,
ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.
καθώς καταπιανόμαστε με τούτα και με κείνα
καθώς κουμπώνεις το πουκάμισο εμπρός απ’ τον καθρέφτη
κι εγώ στρώνω το κρεβάτι
χώνοντας την άκρη του σεντονιού κάτω απ’ το στρώμα
πως πάνω του χθες τη νύχτα κυλιόμασταν γυμνοί
δίχως ίχνος της ευπρέπειας που μ’ αυτήν μας βλέπει
ο κόσμος.
Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζόμαστε πάνω στο μαξιλάρι
πως στενάζουμε και τυλιγόμαστε σαν φίδια
με δόντια λερωμένα απ’ το μήλο του Δέντρου της Ζωής.
Μιλάς για όσα έχεις να κάνεις,
για τις υποχρεώσεις σου που σε καλούν στην πόλη.
Εγώ σηκώνω το ρούχο και τελειώνω με το ντύσιμο.
Το κρεβάτι ήδη στρωμένο. Το κάλυμμα στη θέση του. Τα μαξιλάρια.
Οι κουρτίνες τραβηγμένες, ο ήλιος.
Μυστική κρατούμε τη λαγνεία μας
όπως άλλωστε όλοι.
Κι εγώ, μια ακόμη από εκείνες που σήμερα θα γράψουν στα γραφεία τους,
θα φροντίσουν τα παιδιά τους ή θα παραδώσουν μάθημα,
διερωτώμενες αν είναι ακόμη αυτές οι ίδιες
που με τον ερχομό της νύχτας
παραδόθηκαν στην παραφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου