Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Τα ποίηματα του Jacques Prévert συναντούν τις εικόνες των Robert and Shana ParkeHarrison

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Ακούγοντας
Για κοινωνία αταξική
Αμέσως το παιδί ονειρεύεται
Τον κόσμο -σκασιαρχείο

Και με καλοσυνάτη αδιαφορία
Χαμογελάει
Σαν ο καθηγητής τού "Vive la France"
Του λέει πως είναι ο τελευταίος
Κι όταν ο ίδιος πάλι του μαθαίνει
Το Πιστεύω
Τίποτε δεν καταλαβαίνει από Θρησκευτικά
Κι απ' όλα τα μελό κηρύγματα

Καμιά δε δίνει προσοχή
Στο κήρυγμα της αρετής και της ευσέβειας
Χαμογελάει ακούγοντας
Πως και στη Γαλλική Ιστορία επίσης
Είναι τελευταίος
Και τελευταίος των τελευταίων και στην Κατήχηση
Μα θα 'πρεπε να ντρέπεσαι
Λέει ο ταπεινωτής του
Να ντρέπομαι γιατί
Λέει το παιδί
Δεν πάει πολύς καιρός
Που εσείς ο ίδιος μου είπατε
Πως οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι.

Περιμένω.


Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης


                   

  
 ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ανάμεσα στα δόντια της παγίδας
Πόδι άσπρης αλεπούς
Κι αίμα στο χιόνι
Το αίμα της άσπρης αλεπούς
Ίχνη στο χιόνι
Ίχνη της άσπρης αλεπούς
Που φεύγει με τα τρία της πόδια
Ενώ ο ήλιος βασιλεύει
Κι η αλεπού
Ένα λαγό στα δόντια της βαστάει
Ακόμα ζωντανό.

               


 Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΠΟΛΥ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Χιλιάδες πουλιά πετάνε προς τα φώτα
Κατά χιλιάδες πέφτουνε τσακίζονται
Χιλιάδες τυφλωμένα και νεκρά
Πεθαίνουνε κατά χιλιάδες

Ο φαροφύλακας δεν το αντέχει
Ο φαροφύλακας αγαπάει πολύ τα πουλιά
Και τόσο το χειρότερο
Εμένα τι με νοιάζει λέει

Και σβήνει όλα τα φώτα

Από μακριά ένα καράβι φορτηγό βυθίζεται
Το φορτηγό που έρχεται από τα νησιά
Κι είναι το φορτηγό πουλιά γεμάτο
Χιλιάδες πουλιά από τα νησιά
Χιλιάδες πνιγμένα πουλιά.

           

Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ

Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
Που το μισόφαγε
Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδάει
Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
Και να γλείφει τη μουσούδα του
Και το χωριό ετοιμάζει στο πουλί
Κηδεία επίσημη
Κι ο γάτος που είναι καλεσμένος
Προχωρεί πίσω από το μικρό αχυρένιο φέρετρο
Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πουλί
Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
Το κορίτσι αυτό δε σταματά να κλαίει
Αν ήξερα πως σου 'κανα τόσο κακό
Λέει ο γάτος στο κορίτσι
Θα το είχα φάει ολόκληρο
Κι ύστερα θα 'λεγα
Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
Μέχρι τα πέρατα της γης
Κάτω εκεί τόσο μακριά
Απ' όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.

Ποτέ δεν πρέπει ν' αφήνουμε κάτι μισό.



                     


Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ

Εύφορη γη
Καλό παιδί η Σελήνη
Μια θάλασσα φιλόξενη
Κι ο ήλιος χαμογελαστός
Στο ρεύμα του νερού
Κορίτσια αέρινα της εποχής
Κι όλα τ' αγόρια αυτής της γης
Να κολυμπούν στην πιο βαθιά χαρά
Ούτε χειμώνας ούτε καλοκαίρι
Μήτε φθινόπωρο μήτε άνοιξη ποτέ
Μόνο καλός καιρός όλο το χρόνο
Και τα παιδιά τ' αγαπημένα του Θεού
Τον έχουν διώξει απ' τον παράδεισο της γης τους
Δεν Τον αναγνωρίζουν απ' την Εύα ή τον Αδάμ
Πήρε κι Αυτός των ομματιών του για να βρει δουλειά
Δουλειά γι' Αυτόν και για το φίδι στο εργοστάσιο
Αλλά εργοστάσιο δεν υπάρχει πια
Υπάρχει μόνο
Εύφορη γη
Καλό παιδί η Σελήνη
Μια θάλασσα φιλόξενη
Κι ο ήλιος χαμογελαστός
Έτσι ο Θεός μαζί με το ερπετό του
Μένει εκεί
Χοντρο-Αηγιάννης σαν και πριν
Ξεπερασμένος απ' τα γεγονότα.


                       


ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ
Αυτός ο δρόμος
Παλιά λεγόταν οδός Λουξεμβούργου
Λόγω του κήπου.
Σήμερα λέγεται οδός Γκυνεμέρ
Προς τιμήν ενός αεροπόρου
Που σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Όμως
Αυτός ο δρόμος
Είναι πάντα ο ίδιος κήπος
Είναι πάντα το Λουξεμβούργο
Με τις βεράντες... τ' αγάλματα.... τις στέρνες
Με τα δέντρα
Τα ζωντανά δέντρα
Και τα πουλιά
Τα ζωντανά πουλιά
Με τα παιδιά
Όλα τα ζωντανά παιδιά
Τι γυρεύει λοιπόν
Αλήθεια τι στο διάβολο γυρεύει
Ένας νεκρός αεροπόρος εδώ μέσα.




       



ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα
Καλπάζει ένας ψηλός άνθρωπος άσπρος
Καλπάζει ένας ψηλός άνθρωπος άσπρος.

Είναι χιονάνθρωπος
Κι έχει μια πίπα ξύλινη στο στόμα του
Ένας ψηλός χιονάνθρωπος
Που τουρτουρίζει από το κρύο.

Και φτάνει στο χωριό
Και φτάνει στο χωριό
Βλέπει τα φώτα από μακριά
Κι αισθάνεται ασφαλέστερος.

Σ' ένα μικρό σπιτάκι
Την πόρτα δε χτυπάει και μπαίνει
Σ' ένα μικρό σπιτάκι
Την πόρτα δε χτυπάει και μπαίνει
Και για να ζεσταθεί
Και για να ζεσταθεί
Κάθεται πάνω στο κόκκινο τηγάνι
Μεμιάς λιώνει και χάνεται
Μένει μόνον η πίπα του
Πεσμένη στα νερά
Μένει μόνον η πίπα του
Και το παλιό καπέλο του...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου