Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Άνθη στο καταραμένο φίδι -Μάρκος Μέσκος, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998.



1. Που να σε φιλήσω να `ναι μόνο για μένα!

2. Σκοτάδι απροσδότητο – ξαφνικό φιλί` κατάλευκη λάμπει η κρήνη!

3. Μετά το τραγούδι η σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη!

4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;

5. Τι να σου δώσω εγώ τι να σου δώσω; Και την ψυχή μου πάρε!

6. Αγάπη αλαφροΐσκιωτη στη σκάλα βήματα δεν άκουσες ποτέ! 

7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ` αγαπώ με λόγια που τρεκλίζουν!

8. Μην κλαις μη φοβάσαι. Ασύλητος, από σένα θα τελειώσω.

9. Πότε θα ξυπνήσεις να μιλήσουμε;

10. Στα Τάρταρα πάω και γυρίζω: μαύρο αδιέξοδο, κοντινό μου πουλί, ψυχή μου!

11. Δεν έχει παράθυρα, ποιο λένε φως; Πέταξε πέταξε ψυχή μου ψηλότερα!

12. Αν κοπεί το σκοινί θα `ναι καθώς η μέρα λιγοστεύει το φως και τελειώνει.

13. Βραχνό κοκοράκι μέσα στην καταχνιά. Άμυαλό γιατί επιμένεις;

14. Δύο το μυστικό, να πού στεριώνει. Κάλφα της γης, τον ήλιο βγάλε από τη Δύση!

15. Τα φύλλα στα δέντρα χλωμιάζουν. Κει πάνω βλέπω τους ανθούς!

16. Σε φιλώ παντού γαλαξίας να γίνεις! Χωρίζουμε πικρά και τρέχω πίσω να σε φιλήσω!

17. Την ψυχή πως δολώνεις και μέσα σπαρταρά το σπλάχνο! Λησμονιά δεν έχει.

18. Ξύπνησα χαράματα` όλη μέρα καρτερώντας σε δεν έσπασα ποδάρι!

19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!

20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Που να το πω; Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.

21. Στον Έρωτα πάω όπως και στο Θάνατο: καθαρός, σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.



22. Η Γυναίκα μέτρησε το σπίτι – φωλιά. Τόσο μήκος τόσο πλάτος τόσο ύψος ουρανού, καρέκλες κασέλες κάντρα κιλίμια κρεβάτι, το μαξιλάρι πλάι στ` άλλο, η χαρά πραγματοποιημένη – έβγαλε μια κραυγή, φίλησε τον άντρα τρυφερά και πέρασε πάλι στο δάσος. Το πουλί τώρα κελαηδεί στον κόρφο και στη φυλλωσιά την πράσινη.

23. Πάνω απ` το κεφάλι μου τρία σπαθιά σφυρίζουν: γιατί σκεπάζω μέσα μου πουλάκι τρομαγμένο.

24. Άστρο ψηλά στον ουρανό, λαδάκι της ψυχούλας στα ενύπνιά μου κατοικείς βαθιά κρύβοντας τ` όνειρό μου!

25. Ποτέ μη λησμονήσεις: υπάρχεις και υπάρχω. Σε ομίχλες σύννεφα και καταχνιά να λάμπει ο ήλιος!

26. Γελάς χαρούμενα, πουλί που πάει μέχει τον έβδομο ουρανό. Χαρά βραδυπορούσα και λησμονησμένη τώρα σ` αγκαλιάζω;

27. Κουβέρτα ο τοίχος, παράθυρο το φεγγάρι και καθρέπτης νυχτερινός, μάτια στα μάτια, η Αγάπη.

28. Το λίγο είναι πολύ – και το πολύ ποτέ; Αετός σκίζει τα σπλάχνα από τ` αρχαία χρόνια.

29. Από τη μια φωνή ως την άλλη καρτερώ και συλλογίζομαι το διάστημα: Γεμίζει, φουσκώνει από χίλια δυό, οι γάτες του αδιέξοδου κι ο εγκαταλειμένος σκύλος στην πρώην γειτονιά, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σκέψεις από μέσα, τι φορώ και πως τρώω το ψωμί, η μουσική πάλι από το ραδιόφωνο, η κατάρα σα νύφη τυφλή, το τίποτε και το σύμπαν – θα τα εννοήσεις αγάπη;

30. Μελάνια ο καιρός, άγρια καταιγίδα ξεριζώνει το σύμπαν. Ξαφνικά κοπάζει το βούκινο του ανέμου. Μα εγώ νανουρίζω ακόμα το παιδί μου.

31. Θάνατος αν υπάρχει λήθη τεφρή και λησμονιά κακή υπάρχουν και τ` άνθη υπάρχουν και τα όνειρα και η καλή Αγάπη.

32. Η μέρα κρύσταλλο, συναίσθημα γοερό: να κλάψει ή να γελάσει; Απ` την Ανατολή με φτερά σφιγμένα τρυγόνα σιμώνει. Είσαι συ;

33. Ψηλά, πολύ ψηλά πέταξα το νόμισμα άνεμος να το πάρει. Πάλι στα πόδια μου έπεσε γράφοντας: ΑΓΑΠΗ

34. Ένα πρωί ξεκίνησες την Πούλια και τους γαλαξίες να πιάσεις. Τώρα μπορείς όσο ψηλά τακουνάκια να φορέσεις.

35. Από που μπάζω ξέρεις: κακή βροχή μαύρο νερό. Φίλησέ με. Και κλείσε το ρήγμα που βγάζει τον καπνό της ψυχής μου!

36. Τωρινή παπαρούνα είναι για σένα. Κι αυτή που θα φυτρώνει αύριον στον γκρεμό. Κι εκείνη που στις φλέβες, όσο ζω, από χαρά βροντώντας κοκκινίζει.

37. Πίσω βαδίζει ο δρόμος του κρασιού πίσω ο καπνός σταχτής σα βάραθρο μαντρόσκυλου μα πίσω είχαν τα πόδια μας κλαρί και ξόμπλι.

38. Πάντα ήσουνα κλέφτης; Μέλι γλυκό και κατάρα μαζί; Το χέρι απλώνω βιαστικά να πνίξω το μαστό σου.

39. Ψες βράδυ όνειρο είδα: εκεί, στο ξεδοντιασμένο σπίτι του Ανώνυμου, το μικρό γεφυράκι από ξύλο. Και το νερό δεν ήταν βρώμικο, κελάρυζε δακρυσμένο κάτω απ` την κοιλιά του τόξου. Ένα φιλί στον άντρα από τη γυναίκα που έστρεψε για λίγο την κεφαλή πίσω, μετά πήρε τα δάκρυα από το ποτάμι και γύρισε σπίτι.

40. Όποιο και να `ναι το άσκημο μέλλον ευλογημένη να `σαι! Στον κατάλευκο σου κόρφο κελάηδησα σούρουπο και πρωί.

41. Τη νύχτα ασπρίζει η κερασιά ανθισμένη – τρελή, τρελή! αρκεί να `χει λίγο φεγγάρι, λίγο αεράκι, λίγη αγάπη!


42. Σκάψε βαθιά όσο θες, πήδα ψηλά όσο το επιθυμήσεις. Χρυσάφι είναι τα μάτια που θωρείς – τίποτα άλλο.

43. Άλλο αίμα να βροντήσει μέσα σου άλλος ρυθμός να κοκκινίσει` ως το τέλος σπυρί σπυρί, το πουλί στο παράθυρό του, να `χει το φως – ως το τέλος.

44. Για τελευταία φορά αγαπώ στη ζωή` στο πανί αεράκι ( ξέρει που πάει: δέντρα φθινοπωρινά, συστάδα του θανάτου πάλι).

45. Νερό μαύρο σε κατάπιε – η φωνή δεν ακούστηκε. Τρελή επιθυμία να σε δω πάνω από τα νερά, ξύλα καστανιάς τα χέρια σου ν` αγγίξουν και τα βήματα να ενώσουν τον ποταμό. Κείνη την ώρα ησύχαζαν τα σφαγεία αλλά το μαύρο μοσχάρι δεμένο από την κεφαλή, τα μάτια αναστρέφοντας ψηλά, μουκάνιζε απελπισμένο.
– Δεν θα μου πεις καληνύχτα;

46. Σκέφτομαι πως λίγο δεν είναι το μέγεθος του Προσώπου εκείνου που καλύπτει: χρόνια και χρόνια, περισταστικά και γεγονότα, συνεχείς πόνους και κάποιες χαρούλες. Και πως καλύπτοντάς τα, αρνούμενο τύχη και μοίρα και κοινωνικούς προσδιορισμούς τα σβήνει, τ` ανατρέπει, δεν έχουν φωνή, σιωπούν στη γωνιά αποσβολωμένα. Τώρα κυριαρχικά και παντοδύναμα δεν επιτρέπει την όποια άλλη ζωή, πολιορκεί με φωτιές το τροπαίο του, αυτό που παραδομένο στην απεριόριστη αγαθή σύμπτωση, αφήνεται μετρώντας κάποιο μήκος προθανάτου με μουσικές όνειρα και χορούς.
– Πείτε μου λοιπόν τι είναι η Αγάπη;

47. Πάνω από τον ύπνο μου πέρασε το πουλί` δεν ξύπνησα γιατί τ` όνειρο στόλιζε φτερό κεντημένο: της Αγάπης.

48. Πασχαλίζει το αηδόνι στο ρέμα μόλις βραδιάζει` μα τρεις η ώρα της νυκτός πλαντάζει μόνο στη σκοτεινιά, πεθαίνει από αγάπη.

49. Από χτες το απόγευμα έχω να μιλήσω ( με την πέρα φωνή και τη μέσα ). Κάθομαι εδώ και περιμένω δικαιολογώντας καρέκλα – τραπέζι – μολύβι – φως από το πορτατίφ. Τα προσχήματα ως πότε θα σώζουν; Έτσι λοιπόν είναι η σιωπή του κάτω κόσμου; Φωτεινή, ελπίζουσα και απούσα; Ποιός να το πει;

50. Δέντρο που φαίνεται γυμνό, σκοτεινό, καταραμένο. Να βγάλει μια κορφούλα του ψηλά, να ξεμυτίσει από τον Άδη!

51. Βαρύ ρεμπέτικο, μαύρο αδιέξοδο η Αγάπη. Μα να λευκό πουλί σαλεύει μέσα στα κλαριά!

52. Μουσική από ανέγγιχτη μοναξιά, σιωπηλή κοιλάδα` ένα δέντρο μοναχό στο τέλος – θε μου! άδειο το χέρι.

53. Κακές κουβέντες πίσω να πάνε, στον τάφο. Εκεί έρημες να ξεχαστούν. Κρασί, μόνο κρασί στα χείλια κι όταν μεθύσεις πάλι να με θυμάσαι.

54. Στα μάτια σε κοιτώ: κύματα η αγάπη καλπάζει, με λιώνει, χάνομαι. Δεν βλέπωτα χέρια που πνίγονται μήτε το φιλάργυρο που σκοτεινά μετράει τις λίρες. Εκείνοι σκοτώνουν, εγώ αγαπώ.

55. Φιλιά με το δάκτυλο, παντομίμα στα μάτια κλαμένη. Αγάπη του άλλου κόσμου καταποντισμένη, το χαίρε πληγή.

56. Πάλι μπροστά τα συν και τα πρέπει. Τι μέλλει να γίνει και τι να χαθεί… Α, πρέπει να γίνω τιποτένιος, κακός, μοχθηρός, ανεύθυνος, απόμακρος – να χαθώ.
57. Νεκρός` κι όμως υπάρχεις. Πιάσε την ανεμόσκαλα γερά όπως το σύννεφο τη σκιά, όπως και συ, να υπάρχει.
58. Ροή της ακροποταμιάς (σκιάς μυστήριο στους όχτους). Το νερό είμαι και συ – θα το ξεχάσεις; – το λουλούδι αμάραντο.

59. Κεραυνωμένος το κοιτώ λουλούδι στο νερό. Αγάπη μ` έπιασε στο λαιμό με δάγκωσε.
60. Δυό άνθρωποι κλείνουν το σύμπαν: μεγάλη αγκαλιά (τον ήλιο μέσα, το φεγγάρι, τα ποτάμια και τα πουλιά).

61. Μέγας βυθός ταράζει το μέσα της νυχτός, απελπισία σκοτεινή. Ανατολή λεπίδι και πρόσωπο χαράζει – πάνω στα κύματα βαδίζω.

62. Φυσάει ο αέρας ξάστερα, καράβια σκίζουνε τη θάλασσα στα δυό. Στο λόφο χτίζεται τι σπίτι, γιασεμάκι μ` έκοψαν τ` αμύγδαλά σου.

63. Βάθια πράσινα φύλλα, το αγιόκλημα ευωδιάζει. Μια κίνηση αγκαλιάς, μετά φιλί, μετά ο χαμός.


64. Σκληρό αδιέξοδο, δρόμος τυφλός με την πυρά σημαδεμένος. Η αρχή του τέλους των ονείρων; Και πως ν` αγκαλιάσω το κορμί σου;

65. Μείωσε την ένταση, το φως σβήσε` οι ενοχές δεν υπάρχουν στον ηλίθιο ύπνο.

66. Σκοτεινιά βρεγμένη παντού, κρύο ψιλοχαράζει. Έρημος κόκορας, πάνω στ` άχυρα, μάταια την ώρα υπογραμμίζει.

67. Θα βρω τρόπο, πάλι να ξεχαστώ. Να θάψω, ζωντανός, το σώμα μου.

68. Τώρα γνωρίσεις πως ζω, τι φορώ, πως περπατώ, πως πιάνω τον πηλό στα χέρια. Και πως φυσώντας την πνοή το Χάρο ξεστρατίζω.

69. Kακό κι ασήμαντο πετούμενο είμαι` στο χιόνι αλήτης στη φωτιά μαύρος καπνός, άχυρο του αλωνιού λιωμένο.

70. Mάγια δεν ξέρω στο Θεό δεν πιστεύω και πως να εξηγήσω πως κουδουνίζουνε συχνά κοκκινωπά γαρίφαλα στο αυτί μου;

71. Στα γέλια ανάμεσα ο λυγμός – έτσι λοιπόν θα πάμε; Με το χέρι πιάνω το φεγγάρι, το δάκρυ σου με πνίγει.

72. Σκιαγμένη ψυχή τη νύχτα φοβάται συννεφιασμένη – ραμφίζει η αγωνία στα χείλη και φεύγεις πουλί μου.

73. Αγάπη από στάχυα και μετάξι, κόκκινα πορτοκαλιά του δειλινού. Ο ήλιος στο υπόγειο κάτω – λάμπεις πάλι εσύ!

74. Διπλές τριπλές αλυσίδες` στο μέσον πανέμορφο ζώο. Κοιτάζει την Ανατολή βογγάει, μόλις βραδιάζει κλαίει.

75. Θηρίο της διπλής μοναξιάς δεν νυστάζεις ουδέ κοιμάσαι. (Τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, φίδι δαγκώνει το μυαλό μου.)

76. Λησμόνησε όσα κακά είπα, δεν είναι η ψυχή μου από χολή. Αύριο πεθαίνω. Και ένα λουλούδι στο στόμα μου φυτρώνει.

77. Σήμερα ανθισμένη κερασιά και το φεγγάρι στον ουρανό λευκό. Ας βραδιάζει` στον μαγεμένου Μάη των αιώνων γράψε: σ`αγαπώ!

78. Γενναίος να είσαι! Μη σκιάζεσαι καθώς λαγός στη χαμηλή χλόη. Δες τον αιτό ψηλά, φτερά τρεμοπαίζουν στο φως – σπάνια η Αγάπη!

79. Στην άκρια τ` ουρανού αρμενίζει, επώνυμη κι οριστική. Ανθός ουδέποτε εξαφανιζόμενος, γυναίκα ευτυχισμένη; Ποιος να το πει;

80. Άγριο γιασεμί, ψύχα αμυγδάλου, δόντια που ματώνουν χείλη. Μια κίνηση μνημείου η Αγάπη: το χέρι μου πάνω στο βυζί σου.

81. Όπου κι αν πάμε οικείο τ` αγέρι φίλιος ήλιος και σκοτάδι γνωστό. Στον πάνω κόσμο και στον κάτω δυό σκιές μαζί: ποτέ μόνοι, ποτέ ξένοι!

82. Γλυκιά μου αγάπη, Μαρία αναπνοή στα στήθια σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια.

83. Θε μου τι δόξα, τι ηδονή! Το σώμα μου μέσα στο σώμα σου γλυκά δάγκωμα ρώγας, φωνίτσα δροσερή στην πυρωμένη τρέλα του ήλιου!

84. Αγάπη τρελή, πολύχρονη δύο μηνών και, ζεστή, μεγάλη , αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό, χαρούμενη με δυό παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα, το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών από το Βορρά, χιόνια που λοιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ, κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο, κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε, λεύκες ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δακτυλίδι αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο, μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ.

85. Τη νύχτα, λοιπόν, θα πολεμάμε να πάει το μαύρο πίσω – ο δρόμος ο φαρδύς κλειστός, στο χώμα δηλητήρια φίδια.

86. Το αγρίμι μην το προκαλείς, βγάλε το αγκάθι από το στόμα, φίλησέ το. Να λάμπει η ταπεινότητα άσπρο φαντασταστικό και τότε τι να φοβηθείς;

87. Πίνω νερό τρώω ψωμί, στον κύκλο των ωρών αναπνέω. Φυλλορροεί το δέντρο μα σε λίγο ανθίζει – έτσι μιλώ έτσι αγαπάω.

88. Στην απέραντη γλώσσα των αισθημάτων τι να σου κάνει ένα φιλί από μακριά;

89. Τ` αστέρια των σκοτεινών αιώνων στα μάτια σου φιλιά μου στα χείλη σου στο λαιμό – αθάνατη Αγάπη!

90. Με τα μεράκια και τα ωραία του κόσμου είμαι. Χόρεψε πολύ να σε χαρώ. Τραγούδησέ μου τον θάνατο.

91. Θάλασσα είσαι – χάθηκες μακριά κύμα το κύμα. Τι μένει από μένα; Όστρακο στεγνό στην άκρη.

92. Έρωτας στον καπνό, δαγκωμένα τόσα τσιγάρα. Σε λίγο στρίβει το μονοπάτι, γιατί να σ` ανταμώσω, γιατί;

93. Αργότερα θα πονέσουμε πιό πολύ, έλα, κόψε το χέρι. Η καρδιά λυγώντας μορφάζει, πόσο θ`αντέξει;

94. Κρύο φιλί λευκό. Είσαι νεκρή ή εγώ πεθαμένος; (Τα χόρτα από την άκρη γέρνουν να με σκεπάσουν.)

95. Σαν την ψιλή βροχή στα πόδια ήρθες νυχοπατώντας. Εκείνου του νερού που λησμονάει, μια σταγόνα σκοτώνει.

96. Το απόγευμα ψηλά πετούν πουλιά για το Βορρά. Τι βλέπουν άραγε, που παν και που τη νύχτα θα περάσουν;
– κάποιο κλωνί στασίδι του ύπνου για το άγνωστο ταξίδι καθώς στα μάτια τους θεούς κοιτούν αυτοκτονώντας.

97. Ψέματα δεν είπα: υπάρχει το κοκόρι, νόμισμα και τρυγόνα. Ψιλόλιγνη λεύκα χαϊδεύει τον αέρα λέγοντας σ`αγαπώ.

98. Νύχτα και μέρα ένα, πνιγμένα τ`άστρα του φωτός και η χλωμή σελήνη, όνειρο και κρασί, καρδιά και νους, τα μπλε και τα λευκά σου μήλα.

99. Βουρκώνει ο καιρός κι όμως ένα δέντρο στολίζεται. Έχει το νερό και το φως, το μυστικό αεράκι, στοχάζεται μακριά – στολίζεται. Θα βάλει τα λευκά άνθη προς συνάντησιν, λυχνάρι της νύχτας και γάλ του Έρωτα και φιλιά στην αιωνιότητα της Γης. Τρέμουλο στην ψυχή. Μαζί με το παμπάλαιο ρήμα καρτερώ.

100. Τσιγγάνικα βαλτόνερα, σύννεφα από κυπαρίσσια θα φύγουν μια νύχτα τρελαμένα, θα χαθούν. Και μόνο εσύ θα `σαι κοντά μου.

101. Σ`αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τα γηρατειά σου – τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω.

102. Χαίρονται οι κάργες την ομίχλη τ`ουρανού. Γιατί ρωτάς που είναι η χαρά; Δεν ξέρεις;

103. Σημείο αποχαιρετισμού τρέλα της δαμασκηνιάς ανθισμένη – σαν μόνος στο δωμάτιο με τη νεκρή μου μάνα.

104. Μαζί δεν είναι ψεύτης ο ντουνιάς λέει το πουλί γοερά μα ευθύς σβάρνα το πήραν άνεμοι, χάνεται στη μαυρίλα.

105. Σπαθιά στον ήλιο λεπίδι στο φεγγάρι – τέρμα λοιπόν; Κλάψε. Το βραχνό κοκοράκι φωνάζει, ακόμα, σφαγμένο.

106. Όνειρο και ζωή, ζωή και θάνατος – τίποτε νέο παλιό τίποτε. Έλα να σε δω πάλι στα μάτια, να σε φιλήσω.

107. Γρήγορα σκοτεινιάζει γιατί δεν έχω το πρόσωπό σου.

108. Φύλλα που σαλέψανε μετά το φτεροκόπημα του πουλιού. Φύλλα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου