Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ποιήματα του Άχμαντ Αμπού Αμίρ ιμπν Σουχάιντ (Μετάφραση: Θανάσης Ράπτης)

Ο Ahmad Abū ‘Āmir ibn Šuhayd (Κόρ­δο­βα, 992-1035) εί­ναι ο αυ­θε­ντι­κός δια­νο­ού­με­νος που με το κύ­ρος του δεν κά­νει τα γράμ­μα­τα επάγ­γελ­μα αλ­λά λει­τούρ­γη­μα. Πι­θα­νόν επι­κε­φα­λής της ποι­η­τι­κής και πο­λι­τι­κής ομά­δας όπου ξε­χώ­ρι­ζε ο Ibn Hazm (v. Tawq al-hamāma), με τον οποίο πά­ντο­τε τους ένω­νε με­γά­λη φι­λία. Από τις από­ψεις του σαν κρι­τι­κός ξε­χω­ρί­ζει ο ισχυ­ρι­σμός του ότι η κα­λή λο­γο­τε­χνία έγκει­ται στο τα­μπε­ρα­μέ­ντο του συγ­γρα­φέα και όχι στην ευ­ρυ­μά­θεια και την κα­λή του γνώ­ση της γραμ­μα­τι­κής, δη­λα­δή γι' αυ­τόν το κα­λύ­τε­ρο ερ­γα­λείο του συγ­γρα­φέα -ο ποι­η­τής γεν­νιέ­ται δεν γί­νε­ται- εί­ναι η ευ­φυ­ΐα. Όσον αφο­ρά την ποι­η­τι­κή του πα­ρα­γω­γή γνω­ρί­ζου­με ότι εί­χε το χά­ρι­σμα του αυ­το­σχε­δια­σμού. Συ­νέ­θε­σε πά­ρα πολ­λούς στί­χους αντα­γω­νι­ζό­με­νος ποι­η­τές από την ανα­το­λή.

Όταν πλη­σί­α­ζε ο θά­να­τός του —πέ­θα­νε από ημι­πλη­γία— έγρα­ψε ένα ποί­η­μα στον Ibn Hazm όπου του ζη­τού­σε να μη ξε­χά­σει να του απο­δώ­σει τι­μές στην κη­δεία του και εξέ­φρα­ζε την επι­θυ­μία του να πε­ρά­σει τις τε­λευ­ταί­ες του μέ­ρες «στην κο­ρυ­φή ενός βου­νού, εκεί όπου φυ­σά­ει ο άνε­μος· μό­νος, τρώ­γο­ντας ό,τι απο­μέ­νει από τη ζωή τους σπό­ρους του αγρού και πί­νο­ντας νε­ρό στις λακ­κού­βες των βρά­χων». Όταν πέ­θα­νε εντα­φιά­στη­κε σε ένα πάρ­κο στην Κόρ­δο­βα, κά­τω από τα λου­λού­δια.

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο

και ότι ο θάνατος μ' αρπάζει αναπόφευκτα,

το μόνο που λαχταρώ είναι να ζήσω κρυμμένος

στην κορυφή ενός βουνού, εκεί όπου φυσάει ο άνεμος·

μόνος, τρώγοντας ό,τι απομένει από τη ζωή

τους σπόρους του αγρού και πίνοντας νερό στις λακκούβες των βράχων.



Μετά το όργιο


Όταν σκασμένη από το μεθύσι της αποκοιμήθηκε

και σφάλισαν τα μάτια όλης της παρέας,

την πλησίασα δειλά,

σαν το φίλο που αναζητά ύπουλη επαφή στα μουλωχτά.

Σύρθηκα προς το μέρος της ανεπαίσθητα σαν το όνειρο·

στράφηκα προς το μέρος της γλυκά σαν την ανάσα.

Φίλησα το λαμπερό λευκό του λαιμού της·

πίεσα το ζωηρό κόκκινο του στόματός της.

Και πέρασα μαζί της απολαυστικά,

μέχρι που το σκοτάδι χαμογέλασε,

δείχνοντας τα λευκά δόντια της αυγής.



Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του

Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του,

αναζητώντας τα σύννεφα της γόνιμης βροχής·

και οι στρατιές των μαύρων σύννεφων που είναι φορτωμένα με νερό, παρήλαυναν 

μεγαλοπρεπώς, οπλισμένες με τα χρυσά σπαθιά της αστραπής



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου