κείνον τον Μάρτη του 67
δεν τον ενθυμούμαι
κατά πως έχω ακουστά
δεν έλειπε από τη Σαρακοστή
κι οι μυγδαλιές ανθίσανε
στον ήλιο του χειμώνα
την μέρα που γεννήθηκα
η γη είχε τροχιά κανονική
ο μπαμπάς ξεπάγιαζε στο διάδρομο
του μαιευτηρίου
η μάνα σπάραζε απ’ τις ωδίνες
και γω κλαίγοντας απαρηγόρητα
εγκατέλειπα για πάντα
την όμορφη σπηλιά της μήτρας
για να συναντήσω την ύπαρξη
κι όπως μου είπαν οι γονείς μου
ήταν πρώτη του Μάρτη
σαν πρωτοαντικρίσανε το θαύμα
εκείνον τον Μάρτη του 2004
τον ενθυμούμαι καλά
έμελλε την 13η μέρα του οδυνηρά
να διδαχθώ τι πάει να πει αγάπη
Στην ψυχρή αίθουσα του νοσοκομείου
τρεις γυναίκες αλλόφρονες μια μάνα
και δυο κόρες με κλάματα και οδυρμούς
παρακαλούν απαρηγόρητες:
«Λυπήσου με άντρα μου
Πατέρα λυπήσου μας και μείνε
ηττημένος ναι και θλιβερά αδύναμος
αλλά λυπήσου μας και μείνει»
-φύγετε φύγετε από πάνω του-
ούρλιαξε απόκοσμα μια γριά
από την άλλη άκρη του θαλάμου
-δεν βλέπετε τον γυρνάτε πίσω
αφήστε τον να πεθάνει ήσυχα
μην τον τυραννάτε άλλο-
κοιταχτήκαμε έκπληκτες στα μάτια
η μαμά μου ψιθύρισε «καλό ταξίδι αγάπη μου»
μετά μας πήρε από το χέρι και φύγαμε
Απελευθερωμένος ο πατέρας
επέστρεψε στην ανυπαρξία
Μάρτης του 2022
κατά που πάει κι έρχεται η ζωή
ένα κορίτσι μόνο ολομόναχο
γυναίκα πια με μαραμένο πρόσωπο
γυρίζει μες στου κόσμου τη θολούρα
παλιότερα κουβαλούσε δύο παιδιά
μα τα παιδιά μεγάλωσαν και φυγαν
τώρα στο στήθος της κοιμούνται λησμονημένα
όνειρα που κάποτε θα άλλαζαν τον κόσμο
Κατά που βολτάρει το φως πατέρα
μες στην ακινησία θυσιάζω μια μια τις μέρες μου
Ό,τι έχω ανάγκη
δεν το χω ακόμη έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου