Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η ζωή και θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος. Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης... Νικόλας Άσιμος

Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.




 και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Νικόλας πάλι θα τον είχα λατρέψει, μπορεί όχι τόσο νωρίς όπως τον λάτρεψα στην εφηβεία μου μέσα από τα τραγούδια του αλλά είμαι σίγουρη πως αν τύχαινε στην ωριμότητα μου να συναντούσα τους Κροκανθρώπους του θα τον ένιωθα όπως και τώρα, σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ίσως θα μπορούσα να γράψω πολλά, να κάνω μια υπερανάλυση των γραφών του, ίσως πάλι να μη μπορώ να γράψω τίποτα, ούτε καν να αναλύσω ένα στίχο του. Συνήθως ότι πολύ αγαπώ δεν το αναλύω το αφήνω να κυλάει μέσα μου πάνω μου, να με κυριεύει. Ο Άσιμος δεν αγιοποιείται ,ούτε είναι ιερό τοτέμ για να τον προσκυνάς, όμως αν μπορέσεις να τον νιώσεις να ταυτιστείς μαζί του, αν μέσα από τη ζωή και το θάνατο του, μπορέσεις να μάθεις τι είναι η αυτοσυνέπεια, τότε κερδισμένος θα είσαι. 
Στις βαθιές θάλασσες δεν κολυμπά το κατεστημένο εκεί, θέτεις τον εαυτό σου εκτός και παλεύεις μόνος  σου….. γιατί  γιαυτούς που αγαπούν τη ζωή δεν υπάρχει  κόσμος, ο μόνος αληθινός κόσμος είναι αυτός που δημιουργούν  μόνοι τους


Εκπορνεύεσαι κουρέλι στην μπορντελοκοινωνία,
ξεπουλάς και την ψυχή σου για την υπεραφθονία,
στην καρδιά σου βάλαν φρένα,
το μυαλό σου παίρνει βύσμα
για χιλιάδες σαν εσένα θα αρκέσει μια πρίζα




 
Ετούτο το βιβλίο - κι ας φανεί παράξενο - δεν είναι δυνατό να διωχθεί, γιατί ο συγγραφέας του από πάντοτε παλεύει για την ελεύθερη έκφραση, και τόχει κατακτήσει το δικαίωμα τουλάχιστο για τον εαυτό του, πληρώνοντας αντίτιμο χιλιάδες χαμαλίκια.
Τυπώθηκε επίσης σε λιγοστά αντίτυπα και δεν πουλιέται στο εμπόριο, και όπου μοιράζεται, η τιμή που πληρώνεις ίσα ίσα καλύπτει το κόστος της αντιπαραγωγοπαραγωγής του. Όχι τον κόπο του εκδότη-συγγραφέα, ούτε τον κόπο του μοιράσματος.
Όποιος θέλει μπορεί να το πουλά, αλλά χωρίς κέρδος.
Δεν είναι δυνατό να κατασχεθεί, διότι παρ’ όλα όσα πιστεύει ο συγγραφέας, έχει και κάποια μέσα του ψυχή τυπωμένη στο χαρτί, και είναι δύσκολο να βρεθεί, και δεν κατάσχεται η ψυχή.
Και εξ’ άλλου αυτός που τόγραψε τυχαίνει να είναι άγνωστος - ευρύτατα γνωστός. Και μια κατάσχεση θα τον έκανε ευρύτατα γνωστό χωρίς το “άγνωστος”, και αυτό θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση, και δε συμφέρει στους κρατούντες, αλλά ούτε κι ο ίδιος δέχεται τη διαφήμισή του.
Τέλος, το βιβλίο τούτο θα περάσει ντούκου και δε θα γίνει ποτέ της μόδας, όσο ζει ο συγγραφέας του, αλλά και από μόνο του. Διότι είναι - θάλεγε κανείς - “εκτός τόπου και χρόνου” παρότι αναφέρεται σε τόπο και σε χρόνο, και απλοϊκά άτοπον. Ούτε καν διά της εις άτοπον απαγωγής αναγκαίον.
Δεν έχει σημασία πού θα διαβαστεί.
Τόσο το χειρότερο πού θα διαβαστεί.
Εξ’ άλλου είναι εκτός Νόμου. Όπερ σημαίνει πως είναι πέρα και πάνω από το Νόμο. Και τον Νόμο τον απορρίπτει ως χυδαίο κι άχρηστο και τονε ξεπερνά.
Δεν είναι φτηνό παρά που η τιμή του ξεγελά. Δεν είναι καν “πορνό”. Δεν ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως: άπλυτα παπάδων, τραβεστί, μπουρδέλα, Rock και τα τοιαύτα.
Όσον αφορά το κάθε τι και ότι, αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ, ως χαρακτηρισθέντας αλήτης και σχιζοειδής.Όχι συμφώνως τώ Νόμω. Ουδεμίαν σχέσιν έχει ο Νόμος μ’ εμένα κι εγώ μ’ αυτόν.
Αλλά έτσι για το έτσι. Γιατί πάντα αναλαμβάνω την ευθύνη του τι κάνω.
Και δε γίνεται. Το κάνω.
Αλλά αυτό αποδεικνύει πως Γίνεται !!!
Κάντο λοιπόν !


ετούτο το βιβλίο το αφιερώνω στον Σαλόκιν Σόμισα, στον άνθρωπο που μου 'δωσε τη γνώση στο να κάτσω να το γράψω και να το τυπώσω



http://www.oocities.org/altlinks/Asimos.pdf

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
διατηρούμε την εσώτερη μιζέρια μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.







Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία.
Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράφω και το θάνατο.
Ενώ οι πιο πολλοί, που η καταγράφουν τη ζωή στο θάνατό της, δεν το ξέρουν και το νομίζουν αυτό ζωή. Χα;
Ζωή και Κίνηση με τον καθέναν στο καβούκι του, που δεν είναι καν προσωπικό, κλεισμένοι στο τάφο, χωρίς καν τη δύναμη του τυμβωρύχου, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να κόβει το φως.
Ό, τι κι αν κατέγραψα ως τα τώρα, (κασέτες κτλ) έγιναν ύστερα απ’ το θάνατο της ζωής και της λειτουργίας των κομματιών, που κατέληξαν στραγάλια και πιπίλες άλλων πιο αδύναμων από μένα, που η βολεμένη τους απραξία τους οδηγεί στο να περνάν την και να εκτονώνονται και μέσα από μένα.

Εκτονώ τονώ Δονήσεις. Εκτονούν τονούν Δονήσις. Τσιμπιές. Δονήσεις. Τρύπες, τρυπάερες, τρυπίτσες… όλο αυτό με καταστέλλει. Θα γίνω ξανά το σουρωτήρι;
Τώρα γράφω με τη μέθοδο του προτιμότερου που είναι ο θάνατος διπλός. Προκειμένου να πουλάω τα βιβλία του θανάτου του Rock, τη Μπέττυ και την Γώγου, όπως έχω καταλήξει. Ας κυκλοφορήσω στην πιάτσα το δικό μου θάνατο.
Δεν πιστεύω ότι βοηθάω κανένα. Ούτε εμένα.
Η προσπάθεια που καταβάλλω να καταγράψω, επαναλαμβάνοντας αυτό που ήταν η ζωή, είναι αφόρητη και δεν ισοφαρίζετε απ’ τα λεφτά που θα χάσω ή θα βγάλω από τις πιθανές διώξεις που θα έχω.
Όποιος αγοράζει βιβλία και μένει σ’ αυτά είναι ηλίθιος, είναι πτώμα και το χειρότερο: δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται το θάνατό του.
Εσύ που μ’ αγοράζεις με σκοτώνεις. Αλλά πρώτα σκοτώνεις τον εαυτό σου.
Πάντως μάθε δεν πρόκειται να βρεις και τίποτα ατόφιο εδώ μέσα.
Οι πραγματικά ζωικές μου στιγμές δεν καταγράφονται.
Όταν φτάνω στη ζωή, είμαι μέσα ολόκληρος, νιώθω και γνωρίζω. Αλλά όταν ξέρω αυτό που ξέρω, Δε θυμάμαι. Ούτε ξέρω αν ή πως θα ξαναφτάσω. Αυτή είναι η ασπίδα μου. Απλώς συμβαίνει αν συμβαίνει.
Την ζωή μου δεν την κατέγραψα. Ό,τι υπάρχει εδώ είναι επιδερμίδα, άλλοτε χοντρόπετση, άλλοτε ψιλόπετση.
Πιο δικιά μου η ψιλόπετση
Πιο δικιά σου η χοντρόπετση.


Στροφή από το τελευταίο μου Σουξέ

Κρίμα που πήγε και αυτό έτσι,
κρίμα που δεν ήταν αλλιώς
και σταματάω σε μια λέξη
π' απορροφάει ο θάνατος.

Venceremos, Venceremos
Αποκομμένος απ' όλους κι απ' όλα
σε μαγεμένη τροχιά 
πήρα το δρόμο να φύγω 
μα ήρθα τίποτα δε μ' ακουμπά 
στον παράξενο μου χρόνο



Νόμιζα πως μ’ έπιασε ό, τι το χειρότερο απεχθάνομαι. Ζήλια και κτητικότητα. Αλλά δεν ήταν αυτό. Ήθελα απλά να πειστώ πως μπορείς να ξεπεράσεις τα όρια σου.
Έγινα απαίσιος, απαίσιος πιο απαίσιος απ’ ό, τι ήσουν κάποτε εσύ.
Ήθελα να σε κάνω να ξεκολλήσεις. Ή, να με σιχαθείς και να τελειώνει.
Αυτό το σπίτι με πειράζει και ότι περιέχει. Πρέπει να σου’ ριξα πολύ πολύ ξύλο κι άντεξες. Πρέπει να ήμουνα αισχρός, αισχρός και άντεξες. Πρέπει να ήμουνα αδύναμος, αδύναμος και με δέχτηκες. Πρέπει να είχα αποκοπεί κι ακολούθησες. Βρήκα τη δύναμη να δώσω τέλος και μου μίλησες.
Πως δεν υπάρχει τέλος. Τέλος κι Αρχή τα’ αυτό. Τώρα ξέρω πως είσαι ο πιο φανταστικός άνθρωπος. Έχεις τεράστια δύναμη. Τώρα ξέρω ότι ξέρεις. Δε σε φοβάμαι μην κυλήσεις. Αφού μπόρεσες να ταπεινωθείς.
Αφού μπόρεσες να κυλιστείς.
Αφού χτύπησες και εσύ στο μαχαίρι.
Ούτε το περιβάλλον σου.
Τώρα ξέρω ότι ξέρεις. Κι, ότι ξέρεις είναι ιδιαίτερο. Είναι δικό σου. Δεν σε φοβάμαι πια. Αυτή τη νύχτα μ’ έχεις ξεπεράσει. Δεν έχει σημασία που σ’ αγαπάω. Δεν έχει σημασία που σου δόθηκα πρώτος εγώ. Δεν έχει σημασία που δεν μπορώ να πάω μ’ άλλη γυναίκα πια. Δεν έχει σημασία τίποτα.
Με βοήθησες πολύ χωρίς να το ξέρεις. Και δεν το’ ξέρα κι εγώ. Απελευθέρωσα όλα μου τα ζωικά ένστικτα και ήσουνα δίπλά απλή.
Είναι φανταστικό.
Αυτό σίγουρα δεν το’ χω ξαναζήσει. Ή, αν το έζησα, δεν το θυμάμαι.
Κι ήσουνα δίπλα. Τώρα ξέρω ότι ξέρεις. Τώρα ξέρω πως δεν ήταν ζήλια.
Ήταν απαραίτητο να γίνει. Ήθελα να πειστώ.
Χαίρομαι που είσαι έτσι. Χαίρομαι που δεν έπεσα έξω. Ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου.
Σ’ ευχαριστώ. Νιώθω σαν να έχω συνδέσει τη μοίρα μου μαζί σου.
Εσύ έχεις το Πιτ σου. Νιώθω σαν κάτι να ξεκουνάει. Σαν να αρχίζει κάτι που άρχισε από καιρό. Και δεν το κατάλαβα.
Τώρα ξέρω ότι ξέρεις.
Σου έχω εμπιστοσύνη.
Αυτά.


Λίνα, Λίνα, τέτοια ζόρια, 
να 'χαν τ' άλλα σου τ' αγόρια.



Χρειάζομαι μια γυναίκα για σύντροφο, όχι απλά σεξουαλικό σύντροφο. Αυτά δε θα τα μπορέσω ξανά. Χρειάζομαι μια γυναίκα για σύντροφο. Χρειάζομαι μια γυναίκα για να ξανοιχτώ. Για να τα δώσω όλα.
Για να ζήσω και να πεθάνω άλλες τόσες φορές απ’ όσες έζησα και πέθανα. Χρειάζομαι μια γυναίκα για να ξαναγεννηθώ.
Όμως πάντοτε συμβαίνει. Τo ‘ξερα, αλλά πάντοτε το ξέχναγα. Πάντοτε το ήθελα να χρειάζομαι. Και να χρειάζομαι γυναίκα.
Αλλά οι γυναίκες δε με πιάνουνε. Ίσως δε τις πιάνω κι εγώ. Άλλες συχνότητες.
Πάντοτε συμβαίνει. Κι όμως παρ’ όλα αυτά χρειάζομαι. Χρειάζομαι ο φίλος μου να `ναι γένους θηλυκού

  
Αγαπάω κι αδιαφορώ
και μαζί σου το `χω μάθει και αυτό 
παραδόξως ν’ αγαπάω και μένα 
όπως εσένα



Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να μπλακώνονται στις μπουνιές.
Ποτέ όμως δεν χρησιμοποιούν τη σπιουνιά, τους μπάτσους, ή άλλα συγγενή ζώα
για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία
των ανθρώπων, που δεν είναι δυστυχώς ζώα.
Η κοινωνία των ανδρών είναι σιχαμερή.
Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο.
Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων όχι όλων.
Αυτών που δεν έχουν αποχτήσει ακόμη ανθρώπινες συνήθειες


Άτριχέ μου πίθηκε η αυγή δείχνει τα τσιμέντα 
Μένει η ύπαρξή σου ορφανή, μένει και η πατέντα 
Που σου επέβαλε να μείνεις αριθμός. 





Είχες το πλεονέκτημα να βλέπεις με εικόνες. Είχα το πλεονέκτημα να δρω χωρίς αυτές. Εσύ εκεί μειονεκτείς. Εγώ μειονεκτώ εκεί που εσύ πλεονεκτείς.
Θα μπορούσε νάταν το τέλειο. Εγώ αδράχνω τη στιγμή και δρω και σύ τη ζωγραφίζεις. Άλλες περιγραφές θα πεις. Όχι. θα πω εγώ.
Θα μπορούσε νάμασταν το συμπλήρωμα. Όμως εσύ ζητάς εικόνιση κι εγώ γυρεύω δράση. Δεν κόλλαγαν αυτά και σπάσαμε. Κι όμως παρ’ όλα ταύτα δεν έχω τη γνώμη ότι ξεγελάστηκα. Άξιζε τον κόπο



Τον πόλεμο μισώ κι απ' τη ζωή αποζητώ,
να μη μου μείνει μόνο το παράπονο
κι ας ήταν μια φορά να μ' είχες πάρει αγκαλιά, 

το ξέρω σου ζητώ πάρα πολλά



Ρώτησε κάποιος κάποτε: «Παλάβωσες Νικόλα; Γυρίζεις γύρω γύρω τ’ άγαλμα της πλατείας κι επιταχύνεις το ρυθμό κι έχουν περάσει ώρες». Εγώ απάντησα τότε αυτά: «Όλοι, ο καθένας, η καθεμιά κάνετε κύκλους παρόλο που πάτε ευθεία. Γυρίζετε σαν σβούρες και δεν παίρνετε χαμπάρι. Προκειμένου να κάνω κύκλους, εγώ μπαίνω μέσα στον κύκλο και τον αντιμετωπίζω. Παρόλο που βρίσκομαι ακόμα στην περιφέρεια. Θα φτάσω και στο κέντρο».
Πάντως το θυμάμαι. Είχα απαντήσει. Μίλαγα ακόμα με τους ανθρώπους. Τώρα πια δεν εξηγώ. Το ’χω σταματήσει…


Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας, στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή 
Συνηθισμένοι καθένας στο ρόλο του, κι η φαντασία μας έχει χαθεί. 


Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δεν με άντεχες.
Δεν είχες την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά άμα στο ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Και σου φαίνεται γέλιο.
Και ας μου φαινόταν γελοίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου