Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

μήνυμα, πες το με τέχνη - Χωρίσουν οι ψυχές ;








ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ ;
Χλόη Κουτσουμπέλη



Robert & Shana Parkeharrison



Από την άλλη χώρα που ζω
σ' ακούω να αναπνέεις
πάνω από δρόμους και κτίρια και ποτάμια
μικρές πεταλούδες ο ύπνος σου
κι ανησυχώ
αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
όπως μικρά νεογέννητα πουλιά
μές στην φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.
Γιατί ο χωρισμός είναι απόφαση
η αγάπη όμως είναι μία συνέχεια
χωρίς διακοπή.








Αποχαιρετισμός 
Γκιγιώμ Απολλιναίρ
  
Eνα κλωνάρι από ρεικιά στο χέρι μου ριγεί
Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο
Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ' αυτή τη γη
Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς
Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω

Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής























                                                       ....τα σώματά μας θα χαθούν θα σβύσουν
από μας θα μείνει μέχρι της συντελείας των αιώνων
αυτό το «σε αγαπώ» που σου ψιθύρισα στις ώρες μας τις πιο κρυφές
(ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΙΙ  Ν.Εγγονόπουλος)


Ο χωρισμός
Άννα Αχμάτοβα


«Σάμπως ο χωρισμός να μας τρομάζει:
πάνω μου εσύ ακουμπάς και πλάι σου εγώ απομένω
κι ας έχει αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, –
κ’ είσαι εσύ σκεφτικός κ’ εγώ σωπαίνω.

Μπαίνουμε σ’ εκκλησία κ’ εκεί θωρούμε
ένα ξόδι, μια βάφτιση, ένα γάμο,
και φεύγουμε, γιατί δε θέλουμε να δούμε:
για μάς το ίδιο δε γίνεται… Τι άλλο να κάμω

παρά ν’ ακούω που άτονα αναστενάζεις,
στο κοιμητήρι, πλάι σου καθισμένη,
ενώ στο χιόνι τα παλάτια σχεδιάζεις
όπου θα ζούμε μαζί και χωρισμένοι.»
(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)











                                                         Κάπου εδώ έλαβε τέλος η μικρή ιστορία
                                μιας μεγάλης μου αγάπης,
                                                      Στο δωμάτιο αυτό αγαπούσα τα νιάτα.

                           Και στα απέναντι σπίτια
                     ξέρω σ΄όλη την πόλη
                              σε σταθμούς και σε πάρκα
                                                                 κάπως έτσι τελειώνουν κι αλλονών οι αγάπες.


                                        Με ασυντρόφευτα δάκρυα
                                       και μ' αδιάφορους ώμους.

                                                                                              Γιώτα Αργυροπούλου



Σε κάθε πόλη
Γιώργος Μολέσκης

 

Σε κάθε πόλη υπάρχει μια αγάπη που έφυγε,
ένας έρωτας που εξατμίστηκε, ένας φίλος
που χάθηκε και δεν απαντούνε τα τηλέφωνά του,
ένας δρόμος με σβησμένο το όνομά του.

Υπάρχει ένα παγκάκι μ' ένα φιλί
πεταμένο πλάι του πάνω στο χώμα,
ένας δρόμος που κόβεται στα δυο
και δεν σμίγει πια με τίποτε,
ένα δωμάτιο όπου ένα λουλούδι
στέκει ξερό μέσα στη γλάστρα.

Σε κάθε πόλη υπάρχει μια ξεχασμένη μουσική
που αιωρείται σαν φύλλο στον αγέρα,
γεύσεις και μυρωδιές κι αρώματα,
αίμα, δάκρυα και τύψεις.

Υπάρχουν δυο στίχοι που πετιούνται ξαφνικά
απ' τη γωνιά της μνήμης
και παίρνουν τη φωνή και το νόημα άλλων ημερών,
ένα κομμάτι του εαυτού σου
που σου φωνάζει από μακριά,
που σε καλεί να επιστρέψεις.

Μα το ξέρεις,
δεν έχεις τρόπο να επιστρέψεις,
δεν έχεις πού να επιστρέψεις. 



Μα τι ζητούσα;
μόνο αγάπη ανευ ορίων



ξέρω, οι μισητές σιωπές σου, θα ξεχαστούν
μόνο το χαμόγελο σου θα με πληγώνει
στην καινούργια μου ζωή



«όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, κοιτάει και η άβυσσος μέσα σε σένα» (Νίτσε)

Εκεί, στο απόλυτο κενό, κοιτώντας το κατάματα, όλα τα γιατί βρίσκουν τις απαντήσεις τους...γιατί μπορείς να αγαπάς , γιατί ξέρεις να αγαπάς , γιατί ξέρεις ότι ακόμη και αν δεν σε κοιτάξει ο άλλος εσύ θα κοιτάς πάντα στη δική του κατεύθυνση

αυτό έμαθα από σένα να μη φοβάμαι τις σιωπές αφού και οι σιωπές μπορούν να τραγουδούν

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ
Αργύρης Χιόνης
 

ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρη, βαριά σιωπή, τόσο χοντρη πού 'χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που 'χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.
Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο, ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.




Δε χωρίζουν, όμως, έτσι οι ζωές
Των ανθρώπων, που αγαπήθηκαν
με τόσο κόπο












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου