Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

εξ αποστάσεων εξ απαλών ονύχων - Βίκυ Βανίδη


Του αρέσει να βλέπει τη ζωή από απόσταση, να καμώνεται ότι είναι δίκαιος παρατηρητής, να συμβουλεύει για αυτά που δεν έζησε αλλά παρατήρησε στις ζωές άλλων. Από μικρός κοιτούσε τα παιδιά να παίζουν, ποτέ του δεν προσπάθησε να μπει στο παιχνίδι ήξερε όμως απ΄έξω όλες τις κινήσεις κάθε παιχνιδιού. Γνώρισε ακόμη και την ένταση που προκαλούσε ο ανταγωνισμός, την έξαψη της νίκης, την απογοήτευση της ήττας. Μερικές φορές ήταν τόσο μεγάλη η έξαψη που ένιωθε έντονα συναισθήματα. Όταν το γειτονάκι του ο Παντελής κάρφωνε καλάθι σήκωνε μαζί του το χέρι για να δηλώσει την επιτυχία και το χαμόγελο του έφτανε μέχρι τα αυτιά ή όταν η Καλλιόπη φλέρταρε από απόσταση με το Θανάση το δικό του σώμα έγερνε προς το μέρος του. Κάπως έτσι πορεύτηκε στη ζωή του και δεν έχει παράπονο, έζησε και θεωρεί ότι έζησε έντονα μέσα από τις ζωές των άλλων και τώρα έφτασε μεσήλικας πια να θεωρεί τον εαυτό του ολοκληρωμένο και εκπληρωμένο. Λαμβάνει μέρος σε όλες τις συζητήσεις, ο Ανέστης τα ξέρει όλα, τίποτα δεν ξεφεύγει από το λαίμαργο στόμα του που καταπίνει ζωές για να παράγει σκατά το μυαλό του. Με ύφος περισπούδαστο που κατέχει την απόλυτη αλήθεια του κόσμου μιλάει για ότι είδε, για ότι άκουσε και για ότι φαντασιώνεται ότι έζησε. Ξέρει σε κάθε περίπτωση τι πρέπει να κάνεις και τι όχι, πώς να φερθείς και πώς να μιλήσεις. Λέει τη γνώμη του χωρίς ποτέ να τη ζητήσεις γιατί είναι βέβαιος ότι την οφείλει, οφείλει να μοιράζεται τις γνώσεις και τη διάνοια του για ότι δεν έζησε, για ότι δεν διάβασε αλλά για ότι παρατήρησε εξ αποστάσεων απ΄τα μικράτα του.

Τελικά είναι πάρα πολλοί αυτοί που είναι σίγουροι ότι κατέχουν την αλήθεια της ζωής τόσο πολλοί και τόσο σίγουροι που καθορίζουν τις ζωές όλων μας





Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

σημείο τομής - Βίκυ Βανίδη

 

Η μνήμη

χαμένη αφήγηση 

μιας σπασμένης εικόνας εννοιών

λάθος ιστορία

ή ιστορία επιθυμιών

Άπιστη ειν΄ η μνήμη

καθώς περνούν τα χρόνια σε απατά

συνήθως ταλανίζεται μεταξύ

ανύπαρκτου και υπαρκτού

για να διατηρεί την αμφιβολία ζωντανή

Σε μια μακρινή αναπόληση

χαϊδεύεις τα υγρά μαλλιά μου

κι ας είμαι ένα σώμα παρατημένο σε γιαλό

που δεν μπορεί να διαλέξει

τη στιγμή που θα πέσει στη θάλασσα

στην αιχμηρή ακίδα της μνήμη

μια άλλη γραφή διηγείται

όταν περίμενα νεύμα σου

για να βουτήξω

στον ηδονικό σπασμό των κυμάτων



Η ζώσα μνήμη εξιστορεί 

έναν έρωτα μεγάλο

όχι για τον άντρα

αλλά για την φωτογραφία του







Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Κό­τες (ένα αναρχικό πα­ρα­μύ­θι) - Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ



Όσο δεν είχα στην κα­το­χή μου τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα κρεβ­βά­τι και τα βι­βλί­α μου, ήμουν ευτυχής. Τώ­ρα έχω στην κα­το­χή μου εννιά κό­τες και έναν κό­κο­ρα και ἡ ψυ­χή μου είναι ανάστατη.

Η ιδιοκτησία με σκλή­ρυ­νε. Κά­θε φορά πού αγόραζα μια κό­τα την έδενα δυ­ὸ μέ­ρες σε ένα δέν­τρο για να της επι­βάλ­λω την κα­τοι­κί­α μου, κα­τα­στρέ­φον­τας στην εύ­θραυ­στη μνή­μη της την α­γά­πη για τον πα­λιό της τό­πο δι­α­μο­νής. Μπά­λω­σα τον φρά­χτη της αυλής μου, με σκοπό να γλυ­τώ­σω την απόδραση των πουλερικών μου και την επιδρομή τε­τρά­πο­δων και δί­πο­δων αλεπούδων. Απομονώθηκα, ενίσχυσα το σύ­νο­ρο, σχε­δί­α­σα μια διαβολική γραμμή ανάμεσα στον πλη­σί­ον και έμενα. Δι­αί­ρε­σα την ανθρωπότητα σε δυ­ο κα­τη­γο­ρί­ες: εγώ, αφέντης των κοτών μου και οι υπόλοιποι που μπορούσαν να μου τις πά­ρουν. Προσ­δι­ό­ρι­σα το αδίκημα. Ο κό­σμος για μέ­να γε­μί­ζει από υποτιθέμενους κλέ­φτες και για πρώ­τη φορά έριξα στην άλλη μεριά της πε­ρί­φρα­ξης μια εχθρική μα­τιά.

Ο κό­κο­ρας μου ήταν αρκετά νε­α­ρός. Ο κό­κο­ρας του γεί­το­να πή­δη­ξε το φρά­χτη και βάλ­θη­κε να φλερ­τά­ρει με τις κό­τες μου και να κά­νει δύ­σκο­λη τη ζωή του δικού μου κό­κο­ρα. Έδιωξα με πετριές τον πα­ρεί­σα­κτο, αλλά οι κό­τες πή­δα­γαν τον φρά­χτη και έκαναν αβγά στο σπί­τι του γεί­το­να. Απαίτησα τα αβγά και ο γεί­το­νας μου με μί­ση­σε. Από τό­τε, έβλεπα τη φά­τσα του πά­νω στο φρά­χτη, την εχθρική και ιεροεξεταστική μα­τιά του, ίδια με την δι­κή μου. Τα κο­τό­που­λά του πέρναγαν τον φρά­χτη και κα­τα­βρό­χθι­ζαν το μου­λι­α­σμέ­νο κα­λαμ­πό­κι που προ­ό­ρι­ζα για τα δι­κά μου. Τα ξέ­να κο­τό­που­λα μου έμοιαζαν εγκληματίες. Τα κα­τα­δί­ω­ξα και τυ­φλω­μέ­νος από λύσ­σα σκό­τω­σα ένα. Ὁ γεί­το­νας προ­σέ­δω­σε τε­ρά­στια ση­μα­σί­α στην επίθεση. Δεν θέ­λη­σε να δεχτεί μια χρηματική αποζημίωση. Τρά­βη­ξε με σο­βα­ρό­τη­τα το πτώμα του κο­τό­που­λου και αντί να το φά­ει, το έδειξε στους φί­λους του, γεγονός με το οποίο άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό ο θρύ­λος της ιμπεριαλιστικής μου κτη­νω­δί­ας. Έπρεπε να ενισχύσω την πε­ρί­φρα­ξη, να επαυξήσω την επαγρύπνηση, να ανεβάσω με μια λέ­ξη, τον πο­λε­μι­κό μου προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό. Ο γεί­το­νας δι­έ­θε­τε έναν σκύ­λο αποφασισμένο για όλα· εγώ σκέ­φτο­μαι να αγοράσω ένα πι­στό­λι.


Πού εί­ναι ἡ πα­λιά μου ησυχία; Είμαι πο­τι­σμέ­νος από την κα­χυ­πο­ψί­α και το μί­σος. Το πνεύμα του κα­κού με έ­χει κα­τα­λά­βει. Πριν ήμουν ένας άνθρωπος. Τώ­ρα είμαι ένας ιδιοκτήτης.

μετάφραση: Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή