η αγκαλιά της μάνας μου
ήταν η μόνη μου πατρίδα
όταν ήμουν παιδί
έπαιζα ανέμελα
στις γειτονίες της Γουινέας
μέχρι που μια μέρα η αγκαλιά
της μάνας μου πάγωσε
είδα τα χέρια της άκαμπτα
και το βλέμμα της κενό
έφυγα μακριά
δεν έχω πια πατρίδα.
Με λένε Ρασίντ
ζούσα χαρούμενος
στις γειτονίες της Χεράτ
μέχρι που είδα μέσα στο σπίτι μας
να σκοτώνουν τους γονείς μου
έφυγα μακριά
δεν έχω τίποτα πια.
Με λένε Μπλάνκα
μου άρεσε να βλέπω στον
καθρέφτη τη μαμά μου
να πλέκει κοτσίδες τα μαλλιά μου
μια μέρα ο καθρέφτης έσπασε
το σπίτι μας έγινε ερείπια
η μαμά φώναζε τρέξε ,τρέξε
όσο πιο γρήγορα μπορείς
τρέξε να σωθείς
η Μαριούπολη κατεδαφίζεται
τρέχω, τα μαλλιά μου
είναι ξέπλεκα και λερωμένα.
Με λένε Αμίρ ,Αντρέι, Γιάννη, Γιασμίν
είμαι παιδί του κόσμου
τρέχω, τρέχω να σωθώ από
τον πόλεμο την πείνα τη δυστυχία
ψάχνω λίγο φως
μικρές δόσεις αγάπης
ένα όνειρο να πιαστώ
Είναι η μόνη αλήθεια παιδί μου
το σύμπαν διοικείται
από ανίκανους θεούς
ο πλανήτης από αιμοσταγείς
δήθεν ηγέτες
ο κόσμος γέμισε με κούφιους,
βαλσαμωμένους ανθρώπους
κι η αλληλεγγύη έγινε λέξη
χωρίς έννοια
πες μου πώς να ονειρευτείς
στις χώρες του ήλιου που δεν αντικρίζουν τον ήλιο
στις χώρες του ανθρώπου που δεν αντικρίζουν τον άνθρωπο
το σύμπαν διοικείται
από ανίκανους θεούς
ο πλανήτης από αιμοσταγείς
δήθεν ηγέτες
ο κόσμος γέμισε με κούφιους,
βαλσαμωμένους ανθρώπους
κι η αλληλεγγύη έγινε λέξη
χωρίς έννοια
πες μου πώς να ονειρευτείς
στις χώρες του ήλιου που δεν αντικρίζουν τον ήλιο
στις χώρες του ανθρώπου που δεν αντικρίζουν τον άνθρωπο
Πολύ όμορφο ποίημα!
ΑπάντησηΔιαγραφή