Εγώ στη θέση σου
θα τηλεφωνούσα,
δεν θα έχανα χρόνο,
θα μου έλεγα ναι.
Δεν θα είχα ενδοιασμούς,
θα δραπέτευα.
Θα έδινα αυτό που έχεις,
αυτό που έχω,
για να έχω αυτό που δίνεις,
αυτό που θα μου έδινες.
Θα τραβούσα τα μαλλιά μου,
θα έκλαιγα από ηδονή,
θα τραγουδούσα ξυπόλυτη,
θα χόρευα,
θα έβαζα στον Φλεβάρη ένα ήλιο Αυγούστου,
θα πέθαινα από ευχαρίστηση,
δεν θα μπορούσα κανέναν αλλά αυτόν τον έρωτα,
θα εφεύρισκα ονόματα και ρήματα καινούρια,
θα έτρεμα από φόβο μπρος στην αμφιβολία
πως υπήρξε μόνο ένα όνειρο,
θα έφευγα για πάντα από σένα,
από εκεί,
μαζί μου.
Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα.
Θα μου έλεγα ναι,
θα μου έλειπε χρόνος για να τρέξω μέχρι τα χέρια μου,
ή τουλάχιστον, ξέρω εγώ,
θα απαντούσα στα μηνύματά μου,
στις απόπειρές μου να μάθω τι τρέχει με σένα,
θα μου τηλεφωνούσα,
τι θα γίνει με μας,
θα μου έδινα ένα σημείο ζωής,
εγώ στη θέση σου.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΝΑ ΜΕΙΝΩ
Όλα είναι έτοιμα: η βαλίτσα,
τα πουκάμισα, οι χάρτες, η φρούδα ελπίδα.
Τινάζω τη σκόνη απ’ τα βλέφαρά μου.
Στο πέτο έβαλα
το ρόδο των ανέμων.
Όλα είναι έτοιμα: η θάλασσα, ο αέρας, ο άτλαντας.
Μόνο το πότε μου λείπει,
το προς τα πού, ένα ημερολόγιο πλοίου,
ναυτικοί χάρτες, ούριοι άνεμοι,
κουράγιο και κάποιος να ξέρει
να μ’ αγαπά όπως εγώ δεν μ’ αγαπώ.
Το πλοίο που δεν υπάρχει, το βλέμμα,
οι κίνδυνοι, τα τρομαγμένα χέρια,
το ομφάλιο νήμα του ορίζοντα
που υπογραμμίζει αυτούς τους αποσιωπητικούς στίχους…
Όλα είναι έτοιμα: σοβαρά, μάταια.
Χουάν Βιθέντε Πικέρας Juan Vicente Piqueras, “Ιστορία της δίψας” “Historia de la sed”, μετ:Κώστας Βραχνός
Η εξομολόγηση του φυγά
[Confesión del fugitivo]
του Χουάν Βιθέντε Πικέρας
Είμαι ευτυχισμένος μόνο σαν φεύγω.
Όχι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, με δρόμους κλειστούς,
μα ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο ’να σπίτι ή στ’ άλλο,
και τα δυο κατά προτίμηση αλλονών.
Δεν μπορώ πια, ούτε θέλω, να μένω ήσυχος.
Ούτε τώρα ούτε μετά. Ούτε εδώ ούτε εκεί.
Εκεί που τελοσπάντων είσαι εσύ,
όποια και να ’σαι εσύ, το όνομά σου βάλε
στα χείλη μου τα διψασμένα, τα αχόρταγα.
Εγώ δεν είμαι εγώ ούτε έχω σπίτι.
Δεν λέω πια, γιατί ποτέ δεν ήμουν,
ποτέ δεν είχα, πάντα ήμουν ξένος
μέσα μου ή έξω μου. Είμαι αυτός που δεν:
ο αλήτης που κοιμάται κάτω απ’ το γεφύρι
που τις όχθες μου ενώνει και το περνώ
χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα.
Γράφω γιατί ψάχνω, γιατί ελπίζω.
Όμως πια δεν ξέρω τι, το ’χω ξεχάσει.
Ελπίζω πως γράφοντας, κάποια στιγμή
θα θυμηθώ. Επιμένω κόντρα στους καιρούς.
Αγωνιώ ανάμεσα σε παρενθέσεις
σε τόπο ζωντανό, χρόνο νεκρό
κάποιας ελπίδας, ανάμεσα σε δύο εδώ.
Ποτέ σε κάτι μα ανάμεσα. Άσε με,
όποια και να ’σαι εσύ, στην ησυχία μου
ή τέλειωνε πια μαζί μου και με το μέλι το πικρό
του να είμαι μόνος μιλώντας μόνος.
Αποφάσισα να μην αποφασίζω,
να μην είμαι πουθενά αλλά στον δρόμο,
σε γεφύρια, σε πλοία, σε τρένα
όπου θα είμαι απλώς ο επιβάτης
που ξέρω πως είμαι, και να αισθάνομαι
πως με ανησυχεί η γαλήνη,
πως η ησυχία με τρομάζει,
πως η ασφάλεια δεν με ενδιαφέρει,
κι ευτυχισμένος είμαι μόνο στη φυγή.
[Μετάφραση από τα ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης
Ευχαριστώ για το όμορφο μεταφρασμένο ποίημα !
ΑπάντησηΔιαγραφή