Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Νίκος Καρούζος - η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη

«Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ’ τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.
Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ’ εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.
Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ’ ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.
«Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών). Ενώ ο ποιητής γράφει : «…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»


έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος 

Μαξ Ερνστ, «Τα μάτια της σιωπής»

 Αντι – νεφέλωμα

Η σιωπή δεν είναι λεφτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
(Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου